Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου

4 + 1 πρόσωπα που δεν επέστρεψαν στη Χαλκίδα


Σωτηρία Μπέλλου / Κατερίνα Μάτσα / Μαλβίνα Κάραλη 
Θάνος Αλεξανδρής / Τάκης Μόσχος

Α. Νίκος Λέκκας | Της Σταυροπροσκυνήσεως ανεπίκαιρα


του Σταύρου δικαιωματικά…


Η Σωτήρια Μπέλλου, όταν έφυγε από την άχαρη Χαλκίδα – όπως χρόνια αργότερα και η Μαλβίνα αλλά και η Κατερίνα Μάτσα και ο Θάνος Αλεξανδρής – γύρισε και είπε στους δικούς της: «Φεύγω και κάποια μέρα θα επιστρέψω μεγάλη και τρανή…». Κι έφυγε μέσα σ’ ένα βαγόνι τρένου – τίγκα στους φαντάρους – στην αρχή του πολέμου του ’40: Οκτώβρης, την 28η μέρα.

Μεγάλη και τρανή έγινε· στη Χαλκίδα ποτέ δεν γύρισε. Ήταν απλά η περιπλανώμενη Σωτηρία· μουνάρα, όσο η Ρόζα, η Μαρίκα και η Φλέρυ, αλλά και η Ρίτα (Αμπατζή και Σακελλαρίου), η Γεωργία (Μητάκη), η Καίτη (Ντάλλη) – η τελευταία ανώνυμη αρτίστα της πίστας, της μπάρας, όσο και οι παλιοί Μελανζέ της επιθεώρησης, που μόνο ένας Βαγγέλης Κολώνας, κρατά ακόμα το είδος, πριν κι αυτό χαθεί ανεπιστρεπτί… και δεν προστεθεί στην ιστορία της επιθεώρησης, που πλήρης δεν ξέρω αν θα γραφτεί ποτέ, και πόσα από αυτά τα αθησαύριστα έχουν σωθεί, στη μνήμη και σε μηχανήματα – μουνάρα παντοτινή αν και στα κουτσομπολιά χαρακτηρισμένη αρσενικοθήλυκο.

Πάντως σώθηκε το εξής σημαντικό: Να τραγουδά η Μπέλλου και να χορεύει υποβασταζόμενος ο Τσαρούχης· ένας από τους ελάχιστους άντρες στον τόπο, που εξήγησε γιατί θεωρούσε τον εαυτό του και τη προσωπικότητά του ως μια άκρως περιθωριακή περσόνα· ειδικά στα χρόνια του Παρισιού.

Οι δάφνες για τη Σωτηρία, έναν Αύγουστο ήρθαν από το Παρίσι. Και συγκεκριμένα από τη παγκοσμίου κύρους και φήμης Monde: «Πέθανε η Παναγία των περιθωριακών Ελλήνων· όλα τα εγκόσμια  τα έκανε τον ίδιο μήνα: Γενέθλια, Γιορτή, Θάνατος».

Στη Χαλκίδα δεν γύρισε ποτέ: όπως καμιά αρτίστα δεν πρέπει να γυρνά με στέμμα στο τόπο της, σ’ ένα τόπο που πριν το στέμμα την ξέρασε· δεν το επέτρεπε στον εαυτό της. Το μόνο που επέτρεπε· να βοηθά: Μένοντας πάντα υποφανής, στο περιθώριο, από το περιθώριο.

Και στα χρόνια της πίκρας· γιατί έρχονται και αυτά τα γαμημένα, τραγούδησε το θρυλικό και το ακραίο:


Με ρίξατε έναν παρά
και με συκοφαντήσατε
αδέρφια φίλοι συγγενείς
κακία μίσος δείξατε.

Για μένα το καλό παιδί
που πάντα τα λεφτά μου
τα χάλαγα για πάρτι σας
απ’ την καλή καρδιά μου.

Εσείς γλεντάτε τη ζωή
κι εγώ μπατίρης τριγυρνώ
ποτέ κανείς δεν ρώτησε
πού βρίσκομαι και πως περνώ.

Με ρίξατε έναν παρά
και με περιφρονήσατε
αδέρφια φίλοι συγγενείς
όλα τα λησμονήσατε.

Στίχοι: Χαράλαμπος Βασιλειάδης

Όσο το τραγούδι θυμίζει σπίτι· σπίτι φτωχό, η λέξη που το συνοδεύει: θαλπωρή· σηκώνει πολύ νερό στο κρασί…


Μες στα βαριά, βαριά μεσάνυχτα
η πόρτα μου, η πόρτα μου χτυπάει.
Δε φαίνεται όμως κανείς.
Ποιος να ’ναι, τι, ποιος να ’ναι, τι ζητάει;
Στο σπίτι αυτό, στο σπίτι αυτό τ’ αραχνιασμένο
τι έχω πια, τι έχω πια να περιμένω;

Δεν έχω μά, μάνα κι αδερφούς
για να τους πε, για να τους περιμένω.
Έλιωσα στο κρεβάτι μου,
το Χάρο πια, το Χάρο πια προσμένω.
Και του τοί, και του τοίχου το ρολόι
αρχινά, αρχινά το μοιρολόι.

Σώσε με, Πα, Παναγία μου,
τα νιάτα μου, τα νιάτα μου λυπήσου.
Διώξε το Χάρο απ’ την αυλή
να μην τον α, να μην τον αντικρίσω.
Και του τοί, και του τοίχου το ρολόι
αρχινά, αρχινάει το μοιρολόι.

Στίχοι: Κώστας Μάνεσης

Μια Σωτηρία ΚΚΕ· αιώνες μπροστά από τον συντηρητισμό του ΚΚΕ που όσο κι αν ήταν αντάρτισσα· η βάση εξολοκλήρου τη λάτρευε και η ηγεσία τη μισούσε. Kι εδώ προς τιμή του, εξαιρείται ο Χαρίλαος  που στο τέλος δεν ήθελε να ακούσει: λέξη για κουμμουνισμό, λέξη για αναρχία, λέξη για πολιτική γενικά· όπως οι περισσότεροι.

Όσο για την ομοφυλοφιλία και τους πούστηδες του παλιού γίγνεσθαι – γιατί με τους νέους, του σημερινού καιρού και των ημερών μας· κάτι με μαγκώνει – μόνο οι φασίστες τους αγάπησαν και τους δέχτηκαν – στις ταβέρνες πρωτίστως – με μια κρυφή λιγούρα για το άτομό τους. Κι όπως γράφτηκε και για την Κατερίνα Γώγου· οργανωμένη τροτσκίστρια πρώτα και μετά αναρχικιά: τα κόμματα σε συνεργασία με τους απολιτικούς, το χρυσάφι  – αυτών των εξαιρετικά σπάνιων γυναικών – τους το γύρισαν σκουριά· μια αρχαία σκουριά που μόνο η Μάρω Δούκα ήταν αυτή που την εξήγησε δημόσια, σφηνωμένη σε απαρχαιώμενα μυαλά που το παίζουν πατριώτες· όχι μόνο δεν αγαπάν τον άνθρωπο τον διαφορετικό αλλά ούτε και τον όμοιό τους· ίδιοι μ’ αυτά τα ανθρωπάρια που ρίχνουν εθνικοπατριωτικά τρικάκια – λόγω και ημέρας – και προσκυνάνε φουστανέλες, χωρίς να έχουν ιδέα από Επανάσταση: ποτέ δεν κάναν Επανάσταση Εντός· πότε δεν τους εξανθρώπισε ο Έρωτας· ούτε ποτέ επαναστάτησαν για τον Έρωτα και για οποιοδήποτε άλλο ευγενές αίσθημα. Γιατί από εκεί ξεκινάν τα πάντα: Εκ των έσω… έστω και με σχεδόν κατάκοιτο το συναίσθημα, σήμερα ανήμερα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.


Β. Σωτηρία Μπέλλου Επιμέλεια-προσαρμογή: Σοφία Παφτούνου


Γεννήθηκε στο χωριό Χάλια κοντά στη Χαλκίδα στις 22 Αυγούστου 1921. Ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της είναι τα «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Τα Καβουράκια» και «Όταν πίνεις στην ταβέρνα» του Βασίλη Τσιτσάνη, με τις οποίες καθιερώθηκε ως κορυφαία λαϊκή τραγουδίστρια. Πέραν του Τσιτσάνη συνεργάστηκε και με πολλούς άλλους κορυφαίους συνθέτες, όπως με τον Γιάννη Παπαϊωάννου («Άνοιξε, άνοιξε») και τον Απόστολο Καλδάρα («Είπα να σβήσω τα παλιά»).
Η Σωτηρία (μεγαλύτερη από το άλλα τέσσερα αδέλφια της) πήρε το όνομα του αγαπημένου της παππού, Σωτήρη Παπασωτηρίου, που ήταν παπάς στο Σχηματάρι και της είχε πολύ μεγάλη αδυναμία… Από μικρό κοριτσάκι την έπαιρνε κοντά του στην εκκλησία. Εκείνη άρχισε να επηρεάζεται από τα τροπάρια και έψελνε μόλις «κατάλαβε» τον εαυτό της.
Έτσι άρχισε να «ζυμώνεται» με τους εκκλησιαστικούς ήχους και τη βυζαντινή μουσική…

Σπουδάζοντας στο ψαλτήρι

Με τα εκκλησιαστικά η μικρή Σωτηρία είχε αποκτήσει ένα μεγάλο πάθος πριν ακόμη τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Μπαινόβγαινε στο Ιερό, έψελνε στο αριστερό ψαλτήρι και χτυπούσε την καμπάνα για τον εσπερινό. Όταν έγινε δέκα χρόνων, έφυγε από τον παππού της και πήγε μέσα στη Χαλκίδα όπου έμεναν οι γονείς της και τα μικρότερα αδέλφια της. Ο πατέρας της ήταν από τους πλέον εύπορους κατοίκους της πόλης γιατί διατηρούσε το μεγαλύτερο και το καλύτερο κατάστημα τροφίμων στην πολυσύχναστη οδό Αβάντων.
Τις εφημερίδες που έπαιρνε ο Κυριάκος Μπέλλος, η μικρή Σωτηρία της «ξεκοκάλιζε» μετά τα μαθήματά της. Μια μέρα είπε στον πατέρα της: «Μπαμπά, θέλω να με πας στον κινηματογράφο να δω την «Προσφυγοπούλα» γιατί πρωταγωνιστεί η Βέμπο που μου αρέσει πολύ». Έγινε το χατίρι της, είδε τη Βέμπο στο σινεμά και ύστερα άρχισε να τη μιμείται. Πήγαινε κάθε μέρα μπροστά στον καθρέφτη του σπιτιού της κι έκανε σκέρτσα και κινήσεις όπως η Βέμπο στην οθόνη. Παρά τις συστάσεις της μάνας της, η Σωτηρία συνέχιζε το βιολί της ώσπου έφαγε το ξύλο της χρονιάς της.
Η Ελένη Μπέλλου, γνήσια Αρβανίτισσα, δεν ήθελε ποτέ να δει τη μεγαλοκόρη της τραγουδίστρια. Η Σωτηρία (αρβανίτικο κεφάλι κι αυτή) εγκατέλειψε το σπίτι της. Έφυγε από τη Χαλκίδα, για την Αθήνα, όπου αρχίζουν οι πρώτες μεγάλες δυσκολίες για ένα κορίτσι που ζει πλέον μόνο του στην πρωτεύουσα της χώρας. Ήταν αρχές της ναζιστικής κατοχής. Το αρβανίτικο πείσμα να εγκαταλείψει το σπίτι της, τους γονείς στη Χαλκίδα, την οδήγησε σε μεγάλες περιπέτειες.
Παντρεύτηκε πολύ μικρή ενάντια στις επιθυμίες των γονιών της και ο γάμος της ήταν μια άμεση καταστροφή: Ο άντρας της ήταν μέθυσος και, κατά τη διάρκεια ενός από τους ξυλοδαρμούς, η Σωτηρία έριξε οξύ στο πρόσωπό του, και καταδικάστηκε σε τρία χρόνια στη φυλακή από τους οποίους τελικά εξέτισε μόνο τέσσερις μήνες. Μετά την αποφυλάκισή της επιστρέφει στην οικογένειά της, αλλά μετά από συζητήσεις και κατηγορίες των δικών της αποφασίζει να πάει στην Αθήνα το 1940, που βρισκόταν σε πλήρη ναζιστική κατοχή. Εκείνα τα χρόνια δεν είναι μόνο αγώνας για επιβίωση, αλλά και για την αντίσταση, αφενός, κατά των Ναζί και στη συνέχεια κατά των Βρετανών. Συνελήφθη, βασανίστηκε και κλείστηκε στη φυλακή. Στον ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο που ακολούθησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και πάλι συνελήφθη και φυλακίστηκε για συνεργασία με την κομμουνιστική πλευρά.
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο απελευθερώνεται και το 1947 προσελήφθη ως τραγουδίστρια σε ένα κέντρο διασκέδασης στην Αθήνα με τον Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος την ανακάλυψε ως αστέρι του οποίου τα τραγούδια είναι τα πιο σημαντικά του ρεπερτορίου της. Το 1948 μια ομάδα κακοποιών εισήλθαν στο χώρο και την ξυλοκοπάει με το χαρακτηρισμό «Βουλγάρα» (Κομμουνίστρια), χωρίς οι μουσικοί της να τολμήσουν να σηκωθούν από τις καρέκλες τους. Ένας από τους Χίτες ανέβηκε στο πάλκο και της ζήτησε να τραγουδήσει «Του αητού ο γιος». Εκείνη αρνήθηκε και τότε μαζεύτηκαν όλοι της παρέας και την τσάκισαν στο ξύλο. Κι όμως η Μπέλλου γι’ αυτό το περιστατικό είχε ένα παράπονο, μια πικρία που ανέφερε σ’ όλη της τη ζωή. Δεν περίμενε την ώρα που την χτυπούσαν έξι Χίτες μαζί να μη σηκωθούν από τις καρέκλες τους δύο άνδρες να αντισταθούν σ’ αυτή την πρόκληση. Οι τρομοκράτες που έκαναν άνω κάτω το μαγαζί φώναζαν στην Σωτηρία: «Πες του αητού το γιο, γιατί θα σε καθαρίσω Βουλγάρα». Ήταν Δεκέμβρης του 1948. Η τραγουδίστρια έφυγε από τον «Τζίμη τον Χοντρό» και πήγε σε ένα μαγαζί και εργάσθηκε μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη. Ήταν το κέντρο «Παναγάκη» στην οδό Παρασίου.
Παρ ‘όλα αυτά, σύντομα αναγνωρίζεται ως μία από τις καλύτερες ερμηνείες στα ρεμπέτικα. Μέχρι το ’80 εξακολουθεί να συνεργάζεται με τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες αυτών των μουσικών ειδών σε πολλές συναυλίες και ηχογραφήσεις, αλλά υπέστη διάφορες κρίσεις και προβλήματα αλκοολισμού και κατάθλιψης.

Η καταξίωση

Η ζωή της Μπέλλου από το 1940 έως το 1946, τότε δηλαδή που μπαίνει πλέον επίσημα στον χώρο και τον κόσμο του ρεμπέτικου, είναι μια περιπέτεια, ένα θρίλερ. Οι δραματικές στιγμές που πέρασε στην Αθήνα και έχει περιγράψει η ίδια, θυμίζουν κινηματογραφική ταινία. Έκανε πολλές δουλειές για να επιβιώσει. Δούλεψε σε εστιατόριο λαντζιέρα. Νύχτες ολόκληρες έπλενε πιάτα. Πουλούσε τσιγάρα με τον ταβλά και παστέλια. Έκανε τον αχθοφόρο σε σταθμούς τρένων και λεωφορείων. Με ένα καρότσι έπαιρνε τα ταγάρια, τα καλάθια και τις βαλίτσες των επαρχιωτών και τα ξεφόρτωνε στην Ομόνοια. Τις νύχτες κοιμόταν μέσα στα βαγόνια. Με τα χαρτζιλίκια που μάζευε από όλες αυτές τις δουλειές, αγόρασε παπούτσια και κουβέρτες, νοίκιασε μια κάμαρα – σπίτι στο Περιστέρι, κι αγόρασε μια κιθάρα, που ήταν το μεγάλο της όνειρο. Στερήθηκε πολλά αγαθά τόσα χρόνια, αλλά με το αρβανίτικο πείσμα που τη διέκρινε και τη σιδερένια θέληση που είχε πέτυχε τον στόχο της. Να γίνει τραγουδίστρια.
Ένα βράδυ του Μάη του 1945 κατέβαινε την Ιπποκράτους. Είχε πάει να συναντήσει κάποιες κοπέλες, που ήταν συγγενείς της, στην οδό Διγενή Ακρίτα. Κοντά στην πλατεία Εξαρχείων, είδε μια ταβέρνα και μπήκε μέσα. Κάθισε σ’ ένα τραπέζι στην αυλή και παρήγγειλε κάτι να φάει. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, Κρητικός την καταγωγή, και μερικοί θαμώνες κοίταζαν επίμονα τη Σωτηρία. Τόσο όμορφη κοπέλα, ίδια κούκλα, μόνη της τέτοια ώρα; Εκείνη απτόητη. Καθώς περίμενε την παραγγελία, το μάτι της έπεσε πάνω σε μια κιθάρα. Ρώτησε ευγενικά τον ταβερνιάρη αν μπορεί να παίξει, πήρε θετική απάντηση και άρχισε να παίζει και να τραγουδά ένα παλιό τραγούδι της Σοφίας Βέμπο «Τι έχεις κι όλο κλαις και δεν μου το λες». Δεν σταμάτησε όμως στο ένα τραγούδι. Είπε και δεύτερο: «Αντιλαλούνε οι φυλακές τ’ Ανάπλι κι ο Γεντί Κουλές». Στην απέναντι γωνιά, άκουγε με πολλή προσοχή την κοπέλα με την κιθάρα, ένας 45άρης καλοντυμένος, με ψαρά μαλλιά, χωρίς να πει κουβέντα.
Το επόμενο βράδυ η Μπέλλου ξαναπήγε στο μαγαζί, έπαιξε και τραγούδησε. Στην ταβέρνα, παρ’ ότι ήταν λαϊκή, πήγαιναν πολλοί κοσμικοί. Ανάμεσά τους και ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης, ο οποίος δύο βράδια αργότερα, πήγε με τον Βασίλη Τσισάνη εκεί. Στο φουλ της επιτυχίας του ο βάρδος του ρεμπέτικου, ο οποίος ενθουσιάστηκε από τη φωνή της Μπέλλου, αλλά και από τη δεξιοτεχνία της στην κιθάρα. Τα είπαν οι δυο τους και συμφώνησαν να μπουν στο στούντιο. Η Σωτηρία δεν μπορούσε να πιστέψει ότι της δινόταν μια τέτοια μεγάλη ευκαιρία. Η ευκαιρία της ζωής της που την οδήγησε στη μεγάλη λεωφόρο του ρεμπέτικου και στη συνέχειά του, που ήταν το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι με κοινωνικό χαρακτήρα.
Στα χρόνια της πολυτάραχης ιστορίας στο ελληνικό τραγούδι, η Μπέλλου έκανε πολύ μεγάλες επιτυχίες σε τραγούδια των πιο γνωστών λαϊκών συνθετών: «Συνεφιασμένη Κυριακή», «Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή» του Τσιτσάνη, «Γύρνα στη ζωή την πρώτη» ­ «Κάνε κουράγιο καρδιά μου» (Παπαϊωάννου), «Ο ναύτης» ­ «Το σβηστό φανάρι» (Μητσάκη), «Είπα να σβήσω τα παλιά» (Καλδάρα), «Άνοιξε, άνοιξε» (Παπαϊωάννου).
Από το ’41 ως το ’76 τραγούδησε αδιάκοπα όλους σχεδόν τους λαϊκούς συνθέτες, ενώ από τότε μέχρι πριν από πέντε χρόνια τάραξε πάλι τα νερά, με πρωτοποριακές συνεργασίας που έκανε με έντεχνους και γενικά σύγχρονους συνθέτες: Μούτσης (Το φράγμα), Σαββόπουλος (Το βαρύ ζεϊμπέκικο), Ανδριόπουλος (Λαϊκά προάστια), Κουνάδης (Δεν περισσεύει υπομονή), Ανδριόπουλος, Λάγιος (Λαός) κ.ά. Παράλληλα, προχώρησε και σε επανεκτελέσεις παλιών λαϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών, από τα οποία την αγάπησε η νέα γενιά και τη στήριξε στις αδιάκοπες εμφανίσεις της στα λαϊκά κέντρα, στις μπουάτ της Πλάκας καθώς και σε μεγάλες συναυλιακές και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Η καριέρα της γνώρισε μια κάμψη στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όμως από το 1966 κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους έπειτα από συνεργασίες της με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος («Ζεϊμπέκικο»), ο Ηλίας Ανδριόπουλος («Μην κλαις») και ο Δήμος Μούτσης («Δε λες κουβέντα»).
Στο λαϊκό πάλκο, σε όλη της την πορεία στο τραγούδι, είχε πολύ έντονη παρουσία στα πιο διάσημα μαγαζιά της περιοχής Αθηνών: «Νήσος Ύδρα» του Αλάογλου στο Περιστέρι, «Ροσινιόλ» στα Σεπόλια, «Τζίμης ο Χοντρός» (Αχαρνών), «Τριάνα» και «Λουζιτάνια» (λεωφόρος Συγγρού), «Φαληρικόν» (Τζιτζιφιές), «Καλαματιανός» (Τζιτζιφιές), «Μάριος» (Ίωνος). Ξεχωριστή ιστορία έγραψε μαζί με Τσιτσάνη – Παπαϊωάννου, στην Καισαριανή, στο «Σκοπευτήριο» και στο «Χάραμα», για 10 χρόνια, ενώ με τους δύο τελευταίους εμφανίστηκε για μεγάλα διαστήματα στο «Όνειρο» και στο «Πρόσωπο» της Εθνικής οδού. Σημαντική παρουσία είχε στη δεκαετία του 1980, στον «Δία» της πλατείας Αττικής.
Τον Μάρτιο του 1993 αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας, οπότε και διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του πνεύμονα. Έχασε τη φωνή της και στις 27 Αυγούστου 1997 άφησε την τελευταία της πνοή.
Έδωσε δεκάδες συναυλίες σε πολιτιστικές εκδηλώσεις. Η Μπέλλου υπήρξε ειλικρινής και γνήσια σαν καλλιτέχνις και σαν άνθρωπος. Βοήθησε όσο μπορούσε πολλούς νέους συναδέλφους της να σταθούν στο τραγούδι. Αγαπήθηκε από τον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού και όχι μόνο. Προσωπικότητες του διεθνούς τζετ σετ, αλλά και Έλληνες πνευματικοί άνθρωποι θαύμασαν, λάτρεψαν και αποθέωσαν την Μπέλλου στα λαϊκά κέντρα όπου εμφανίσθηκε τα τελευταία χρόνια κυρίως.

Δισκογραφία:

1974 – Η Σωτηρία Μπέλλου τραγουδά Τσιτσάνη
1974 – Τα Παλιά του Καπλάνη
1976 – Σωτηρία Μπέλλου Νο 7: H ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ
1977 – Σωτηρία Μπέλλου 8 : ΧΑΛΑΛΙ ΣΟΥ
1977 – ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ Νο 2
1979 – ΤΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ Νο 9
1980 – ΤΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ Νο 10
1980 – ΛΑΪΚΑ ΠΡΟΑΣΤΙΑ
1981 – ΦΡΑΓΜΑ
1983 – Ο Αι Λαός
1984 – Σωτηρία Μπέλλου Νο 11 ΠΡΙΝ ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ
1985 – Σωτηρία Μπέλλου –Στέλιος Βαμβακάρης ΑΝΟΙΞΑ ΠΟΡΤΑ ΣΤΗΝ ΖΩΗ
1985 – ΞΕΝΕΣ ΠΟΡΤΕΣ
1985 – ΑΥΘΕΝΤΙΚΕΣ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΕΙΣ Η ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ Νο 10
1987 – Σωτηρία Μπέλλου ΡΕΣΤΟΙ ΚΑΙ ΜΠΑΤΙΡΗΔΕΣ 10
1987 – 40 Χρόνια Σωτηρία Μπέλλου-
1989 – Σωτηρία Μπέλλου : H ΡΕΜΠΕΤΙΣΑ ΜΑΣ


Satiria Bellou.jpg
Σωτηρία Μπέλλου
Γ. Μάτσα, Κατερίνα Ι.

Η ψυχίατρος Κατερίνα Μάτσα γεννήθηκε το 1947 στη Νέα Αρτάκη Ευβοίας. Σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα και Ψυχιατρική στο Παρίσι και την Αθήνα. Είναι η γυναίκα του Σάββα Μιχαήλ. Εργάζεται στο Ε.Σ.Υ., στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, το γνωστό Δαφνί, από το 1974 μέχρι σήμερα. Είναι η επιστημονική υπεύθυνη της Μονάδας Απεξάρτησης Τοξικομανών Ψ.Ν.Α. - 18 ΑΝΩ και εκδότρια του περιοδικού "Τετράδια Ψυχιατρικής". Το 2001 κυκλοφόρησε στις Εκδόσεις "Άγρα" το βιβλίο της "Ψάξαμε ανθρώπους και βρήκαμε σκιές... Το αίνιγμα της τοξικομανίας" το 2006 "Η περίπτωση Ευρυδίκη - Κλινική της τοξικομανίας" - "Ψυχοθεραπεία και τέχνη στην απεξάρτηση - Το "παράδειγμα" του 18 Άνω (2008) και "Το αδύνατο πένθος και η κρύπτη - Ο τοξικομανής και ο θάνατος" (2012).


Αποτέλεσμα εικόνας για Κατερινα ματσα
Κατερίνα Μάτσα 


Δ. Μαλβίνα Κάραλη 

Η Μαλβίνα Κάραλη (πραγματικό όνομα Μαρία-Ελένη Σακκά, 3 Φεβρουαρίου 1954 - 7 Ιουνίου 2002) ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, σεναριογράφος, δημοσιογράφος και παρουσιάστρια στην τηλεόραση. Γεννήθηκε στην Χαλκίδα και καταγόταν από τα Ψαρά και τη Θράκη.
Απόφοιτη του Αρσακείου. Σπούδασε κυβερνητική στο Παρίσι. Εργάστηκε επί χρόνια ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες όπως η Απογευματινή και η Ελευθεροτυπία και ως αρθρογράφος στα περιοδικά Φαντάζιο, Επίκαιρα, Γυναίκα, Κλίκ, 01, με στήλες που άφησαν εποχή όπως το Επ' αυτοφόρω (Γυναίκα) και "Σαββατογεννημένη" (στο περιοδικό Symbol της εφημερίδας Επενδυτής, άρθρα που κυκλοφόρησαν μετά το θάνατό της στην ομώνυμη συλλογή).
Η τηλεοπτική της καριέρα ξεκίνησε στην ΕΡΤ και συνέχισε στους τηλεοπτικούς σταθμούς SevenANT1ΣΚΑΪMega ChannelStar Channel κ.α.
Οι πιο δημοφιλείς εκπομπές της ήταν το Mea Culpa (Seven X), Malvina Live (ΣΚΑΪ), Μalvina Hostess (Mega Channel), Malvina Rixten (Star Channel). Ο χαρακτήρας αυτών των τηλεοπτικών σόου, που συνήθως προβάλλονταν πριν ή μετά το κεντρικό δελτίο ειδήσεων, ήταν επιθεωρησιακός. Η κριτική και η διακωμώδηση της πολιτικής και των προσώπων της, τελικά τη μετέτρεψαν σε χρυσό αουτσάιντερ των τηλεοπτικών καναλιών: όλοι αγαπούσαν τις τηλεθεάσεις της, αλλά κανείς δεν είχε την (πολιτική) πολυτέλεια να την φιλοξενήσει στις συχνότητές του.
Παράλληλα, ως σεναριογράφος, τιμήθηκε με δύο κρατικά βραβεία σεναρίου για τις ταινίες «Ξένια» (1989) του Πατρίς Βιβάνκος και «Κρυστάλλινες Νύχτες» (1992) της Τώνιας Μαρκετάκη. Συνυπέγραψε επίσης τα σενάρια στις ταινίες «Αρχάγγελος του Πάθους» (1987) του Νίκου Βεργίτση και «Ζωή Χαρισάμενη» (1993) του Πατρίς Βιβάνκος.
Έγραψε τα βιβλία «Αθώος σαν αγαπημένος» (εκδ. Καστανιώτη), «Τα κορίτσια της Σαβάνα» (εκδ. Νεφέλη), «Πιο πολύ, πιο πολλοί» (εκδ. Αστάρτη), τη συλλογή δημοσιευμάτων «Ο έρωτας και άλλες πολεμικές τέχνες» από την περίοδο 1989-1996 (εκδ. Κάκτος) και σειρά πέντε βιβλίων μαγειρικής υπό τον γενικό τίτλο «Η κουζίνα της Μαλβίνας-Μαλβινέζικα» (εκδ. Αστάρτη). Επίσης, έγραψε την μυθιστορηματική βιογραφία της Αλίκης Βουγιουκλάκη («Γλυκό κορίτσι»).
Έκανε τρεις γάμους και απέκτησε τρία παιδιά. Ο δεύτερος γάμος της ήταν με τον σκηνογράφο Γιώργο Πάτσα και ο τελευταίος με τον συγγραφέα Διονύση Χαριτόπουλο.
Πέθανε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 2002 ύστερα από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο. Κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.




Σχετική εικόνα
Μαλβίνα Κάραλη



Ε. Θάνος Αλεξανδρής 


O ΘΑΝΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ  γεννήθηκε στην Νέα Αρτάκη, Ευβοίας.  Δημοσιογράφος και στενός συνεργάτης της Μαλβίνας Κάραλη.  Σπούδασε νομικά και στη δραματική σχολή του Κάρολου Κουν.  Δούλεψε με το Γιώργο Μαρίνο στη «Μέδουσα». Το πρώτο του βιβλίο «Αυτή η νύχτα μένει» έγινε ταινία, όπου μαζί με τον σκηνοθέτη Νίκο Παναγιωτόπουλο, υπογράφει και το σενάριο. Στη συνέχεια έγινε και παράσταση σε σκηνοθεσία Κίρκης Καραλή, η οποία προσπαθεί να τον προσδιορίσει ως εξής:


«Το ποιος είναι ο Θάνος Αλεξανδρής μοιάζει αδύνατο να περιοριστεί σε μια ιδιότητα. H Αλεξάνδρα Τσόλκα τον χαρακτήρισε “Έλληνα Κέρουακ των Σκυλάδικων”.

Ήταν το παιδί που διάβαζε νυχθημερόν τα μαθήματά του, που άκουγε μανιωδώς τον “Μεγάλο Ερωτικό”, το παιδί που ποτέ δεν υπήρξε λογικό στη ζωή του, που απέκτησε ψυχολογικό πρόβλημα, αγαπώντας εξίσου τον Χατζιδάκι, τον Δάκη, τον Χριστιανόπουλο, τον Αγγελόπουλο, τον Τέρρη Χρυσό και τη Νταντωνάκη, που σπούδασε στη Νομική Σχολή και στη Δραματική σχολή Καρόλου Κουν, που έζησε την ένδοξη κόλαση της επαρχιώτικης νύχτας, που βούτηξε στο γκλίτερ των σκυλάδικων και στην ποίηση των υπερβατικών στιγμών τους, που φοβήθηκε τις κοσμικότητες και προτίμησε το περιθώριο, που 20 χρόνια πριν έγραψε το “Αυτή η νύχτα μένει”, που υπήρξε κομπέρ και τηλεπερσόνα, που “πολιτογράφησε” το τρας στο λεξιλόγιό μας, που του αποδίδεται η πατρότητα της φράσης “απο φωνή μ***ι και από μ***ι φωνάρα”, που πέρναγε απ’ τον Κάβαφη στον Καφάση και τούμπαλιν, που η αισθητική του -όση χρυσόσκονη κι αν έπεσε- δεν αλλοιώθηκε ποτέ, που αυτά που ήθελε να δει, τα έχει δει.  “Η καθαρότητα των ειδών έχει οδηγήσει σε τεράστιους φασισμούς”, είχε πει η Μαλβίνα. Κι ο Θάνος μάλλον συμφωνεί.»


Σχετική εικόνα


Στ. Τάκης Μόσχος 

Ο Τάκης Μόσχος γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1951. Βρέθηκε να σπουδάζει νομικά στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στη Γερμανία. Γύρισε ύστερα από μία ερωτική απογοήτευση και με όπλο ένα πολύ όμορφο παρουσιαστικό και πολλή τύχη, έγινε ηθοποιός από μοντέλο και έπαιξε τον Αργύρη της πιο γλυκιάς συμμορίας. Βραβεύτηκε γι’ αυτήν του την ερμηνία, όπως και για αυτή του Λαπαθιώτη στο «Μετέωρο και σκιά». Πέθανε στις 29 Απριλίου 2019. 

Αρχείο:Takismoshos.jpg

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου