Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπασηφάκης Σ. Π.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπασηφάκης Σ. Π.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Η κότα και τ’ αυγό

Η κότα και τ’ αυγό [i], Σ. Π. Παπασηφάκη

Το κεφάλι του λαϊκού ανθρώπου,
καλλιεργείστε το, οργώστε το, ποτίστε το,
φωτίστε το, ηθικοποιείστε το.
Αν τα κάνετε όλα αυτά,
δεν θα παραστεί ανάγκη να το κόψετε!
Βίκτωρ Ουγκώ. Μπροστά στη λαιμητόμο.

Στην πλατεία ήταν συγκεντρωμένος πολύ κόσμος. Μαζεύτηκαν από νωρίς για να πιάσουν καλό πόστο και να παρακολουθήσουν το θέαμα. Από το πρωί οι εργάτες έφτιαξαν την εξέδρα και έστησαν

την κρεμάλα. Είχαν αφήσει ένα μεγάλο διάδρομο, από τον οποίο θα περνούσε πάνω στο κάρο ο μελλοθάνατος, έκθετος, σε κοινή θέα και θα μπορούσε άνετα ο κόσμος να τον χλευάζει, να τον φτύνει και να γελά με την κατάντια του. Τα κρίματά του ήταν πολλά, η καταδίκη του εξασφαλισμένη, η κρεμάλα σίγουρη. Είχε κλέψει, είχε χτυπήσει, είχε βιάσει, είχε σκοτώσει. Το δικαστήριο αποφάσισε το θάνατό του δια απαγχονισμού με συνοπτικές διαδικασίες.
Την ώρα της εκτέλεσης, ο δήμαρχος, ο ιερέας, ο τελετάρχης και ο δήμιος περίμεναν πάνω στην εξέδρα. Ο μελλοθάνατος έφτασε  λερωμένος, φτυσμένος και με τα ρούχα σκισμένα, γιατί το αλαλάζων πλήθος δεν περιορίστηκε μόνο στα λόγια. Όταν οι φύλακες τον ανέβασαν επάνω, ο ιερέας του διάβασε κάποιες ευχές και του είπε μερικά λόγια παρηγοριάς για τον κόσμο στον οποίο
επρόκειτο να μετοικήσει, μα αυτός δε φάνηκε να δίνει καμία σημασία. Ύστερα ο τελετάρχης με στεντόρεια φωνή ανακοίνωσε τα εγκλήματα που βάραιναν τον κατηγορούμενο και την ποινή που του επιβλήθηκε. Κατόπιν τον ρώτησε:
Ποια είναι η τελευταία σου επιθυμία;
-Θέλω να πω ένα μυστικό στη μάνα μου, είπε εκείνος.
Κάλεσαν λοιπόν τη μητέρα του που ήταν ανάμεσα στο πλήθος και ανέβηκε πάνω.
Σκύψε να σου πω κάτι στ’ αυτί, της είπε. Όταν η μάνα του ζύγωσε για τα καλά, της έδωσε μια γερή δαγκωνιά και της έκοψε ένα κομμάτι από το αυτί από ένα σημείο από το οποίο οι πληγές δύσκολα κλείνουν. Όσοι ήταν κοντά έμειναν άφωνοι. Ο δήμιος του έδωσε μερικές γερές ματσουκιές στη ράχη και η μάνα του σηκώθηκε αιμόφυρτη κι έντρομη πάνω.
Ούτε αυτή τη στιγμή, ούτε τώρα που βρίσκεται μια ανάσα από το δημιουργό του δε μετανοεί και φέρεται μ’ αυτό τον τρόπο σ’ εκείνη  που τον έφερε στον κόσμο και τον ανάθρεψε, είπε ο τελετάρχης.
Τότε σηκώθηκε με πολύ κόπο ο μελλοθάνατος και είπε: Όταν, παιδάκι, της έφερα στο σπίτι την πρώτη κότα που έκλεψα μου είπε: Μπράβο παιδί μου, θα κάνει υπέροχη σούπα. Αν με ρωτούσε πού τη βρήκα και αν με τιμωρούσε εκείνη, δεν θα χρειαζόταν να με τιμωρήσετε σήμερα εσείς.

Σε λίγο η πλατεία άδειασε. Έμεινε μόνο το σώμα του κατάδικου να αιωρείται «ανάμεσα στη θεία και στην ανθρώπινη δικαιοσύνη».


[i] Οι συνειρμοί σε γεγονότα της επικαιρότητας είναι επιτρεπτοί και αναγκαίοι.




Ο θάνατος του Πάολο Ερίτσο (Paolo Erizzo) (NEGROPONTE)



Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Η γέννηση ενός παραμυθιού, Σ. Π. Παπασηφάκης


Τετάρτη, 22 Φεβρουαρίου 2012

Η γέννηση ενός παραμυθιού

Σ. Π. Παπασηφάκης


Ερχότανε Χριστούγεννα. Τότε ήτανε η παντοκρατορία της EL GRECO στα παιχνίδια. Όλη τη μέρα τα παιδιά καθότανε μπροστά στο χαζοκούτι,  βλέπανε  τις διαφημίσεις κι ύστερα βάζανε τις μανάδες τους στα δυο στενά.  «Μάνα, θα μου το πάρεις, ε»; Τότε είδε κι ο ανιψιός μου ο Δημητράκης τη διαφήμιση του Παρλαπίπη. Ήτανε ένας ψωμωμένος κοκκινοτρίχης αρκούδος με φουσκωμένα μάγουλα, κόκκινη μπλούζα, κοντό παντελονάκι και παπούτσια σπορτέξ.

Στην πλάτη του είχε ένα μαγνητοφωνάκι και επαναλάμβανε ότι έλεγες.  «Αυτό θείε θέλω να μου πάρεις την Πρωτοχρονιά», μου σφεντόνισε στ’ αυτί ο μικρός. Εκείνη τη χρονιά όμως -αλλά και άλλες τινές- τα οικονομικά μου ήταν ναυάγιο χειρότερο απ’ του Τιτανικού. Έτσι έπρεπε να βρω κάτι και το μικρό να ξεγελάσω και το γόητρο του θείου να περισώσω. Από τη δύσκολη θέση με έβγαλε ένα παραμύθι. Ένα από κείνα τα βράδια που ο μικρός απαίτησε παραμύθι και το μυαλό μου ήταν αδειανό σαν την τσέπη μου, γεννήθηκε ο μουγκός Παρλαπίπης. Ποια ήταν η δακρύβρεχτη ιστορία του: Στη γραμμή παραγωγής  του παιχνιδιού τα κορίτσια, απορροφημένα στο καθημερινό κους κους, ξέχασαν να βάλουν σε ένα το μαγνητοφωνάκι στην πλάτη. Το αρκουδάκι ακολούθησε όλα τα άλλα και βρέθηκε να ατενίζει τα παιδιά-αγοραστές πάνω από ένα ράφι ενός μεγάλου καταστήματος παιχνιδιών. Κάθε φορά όμως που ένα παιδί το έπαιρνε αγκαλιά και πήγαινε στο δοκιμαστήριο για να του βάλουν μπαταρίες το αρκουδάκι δε μιλούσε και μοιραία, ως ελαττωματικό, έπαιρνε λυπημένο το δρόμο του γυρισμού. Μέχρι το βράδυ πουλούσαν όλα τα αρκουδάκια, έτσι, όταν έσβηναν τα φώτα, ο φίλος μας απόμενε μόνος στο ράφι λαχταρώντας μια παιδική αγκαλιά και άλλο δεν του έμενε παρά να κλαίει. Την άλλη μέρα οι υπάλληλοι δε μπορούσαν να καταλάβουν πως βρισκόταν μουσκεμένο το πάτωμα. Ο προϊστάμενος μάλιστα έφαγε ένα πρωί μία τούμπα που μέτρησε το μήκος όλου του διαδρόμου. Κάθε μέρα όμως είναι μια καινούρια μέρα και ο Παρλαπίπης ελπίζει ότι κάποιο παιδάκι θα τον αγαπήσει και θα τον πάρει. Και σαν δε μιλούσε τι μ’ αυτό, λέγανε τόσα τα ματάκια του κι η αγκαλίτσα του ήταν τόσο σφιχτή που σου έκοβε την ανάσα….΄

Σαν τελείωσα το παραμύθι και γύρισα τα μάτια προς το μικρό, είδα τα δικά του βουρκωμένα. Έλαμπαν μέσα στη νύχτα, ενώ στην άκρη τρεμόπαιζαν αναποφάσιστα δύο δάκρυα, όπως δυο δροσοσταλίδες που τραμπαλίζουνε στο ύστερο φύλλο, πριν πλαταγίσουνε στο χώμα. Μου απαίτησε δε να τον βρω και να του τον φέρω. Να μην τα πολυλογώ αυτό το αρκουδάκι έγινε το πιο αγαπημένο του παιχνίδι.

Στα χρόνια που ακολούθησαν το παραμύθι μισοξεχάστηκε. Το θυμήθηκα όταν χρειάστηκε να ξαναπώ παραμύθια στην ανιψιά και κόρη μου. Εκεί το μαστόρεψα περισσότερο, το αγκάλιασα με κείνη την αγάπη που δείχνει κανείς σε ένα δημιούργημα της καρδιάς ή των χειρών του. Ο δε μουγκός Παρλαπίπης κάθεται ακόμα και σήμερα σε ένα ράφι στο δωμάτιο του ανιψιού μου, με τα πόδια κρεμασμένα και με κείνη τη μακαριότητα που έχει στην όψη όποιος έστω και για μια φορά στη ζωή του έχει χωθεί, έχει χαθεί σε μια παιδική αγκαλιά.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ: BHMagazino 28 Δεκεμβρίου 2008, ΣΕΛ 16


Φωτογραφία : Χαλκίδα 23/12/2018


Η εικόνα ίσως περιέχει: νύχτα και υπαίθριες δραστηριότητες

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Ο δήμαρχος και το σακάκι

Ο δήμαρχος και το σακάκι

(Τα πρόσωπα στο παρακάτω κείμενο είναι φανταστικά.)


Σ.Π.Παπασηφάκη


Στα πιο παλιά τα χρόνια σε μια όμορφη πολιτεία εγίνονταν εκλογές για την ανάδειξη νέου δημάρχου. Υποψήφιοι ήταν δύο. Ο ένας ήταν δήμαρχος και την προηγούμενη τετραετία ενώ ο άλλος κατέβαινε για πρώτη φορά στην πολιτική κονίστρα κι εδοκίμαζε τις δυνάμεις του.

Η προεκλογική εκστρατεία κρατούσε καιρό και στα μαγαζιά οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κερνούσανε τον κόσμο και υπόσχονταν τα πάντα στους ψηφοφόρους τους, χτυπώντας τους φιλικά στην πλάτη πριν εξαφανιστούν την επομένη των εκλογών μαζί με τις υποσχέσεις τους.

Οι δήμαρχοι είχαν ράψει καινούρια ρούχα κι επερνοδιάβαιναν σπίτια και μαγαζιά, υποσχόμενοι κι αυτοί με τη σειρά τους όλα εκείνα που ο αφελής ψηφοφόρος πάντα τα πιστεύει και πάντα διαψεύδεται.



Ο παλαιός δήμαρχος είχε ήδη δημιουργήσει «στρατό». Κατά την τετραετή θητεία του είχε βολέψει, είχε βαφτίσει, είχε διορίσει, είχε εξυπηρετήσει, ενώ ο νέος ήλπιζε να βολέψει, να βαφτίσει, να διορίσει, να εξυπηρετήσει…


Έφτασαν στην τελευταία πια βδομάδα και η φούρια ήταν μεγάλη. Την Πέμπτη θα μιλούσε στην πλατεία ο νέος υποψήφιος και την Παρασκευή ο παλαιός μια και ο νόμος του δίνει το δικαίωμα να πει αυτός την τελευταία λέξη. Να κατακεραυνώσει τον αντίπαλο, δίχως να έχει δημόσιο αντίλογο.

Την Παρασκευή λοιπόν ο παλαιός δήμαρχος, ανέβηκε πάνω στο βήμα, στην κεντρική πλατεία της πόλης, κι αφού είπε ότι είχε να πει, με δάκρυα στα μάτια λέει στους συμπολίτες του: «Αγαπητοί μου συμπολίτες, δεν έχω κανένα παράπονο από σας. Με τιμήσατε και με τοποθετήσατε στο ύψιστο αξίωμα της πόλης. Τα τέσσερα χρόνια που ήμουν δήμαρχος κατάφερα κι έραψα ένα ολόχρυσο σακάκι. Μου λείπει μόνο το αριστερό μανίκι. Ψηφίστε με σας παρακαλώ ξανά να ράψω και το μανίκι, γιατί αν ψηφίσετε τον άλλο, θα το αρχίσει από την αρχή το σακάκι.

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

Το ποίημα της ημέρας Μύθος και πραγματικότητα

Το ποίημα της ημέρας
Μύθος και πραγματικότητα
( Σ. Π. Παπασηφάκης )

Τον κόσμο που ονειρεύτηκα, δεν ευδόκησα
να τον δω. Και πολύ μου κόστισε
και με πόνεσε, επειδή χωρίς να΄χει υπάρξει,
κάποιος έβαλε μια φωτογραφία του μέσα μου.

Νικηφόρος Βρεττάκος. Ηλιακός λύχνος.

Ο γύρος

Ο γύρος - Σ. Π. Παπασηφάκης

Εφτά αστέρια,
Σκόρπισαν χάρτινες ελπίδες
Με μικρές θαμποκίτρινες λάμψεις.
Εφτά κορίτσια,
Κοίταζαν σγουρές θάλασσες
Και καθρέφτες τυφλών.
Εφτά αγόρια,
Λαβωμένα σε μια μάχη
Που δεν έγινε
Έγιεναν  τις πληγές τους
Με πικροβότανα. 

A priori μάνα

A priori μάνα - Σ. Π. Παπασηφάκης

Στο χείλος άφατου γκρεμού
αν βρεθώ μια μέρα κρεμασμένος,
κι αν είν’ της σωτηρίας μου η κλωστή
με μιας γυναίκας προθυμιά μόνο δεμένη
Όχι, θα πω
και θ’ αφεθώ να πέσω στο κενό.
Γιατί δεν ξέρω αν προλάβει
Το χαμόγελο της σωτηρίας μου,
πριν το στερνό το γδούπο να’ χει σβήσει.
Μόνο σε μια γυναίκα
Θα έτεινα τα χέρια a priori.
«Κείνη που δε διέψευσαν ποτέ
Όσες μαργαρίτες κι αν ρωτούσα».

Ονείρων...όνειρα

Ονείρων...όνειρα - Σ. Π Παπασηφάκης

Το πεφταστέρι
σκέφτηκε,
ανόητοι που είν’ οι άνθρωποι
κι από καρδιά, μια στάλα
να κλώθουν τις ελπίδες τους
στον αδικοχαμό μου.
Κι ούτε καθόλου γνοιάζονται
τ’ ανέραστο όνειρό μου
σ’ άγνωρα νεφελώματα
να ανάβω τα λαμπιόνια μου
κι αλλού
να ασημοτρέμω…

Ποίημα για τη 17η Νοεμβρίου

Ποίημα για τη 17η Νοεμβρίου
( Σ. Π. Παπασηφάκης )

Δημήτρης Παπαχρήστου


Η φωνή του
από το ραδιόφωνο
έκανε τις καρδιές όλων
να ριγήσουν εκείνο
το βράδυ.
Είχε κάτι
αυτή η φωνή
κάτι το πολύ οικείο
και ανυπόταχτο συγχρόνως.
Στα χρόνια που ακολούθησαν
δεν εξαργύρωσε
τον αγώνα του όπως
τόσοι άλλοι,
δε μπήκε στα κόμματα,
δεν ανέβηκε στα μπαλκόνια….

Γι’ αυτό κι όταν τον έπιασαν
ένα βράδυ,
ύστερα από χρόνια,
ως ύποπτο
στα Εξάρχεια
και τον έσυραν στο τμήμα
δε μίλησε καθόλου.
Ύστερα από μέρες κατάλαβαν
ποιος ήταν αυτός που έφυγε
από τα χέρια τους
αμίλητος
δίχως το κεφάλι να κλίνει.

Μετάγγιση

Μετάγγιση - Σ. Π. Παπασηφάκης

Το αίμα του κύλησε
εκεί
στα βαθύσκια δάση
στα δάση τα δυτικά
κι έγινε ρυάκι,
ποτάμι,
υδάτινες φλέβες
στο κορμί
της πατρίδας.
Και σαν θα πίνουμε
στην κρύα βρύση,
στην πηγή
φως θα χύνεται
και θα ροδίζουν
τα μάγουλά μας.

Χαμέρπεια

Χαμέρπεια - Σ. Π. Παπασηφάκης

Αν παραπονιέμαι για τη ζωή μου
και για όλες τις χαμένες μέρες μου
«Είναι για τ’ ότι κάθε μέρα
ίδια κι απαράλλαχτη είναι με τη χθεσινή»
Άθλια και κακογραμμένη σελίδα
πρώτης και στερνής κόπιας
παλιού μουντού τυπογραφείου
που σέρνει μέσα του την ερημιά
του στοιχειοθέτη….

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Επιθανάτια

Επιθανάτια - Σ. Π. Παπασηφάκης

Ο θάνατος
Είναι μια παρούσα
Στιγμή.
Αραχνοΰφαντος ακροβατεί.
Είναι μια μπίλια που
Παραδέρνει
Στα πόδια σου.
Μπορείς να ελπίζεις
Σ' αυτήν
Κάποια μέρα
Θα σου δώσει
Το μοιραίο
Ολίσθημα.


Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

Η σκιά μου

Η σκιά μου - Σ. Π. Παπασηφάκης

Η σκιά μου
Που το μεσημέρι ποδοπατούσα
Σαν πήρε να νυχτώνει
Γιγαντωμένη
Επαναστάτησε
Κι έκανε να ξεκόψει.
Αδελφέ μου σκοτεινέ
Σκοτεινέ μου αδελφέ
Λέω κρυφοπονηρογελώντας
Κάνοντας το λύκο αδελφό.
Μαζί δεν πορευτήκαμε τόσον καιρό
Τα παπούτσια μου
Δεν ήταν και δικά σου.
Τις σκέψεις μου φωνάζοντας
Δεν έκανα δικές σου
Έλα, αδελφέ μου
και συνοδοιπόρε
Έλα
(Κι αύριο
Το μεσημέρι
Τα λέμε...)

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Η παρέλαση

Η παρέλαση - Σ. Π. Παπασηφάκης

Όλα φαίνονταν σαν κωμωδία
Οι αλύγιστοι φαντάροι
Ο έχων το γενικόν πρόσταγμα
Πάνω στο τζιπ
Τα παιδιά που έπιναν coca cola.
Μόνο σε μια στιγμή έτριξε
το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μας
πιότερο κι απ’ τα τανκς.
Ήταν όταν περνούσαν
πάνω στα καροτσάκια τους,
οι ανάπηροι του σαράντα,
ορθομέτωποι,
κρατώντας μια ελίτσα απ’ την
Αλβανία μέσα
στα λιπόσαρκα χέρια τους. 

Ελευθερία

Ελευθερία - Σ. Π. Παπασηφάκης

Μετά το άγγελμα
του θανάτου
το σπίτι γέμισε φωτογραφίες.
Κι οι αναμνήσεις έπιασαν
περισσότερο τόπο
στη ζωή,
απ’ ότι η ίδια η ζωή.
Την ημέρα, μόνο η
φιγούρα της μάνας πηγαινοέρχεται
σα φάντασμα στ’ αδειανά
δωμάτια.
Τη νύχτα όμως,
όλοι κατεβαίνουν απ’ τα κάδρα
κι εκείνος χορεύει με πάθος
κρατώντας πότε-πότε το
χτυπημένο του πλευρό.

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

Ο ίσιος δρόμος


Ο ίσιος δρόμος - Σ. Π. Παπασηφάκης

Ορθά ανεβαίναν οι ψυχές τόσων καπεταναίων κάνοντας στράτα ολόφωτη ως πάνω στα ουράνια. Κείνη την ώρα η λευτεριά, ερχόταν απ’ το δρόμο ρακένδυτη, ανυπόδητη, μ’ αχτένιστα μαλλιά.

Σήματα Μορς


Σήματα μορς - Σ. Π. Παπασηφάκης

Παιδεύτηκε
εφτά ημέρες μέχρι
να μάθει ένα ένα τα χτυπήματα
που αντιστοιχούσαν
στα γράμματα του αλφαβήτου.
Μ’ αυτά μιλούσαν οι κρατούμενοι
μέσα στα μπουντρούμια.
Πριν τον πάρουν για το απόσπασμα,
χτύπησε την πρώτη και τελευταία του λέξη
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Από τότε δεν ξανακούστηκε τίποτε
σ’ εκείνο το δωμάτιο.
Η λέξη μετακόμισε
σ’ όλους τους άλλους τοίχους της φυλακής,
σ’ όλους τους άλλους
εκτός απ’ αυτόν.