Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καλαλούγκας Μιχάλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καλαλούγκας Μιχάλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Ανηφορίζοντας… Μιχάλης Καλαλούγκας


Ανηφορίζοντας…



Η ανηφόρα απότομη καθώς είναι με βάζει σε δοκιμασία, ανεβαίνω μισή ώρα και δεν έχω φτάσει ούτε στη μέση, τ’απόκρημνα βράχια της κορφής με κοιτούν και σιγογελάνε, όσο τα χρόνια περνούν τα βουνά ψηλώνουν. Όταν ήμουν παιδί ανέβαινα σχεδόν τρέχοντας, τώρα κάθε τόσο κάνω στάσεις, δεν αρκεί μόνο η θέληση.
Το τοπίο δεν έχει αλλάξει μόνο το δάσος με τα ίλκια στην απέναντη πλαγιά ψήλωσε, έγινε αδιαπέραστο,τα δέντρα μεγάλωσαν, μόνο η ανάσα μου μίκρυνε.

Τα χρόνια εκείνα τον Αύγουστο της Παναγιάς ο πατέρας μου μ’έπερνε απο το χέρι κι’ανηφορίζαμε το μονοπάτι που οδηγεί στην κορφή του Αι Νικόλα. Δεν κοιμόμουν όλη τη νύχτα, το χάραμα της Παναγιάς το περίμενα με ανυπομονησία, θέλεις η γιορτή θέλεις η βόλτα, οι διηγήσεις του πατέρα μου, όλα ήταν μαγικά.
Ο συχωρεμένος ο γέρος μου τα θυμόταν απο τον πατέρα του που τον τριγύριζε στα μονοπάτια του βουνού και του διηγόταν ιστορίες  για τα πουλιά τα δέντρα και τα ξωτικά. Το είχε ιερό σκοπό να τα μεταφέρει σε μένα να μου διηγηθεί όλα όσα έμαθε απ’τον πατέρα του να μη σβήσουν, να μη χαθούν, να συνεχίσουν να υπάρχουν.
Όσο ανεβαίναμε τόσο διηγόταν κι όταν φθάναμε στην κορφή θυμάμαι το βλέμμα του γινόταν καθάριο, αγκαλιά μεγάλη, θαρρείς πως εκείνη τη στιγμή η καρδιά του μπορούσε να συγχωρήσει τις κακίες του κόσμου όλου γιατί απο ψηλά  φάνταζαν ασήμαντες.
Ασφάκα, θυμάρι, φασκόμηλο, πλημμύριζε ο αέρας μυρωδιές που έτσι να έκανες τις έπιανες. Θυμάμαι κάτω απ’τα βράχια της κορφής ένα μώβ λουλουδάκι, πολλές φορές προσπάθησα να το κόψω να το περιεργαστώ, μα μέχρι σήμερα δεν τα κατάφερα. Στον  πατέρα μου άρεσε πολύ και πάντα μούλεγε πως δεν μπορεί να το κόψει, πως δεν έχει το δικαίωμα να στερήσει απο τη φύση αυτή τη λιλιπούτεια ομορφιά. Ρομαντισμός, αυτό τον χαρακτήριζε.

Η πόρτα της εκκλησιάς έτριξε, απέναντι σε απόσταση αναπνοής η ωραία πύλη και στο πλάι η εικόνα της Παναγιάς. Ανάβαμε τα καντήλια και προσκυνούσαμε , σαράντα χρόνια μετά η εικόνα ακόμα μοσχοβολάει όπως ο αέρας που έρχεται απο τον Ευβοϊκό και πάει για το Αιγαίο, περνά πάνω απ’ την κορφή παίρνει τα δώρα του βουνού, μηνύματα της φύσης να ταξιδέψει . Περνά πάνω απ’ την εκκλησιά που αιμοραγεί απ’το χρόνο, πάνω απ’ το κάστρο παίρνει μακρυά τις φωνές των πολιορκημένων κι όταν θυμώσει για τα καλά γυρίζει τις πέτρες ανάποδα να τις κάνει να πάψουν να θυμούνται να πάψουν να μιλούν  για το παρελθόν ο χρόνος τις τρυγά, ραγίζουν δεν αντέχουν.

Το εκκλησάκι του Αϊ Νικόλα είναι γατζωμένο στην άκρη του βράχου, μοναδική θέα ο κάμπος και ο Ευβοϊκός, αλλάζουν χρώματα με τις εποχές.. Συνήθως στις κορφές τα εκκλησάκια είναι αφιερωμένα στον προφήτη Ηλία, εδώ είναι ο Αϊ Νικόλας όπως και νάχει το τοπίο με γεμίζει δέος, είναι ιερό λιμέρι. Κι εδώ οι διαδικασίες ήταν ίδιες, άναμα στα καντήλια προσκύνημα στην εικόνα του Αγίου και μετά ιστορίες και αγνάντεμα. Κάποτε μια καλοκαιρινή καταιγίδα  μας καθήλωσε αρκετή ώρα στη σπηλιά, το θυμάμε σαν όνειρο ,τ΄αστροπελέκια χαράκωναν τον ορίζοντα με θυμό πρωτόγνωρο τον γέμιζαν φωτιά και βουητό.  Άνοιξαν οι κρουνοί τ΄ουρανού και το νερό έτρεχε ποτάμι.
Στριμωγμένος στην αγκαλιά του πατέρα μου σκέπαζα τον φόβο μου, κοιτούσα το καντήλι που τρεμόπαιζε, σπινθύριζε, μου μιλούσε κι έπερνα κουράγιο. Παιδικές αναμνήσεις, όνειρα με νεράιδες , εικόνες της φύσης αφημένες απο το πατρικό χέρι.

Λίγο ακόμα και φθάνω στην κορφή, φούσκωσα για τα καλά μα επιμένω. Θ΄ανάψω το καντήλι της Παναγιάς  του Αϊ Νικόλα, θα κάνω έτσι δά να πιάσω τις μυρωδιές, ν΄ακούσω την πέρδικα να λαλεί. Θα περιμένω. Όπου ν΄άναι θα φανεί κι ο γέρος μου. 




Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

Καπνός από καμίνι, Μιχάλης Καλαλούγκας


Καπνός από καμίνι 

Ο ή­λιος εί­ναι ψη­λά και η ζέ­στη έ­ντο­νη, οι πέ­τρες κρο­τα­λί­ζουν στο πέ­ρα­σμα μας, α­κο­λου­θού­με έ­να μο­νο­πά­τι που τα ί­χνη του χά­νο­νται στην πλα­γιά, ο­δη­γεί στη με­γά­λη λά­κα. Ο Βα­σί­λης πε­ζός προ­πο­ρεύ­ε­ται, χα­ρά­ζει δρό­μο και ε­γώ στο τι­μό­νι ο­δη­γώ με ρυθ­μούς χε­λώ­νας, α­κο­λουθώ τα τερ­τί­πια του εδάφους και τις ο­δη­γί­ες αλ­λιώς κιν­δυ­νεύ­ου­με να βρε­θού­με προ εκ­πλή­ξε­ων.
Οι δια­δρο­μές ε­κτός δρό­μου θέ­λουν γνώ­σεις, σε­βα­σμό στο πε­ρι­βά­λλον και πλήρω­μα που να δια­θέ­τει ε­μπει­ρί­α. Μέ­χρι να φθά­σου­με στη καρ­διά  της λά­κας πέ­ρασε αρ­κε­τή ώ­ρα, έ­να φυ­σι­κό ε­μπό­διο μας υ­πο­χρέ­ω­σε σε δίωρο σκά­ψι­μο προ­κειμέ­νου να πε­ρά­σου­με με α­σφά­λεια. Ό­σο πλη­σιά­ζα­με μυ­ρω­διά κα­πνού ερ­χό­ταν απ`το βά­θος της ρε­μα­τιάς που ή­ταν πνιγ­μέ­νη στο πρά­σι­νο. Με δυ­σκο­λί­α, συ­νε­χείς ε­λιγ­μούς και στά­σεις για έ­λεγ­χο του ε­δά­φους φτά­σα­με σε ένα ξέφωτο.
Το τρε­χού­με­νο νε­ρό ή­ταν θεί­ο δώ­ρο, αν και λι­γο­στό μας δρό­σι­σε.
Στην α­πέ­να­ντι πλα­γιά α­πλω­νό­ταν έ­να δά­σος α­ριάς  τό­σο πυ­κνό που ο ή­λιος δεν το περ­νού­σε. Το έ­δα­φος ή­ταν καλ­υ­μμέ­νο α­πο πα­χύ στρώ­μα φύλ­λων, γύ­ρω ή­ταν διά­σπαρ­τα α­πο­μει­νά­ρια α­πο κο­νά­κια τσοπαναραίων α­πο το μα­κρι­νό πα­ρελ­θόν, όταν τα βου­νά έ­σφι­ζαν α­πο ζω­ή και κου­δου­νί­σμα­τα.

Η μυ­ρω­διά του κα­πνού γι­νό­ταν α­πο­πνι­κτι­κή, η ά­πνοια τον κρα­τούσε χα­μη­λά, μό­λις περ­νού­σε τα πλα­τά­νια.
Α­νη­συ­χή­σα­με κι αρ­χί­σα­με να ψά­χνου­με για τη φω­τιά αλ­λά η α­νη­συ­χί­α μας κράτη­σε λί­γο. Απ` το δά­σος α­νά­με­σα απ`τα ίλ­κια ξε­πρό­βα­λε έ­νας μαύ­ρος  σκύλος α­πο κεί­νους τους τσο­πα­νό­σκυ­λους που συ­να­ντάς στα κο­πά­δια της Νό­τιας Εύ­βοιας,
Μέ­τριο α­νά­στη­μα, φου­ντω­τή ου­ρά και μά­τια που πε­τούν σπί­θες, εί­ναι ντό­πια ρά­τσα,
ό­λα έ­χουν μια κο­ψιά λές και εί­ναι βγαλ­μέ­να απ` το ί­διο κα­λού­πι.
Μας πλη­σί­α­σε α­πει­λητι­κός γαβγίζοντας, έ­δει­χνε τα δό­ντια του αλ­λά κρα­τούσε α­πό­στα­ση α­σφα­λεί­ας. Σε λί­γο πρό­βα­λε έ­να μου­λά­ρι φορ­τω­μέ­νο ξύ­λα, με­τά και δεύ­τε­ρο, τα συ­νό­δευε μια με­σό­κο­πη γυ­ναί­κα με μέ­τριο α­νά­στη­μα, ή­ταν γε­ρο­δε­μέ­νη, στα χέ­ρια της κρα­τού­σε μα­γκού­ρα που την γύ­ρι­ζε στον α­έ­ρα με τέχνη.
Δρα­σκέ­λι­σε τη ρε­μα­τιά με ευ­κι­νη­σί­α που θα την ζή­λευε έ­φη­βος κι έ­κα­νε προς το μέ­ρος μας. Μας χαι­ρέ­τι­σε, η α­πο­ρί­α ή­ταν ζω­γρα­φι­σμέ­νη στο πρόσωπο της, δεν μπο­ρού­σε να κα­τα­λά­βει πως  βρε­θή­κα­με ε­κεί με τ`α­μά­ξι α­φου δεν υ­πάρ­χει δρό­μος και η πρό­σβα­ση γί­νε­ται μό­νο με τα πό­δια ή με ζώ­α κι ό­ταν α­κό­μα της εξη­γή­σα­με φαι­νό­ταν να μη το πι­στεύ­ει κοι­τού­σε μια το α­μά­ξι μια ε­μάς και χαμο­γε­λού­σε.
Μας κά­λε­σε πιο κά­τω για κα­φέ, ό­χι δεν ή­ταν το σπί­τι της, α­πλά εί­χε στή­σει ένα κα­μί­νι με τον ά­ντρα της. Κα­τη­φο­ρί­σα­με τη ρε­μα­τιά έ­χο­ντας το σκυ­λί στα  τρί­α μέ­τρα να γαβγίζει α­στα­μά­τη­τα, αν δεν ή­ταν τ`α­φε­ντι­κό του κο­ντά σί­γου­ρα  θα εί­χε ε­πι­τε­θεί και δί­καια διό­τι βρι­σκό­μα­σταν στην πε­ριο­χή του.
Το κα­μί­νι ή­ταν σχε­δόν έ­τοι­μο, ο μπάρ­μπα Θόδωρος -έ­τσι τον έ­λε­γαν- έ­ρι­χνε τις τε­λευ­ταί­ες φτυα­ριές χώ­μα για να κα­λύ­ψει τα κε­νά.
Μας εί­δε να φθά­νου­με, ά­φη­σε τη δου­λειά και ήλ­θε να μας κα­λω­σο­ρί­σει, η χει­ραψί­α του ή­ταν ε­γκάρ­δια, το ί­διο και η κυ­ρά Λουκία η γυ­ναί­κα του.
Κα­θί­σα­με κα­τά­χα­μα και κάναμε κουβέντα α­πό που εί­μα­στε, πως φθά­σα­με μέ­χρι ε­κεί. Πά­νω στην ώ­ρα ήλ­θε και το πα­τρο­πα­ρά­δο­το τσί­που­ρο, ζυ­μω­τό ψω­μί, φρέ­σκο κε­φα­λο­τύ­ρι και ντο­μά­τα α­πο το φα­νά­ρι. Φα­νά­ρι σε λει­τουρ­γί­α εί­χα να συ­να­ντή­σω α­πο παι­δί. Οι γεύ­σεις ή­ταν μο­να­δι­κές κι ό­λα αυ­τά κά­τω απ` τα πλα­τά­νια.
Η συ­ζή­τη­ση που α­κο­λού­θη­σε εί­χε εν­δια­φέ­ρον, μά­θα­με α­πο πρώ­το χέ­ρι για το κα­μί­νι, τα κάρ­βου­να και τα μυ­στι­κά τους.
Ο μπάρ­μπα Θόδωρος εί­ναι χείμαρρος στη διήγηση του, μι­λά­ει δυ­να­τά, μορ­φά­ζει, κά­νει χει­ρο­νο­μί­ες, πε­τά­ει αρ­βα­νί­τι­κες λέ­ξεις, εί­ναι α­πό­λαυ­ση να τον παρα­κο­λου­θείς.
Την δου­λειά την έ­μα­θε α­πο  τον πα­τέ­ρα του.Ή­ταν παι­δά­κι α­κό­μη ό­ταν τον έ­παιρνε κο­ντά του, ξη­με­ρο­βρα­δια­ζό­τα­νε στο κα­μί­νι, βο­η­θού­σε και μά­θαι­νε την τέχνη.

Η πα­ρα­γω­γή κάρ­βου­νου εί­ναι πα­ρα­δο­σια­κή τέ­χνη της Αρ­με­νί­ας, στη Βό­ρεια Ελ­λά­δα την ξε­κί­νη­σαν οι Σα­μο­θρα­κή­τες και ε­πε­κτά­θη­κε και στη Νό­τια.
Ο μπάρ­μπα Θοδωρής αφηγείται, κα­τα­γρά­φω τα πά­ντα.
Τα πα­λιά χρό­νια ά­δεια κο­πής ξύ­λων έ­βγα­ζε μό­νο ο έ­μπο­ρος και έ­στη­νε κα­μίνια κα­τά πα­ραγ­γε­λί­α, κα­τό­πιν α­γό­ρα­ζε 1,5-2 δραχ­μές το κι­λό α­πο τον πα­ρα­γω­γό.
Σή­με­ρα οι ά­δειες εκ­δί­δο­νται α­πο το Δα­σαρ­χεί­ο κατ` ευ­θεί­αν στον πα­ρα­γω­γό και τα κάρ­βου­να τα ε­μπο­ρεύ­ε­ται μό­νος του. Η ποιό­τη­τα ε­ξαρ­τά­ται α­πο τον μάστο­ρα και την τέ­χνη του, το κα­λύ­τε­ρο ξύ­λο εί­ναι το πουρ­νά­ρι και το ρύ­κι σπανί­ζουν ό­μως, με­τά εί­ναι η δρύς, η βα­λα­νι­διά και η ε­λιά. Η κα­τα­σκευ­ή του εί­ναι ό­λη η τέ­χνη, α­πο­τε­λεί­ται από ξύ­λα, ά­χυ­ρο και χώ­μα. 
Η αρ­χή γί­νε­ται με τη συλ­λο­γή ξύ­λου, κο­πή κα­τά μέ­γε­θος, α­τέ­λειω­τες πο­ρεί­ες με τα μου­λά­ρια και στοίβαγμα σε κύ­κλο εί­ναι η δη­μιουρ­γί­α του κα­μι­νιού.
Α­φού στοιβαχτούν τα ξύ­λα ντύ­νο­νται με ά­χυ­ρο για να κρα­τά το χώ­μα με το ο­ποίο θα κα­λυ­φθεί ο­λό­κλη­ρο. Στην κο­ρυ­φή α­φή­νουν μια τρύ­πα α­νοι­χτή, α­πο ε­κεί θα βά­λουν φω­τιά, περιφερειακά πέ­ντε – έ­ξι τρύ­πες λει­τουρ­γούν σαν α­ε­ρα­γω­γοί.
Εικοσιπέντε τό­νοι ξύ­λου αρ­κούν για να δώ­σουν 6 τό­νους κάρ­βου­νου.
Εί­ναι ση­μα­ντι­κό το κα­μί­νι να έ­χει κα­λή καύ­ση, ε­άν πά­ρει πο­λύ α­έ­ρα,το κάρ­βου­νο  γί­νε­ται ε­λα­φρύ, δεν κρα­τά­ει . Ό­ταν ο α­έ­ρας περ­νά­ει με μέ­τρια ρο­ή γί­νεται βα­ρύ,έ­τσι κερ­δί­ζει ο πα­ρα­γω­γός σε κι­λά  αλ­λά και ο κα­τα­να­λω­τής για­τί κρα­τά­ει πε­ρισ­σό­τε­ρη ώ­ρα η καύ­ση, αυ­τό χαρακτηρίζει και την ποιό­τη­τα.
Το κα­μί­νι θέ­λει το μά­στο­ρα στην κυ­ριο­λε­ξί­α σε ε­γρή­γορ­ση, ε­άν υ­πο­χω­ρή­σει το χώ­μα και α­νοί­ξει τρύ­πα σε κά­ποιο ση­μεί­ο εί­ναι χα­μέ­νος κό­πος, ο κίν­δυ­νος να γί­νει στά­χτη είναι με­γά­λος. Τα βρά­δια φυ­λά­νε βάρ­διες, το φέρ­νουν βόλ­τα με το φα­νό ό­λη τη νύ­χτα. Ό­ταν ο κα­πνός γί­νει γα­λά­ζιος ση­μαί­νει ό­τι η καύση εί­ναι κα­λή, κα­τε­βά­ζουν με προ­σο­χή τις στί­βες των ξύ­λων που υ­πο­χω­ρούν κάθε τρείς η­μέ­ρες-δου­λειά ε­πι­κίν­δυνη- μέ­χρι να κά­τσει τε­λεί­ως.
Ό­ταν ο­λο­κλη­ρω­θούν οι ερ­γα­σί­ες, κα­θα­ρί­ζουν το ά­χυ­ρο και το κάρ­βου­νο εί­ναι έ­τοι­μο να γε­μί­σει τα τσου­βά­λια. Η καύ­ση διαρ­κεί 15 η­μέ­ρες και α­παι­τού­νται άλλες 4 για να το­πο­θε­τη­θεί στα σακ­κιά το βά­ρος των ο­ποί­ων κυμαίνεται α­πο 40 έ­ως 45 κι­λά. 
Πω­λεί­ται με το κι­λό αλ­λά και με το σακίί. Συ­νο­λι­κά α­παι­τεί­ται έ­νας μή­νας για συλ­λο­γή ξύ­λου, στοίβαγμα, κά­ψι­μο, τσου­βά­λια­σμα. Ο κύ­κλος ζω­ής του κα­μι­νιού εί­ναι συ­νε­χής α­γώ­νας και φτιά­χνουν 4-5 το χρό­νο.
Η κα­λύ­τε­ρη ε­πο­χή εί­ναι η Ά­νοι­ξη και το Φθινόπωρο διό­τι ο και­ρός εί­ναι δροσε­ρός και το ξύ­λο γε­ρό. Οι ε­πο­χές αυ­τές δί­νουν τη δυ­να­τό­τη­τα για δου­λειά όσο κρα­τά­ει το φώς της η­μέ­ρας. Το κα­λο­καί­ρι εί­ναι ε­πι­κίν­δυ­νο για φω­τιά, τον χει­μώ­να α­πα­γο­ρευ­τι­κό λό­γω βρο­χής. Την τέ­χνη του κα­μι­νιού την μα­θαί­νουν συ­νέ­χεια, εί­ναι δου­λειά των με­γά­λων αν­θρώ­πων, ε­λά­χι­στοι νέ­οι α­σχο­λού­νται με τα κάρ­βου­να.
Ο μπάρ­μπα Θόδωρος τέ­λειω­σε το τσι­γά­ρο του, ση­κώ­θη­κε και πή­γε προς το κα­μί­νι,σαν αί­λου­ρος α­νέ­βη­κε τη σκά­λα και του`δω­σε φω­τιά, κα­τέ­βη­κε τό’­φε­ρε βόλ­τα πα­ρα­τη­ρώ­ντας το προσεκτικά, το σταύ­ρω­σε και γύ­ρι­σε προς το μέ­ρος μας.
Στο βλέμμα  του εί­χε σχη­μα­τι­σθεί η γα­λή­νια ει­κό­να της α­να­μο­νής.

Α­νά­λα­φρη αύ­ρα συ­νο­δεύ­ει τη δι­ή­γη­ση του μπάρ­μπα Θόδωρου, δί­νει την ε­ντύ­πω­ση ό­τι ό­λα τα εί­χε κρυμ­μέ­να μέ­σα του σα να περίμενε τη στιγμή να τ`α­φή­σει ε­λεύ­θε­ρα ν` α­να­κα­τευ­θούν με την καρ­βου­νό­σκο­νη α­να­δρο­μή στα α­ό­ρατα μο­νο­πά­τια του νού που περ­πά­τη­σε α­πο τα παι­δι­κά του χρό­νια μέ­χρι σή­με­ρα.
Σκλη­ρή πο­ρεί­α ζω­ής, ε­πι­βί­ω­ση κά­τω α­πο α­ντί­ξο­ες συν­θή­κες, στο πλευ­ρό του άρρη­κτος κρί­κος η γυ­ναί­κα του, μη­τέ­ρα, φί­λος, σκλη­ρός δου­λευ­τής, ο ι­δα­νι­κός συνδυασμός.

Ο κα­πνός μυ­ρί­ζει α­κό­μη ό­ταν κοι­τώ τις φω­το­γρα­φί­ες, τα ρυτιδιασμένα πρό­σω­πα του μό­χθου κα­λύ­πτει η μαύ­ρη σκό­νη, ρο­ζια­σμέ­να χέ­ρια, άν­θρω­ποι της υ­παί­θρου, οι τε­λευ­ταί­οι καρ­βου­νιά­ρηδες.


Πηγή : http://karystina-logia.blogspot.com/

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

Ψηλά στα καταράχια


Ψηλά στα καταράχια, Μιχάλης Καλαλούγκας 

Τα πόδια της πατούσαν γερά τη γη, λιγνή σιλουέτα, λικνιζόταν μ `αέρινη κίνηση, κυνηγούσε τις ακτίνες του ήλιου, άλλοτε μεγάλωνε κι άλλοτε μίκραινε, έπαιζε με τη σκιά.  Δρασκέλιζε τα βράχια με άνεση μοναδική, ώσπου να τη δεις εδώ, βρισκόταν απέναντι, έβλεπε τους αϊτούς  να γυρωπετάνε κι άνοιγε τα χέρια της, πετούσε μαζί τους, έσκουζε στον αέρα, τους μιλούσε. Όλα γίνονται ένα εκεί ψηλά, τα βουνά υπάρχουν  για ν `ακουμπάμε την ψυχή μας στα σύννεφα. Την είχα δει κάποτε στο βουνό, στεγνή σιλουέτα  μα δυνατή σαν σίδερο, μάτια μεγάλα γαλανά, είχαν το χρώμα τ   `ουρανού, πετούσαν σπίθες, ανήσυχα ,χτένιζαν τις πλαγιές, τρύπωναν στα φυλλώματα, φύλαγαν το βιoς της.

Φύση αδάμαστη, ελεύθερη, τίποτε δεν τη σταματούσε, σφύριζε και η σφυριά της περνούσε σαν αστροπελέκι από τη μια πλαγιά στην άλλη, έσκιαζε τ` αγριμικά που λούφαζαν, δεν ξεμυτούσαν. Σαν έφτανε μεσημέρι καθόταν κάτω από το μεγάλο πλατάνι  στα ριζά της ρεματιάς να ξαποστάσει να χορτάσει τη δίψα της. Όταν το μεράκι την έπιανε ,έβγαζε απ` το ταγάρι το σουράβλι κι αντιλαλούσε η πλαγιά, ακόμα και τ `αηδόνια σιωπούσαν, θαύμαζαν την τέχνη της και πώς να μην τη θαυμάζουν αφού έβγαινε από την ψυχή της.  Σαν άρχιζε ο ήλιος να γέρνει, στο πόδι και πάλι για την επιστροφή, πετούσε από βράχο σε βράχο, γρήγορη σαν αστραπή, έφερνε τα δάχτυλα στο στόμα και σφύριζε δυο φορές κοφτά, το σφύριγμά της ήταν διαταγή, τα ζώα παράταγαν τον επιούσιο και τσακιζόντουσαν στην προσταγή της . Τα μάζευε  πριν πέσει  ο ήλιος στο μαντρί, φώναζε τη μάνα της  ν` αρμέξουνε να τελειώσουν γρήγορα, είχε δουλειές να κάνει. Μαθημένη στη σκληρή δουλειά, γεννημένη στις αητοφωλιές του Καβοντόρου ένιωθε την πέτρα μαλακιά κάτω απ` τα πόδια της.

Αυτός ήταν ο τόπος της, αυτός ήταν ο τρόπος που ζούσε, εκεί ψηλά στα καταράχια της Όχης, εκεί που τ` αγριολούλουδα πλέκουν τα χαλί της ευτυχίας την άνοιξη, απ` εκεί έπαιρνε χρώματα η ψυχή της, έλουζε τα μαλλιά της  στα γάργαρα νερά του Δημοσάρη, άκουγε τον κότσυφα να τραγουδά, να της καλομιλάει. Σκληρή ζωή, σκληρή σαν πέτρα μα δεν το `βαζε κάτω, πατούσε τις σάρες , τα λιβάδια, ανέμιζε τη μαγκούρα στα επιδέξια χέρια της. Πιστός φίλος της ήταν ο Κούρκος, ένας μαύρος τσοπανόσκυλος απ` αυτούς που συναντάς στα κοπάδια της Καρυστίας, μια κοψιά έχουν όλα, μέτριο ανάστημα γυριστή ουρά και μια άσπρη ρίγα στο στήθος. Ήταν το δεξί της χέρι δεμένος μαζί της με μια σχέση αλληλεξάρτησης. Δε χρειαζόταν να του μιλήσει, ένα νεύμα αρκούσε, είχε μυαλό ξυράφι, καταλάβαινε τα πάντα Την εποχή που τα γίδια γεννούσαν γυρνούσε ανήσυχος τις ρεματιές και τα γκρέμια για να μαζέψει τις ξεκομμένες μάνες  που κρυβόντουσαν στ` απόσκια  να γεννήσουν με ασφάλεια. Οι αλεπές, καραδοκούσαν. Το’ ξερε ο Κούρκος και δεν έβαζε μουσούδι κάτω, το’ χε ψηλά, οσμιζόταν τον αέρα, έψαχνε ασταμάτητα. Καθισμένη στις κορφές περίμενε ν`ακούσει το γαύγισμα του, τα βελάγματα των μικρών, να πάει να τα μαζέψει. 

Εικόνες γεννημένες στα πετρόχτιστα βουνά του Καφηρέα, εικόνες σημερινές συνεχίζουν να ζουν στα χωριά , στους λιγοστούς κατοίκους, στα παιδικά μάτια π`αγναντεύουν το πέλαγος. Ταυτίζονται με το βλέμμα του σπιζαετού  πετούν μαζί του, την ώρα που ο ήλιος σπέρνει χρυσάφι στα νερά ,η κραυγή  της ελευθερίας γίνεται απόγνωση που σχίζει τους αιθέρες. Εκεί ψηλά ,στα φαράγγια  και τα ρέματα της Όχης ακόμη και σήμερα κρύβεται τ`αερικό που κλώθει τα παραμύθια.

Φωτογραφία : Βασίλης Καλαλούγκας 


Πηγή: http://karystina-logia.blogspot.com/