Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαγεωργίου Μαργαρίτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαγεωργίου Μαργαρίτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

"Παραμονή Χριστουγέννων: Το ντύσιμο της μητέρας μου"

"Παραμονή Χριστουγέννων: Το ντύσιμο της μητέρας μου", Toi Derricote

Της μητέρας μου δεν της έκανε καμιά εντύπωση η ομορφιά της˙
μια φορά το χρόνο την φορούσε σαν κοστούμι,
έπλεκε τα μαλλιά της, τα μαύρα σα μετάξι καλαμποκιού και μακριά ως τους γοφούς,
σε μια χοντρή κοτσίδα, τη στριφογύριζε, προσεκτικά, το ένα χέρι πάνω απ’ τ’ άλλο,
και την στερέωνε στο σβέρκο της, σφικτή και κομψή σαν στέμμα,
με καρφίτσες από κόκκαλο χελώνας, σαν τεράστια έντομα,
κάποιες τις είχε απ’ τη μητέρα της που’χε πεθάνει,
κάποιες απ’ τη γιαγιά μου που ήταν ακόμα ζωντανή.
Καθόταν στο σκαμπό μπροστά στον καθρέφτη,
έβαζε ένα ροδακινί μέικ απ που έμοιαζε να την κρατούσε κάτω, να την παγίδευε,
λες και εμείς δε θα βλέπαμε ποτέ τι πετούσε ανάμεσά μας αν δεν βάραινε και δεν περιοριζόταν στην μάσκα του.
Με βαζελίνη γυάλιζε τα φρύδια της,
με μάσκαρα μαύριζε τα ματοτσίνορά της μέχρι που έμοιαζαν σαν φτερά˙
τα μάτια της βάθαιναν μέχρι που φώτιζαν από πολύ μακριά.

Θυμάμαι ακόμα τα χέρια της, τα φτωχά της χέρια, και τότε γερασμένα απ’ τα τριψίματα,
πιο λευκά στο εσωτερικό από ότι θα ‘πρεπε να ήταν,
και σκληρά, οι πρώτες αρθρώσεις των δαχτύλων της σα μικρά επίπεδα μαξιλαράκια,
τα νύχια της, που ήταν μεγάλα και μυτερά όπως οι παλιές πένες,
τα έβαφε ένα έντονο εορταστικό χρώμα.
Τα χέρια της στέκονταν δίπλα στο πρόσωπό της και ζητούσαν τη σωστή τους θέση, ήθελαν
τον κουβά του σφουγγαρίσματος και τη βούρτσα για να νιώσουν χρήσιμα.
Και, καθώς γράφω, λησμονώ τα χρόνια που την παρατηρούσα
να βγάζει τις τρίχες απ΄το πηγούνι της σαν καμιά μάγισσα, να μεγεθύνει
κάθε δερματικό λεκέ – λες και το καθαριστικό οξύ θα έβγαινε από μέσα.
Αλλά, μια φορά το χρόνο η μητέρα μου
ξυπνούσε με τα λευκά μεταξωτά της εσώρουχα,
όχι η σκλάβα του σπιτιού, αλλά η γυναίκα,
έπαιρνε το σιδερωμένο φόρεμα από την κρεμάστρα –
επιτρέποντάς μου να στέκομαι στο κρεβάτι, έτσι ώστε
το πρόσωπό μου να βλέπει κατευθείαν στο πρόσωπό της,
και να κρατώ το ένδυμα μακριά από αυτήν
καθώς το φορούσε τραβώντας το μέχρι κάτω.

Toi Derricote (1941-, Michigan), από την ποιητική συλλογή «Αιχμαλωσία», University of Pittsburgh Press, 1989 απόδοση στα ελληνικά Μαργαρίτα Παπαγεωργίου








Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

"Το υστερόγραφο που δε σου έστειλα"

"Το υστερόγραφο που δε σου έστειλα" ,
Μαργαρίτα Παπαγεωργίου

Τα εγκεφαλικά κύματα
Τρέχουν πιο γρήγορα κι απ’ το φως
Κι αν είναι έτσι
Είναι το σώμα που το κάνει
Σε μια δίνη στο χρόνο
Στο αυλάκι μέσα στη κοσμική θάλασσα
Για το απώτερο νησί
Α λυπάμαι, δεν ξέρεις  πόσο λυπάμαι,
Αλλά βλέπεις,
Κυμαίνουν τα νεύρα μας άνευ σκέψης
Παφλάζει το σύμπαν εντός μας
Ότι η αγωνία της χίμαιρας
Ότι το άφρισμα του καιρού
Κύματα μας άγουν και μας φέρουν
Σε αλίπλαγκτες όχθες όπως έρως
Με τη ναυτία του χρόνου που έχει πρόσωπο
Με την αλήθεια του χρόνου που δε γνώρισα
Με τον πόνο αυτού που έστριψε στη γωνία
Εγκλωβισμένοι στο χωρόχρονο
Τίποτα απ’ όσα σου είπα δεν ήταν ψέμα
Συγχώρεσέ με Μας συγχωρώ,
Εμείς τα παιδιά της παλίρροιας
Δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς,
Επιστρέφουμε για να φύγουμε
Ξανά και ξανά

από την ποιητική συλλογή
"Μεταπλάσματα", Σαιξπηρικόν 2017

Λιανή Άμμος, Χαλκίδα
Φωτογραφίες : Δημήτρης Καρβέλης






Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Κυάνωσις

Κυάνωσις, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου

Ανάγκη είναι, λέει
Να πλάσω νέες λέξεις
Να εφεύρω τη νέα γραμματική
Το συντακτικό των ονείρων
Να διδάξω στο σχολείο σήμερα
Για να ανακαλύψω την τάξη του αύριο.

Ξέρεις, αν δεν αφήσουμε στα φράγματα
Τις πύλες ανοιχτές
Να πλεύσουμε ξυπόλητοι
Στις αστραπές απ' τον ουρανό
Τα νερά θα έχουν το χρώμα της τέφρας
Οι αφροί την οσμή της ματαίωσης
Όσο τα χείλη σκάβει το αλάτι
Όσο το στομάχι διαψεύδει το φαρμάκι
Όσο τη γλώσσα φιμώνει το βαμβάκι.

Βλέπεις, το αλλάττω δεν απέχει πολύ από το αρμόττω
Όταν και των δυο η τετραγωνική ρίζα
Είναι το ερωτικό τους άρθρο
Όπως πάντα όμως
Η επιθυμία σκοτίζει το βλέμμα της αγάπης.

Ζωγραφική : Κωνσταντίνος Μίχαλος







Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Πλωτές τάξεις

Πλωτές τάξεις - Μαργαρίτα Παπαγεωργίου

                                 (από συνθήματα σε τοίχους σχολείων)

«Συνελήφθη μαθητής με μικροποσότητα βιβλίων»
Γκράφιτι στον πίσω τοίχο του σχολείου
Πίσω απ’ την καντίνα κρυφά οι μαθητές κι οι μαθήτριες
«Να κάνεις ό, τι σε κάνει να χαμογελάς»
Με το σάλιο τους στις γόπες που πετούν κρυφά
Στις ρίζες της αγριαπιδιάς που δεσπόζει
Αν και κανείς τους δεν την βλέπει
«Βαριέμαι  γαμώτο»
Αν και ακουμπούν στον ισχνό κορμό της
Λιλά άνθη ακούγονται στα κάγκελα
«Χαζουλίνι σ’ αγαπώ»
Ανάμεσα στις βρισιές και τα φιλήματα,
 Τις κλωτσιές και τα σπρωξίματα
«Κι εμείς πότε θα κάνουμε έρωτα;»
Επίχρισμα αρχαίας θάλασσας
Τα άτσαλα βαψίματα ασβεστώνοντας
«Να κάψουμε και το τελευταίο βιβλίο»
Κάθε πρωί βρίσκουν κι άλλο γκράφιτι
 (μα πώς ξεπηδούν σα μανιτάρια!)
«Να διαβάζετε τον τοίχο»
Στο διάλειμμα καμιά μπάλα δεν κλωτσάνε
Τη χάσαμε κι αυτή, την πάτησε
Ένα φορτηγό μεταφορών
«Μάνα έφυγα, στέλνε φράγκα»
Εισήγαγε τεράστιες οθόνες ρεύματα
Η συνεδρίαση πασχίζει να τα προσαρμόσει
Στις πρίζες των αιθουσών
Πλωτές οι τάξεις σε μάτια γαλάζια δραπετεύουν,
- Να σας δείξουμε εμείς κυρία,
Μα η κυρία έλειπε, είχε μάθημα σε άλλο νομό,
Την πήραν κι αυτήν τα ραδιενεργά κύματα
 «Θα σε περιμένω στη γωνία
δέκα λεπτά πριν την εξέγερση
Φιλιά,  Σ ΄αγαπάω ΧΧΧ»

από τη συλλογή Μεταπλάσματα, 2017

Θραύσμα

Θραύσμα -  Rupert Brooke

απόδοση στα ελληνικά Μαργαρίτα Παπαγεωργίου 

Περιφερόμουν μόνος στο κατάστρωμα, καμιά ώρα, απόψε
κάτω από έναν συννεφιασμένο αφέγγαρο ουρανό˙ έριχνα ματιές
απ΄ τα παράθυρα μέσα, κοίταζα τους φίλους μου στα τραπέζια,
να παίζουν χαρτιά, ή να στέκονται δίπλα στην πόρτα,
ή να βγαίνουν έξω στο σκοτάδι. Ωστόσο,
κανένας τους δεν μπορούσε να δει εμένα.


Θα μπορούσα να τους είχα συλλογιστεί
- ανίδεοι, μόνο με μιας βδομάδας μάχη – με συμπόνια ,
με καμάρι για τη δύναμή τους, τη σπουδαιότητα και τη σκληράδα
και την ομορφιά του συμπλέγματος των κορμιών, και να λυπόμουν
που αυτή η εύθυμη μηχανή του μεγαλείου σύντομα θα τσακιζόταν,
θα γινόταν κάτι ασήμαντο, κομμάτια σπασμένα, σκορπίσματα…


                                                     Μόνο που, όλη αυτή την ώρα,
εκείνο που έβλεπα - στο φως της λάμπας - ήταν να περνούν αυτοί
σα χρωματιστές σκιές, πιο λεπτές κι απ’ το λεπτότερο γυαλί,
φυσαλίδες ψιλές, πιο αχνές κι απ’ το αχνότερο κύμα
που θα έσπαζαν σε φωσφορίσματα πέρα στη νύχτα σύντομα,
του χαμού πράγματα, φαντάσματα παράξενα – του θανάτου εδώ
άλλα φαντάσματα – αυτό, ή εκείνο, ή εγώ.


Απρίλιος 1915



Fragment, Rupert Brooke


I strayed about the deck, an hour, to-night
Under a cloudy moonless sky; and peeped
In at the windows, watched my friends at table,
Or playing cards, or standing in the doorway,
Or coming out into the darkness. Still
No one could see me.


I would have thought of them
—Heedless, within a week of battle—in pity,
Pride in their strength and in the weight and firmness
And link’d beauty of bodies, and pity that
This gay machine of splendour ’ld soon be broken,
Thought little of, pashed, scattered. …


                                                    Only, always,
I could but see them—against the lamplight—pass
Like coloured shadows, thinner than filmy glass,
Slight bubbles, fainter than the wave’s faint light,
That broke to phosphorus out in the night,
Perishing things and strange ghosts—soon to die
To other ghosts—this one, or that, or I.


April 1915


Αποτέλεσμα εικόνας για rupert brooke

Χαραυγή

Χαραυγή - Rupert Brooke

απόδοση στα ελληνικά Μαργαρίτα Παπαγεωργίου

(στο τραίνο, ανάμεσα Μπολόνια και Μιλάνο, δεύτερη θέση)

Απέναντί μου δυο Γερμανοί με ροχαλητά ιδροκοπάνε.
Μέσα σε ναυτία πηχτή εμείς τραμπαλιζόμαστε μ’ αγκομαχητά.
Λες κι είμαστε εδώ από πάντα ˙ κι ωστόσο λίγο θα ΄ναι.
Δυο ώρες δείχνει ένα ρολόι θαμπά, δυο αιώνες, μα όχι αρκετά.
Τα παράθυρα είναι σφραγισμένα, και λιγδιασμένα βρωμάνε
στης νύχτας τη δυσωδία. Κι έχουμε ακόμα δυο ώρες μπροστά.
Δυο ώρες ως την αυγή και το Μιλάνο ˙ δυο ώρες δεν περνάνε.
Αντίκρυ μου δυο Γερμανοί ιδροκοπάνε με ροχαλητά…


Ο ένας τους ξυπνά, και φτύνει, και κοιμάται ξανά.
Το σκοτάδι ανατριχιά. Χλωμό ένα φως τη βροχή διαπερνά
τα πρόσωπά μας χτυπά, τα αποστεωμένα κι ωχρά. Κάπου αλλού
μια καινούργια μέρα ξεπηδά ˙ και μέσα, ο σάπιος αέρας παντού
πιο παγερός, πιο νοτερός, πιο σαπισμένος γίνεται μετά…
Αντίκρυ μου δυο Γερμανοί ιδροκοπάνε με ροχαλητά.

1914-15

Dawn, Rupert Brooke

(From the train between Bologna and Milan, second class)


Opposite me two Germans snore and sweat.
Through sullen swirling gloom we jolt and roar.
We have been here for ever: even yet
A dim watch tells two hours, two aeons, more.
The windows are tight-shut and slimy-wet
With a night's foetor. There are two hours more;
Two hours to dawn and Milan; two hours yet.
Opposite me two Germans sweat and snore. . . .


One of them wakes, and spits, and sleeps again.
The darkness shivers. A wan light through the rain
Strikes on our faces, drawn and white. Somewhere
A new day sprawls; and, inside, the foul air
Is chill, and damp, and fouler than before. . . .
Opposite me two Germans sweat and snore.

1914-15

Αποτέλεσμα εικόνας για rupert brooke αγαλμα στη σκυρο

Η απασχολημένη καρδιά

Η απασχολημένη καρδιά - Rupert Brooke

απόδοση στα ελληνικά Μαργαρίτα Παπαγεωργίου

Τώρα που κάναμε ό,τι καλύτερο και ό,τι χειρότερο, και χωρίσαμε πια,
θα γεμίσω το μυαλό μου με κάθε σκέψη που δεν είναι σπαρακτική.
(Ω καρδιά μου, δε θα να τολμήσω να φύγω με αδειανή καρδιά)
θα σκεφτώ την Αγάπη στα βιβλία, την Αγάπη την παντοτινή ˙
γυναίκες με παιδιά, ικανοποιημένες, παππούδες να κοιμούνται ,
και χωράφια με νερό, που έχουν οργωθεί με σίγουρη παραγωγή,
και μωρά που κλαίνε, και που ύστερα το κλάμα τους δε θυμούνται ,
και τους νέους ουρανούς, αυτούς που ξεχνούν πάντα τη βροχή,
την ησυχία το απόβραδο μόνο με της εστίας τα φτερουγίσματα,
και του Τραγουδιού την εντιμότητα και τη Σοφία την ιερή.
Εκείνα ζωντανά, εμείς νεκροί. Θα σκεφτώ χίλια πράγματα,
υπέροχα και διαρκή, και θα τα γευτώ με κίνηση αργή,
το ένα μετά το άλλο, όπως γεύεσαι μια τροφή γλυκιά.
Πρέπει να απασχολήσω με γαλήνη τη δική μου την καρδιά.

1913


The Busy Heart


Now that we've done our best and worst, and parted,
I would fill my mind with thoughts that will not rend.
(O heart, I do not dare go empty-hearted)
I'll think of Love in books, Love without end;
Women with child, content; and old men sleeping;
And wet strong ploughlands, scarred for certain grain;
And babes that weep, and so forget their weeping;
And the young heavens, forgetful after rain;
And evening hush, broken by homing wings;
And Song's nobility, and Wisdom holy,
That live, we dead. I would think of a thousand things,
Lovely and durable, and taste them slowly,
One after one, like tasting a sweet food.
I have need to busy my heart with quietude

1913

Αποτέλεσμα εικόνας για rupert brooke αγαλμα στη σκυρο

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Ομορφιά και Ομορφιά

Ομορφιά και Ομορφιά - Rupert Brooke

απόδοση στα ελληνικά Μαργαρίτα Παπαγεωργίου 

Όποτε η Ομορφιά κι η Ομορφιά βρεθούν μαζί
το ωραίο πάνω στο ωραίο, ολόγυμνα,
με δάκρυα γλυκά κλαίει η γη,
στον αέρα σκορπίζονται φώτα ολόφωτα,
κι όλα γυρίζουν, ζαλίζονται, αγκαλιάζονται
με γέλια μεθυσμένα και ψιθυριστά ˙
καλύπτοντας με πέπλο αυτά που έρχονται
Πιο μετά – Πιο μετά -


Όπου η Ομορφιά κι η Ομορφιά βρέθηκαν μαζί,
η γη ένα τρέμουλο ακόμα κρατά,
και μυρωμένοι οι άνεμοι παραμένουν εκεί,
κι οι αναμνήσεις τον αέρα ευωδιάζουν απαλά,
σε στήθη φωλιάζουν, σε αναλαμπές κρύβονται
και σε κομμάτια από γέλια στα σκοτεινά ˙
και όχι στα δάκρυα στα χρόνια που έρχονται
Πιο μετά – Πιο μετά -


1912


Beauty and Beauty


When Beauty and Beauty meet
All naked, fair to fair,
The earth is crying-sweet,
And scattering-bright the air,
Eddying, dizzying, closing round,
With soft and drunken laughter;
Veiling all that may befall
After--after—


Where Beauty and Beauty met,
Earth's still a-tremble there,
And winds are scented yet,
And memory-soft the air,
Bosoming, folding glints of light,
And shreds of shadowy laughter;
Not the tears that fill the years
After--after—

1912

**************************************

Στον όρμο Τρείς Μπούκες - στη Σκύρο -  που αποτελεί ένα ασφαλέστατο καταφύγιο από τους σφοδρούς βορείους ανέμους και λίγα μέτρα από την παραλία, βρίσκεται ο τάφος του Αγγλου ποιητή Ρούπερτ Μπρούκ (1887-1915) που πέθανε και τάφηκε εκεί σύμφωνα με τη μεγάλη του επιθυμία, στις 23-4-1915 σε ηλικία 28 χρονών όταν υπηρετούσε στο Αγγλικό Πολεμικό Ναυτικό κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.

Αποτέλεσμα εικόνας για rupert brooke αγαλμα στη σκυρο