Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κοκκίνης Σπύρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κοκκίνης Σπύρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

Δύο ποιήματα του Σπύρου Κοκκίνη


Η ΧΑΡΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ

Ή χαρά είναι ένα μικρό κεντημένο περιστέρι
στό έργόχειρο τοϋ τοίχου.
Ή χαρά είναι ένα ζωγραφισμένο φεγγάρι
πού τρεμοπαίζει άνάμεσα στίς γρίλιες.
Ή χαρά είναι ένα καρρώ τραπεζομάντιλο
γεμάτο παπαρούνες κι’ όνειρα.

«Ή πολιτεία με τους άνθρώπους», 1960

ΤΑ ΕΓΚΟΣΜΙΑ

Ή γέφυρα τραμπαλίζεται Ανάμεσα στό φεγγάρι καί τούς γλάρους
τά μικρά παιδιά (θυμήσου όταν ήμασταν μικρά δελφίνια)
είναι σάν τόν χρόνο πού όσμίζεται τήν καταστροφή
ή τις παληές έφημερίδες πού δέν έχουν ήλικία'
τά λόγια φύγανε μές τις Αστροφεγγιές
λόγια χωρίς διάκριση
άν πρέπει νά πεθάνουν ή άν πρέπει
νά μείνουν στά χείλη των έρωτευμένων'
όλα μάς έγκατέλειψαν στήν πιό κρυφή μας ώρα’
τί θά κερδίση αύτός ό τόπος
οταν ο χρόνος κιόλας τόν ασβέστωσε
μέ τόση αβεβαιότητα;

 «Ροδόκηπος», 1958







Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

Ειρήνη, Κοκκίνης Σπύρος

Ειρήνη

Έτσι απλά όπως το γράφουμε:
Σαν ένα χέρι φιλικό στον ώμο
σαν καλημέρα από φωνές πουλιών
και σα χωριάτικο ψωμί και παραμύθι.
Έτσι απλά όπως το γράφουμε:
σαν το χαμόγελο του ήλιου στα περβόλια
σαν προσευχή της μάνας μας
και σαν παράθυρο ανοιγμένο στη λιακάδα.
Έτσι απλά όπως το γράφουμε:
σαν καμινάδα που σφυρίζει στον αέρα
σαν ιδρωμένο μέτωπο
και σαν καμπάνα μυστική του δείπνου.
Έτσι απλά όπως το τραγουδάμε
Μέσα απ’ τις σάλπιγγες των παιδικών χεριών:
Ειρήνη! Ειρήνη! Ειρήνη!

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Οδοκαθαριστής


Οδοκαθαριστής, Σπύρος Κοκκίνης 

Πώς να θυμηθώ
τις ιστορίες των παιδικών μου χρόνων
χωρίς να κλάψω ;

Ήμαστε μια παρέα πεινασμένες ηλιαχτίδες
μικροί ρωμαντικοί αλήτες
με τετράγωνα κουρεμένα κεφάλια.
Ο μεγαλύτερος μας έλεγε πάντα : << Κάθε αυγή
τ’ άστρα της νύχτας πέφτουνε στους δρόμους>>.
Κι εμείς προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε
γιατί οι οδοκαθαριστές είναι φτωχοί.
Μας άρεσε ν’ αλωνίζουμε τον αέρα
να μετράμε τη δύναμη μας 
με τις υποψίες των καθωσπρέπει ανθρώπων
κι ακόμα
να γελάμε με τους μικρούς των παιδικών κήπων
που άπλωναν τις παλάμες τους
για να χαϊδέψουνε τα χελιδόνια.

Τα χελιδόνια γνώριζαν μόνο εμάς. Κάθε πρωί
καλημερίζαμε τους ψαλιδωτούς αγγέλους
βγάζοντας τις τραγιάσκες.
Αυτός ήταν ο καημός μας !
Άλλοτε πάλι
τρέχαμε πίσω από το γέρο – Δήμο
(μόνιμο οδοκαθαριστή του λιμανιού)
ξεφυλλίζοντας τα όνειρά μας.

Θυμάσαι γέρο ; Ήτανε άνοιξη.
Το βλέπαμε στις ομοιοκαταληξίες των δέντρων.
Στα φιλιά των πουλιών.
Στις γελαστές χαλκομανίες των ανθρώπων.
Μας έλεγες : <<Μη ξεφυλλίζετε τα όνειρα
θα δέσουνε καρπούς>>.
Μόνο που ο μικρότερος της παρέας
επέμενε να μας θυμίζει τ’ άδειο μας στομάχι.
Κι εσύ έβγαζες χούφτες τ’ άστρα
από τις τσέπες σου
να τα μοιραστείς σαν τον καλό πατέρα.
Μια μέρα
σε βρήκαμε ξυλιασμένο
στη βορινή σκάλα των ψαράδων
να σε νανουρίζουν τα κύματα
και να στολίζουν τα μάτια σου οι γλάροι
με ανθισμένα φύκια.
Ο μεγαλύτερος μας είπε : << πέθανε>>
κανένας δεν απάντησε.
Δεν ξέραμε από θάνατο.
Μόνο οι γλάροι κλαίγανε στα χέρια μας
κι όλοι θέλαμε να ρωτήσουμε :
<<γιατί πεθαίνουν οι οδοκαθαριστές ;>>




Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

ΤΩΡΑ ΣΤΙΣ ΑΚΡΕΣ

ΤΩΡΑ ΣΤΙΣ ΑΚΡΕΣ, Σπύρος Κοκκίνης

Τώρα στις άκρες ταλαντεύεται η ζωή
Μυρίζεται τις θάλασσες και μας χαμογελάει
Μ’ ένα κλωνάρι φως στα χέρια της
Μ’ ένα σεντόνι αμύριστο στο στήθος
Θάρθει να μας καλοκαρδίσει.








Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Περίληψη ημερών

Σπύρος Κοκκίνης – Περίληψη ημερών

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΗΜΕΡΩΝ
Τα μάτια της Νικολέτας ήτανε τόσο τρυφερά όσο μια λίμνη στις έξι και τριάντα το πρωί. Ο Λυκαβητός τυλιγμένος στη σιωπή του μοιάζει περισσότερο με κόκκινη παλίρροια από παπα­ρούνες στα μαλλιά της. Η Νικολέτα μύριζε γλυ­κάνισο. Κι η νύχτα άπλωνε την ψευδαίσθηση στο σκηνικό των πόθων και στις γέφυρες των φιλιών της. Ο εναέριος σιδηρόδρομος περνάει και φεύγει αφήνοντας πίσω του έναν ουράνιο θόλο ή τις λεηλατημένες φωνές των επιβατών της αποβάθρας που δεν πρόλαβαν να ενώσουν τα χέρια.
Και τ' άδεια σπίτια ωσάν μια σειρά σβηστά φα­νάρια.

Ο ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΛΩΡΑΣ
Κρεμασμένος από τα ξεφτισμένα λουριά του τρόλεϊ χαζεύω τη θάλασσα. Όχι πως υπάρχει θάλασσα. Μόνο κάτι φωτισμένα τετράγωνα: «Ανθούσα». «Ανθούπολις». «Πωλούνται άνθη». Ρεμβάζω στους καημούς της γλυκοφρύδας κόρης. Κάθεται απέναντι μου. Το δέρμα της μπαίνει μέσα στο δέρμα μου. Αναστενάζει. Τα μαλλιά της - τα χέρια της - τα χείλη της - τα μάτια της είχανε κυλήσει στις χούφτες μου. Ευώδιαζε κανέλα. Της ψιθύρισα «Φλώρα, μωρό μου!». Γέλασε.
Πολύχρωμα πειρατικά ιστιοφόρα πάνε κι έρχον­ται στις σκουριασμένες σιδεροτροχιές. Καμιόνια με ρόδες από κουβαρίστρες τρέχουνε να προλά-βουνε. Τι; Αναψε το κόκκινο φως στην οροφή. Μοιάζει με της Φλώρας στο ημιυπόγειο. Φιλο­σοφώ το πρόβλημα. Ανοίγω το λεύκωμά μου: «Τι εστί φιλία;». «Τι εστί αγάπη;». «Τι εστί έρως;». Κοιτάζω με μάτια γαλήνια πέρα από αυτά που βλέπω. Οι φλέβες μου φουσκωμένα ποτάμια.
Κατέβηκα από το τρόλεϊ αγκαλιά με την κουτσή Φλώρα. Έξω η νύχτα, πιο μαύρη κι από το στόμα του λύκου, μας κατάπιε...

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
Ο ουρανός, πέρα στη δύση, έλιωνε στις κορφές των κυπαρισσιών σκούρα χρώματα και σκοτεινές αποχρώσεις. Η γη έμοιαζε ωσάν ψη­μένο κάστανο. Και η λεηλατημένη ομορφιά ενός παράλογου απογεύματος είχε μιαν ατμό­σφαιρα ανασφάλειας. Δεν έμεναν παρά τα χρυ­σά μαλλιά της Αιμιλίας που καθρεφτίζονταν στο βάθος του πηγαδιού: η νοσταλγία και το αίνι­γμα.
Η Αιμιλία είχε συναρμολογήσει μιαν ιστορία ανέφικτου έρωτα με τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου φαγωμένου από τύψεις. Το παιχνίδι εξακολουθούσε με τα ψάθινα καπέλα που στρι­φογύριζαν στον άνεμο της νύχτας ωσάν πετα­λούδες ή νυχτερίδες. Κι οι δρόμοι διασταυρώ­νονταν χωρίς φανερή αιτία, άλλοτε με τα όνειρα κι άλλοτε με το χρόνο.
Εξόν από δυο φιλήδονα — σχεδόν κτηνώδη — χείλη η Αιμιλία δεν έδειχνε παρά ένα πρόσωπο βαμμένο στη φωτιά και τη στάχτη. Οι πόθοι είχαν σβήσει στα μάτια της και δεν έμενε πάρεξ μια αναλαμπή που σπάθιζε το σκοτάδι. Είχε σχεδόν βυθιστεί στο πηγάδι φέρνοντας στην επι­φάνεια μικρές φυσαλίδες που σκάζανε ωσάν άστρα.
Στην αρχή η νύχτα έμοιαζε με τα όνειρα μιας ανυπόμονης γυναίκας. Και η Αιμιλία δεν ήτανε παρά το μαύρο φως, ένα γρήγορο γυμνό που ζητούσε την αμοιβή του πάθους της. Ύστερα το αινιγματικό προοίμιο, όταν δεν ξέρουμε ως πού φτάνει το βάθος του πηγαδιού. Ολα μετά γίνανε μοναξιά και χωρισμός.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πολιτιστική, τ. 32, σελ. 26).


Λαϊκή πολυκατοικία

Σπύρος Κοκκίνης, Λαϊκή πολυκατοικία

Ανεβάζαμε τις πίκρες μας.
Κατεβάζαμε τα όνειρά μας.
Το ισόγειο απαράλλαχτο.
Στο τρίτο αδειάζαμε το Νώντα.
Έλεγα: πότε θα ψηλώσω σαν τον κύριο του πέμπτου,
σαν τις ακακίες που παίζουν τα καλόπαιδα.

Πάνω απ’ τη νύχτα τρέχανε δυο άλογα.
Πάνω απ’ το κεφάλι μου δυο σύρματα.
Δίπλα μου ούρλιαζε ο αγέρας, μπαινόβγαινε από τις τσέπες μου,
αρωματισμένος απ’ την κυρία του ρετιρέ.
Ανεβάζαμε τις πίκρες μας.
Κατεβάζαμε τα όνειρά μας.
Κι ο δρόμος γέμιζε φαρμάκια.

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

Ευβοϊκός


Ευβοϊκός,  Σπύρος Κοκκίνης

Θα ζωγραφίσω τα μάτια σου με ήλιο και με θάλασσα
θα κόψω την καρδιά μου στο σχέδιο των χειλιών σου
θα χαϊδέψω τα μαλλιά σου - φύκια μυρωμένα -
με τα βαρκάρικα χοντρά μου δάκτυλα
και θα κρατήσω την αρμύρα σου στο στόμα
μ' ένα φιλί όλο το μαΐστρο.





Φωτογραφία : Χαλκίδα