Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπαϊρακτάρης Κωνσταντίνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπαϊρακτάρης Κωνσταντίνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Απριλίου 2020

COVID-19 // Δύο Ποιήματα

Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης


1. Ιτάλικα Γκροντόνα

Παιδί ήμουν το Εικοσιδυό
παιδί των πέντε χρόνων…

Μόλις πλάτη είχα γυρίσει στη γρίπη του ’18
– γειτόνων στάλμα Ισπανών
και δώρο των παντοίων
στον λήθαργο απάνω του πόλεμου Μέγα
και στης αυγής το χάραμα
για νέου κόσμου άψη –
πάλε…

Παιδί ήμουν το Εικοσιδυό
άκουγα για Σμύρνη και Τουρκιά
καίγαν και σφάζαν σαν θεριά
τους αδελφούς Γρεκάνους
κι οι εδικοί χάζι…
Είχαν και κείνοι βλέψεις…

Παιδί ήμουν το Εικοσιδυό
ανέμελο στου Μπέργκαμο τους κήπους
κρυφτό παίζαμε κυνηγητό του χρόνου
ήταν οι μέρες με το φως
και οι γονιοί μας γίγαντες
εμείς νάνοι, βλαστάρια…

Παιδί ήμουν το Εικοσιδυό
με όνειρα και η ζωή μας πλοίο
βλέπαμε να φτάναμε βαθιά
– τριάντα, σαράντα κι άιντε –
με ειρήνη, γράμματα, παιδιά
προσκύνημα στην εκκλησιά
και οίκους, ροδοκήπους…

Με οίκους, ροδοκήπους…

Μα πάνω κει στους είκοσι
στων νιάτων μας τους ίππους
ένας Μπενίτο κήρυξε κακό
νέο μεγάλο
μαζί με τον τρελό της Γερμανίας
σάλο…

Πάλι πισωγυρίσματα
πάλε θυσίες, γαίμα
πάλε λιμοί και δάκρυα
στρέμμα…

Τι κι αν η ζωή των είκοσι ανθός
φαινότανε στον Άδη μία στήλη
ασφόδελοι σωρός
κι ουδέ γάμοι παιδιών
εγγόνων κανακέματα
δισέγγονου στα γόνατα παιχνίδια…

Κι έφεραν οι καιροί
– με εκατόμβες πόνου κι ερείπια άπαντα –
να σβήσει η νυχτιά
νια να λαλήσει μέρα
ο ήλιος να ’ναι στόχευμα
κι η ζήση κόνου λάξευμα
και των Αγγέλων χάρμα!...

Είπαμε ‘‘Πάν οι συμφορές
τώρα ο λαγός εγίνη αϊτός
η πλάση έχει το υνί
κι γη φλόγας κορμί!...’’

Αλλά…
«Άγνωσται αι βουλαί του Υψίστου…»

Δεκαετίες τέσσερις μετά την ισπανική
‘‘ε! ψιτ…’’, πόδι πατεί και η ασιατική
γρίπη
με γλώσσα αυθάδειας
στον άνθρωπο, την κτίση, τη ζωή…

Οι πολλοί αλώβητοι
κι εγώ μαζί
ορθοί
δουλειά!
Δουλειά!...
Οικογένεια, τέκνα, όνειρα, πίστη
εγγόνια, τούρτα στα εκατό, συν ένα και συν δύο
χαρά και γλέντια των παιδιών
Θεού η μελωδία!...

«Ιτάλικα, να ζήσεις, μαμά Γκροντόνα,
στηλή ελιά, κίων του Παρθενώνα
βράχος ανίκητων καιρών
Μούσα του Κιθαιρώνα!
Σε σκιάζονται οι Κύκλωπες πολέμοι
λυγίζουνε οι ιοί, χαλάζια και ανέμοι
Της ζωής κρατείς ανέμη
βόστρυχου υφάδι χτένι
των γραφών θα είσ’ η παινεμένη!...»

Τη μια γάμου χαρά
γενέθλια, άσματα, ευλογιά
την άλληνε γρόνθος, νυχτιά…

Την άλληνε…

Σε κλίνιν μες σε ΜΕΘ
με τες εσθήτες τες λευκές
ομήγυρις
να μπήγουν μαχαιριές
στον ιό τον πλόκαμο με την κορώνα χάος
για μια Μαγιού σου πορφύραν, παπαρούναν
για μιαν ακτής ξανθήν πλεξούδαν
για εκκλησιές, καλοκαιριές
της φαμελιάς πανηγυριές
του Βαλεντίνο Ρόσσι την όψη, τις γκαζιές
  σε πίστα πάντα πρώτος
και ιατρός πιλότος –
πόθος
του Φρέντι Μέρκιουρι τις μουσικές
αγλάισμα,
 ήλιους με κρίνων πέπλα
κι απέραντες
του βίου αγκαλιές!...

                                   Χαλκίδα, 9 Απριλίου 2020

 Το ίδιο και η Italica Grondona, (Ιτάλικα Γκροντόνα) μια γιαγιά 102 ετών από τη Γένοβα που και αυτή νόσησε, εισήχθη στο νοσοκομείο, πάλεψε και βγήκε νικήτρια. Μάλιστα την ημέρα που και το δεύτερο τεστ βγήκε αρνητικό μετά την ασθένεια της, οι γιατροί της κόλλησαν το παρατσούκλι «αθάνατη». Μια μικρή λεπτομέρεια που είναι όμως ανατριχιαστική. Η γιαγιά των 102 ετών είχε επιζήσει όταν ήταν στην ηλικία του Λεονάρντο, το 1918, και από την Ισπανική γρίπη που σκότωσε τότε 50.000.000 ανθρώπους.  Και τα δυο αυτά πρόσωπα όπως γράφουν τα Ιταλικά ΜΜΕ, είναι οι φάροι της ελπίδας για την Ιταλία η οποία θρηνεί περισσότερους από 11.519 θανάτους και 101.739 επιβεβαιωμένα κρούσματα
Στην βάναυσα χτυπημένη από τον κορωνοϊό Ιταλία –τα νούμερα κρουσμάτων και νεκρών είναι γνωστά, δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε και εδώ – η ελπίδα δεν έχει πεθάνει ακόμη. Άνθρωποι που ξεπέρασαν την ασθένεια μάλιστα, ενθαρρύνουν Ιταλούς και όχι μόνο, να μην το βάλουν κάτω. Συγκίνηση προκαλεί η ιστορία της κυρίας Italica Grondona, η οποία είναι 102 χρονών, νόσησε και κέρδισε την μάχη με τον κορωνοϊό! Η είδηση προφανώς έχει κυκλοφορήσει ευρύτατα στην γειτονική μας χώρα αλλά και παγκοσμίως, αφού μια γυναίκα που βρίσκεται στις ευπαθείς ομάδες του ιού και είναι μάλιστα τόσο προχωρημένης ηλικίας κατάφερε να τον ξεπεράσει. Ωστόσο, η κυρία Italica έχει και ένα ακόμα μεγάλο όνειρο, το οποίο δεν έχει πραγματοποιήσει ακόμα: Θέλει να γνωρίσει από κοντά τον Valentino Rossi! Όπως χαρακτηριστικά λένε οικείοι της άνθρωποι, η κυρία Grondona έχει δυναμικό και ανεξάρτητο χαρακτήρα, παραμένει πάντα χαρούμενη, λατρεύει την μουσική και το χορό, ενώ δύο από τα είδωλα στην ζωή της είναι ο Freddie Mercury και ο Valentino Rossi. [Το ερώτημα για το αγωνιστικό μέλλον του Rossi, είναι ένα ζήτημα διαχρονικό, καθώς ο Γιατρός εδώ και πολλά χρόνια ανακοινώνει κάθε χρονιά πως θα πάρει την απόφασή του μετά τα πρώτα αποτελέσματα της κάθε σεζόν, και κάθε φορά βρίσκεται στις "επάλξεις" παλεύοντας σε κορυφαίο επίπεδο, ενώ διανύει πλέον την τέταρτη δεκαετία της ζωής του. ο Rossi είπε ότι θα ήθελε από την μοτοσυκλέτα του να κερδίσει τουλάχιστον 10km/h τελικής για να ανταγωνίζεται τα Honda και τα Ducati, αν και γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο είναι δύσκολο, ενώ πρόσθεσε ότι οι γονείς του όπως και πολύ ακόμη φίλαθλοι θέλουν να συνεχίσει να αγωνίζεται στα MotoGP, αλλά θα πρέπει να είναι ρεαλιστής. Θα πρέπει, όπως χαρακτηριστικά είπε, να είναι πιο ανταγωνιστικός από πέρσι, διαφορετικά θα είναι καλύτερα να σταματήσει"Ακόμη κι αυτή η απόφαση, θα είναι μια χαρά…"]
Φρέντι Μέρκιουρι (Freddie Mercury, 5 Σεπτεμβρίου 1946 – 24 Νοεμβρίου 1991),[2] γεννημένος ως Φαρόχ Μπουλσάρα (Γκουτζαράτι: ફારોખ બલસારા, λατινική μεταγραφή: Farrokh Bulsara) Ο Μέρκιουρι γεννήθηκε ως Φαρόχ Μπουλσάρα στη Ζανζιβάρη. ήταν Βρετανός τραγουδιστής και μουσικός. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους και πιο χαρισματικούς τραγουδιστές όλων των εποχών[3] και είναι γνωστός για την φανταχτερή του περσόνα στη σκηνή και το τεσσάρων οκτάβων εύρος φωνής του.[4][5][3][6] Έγινε διάσημος ως τραγουδιστής, συνθέτης και πιανίστας του βρετανικού ροκ συγκροτήματος Queen.
Με την Italica επικοινώνησε τηλεφωνικά ο ίδιος ο πρόεδρος της περιοχής της Liguria στην Ιταλία, ο Giovanni Toti, ο οποίος δήλωσε: «Ήθελα να την ακούσω προσωπικά στο τηλέφωνο, γιατί έγινε ένα σύμβολο ελπίδας για όλους μας. Είναι επίσης ένα παράδειγμα του πως αντιμετωπίζουμε όλα τα κρούσματα ανεξαρτήτως ηλικίας, δεν υπάρχουν διακρίσεις. (…) Η ζωή όλων μας είναι πολύτιμη, φυσικά και αυτή των παππούδων μας για τους οποίους παλεύουμε κάθε μέρα. Η ιστορία της έχει κάνει το γύρω του κόσμου».
Εμείς τώρα ελπίζουμε, η κυρία Italica να καταφέρει να γνωρίσει από κοντά και τον Valentino Rossi!
Στην Ιταλία, τον τελευταίο μήνα, η ευχάριστη είδηση είναι είδος προς εξαφάνιση. Αυτές για την αποθεραπεία ανθρώπων που είχαν νοσήσει από Covid-19 «χάνονται» μπροστά στο μακάβριο καθημερινό απολογισμό των θυμάτων. Η Πέμπτη 2 Απριλίου με 4.668 νέα κρούσματα και 760 θανάτους θεωρήθηκε μια… καλή ημέρα.
Ωστόσο το καλό νέο της αποθεραπείας μιας γυναίκας που έχει γεννηθεί το 1917 δεν θα μπορούσε να περάσει στα ψιλά. Οι γιατροί του νοσοκομείου Σαν Μαρτίνο της Γένοβας έμειναν έκπληκτοι με την περίπτωση της 102χρονης Ιτάλικα Γκροντόνα που διαγνώστηκε θετική στον Sars-Cov-2 και στα μέσα Μάρτη νοσηλεύτηκε.
Ο γιατρός Βέρα Σισμπάλντι, που την παρακολούθησε, της έδωσε το προσωνύμιο «Highlander», αδυνατώντας να εξηγήσει πώς ήταν δυνατό να νικήσει τον κορωνοϊό χωρίς καν να αναπτύξει βαριά συμπτώματα. Η υπεραιωνόβια γυναίκα δεν χρειάστηκε να λάβει ισχυρή θεραπευτική αγωγή (και προφανώς να διασωληνωθεί) – ουσιαστικά ανάρρωσε μόνη της και ήδη βρίσκεται στο σπίτι της.
«Η γυναίκα αυτή αντιπροσωπεύει την ελπίδα για όλους τους ηλικιωμένους που έχουν χτυπηθεί από τον κορωνοϊό. Κάναμε πολύ λίγα για να τη βοηθήσουμε, ουσιαστικά θεραπεύτηκε μόνη της. Είχε μόνο κάποια συμπτώματα κρυολογήματος και μια μικρή καρδιακή αρρυθμία», δήλωσε ο Σισμπάλντι, προσθέτοντας ότι το επιστημονικό προσωπικό αποφάσισε να μελετήσει σε βάθος την περίπτωση της.
«Πήραμε ορολογικά δείγματα προς εξέταση, στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τι έκανε τόσο ισχυρό το ανοσοποιητικό σύστημά της. Είναι η πρώτη ασθενής που γνωρίζουμε ότι μπορεί να είχε επιβιώσει από την ισπανική γρίπη από τη στιγμή που γεννήθηκε το 1917».
Η ισπανική γρίπη που εξαπλώθηκε με τη μορφή πανδημίας τη διετία 1918/19 στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 50.000.000 ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Επιδημιών. Οι επιστήμονες εικάζουν ότι αν είχε μολυνθεί τότε η Γκροντόνα, τα αντισώματα που ανέπτυξε για να επιβιώσει ενδέχεται να έχουν θωρακίσει τον οργανισμό της από αναπνευστικές ιώσεις για το υπόλοιπο της ζωής της.

2. Φύλλα πορείας


Σήμερα

Φύλλα πορείας στη ζωή δίνονται
σαν θέλεις να σφιχτείς κι αφήνεις
πέρα τον ιό
– με την κορώνα λίπος
και με το δόντι κύνα –
στους δρόμους
να σαπίσει

Πάντα

Φύλλα πορείας στη ζωή χαράζονται λευκά
Αν αναίτια μες στη φωτιά
δεν μπαίνεις
Αν στην καταιγίδα φυλαχτείς
πέρα από δέντρου ύψη
Αν τ’ αυτοκίνητο μετράς
σαν οδηγείς
τι διάβα θα πορέψει
Αν από βόλι αδέσποτο
ή του εχθρού φαρμάκι
διαβούνε οι καιροί
– αντάμωμα νυκτός
Στυγός μελάνι λύμα
ή του λιμού φαγάκι –
μην έβρεις
και δάκρυου κρίμα

Φύλλα πορείας στη ζωή δίδονται
αφειδώς
– δίχως η αιδώς
να… στάξει θρόαν –                           
αν την άθληση έχεις πρωτείον
και την τροφήν
– όχι ουρανίσκου αγλάισμα
όχι κοιλιάς δουλεία –
αλλά για βρώσεως άνθιση
για βρώσιν προς την ζήσιν

Φύλλα πορείας στη ζωή παρέχονται
και μπρος
αν έχεις τύχη της θεάς
δρεπάνι μην χιμήξει
ή οι εσθήτες σού σταθούν λευκές
σε νοσοκομείου κλίνη
κι απαγκιστρώσει το κακό
το στείλουν σε Καιάδαν

Φύλλα παρέχονται πορείας στη ζωή
αν η κράση σου
σίδερου κρατεί κορμί
και σε μια κρίσιμη καμπή
– μεγάλος ή μικρός στα χρόνια –
λοξά απ’ τον Άδη θα διαβείς
κι άλλα του βίου αλώνια να χαρείς

Σήμερα

Κράσεως σίδερο
και της κορώνης διώκτες
νήπια ατσάλινα παιδιά
ο Λεονάρτο, η Ιασώ
ο Γειάνης, η Υγειάνα, η Σωσώ…
και γέροι εκατόχρονοι
(μ’ ένα σκαλί  πιο άνω
στα χρόνια ένα ή τέσσερα)
– η Γκρόντονα Ιτάλικα
ο κύριος Ρος ο Ιταλός,
η Χι η Δείνα Ολλανδή
η Ζχανγκ Γκουάνγκφεν Κινεζίς,
ο Λέιπσις ο Μπιλ εκ της Αμερικής,
η Άντα Τζανούσο η Ιταλίς –
π’ απάντησαν τη γρίπη του ’18
γλίστρησαν τότε μωρά και τρέξαν ανηφόρες
πολέμους δυο περάσαν μέγιστους
χειμώνες και λοιμούς
λιμώνες και κυκλώνες
και τώρα κλότσησαν
τη δόλι-α κορώνα
ενός ιού τυχάρπαστου
που τρώγει τους λειμώνες

Σήμερα και πάντα

Φύλλα!
φύλλα πορείας στη ζωή
κρατούν σαν Παρθενώνες

                                   Χαλκίδα, 5 Απριλίου 2020


Λεξιλόγιο:
Θρόος: η δια του στόματος λαλιά, θόρυβος, τεθραυσμένη φωνή, θρους, θόρυβος, ψιθύρισμα, σκληρή φωνή (Λεξικό Ησύχιου του Αλεξανδρινού, 5ος αι. μ. Χ., σελ. 325)

Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης


Ποιείν ευ…

Ηδύς της ποιητικής ο σμιλευτός ο λόγος
καρπός και ρέων ανασασμός κρυπτός, μια σιωπή
που ομπρός τραβάει στρατηγός
πετάει εσθήτες προς το φως, στρατιές του οι Δροσουλίτες
αϊτοί χορεύοντες σκοποί νεράιδες εις τα πλάτια

Ηδύς και αμαρτύρητος σε εσοχές ο ποιητικός φωλεύει λόγος
μην τον προγκίσει ο σκοπός ως πνεύμα δίχως πνέμα

Λογάται ευ ονείρατα κλώθει σπαθί κρατεί γραφή και λέει:
‘‘Κρυφοί, ανάκουστοι οι μυκηθμοί
που συ νομίζεις πως γελούν μα αλλέους σκοπούς
πολύγλωσσα σαϊτούνε
Πέτρα αγκώνας σ’ απόρθητο τοιχειό, πυρήνας σε άστρο μαγικό
Μεμβράνες βιος σε κρόμμυο που ξεφτισμό δεν έχουν
Νετρόνια, σχάσεις των φωνών που ηφαίστεια υψώνουν
Πίδακες νέων ιδεών, λιθάρια σφαίρες στρατιωτών για μια τιμή
που τις αυγές σαν θίνες τις σωρεύουν
που τραγουδούν εωθινά τις νύχτες να γυμνώνουν
ήλιους πολλούς να ροβολούν
κι ωκεανούς πελαγινούς με κρίνα να μυρτώνουν.’’

Θηλές ορθές των ποιητών ο ζωηφόρος λόγος, μαστός
Άτι λυσίκομο αψύ σε πέτρα γη που ανιστά και μ’ άνθια την πυργώνει

Για την τιμή των Όλων το ποιείν το ευ κι ο Παρθενών τ’ Ανθρώπου
Πεντελικός των ιδεών πεσσός, φλεγόμενη μια πνευματίδα βάτος

                                       Χαλκίδα, 8 Μαρτίου 2017


Σάββατο 4 Απριλίου 2020

covid - 19


Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης






1) Ντιλέκ delete;

Delete η Ντιλέκ;
Αληθώς;

Λέγουν…

Έσβησ’ η Ντιλέκ
των χρόνων του Χριστού
το έαρ της Ανατολής
η αυγινή σταλίδα;

Λέγουν… Λέγουν…

Delete για την Ντιλέκ
από έναν αόρατο εχθρό
σαράκι του πλανήτη
εκείνον τον ιό
με την κορώνα στέμμα και την απαίσια θωριά;

Λέγουν… Λέγουν…

Εκειός
  εν μόριο σύμπαντος είς κόκκος μηδενός – 
εζήλεψε
τους γαλαξίες, τ’ άστρα
 μίαν Ντιλέκ
– που ’χε Αγκύρας μια γαλή για ανθοδέσμη αγκάλη
και τ’ όνειρο φωτιά από παπαρούνας σχάση –
κι έκανε φιόγκο την πνοή
τους ήλιους της σκοτάδι;

Λέγουν… Λέγουν…

Το θράσος εθρασήνεψε!
Θρασήνευσεν το θράσος!

Λέγουν…
Λέγουν…
Λέγουν…

Η Ντιλέκ; Η Ντιλέκ;
Τα τριάντα τρία ρόδα αρμαθιά
η κορασιά αναπνοή των ασθενών
η αιθήρ της  Αμασίας;

Λέγουν…
Λέγουν…
Λέγουν…

Νέα Κοιμωμένη η Ντιλέκ
  του πόθου η παινεμένη –
σε κλίνη του μαρμάρου;

Λέγουν…
Λέγουν…
Λέγουν…

Η Ντιλέκα η Ταχτάχ
  π’ αδέρφια δεν αδέλφωσε
κι όλα τα ταχταρίσματα είχε – 
τώρα
όλη η γης αδέλφια
ο Έλλην και ο Σουηδός ο Άγγλος Θιβετιανός
ο Μωαμεθάν Ινδός ο Χριστιανός Ολύμπιος
ο ανιμιστής Αφρικανός ο Εβραίος Ευρωπαίος

Για την Ντιλέκ
για τις Ντιλέκ
ο πόνος
είς ιός
– τα σύνορα  διαμιάς θρύμματα, σκόνη –
γεφύρια οι καρδιές
με την αγάπη σκάλες
τον άνθρωπο
τανύζει
στον Ουρανό στυλώνει

[Κορωνοϊός: Η 33χρονη Ντιλέκ κατέληξε, συγκλονίζοντας την Τουρκία -«Επιθέσεις βήχα με αφήνουν άυπνη»
ΚΟΣΜΟΣ26|03|2020  Σοκ στην Τουρκία από το θάνατο 33χρονης
Ντιλέκ: ευχή, επιθυμία, πόθος 

«Πλέον το όνειρο είναι φωτιά, αφήστε με να καώ. Θα ήθελα να βγω στο μπαλκόνι με ξύδι και ασπιρίνη κάθε λεπτό, ζεστό μπάνιο.»

Μια γυναίκα 33 ετών έχασε τη ζωή της στην Τουρκία από κορωνοϊό, ένας ακόμη θάνατος που συγκλονίζει τη γείτονα. Η νεαρή Dilek Tahtalı η οποία εργαζόταν σε ιδιωτικό νοσοκομείο στην Κωνσταντινούπολη, πήγε στις 10 Μαρτίου στο νοσοκομείο με πυρετό και έντονη αδιαθεσία. Η άτυχη Ντιλέκ είχε ρευματική νόσο και έπαιρνε φάρμακα από παιδί. Όπως αναφέρει η hurriyet, η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε μια μέρα πριν χάσει τη ζωή της, πριν λίγες ημέρες. Η το μοναχοπαίδι της οικογένειάς της, είχε κάνει την τελευταία της ανάρτηση στα social media, πριν 18 ημέρες. Έγραψε στις 7 Μαρτίου: «Ρινική συμφόρηση, υπερβολική ρινική έκκριση, πονοκέφαλος, αδυναμία, επιθέσεις βήχα που ξεκινούν στο τέλος της ημέρας και δεν με αφήνουν να κοιμηθώ τη νύχτα…».
Και στις 8 Μαρτίου τουίταρε: «Το όνειρο είναι τώρα φωτιά, αφήστε με να καώ! Θέλω να πηγαίνω στο μπαλκόνι κάθε λίγο με ξύδι και ασπιρίνη, ζεστό ντους, παγωμένος καιρός».
Ο θείος της άτυχης νεαρής Τουρκάλας δήλωσε ότι η ανιψιά του, η οποία είχε ρευματική νόσο και έπαιρνε φάρμακα, εργαζόταν ως υπεύθυνη καταχώρησης στο τμήμα εισαγωγών ιδιωτικού νοσοκομείου και νόσησε στις 10 Μαρτίου. Πηγή: iefimerida.gr   https://www.iefimerida.gr/kosmos/koronoios-i-33hroni-ntilek-katelixe-stin-toyrkia]

2) Θανάτω θάνατον πατήσας

Ντιν νταν Ντιν νταν
ντιν Ντον ντιν Ντον
ντιν Ντον…

«Όχι· όχι, Χριστιανοί, δεν μου πρέπει ο αναπνευστήρ
Ο Κύριος με καλεί
Είμαι εβδομήντα δυο
Ο πλησίον μου νέος
Πενήντα οκτώ, είκοσι δυο, τριάντα τρία…
Ο Χριστός…
του ποιμνίου μου»

«Μα, Πάτερ Ντον Τζιουζέπε
Ο κορωνοϊός κόβει την ανάσα, σφάζει…»

«Ο σταυρός…
από άμβωνος μισός αιών…
τον δίδασκα
Τώρα καιρός· άνοιξις. Μαρτίου δέκα πέντε
της Πασχαλιάς γειτόνεμα
Ο σταυρός…
Επ’ ώμου…
Να απαλύνει…
τον Κύριον
από γης του Μαρτυρίου
ιός Γολγοθάς
για τον…
πλησίον»

«Μα, Πάτερ Ντον…
Χρόνι-α τα πνευμονικά σας…
Ο αναπνευστήρ...
Δώρο
των ενοριτών
να ζήσετε
στην εντατική»

«Ο θάν…
Με του πλησίον η ανάσα γυαλί
στον πνεύμονα
σφαγή…»

«Ο ανα-
πνευστήρ…»

«Ο θάν…
για εμέ
ζωή…»

«Μα, Πάτερ Ντον…»

Ντιν νταν ντιν Ντον
ντιν…

«Θανάτω θάνατον πατήσας…
Ο αναπνευστήρ στον Ντον
πνιγμός
Ο πλησίον ν’ ανασάνει
να ανα-
στηθεί»

«Ντόνα μία Παναΐα!...
Ντον Τζιουζέπε Μπερναντέλι,
ο αναπνευστήρ…»

«Αδερφή, ορίστε
Στον πλησίον
Να σωθεί
Ο Τζιουζέπε
στον… Χριστό»

«Ντόνα μία Παναΐα…
Ντον Τζιουζέπε Μπερναντέλι!...»

Ντιν νταν ντιν Ντον
φιόρα
του Κασνίκο Μπέργκαμο Φιοράνο
τ’ άνθια
‘‘ω, γλυκύ μου, ψάλλετε, έαρ’’ στον ιερέα Ντον
Έφυγε στον Ουρανό
με φτερά του τον Σταυρόν

[Η υπέρτατη θυσία... Ιταλός ιερέας έδωσε τον αναπνευστήρα του σε έναν νεαρό, με τον 72χρονο να χάνει την... μάχη με τον κορωνοϊό [24-03-2020] Η Ιταλία βιώνει την δική της τραγωδία, όπου ο αριθμός των θυμάτων του κορωνοϊού καθημερινά αυξάνεται. Μέσα όμως από αυτή την τραγωδία, υπάρχουν και ιστορίες ανθρώπων που δείχνουν το μεγαλείο της ψυχής. Ειδικά όταν πρόκειται για την υπέρτατη θυσία...
Ο Ντον Τζιουζέπε Μπεραρντέλι ήταν ιερέας στην περιοχή του Κασνίκο στην Ιταλία και βρέθηκε θετικός στον κορωνοϊό. Οι πιστοί της περιοχής αποφάσισαν να τον βοηθήσουν και του αγόρασαν έναν αναπνευστήρα μιας και υπάρχει τρομερό πρόβλημα στην γειτονική χώρα με αρκετές σημαντικές ελλείψεις σε υλικό στα νοσοκομείο. 
Όμως ο 72χρονος ιερέας είχε ένα άλλο σχέδιο στο μυαλό του. Βλέποντας έναν νεαρό, τον οποίο δεν γνώριζε, να υποφέρει από τον κορωνοϊό, αποφάσισε να του δώσει τον αναπνευστήρα, προκειμένου να μπορέσει να ζήσει, την ίδια ώρα που ο ίδιος... έχανε την δική του «μάχη» στο νοσοκομείοΚαι τελικά ο Τζιουζέπε Μπεραρντέλι δεν άντεξε και «έφυγε» σε ηλικία 72 ετών. 
Ο Μπεραρντέλι έκανε αυτή την θυσία στις 15 Μαρτίου και τώρα η είδηση του θανάτου του έχει γίνει viral στο Twitter. Ο Ντον Τζιουζέπε Μπερναντέλι, ένας ιερέας εδώ και 47 χρόνια, υπηρετούσε ως αρχιεπίσκοπος του Κασνίγκο στην μητρόπολη του Μπέργκαμο της Βόρειας Ιταλίας, μία από τις περιοχές που έχει πληγεί περισσότερο από την πανδημία του κορωνοϊού. Ο Μπεραρντέλι έπασχε από χρόνιο αναπνευστικό πρόβλημα, οπότε η ενορία του είχε αγοράσει έναν αναπνευστήρα για να τον βοηθήσει να το αντιμετωπίσει.  Η κοινότητά του μιλά με τα καλύτερα λόγια για τον ιερέα
Η Κλάρα Πόλι, δήμαρχος της πόλης Φιοράνο, όπου ο Ντον Τζιουζέπε ήταν πάστορας, μίλησε για τον χαρακτήρα του Μπεραρντέλι στην ιταλική εφημερίδα FarodiRoma: «Ένας σπουδαίος άνθρωπος… ήταν πάντα χαρούμενος και γεμάτος ενθουσιασμό, έδωσε ειρήνη και χαρά στις κοινότητές μας. Ήταν ένας ιερέας που άκουγε τους πάντες, ήξερε πώς να ακούσει».
Ένας χρήστης του Twitter από το Σικάγο δήλωσε πως ο Μπεραρντέλι υπήρξε πατρική φιγούρα στα ξαδέρφια του στην Ιταλία, όταν ο πατέρας τους πέθανε. «Πόσο μικρός κόσμος. Η οικογένειά μου στην Ιταλία ήταν πολύ δεμένη μαζί του», έγραψε. «Ήταν μια πατρική φιγούρα για τα ξαδέρφια μου όταν έχασαν τον πατέρα τους σε νεαρή ηλικία. Ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος και τώρα η οικογένειά μου τον θρηνεί».
Σχολιάζοντας την ανιδιοτελή πράξη του Μπεραρντέλι, ένας νοσηλευτής στον οίκο ευγηρίας του Κάσνιγκο, δήλωσε στην εφημερίδα: «Είμαι βαθιά συγκλονισμένος από το γεγονός ότι ο αρχιεπίσκοπος του Κασνίγκο, Ντον Τζιουζέπε Μπεραρντέλι – για τον οποίο η κοινοτική ενορία είχε αγοράσει έναν αναπνευστήρα – απαρνήθηκε την συσκευή και την έδωσε σε κάποιον νεότερο από αυτόν». Πηγή: iefimerida.gr  https://www.iefimerida.gr/zoi/koronoios-italia-iereas-anapneystiras-se-neotero]



Χαλκίδα, 28 Μαρτίου 2020 



Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

Ο Χωροφύλαξ του Κ. Μπαϊρακτάρη

Ευβοϊκά Διηγήματα 


ΑΦΟΡΜΗΣΗ: Κάποιος πριν λίγα χρόνια σε γενικές γραμμές μου είχε αφηγηθεί το ακόλουθο περιστατικό: Ένας χωροφύλαξ έρχεται πρωτοδιόριστος σε κάποιο χωριό του Κάβο Ντόρο (όπου γουρούνια, αγελάδες και πρόβατα ήταν εντελώς ελεύθερα και κυκλοφορούσαν στους δρόμους, στα καφενεία, στα σπίτια). Από την πρώτη στιγμή θέλει να βάλει τάξη στα πράγματα, οπότε στέλνει το θυμόσοφο τελάλη/κήρυκα του χωριού να γνωστοποιήσει τη διαταγή του για εγκλεισμό των ζώων στους στάβλους. Δίχως να χάσει καιρό, παίρνει να διαλαλεί: «Άνθρωποι, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ!... πρόβατα, κατσίκες, αγελάδες!... είπε και διέταξε ο χωροφύλαξ Νωματάρχης ΓΟΥΡΟΥΝΙ, να μη… μείνει σε πλατείες, δρόμους, μαγαζιάααα!...»
Ακούσατε!... Ακούσατε!...

Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

Νιφάδες φωτιάς, Κώστας Μπαϊρακτάρης


                                              Νιφάδες φωτιάς

Με Αύγουστο λιοπύρι
και τους ανέμους στο κλαρί ανίκητους δαιμόνους
ο ουρανός εμπλάβισε κι ο ήλιος απωλέσθη
Μια οσμή σαν οβελία της Λαμπρής οι ανθρακιές
τα ουράνια πνίγουν και αίρουν πανηγύρια
οι πνεύμονες ζουλήχτηκαν και μ’ αχ! τι
ανασαίνουν

Μάνα μ’ από τα νέφη σαν ψίχουλα περιδινίζονται ανάλαφρες
και παιχνιδιάρες μυριάδες φωτιάς νιφάδες
δραπέτισσες από τη λαίλαπα
το μήνυμα κομίζουνε του πύρινου χορού
πως το δάσος – κι ας ήταν και παρθένο – κάηκε
τις μέρες της Κοιμήσεως Παρθένου της Μαρίας
και οι ψυχές μαράθηκαν
και τα βουνά σαπίσαν
τα ζώα στάχτης γινήκαν χώμα
το χώμα μία στάχτη δίχως ψυχή, δίχως πνοή κι ανάσα!...

Με Αύγουστο λιοπύρι
νιφάδες της φωτιάς
απ’ της Αγριλίτσας το Καταφύγιο της Άγριας Ζωής
στεφάνι στης Χαλκίδας το κρανίο γκρίζο και ξερό
κρανίου της Δίρφης το καμάρι τόπος
τρεις μέρες καίει και δε σβει
μόν’ τις νιφάδες ψιχία σπέρνει στον ντουνιά
και οι νυφάδες της φλογός σαν καταιγίδας στρόβιλοι
μες σε χαράδρες, βάραθρα, λαγκάδια, περιβόλια
χορεύουν και γελάνε
τα πεύκα και τα έλατα
που υψώνουν στους θεούς
μπράτσα της ικεσίας πύρινα
για έλεος και σώσε

 Με Αύγουστο λιοπύρι
νυφάδες της φωτιάς
τρεις μέρες της ζήσης περονιάζουν το μεδούλι
δίχως στεφάνι της νίκης
στης Δίρφεως να διαβεί
τις ράχες, τα βάραθρα, λαγκάδια!...

Μόνη ελπίς
οι εξ ουρανού βολές κατάσβεσης,
τα πεζοπόρα βόλια
κι ο ύπνος των αέρηδων μες σε Αιόλου άντρα!...

Με Αύγουστο λιοπύρι
οι νιφάδες της φωτιάς
σήμερα πενθούσες να μαυροφορεθούν
στης Μαυροφόρας της Γιορτή
κείνες ελέγη να ’χουν

Με Αύγουστο λιοπύρι
οι νιφάδες της φωτιάς
είθε μες στις ριπές των ιπταμένων να πνιγούν
και νύφες της χαράς χορούς
ν’ ανοίξουνε στα ξέφωτα
που έμειναν
να λέγουν
πως κάτι
από δασών έμεινε τάσι
και η Πανσέληνος μες απ’ Ουρανού μαντήλι
πορτοκαλιού να ανοίγει δείλι!
                                            Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης
                                                Χαλκίδα, 15 Αυγούστου 2019


[Για τη φωτιά, που 3 το πρωί της Τρίτης 13-8-2019 (έναν ακριβώς χρόνο και μία επιπλέον ημέρα από την περυσινή φωτιά στο Κοντοδεσπότι) ξέσπασε στην καρδιά του αισθητικού δάσους της Δίρφης, σε τρεις ώρες έπνιξε τη Χαλκίδα και την Αθήνα, φορτώνοντάς τες κάπνα και του καιόμενου ξύλου την οσμή, αλλά και μυριάδες ίδιες του χιονιού νιφάδες, οι οποίες πυκνές και χορευτές ασταμάτητα την πρώτη του κακού ημέρα έπεφταν.
Πέμπτη 15-8-2019 τα αεροπλάνα και τα ελικόπτερα τη βομβαρδίζουν με επιμονή και προσμονή να πνιγεί από τις ριπές τους η μαινόμενη λαίλαψ, η οποία έπληξε τα χωριά: Μακρυμάλλη, Κοντοδεσπότι, Πλατάνα, Σταυρό.
Οι δυνάμεις πυρόσβεσης (με πολύ συντονισμένες και στοχευμένες ενέργειες) κατάφεραν  η καταστροφική φωτιά να μην μπει στα Ψαχνά και τα Πολιτικά.]


 Î‘ποτέλεσμα εικόνας για μακρυμαλλη ευβοιας

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

Απ' τη Συλλογή Διηγημάτων ‘‘ΤΑ ΚΥΠΡΙΑΚΑ’’


ΙΙ.               Ε  Λ  Λ Α  Ν  Ι  Α // Κ. Μπαϊρακτάρης 

  «Συγγνώμη, κύριος… Κλειδώσατε;»
  Η ώρα ακριβώς επτά του δειλινού κι ο νεωκόρος της Παναγιάς του Βαλανά έχει εξέλθει του ναού και με τη μεγάλη αργυρόχρωμη κλείδα σφαλίζει την παλαιά ξύλινη και βαριά θύρα της Λανίτισσας εκκλησιάς.
  «Κλείσαμε… Κλείσαμε…»
  Η ματιά του λοξή, περιεργαστική προς τα πρόσωπα των επισκεπτών και τα χέρια του μέγγενη πάνω στης κλείδας την κυρτή τη λαβή, που θαρρείς πως από αυτήν κρέμεται και έτσι ως στέκει εκεί – στο απάνω σκαλί της εισόδου με το κορμί του τεντωμένο, λοξό προς το σκαλοπάτι σε σχηματισμό διαμοιράστρας γραμμής γωνίας σαράντα πέντε και κάτι ολοκλήρων μοιρών –  είν’ αετομάχος σωστός και στα ουράνια θα φύγει προτού περάσει λεπτό…
  «Συγγνώμη, κύριος… Είμαστε φίλοι του Αντρέα του Κοντού κι έχουμε πρόθεση να…»
  «Του Αντρέα;»
  «Ναι, του Αντρέα. Ήρθαμε από τη Χαλκίδα και…»
  Το στόμα του χάσκει ανοιχτό σαν και του Αντρέα σε κείνη τη διάσημη μαθητική φωτογραφία των χρόνων του Δημοτικού Σχολειού και του Αγώνα για το διώξιμο των Εγγλέζων κατακτητών από την ελληνική γη της Μεγαλονήσου Κύπρου. Είναι η ΦΩΤΟ που τον δείχνει μαζί με άλλα δωδεκάχρονα Κυπριωτόπουλα να κρατά περήφανα την ελληνική σημαία και να της πέμπει τον «Εις την Ελευθερίαν Ύμνον»…
  Κι ο νεωκόρος μετέωρος τώρα μεταξύ της κλείδας και των νεοφερμένων σε τούτο γραμμένο ‘‘χωρκκό’’ της λεμεσιανής επαρχίας, ψελλίζει πάλι «Του Αντρέα…», κόβει δεξιά το κλειδί, σπρώχνοντας με το λιπόσαρκο χέρι του το φύλλο της βαριάς σκαλιστής ξύλινης θύρας ν’ ακουμπήσει στον πέτρινο τοίχο της εμπατής, καταθέτει στην παρέα των ξένων τη δήλωση πως είναι ο Τάκης, ο αδερφός του Αντρέα, και γοργοσάλευτος πια κατέρχεται των κλιμάκων για ν’ ασπαστεί τον καθένα εξ αυτών.
  Κοντοστέκει, αγκαλιάζει τον πρώτο της παρέας.
  «Από τη Χαλκίδα, ε;»
  «Ναι, καλέ μας Τάκη. Απ’ τη Χαλκίδα. Όνειρο χρόνων…»
  «Όνειρο χρόνων;…»
  «Μα, συντροφιά με τον Αντρέα να περπατήσουμε τους δρόμους της κυπριακής ιστορίας εδώ σ’ αυτούς τους τόπους, ζωντανά, κι όχι μόνο στα χαρτιά και τις εκδηλώσεις, που ως τα σήμερα κάναμε στη Χαλκίδα…»
  «Στους δρόμους της Λάνιας ξεναγητής εγώ… Μα ο Αντρέας…»
  «Ξέρω… Αφ’ ότου με το έμπα του καλοκαιριού χάσατε τη μάνα σας, δεν έχει ανάκαρα να ξαναρθεί στη γενέθλια γη…», προφέρει με λεπτούς συμπόνιας τόνους ο Ευβοέας Κωνσταντίνος, ο φίλος και πνευματικός συμπότης του Αντρέα Κ.
  «Ενώ, ως τώρα, κάθε τρεις και λίγο έτρεχε εδώ, να τη δει. Χαλκίδα – Λευκωσία ήταν γι’ αυτόνε σαν Γερμασόγεια – Λεμεσός…», συμπληρώνει κατηφής ο κύριος Τάκης.
  «Τη λάτρευε τη μάνα του… Ήταν η μεγάλη του έγνοια κι ο φόβος του μην του φύγει απ’ τη ζωή…»
  «Ναι, πάντα τη νοιαζόταν και πιο πολύ από τότε που χάσαμε τον πατέρα…»
   «Ξέρω… Τον παπα-Νικόλα, που τον έφαγε κείνος ο λαθροθήρας  γούμενος στα μέρη της Πάφος, σαν κυνηγούσε τους λαγούς της Τροόδου με σβηστά τα φώτα του δίχως οροφή Land Rover και το ’ριξε στον γκρεμό…»    
  «Πήγε τζάμπα σαράντα έξι χρονών άνθρωπος κι η μάνα μας έμεινε πίσω με τρία αγόρια στην εφηβεία και τη μεγάλη τρέλα… Πώς μας ανάθρεψε και μας έβαλε σε δρόμους καλούς, δίχως άκανθες και βράχους κοφτερούς!...»
  «Ξέρω… Μας τα ’λεγε ο Ανδρέας... Και προπάντων για τον παπα-Νικόλα…                                                                                                            
   Μας μετέφερε στο τραγικό περιστατικό του θανάτου του εκείνη τη μαύρη κι άναστρη θερινή νυχτιά του ’67, το γλιτωμό του ιδίου και των άλλων επιβαινόντων στο τζιπ της Μονής, την ατιμωρησία του ενόχου 
   Μας μιλούσε με μέγα θαυμασμό για την ιεροσύνη του, τον πατριωτισμό του, τη θητεία του πλάι στον Εθνάρχη Μακάριο, την αγάπη του για την Ελλάδα, τη δράση του στον ξεσηκωμό του ’55 – ’59,  το όνειρο της Ενώσεως, τα παιχνίδια των Εγγλέζων κατά της Κύπρου και των Ελλήνων…                                                                                                       
  Και από κοντά, πορευόταν: στην υποδοχή των παλικαριών κατά την επιστροφή τους από την κόλαση των πολυετών βασανιστηρίων από τους Χάρντινγκ στις φυλακές της Λευκωσίας, στα ιερά ‘‘Φυλακισμένα Μνήματα’’, στη χαρά των Ελληνοκύπριων για τον ερχομό μιας νέας εποχής με τη δημιουργία του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους τον Οκτώβρη του ’60, στον πόλεμο του ’74, στην εμπειρία του στο Γενικό Επιτελείο και τον τρόπο γραφής των πολεμικών ανακοινωθέντων, στην καταστροφή, στα Κατεχόμενα, στην προσφυγιά, στην ανασυγκρότηση των ελεύθερων περιοχών, στη βεβήλωση των ιερών στα τουρκοκρατούμενα εδάφη της ελληνικής κυπριακής γης, στους πόνους, στα βάσανα και  τους ασίγαστους γόους των Ελλήνων, στο διακαή πόθο και τη λεπτόκορμη ελπίδα της επανένωσης του κατακρεουργημένου – από τους στρατοκράτορες της Άγκυρας και της Γηραιάς Αλβιόνος – ελληνικού νησιού,  στο αντίκρισμα του διόσπερμου ελλάνιου φωτός με το άνοιγμα των συνόρων το 2003 , στην ομορφιά της Λάνιας και του ναού της, στην οινοποιητική παράδοση του λάνιου τόπου, στην…»
   Όση ώρα ο Κωνσταντίνος απαριθμεί και δακρύζει για ό,τι μηνά, ο νεωκόρος μένει με τα χέρια του δεμένα πίσω, στη μέση, κρατά κατεβασμένη τη λευκόγκριζη κεφαλή του και συγκαταβατικά τη σείει, ενώ οι υπόλοιποι της συντροφιάς στέκονται γύρω τους σε σχήμα ημικυκλίου.
  «Ωραία. Τα υπόλοιπα σε… λίγο», κάνει ο Τάκης Κ. και φράζει το αφηγηματικό μάκρος των λεγομένων, παίρνοντας ν’ ασπαστεί και να γνωριστεί και με τους υπολοίπους της συντροφιάς.
   «Από εδώ η γυναίκα μου, η Αριστέα, φίλη και συναδέρφισσα της νύφης σου, της Ήβης. Ήμαστε για χρόνια στο ίδιο σχολείο…»
   «Χαίρω πολύ», διατείνεται ο ένας, «Χαίρω πολύ», αποκρίνεται κι ο άλλος.
   «Από ’δώ η κόρη μου, η Μαρία, το μωρό της κι ο άντρας της, ο Αντρέας. Είναι από την Ερήμη…»
  «Από την Ερήμη; Και πώς γνωριστήκατε, καλέ Μαρία;»
  «Στη σχολή. Στην ΑΣΟΕΕ…»
  «Και θα μένετε στη Χαλκίδα;»
  «Όχι, εδώ. Στην Ερήμη, κάνει ο Αντρέας.»
  «Πώς και έτσι;»
  «Εργαζόμαστε στην ‘‘Ελληνική’’… Της Λεμεσού…»
  «Τριάντα πέντε χρόνια τη Λεμεσό την έφαγα με το κουτάλι. Δούλευα στο Ταχυδρομείο…»
  «Ξέρω… Με… τον πατέρα μου», κάνει ο Αντρέας.   
  «Μη μου πεις πως είσαι του Γιώργη του Τέμπου γιος;»
  «Ναι…»
  «Και πού είν’ τος;»
  «Είναι τος…», του αποκρίνεται και του τον δείχνει.                                      
   Αλλά και τώρα – αν και από την πρώτη στιγμή τον έχει καλοδεμένο με τη ματιά του – προσποιείται πως δεν τον βλέπει. Παιχνίδια και χωρατά μύρια σκαρφίζεται ο Λανίτης κύριος Κ. και παίρνοντας Καρδιναλίων ύφος μεγατόνων πολλών, αφήνει ελεύθερο να πεταρίσει στους αίθριους και σιγαλινούς της μυρανθούσας Λάνιας ουρανούς ένα μακρόηχο «Μπρε, καλώς τον σερ Τέμπος…». Την ίδια στιγμή γυρνά προς την άλλη μεριά και θέση φυλάτορα λαμβάνει για ’να του ‘‘μπιζ’’ ομαδικό παιχνίδι παιδικό.
  Αντί, όμως, σκαμπίλι από το Γιώργο Τέμπο να δεχτεί, αδερφικό λαμβάνει στ’ άλλο του μάγουλο ένα φιλί μαζί με το: «Γεια σου, Τάκη. Χαίρομαι που μετά από τόσους μήνες σε ξανασυναντώ.»
  Σταυραγκαλιάζονται, χωρατεύουν, αναθυμούνται για λίγο τα παλιά, χαιρετά και τη Μάρω, τη σύζυγο του Γιώργη, κι όλοι μαζί εισέρχονται στο σεπτό της Παναγιάς του Βαλανά οίκο, προσκυνούν τη γλυκιά μορφή της εικόνας, ανάβουν κερί, στέκονται με σέβας και η ματιά τους περιφέρεται στον επιμελημένο διάκοσμο του ναού.
  Η οσμή του λιβανιού, οι αχνοί ατμοί της ψαλμουδιάς, που ακόμη αβροβατούν στην ατμοσφαίρα του παλαιού λανίτικου ναού, το εσπερινό γλυκόφως, τα παλαιικά ξυλόγλυπτα έπιπλα, το τρεμάμενο λιγνό φως των καντηλιών, η υποβλητική αγιογραφία, η ευταξία του χριστιανικού εκκλησιαστικού χώρου, η παλαιά βυζαντινή εικόνα της Παναγιάς που ένας τη βρήκε βοσκός στη λανίτικη θέση Βαλανάς, οι οπτασίες της Αρχόντισσας του ναού, του αείμνηστου παπα-Νικόλα και των άλλων σεβάσμιων λειτουργών εγείρουν γαλήνην ψυχής και πνεύματος αιθρίαν.
  «Κύριε Τάκη, βαριά η πατρική κληρονομιά, βαριά…», κάνει ο Κωνσταντίνος, σπάζοντας για λίγο την εσπερινή μυσταγωγία του ιερού τόπου.
  «Βαριά… Ναι, βαριά… Ο πατέρας παπάς, ο παππούς παπάς…»
  «Κι εσείς νεωκόρος…»
  «Ναι… Και νεωκόρος και ψάλτης και επίτροπος του ναού και…»
  «Και…;», παρεμβαίνει με απορία ο Κωνσταντίνος.
  «Κλειδοκράτορας... Κλειδοκράτορας  του ναού και των ξωκλησιών, του Ελαιομουσείου με τα παλαιά μηχανήματα του ελαιοτριβείου στο φυσικό του χώρο, του παραδοσιακού ληνού με τις εγκαταστάσεις παραγωγής κουμανταρίας και ζιβανίας, του κοινοτικού καταστήματος και…»
  «Και…;» 
  «Ξεναγητής των επισκεπτών στα ωραία του χωρκκού…»
  «Λοιπόν, κύριε ξεναγητά μας, γιατί την εκκλησία σας τη λέγουν του Βαλανά;»
  «Άκουσε, Κωνσταντίνε, ο τόπος μας είχε δρύες πολλές, βελανιδιές, και βγάζαν βιος βελανίδια, τα βελάνια, όπως ο λαός τα αποκαλεί!...                    
   Είχαμε δυο θεόρατες στην πλατεία βελανιδιές. Μάλιστα, στον ίσκιο αυτής – που χάθηκε πριν λίγα χρόνια – κατά το Μεσαίωνα είχε σταθεί κι ο βασιλιάς Ερρίκος των Φράγκων. Αυτός, να δείτε, είχε έρθει στη Λάνια για να λάβει γερά κλήματα και ν’ ανασυστήσει τους αμπελώνες της Καμπανίας, που από σηψιρριζία ολοκληρωτική είχαν υποστεί καταστροφή…»
  «Άρα, βελανιδιά, βελάνια, Λάνια… Και η τοποθεσία Βαλανάς από το βελανίδι, βελάνι και – επί το λαϊκότερον – βαλάνι. Βαλάνι, λοιπόν, και εξ αυτού ‘‘Βαλανάς’’.»
  «Γλωσσολόγε μου εσύ!...»
  «Καλά, κύριε Τάκη, μερικές σκέψεις – μετά τα όσα προ χρόνων ο Αντρέας μου είχε γνωρίσει – κατέθεσα…»
  «Ε, φιλόλογος είναι ο Αντρέας… Τα ψάχνει…»
  «Βεβαίως. Και προπαντός τα ιστορικά ζητήματα.»
 «Έχει πάθος.»
 «Το κατέχω από… πρώτο χέρι.»  
 «Σου ’χε μιλήσει και για το ‘‘Λάνο’’;»
 «Τον Αετομάχο, θέλεις να πεις, κύριε Τάκη;»
 «Βεβαίως.»
 «Το μικρόσωμο εντομοφάγο αποδημητικό πτηνό, που το αρσενικό του είδους ο λαός μας αποκαλεί ‘‘Λάνο’’ και το θηλυκό του ‘‘Λάνια’’. Οπότε και αυτό το όνομα ανήκει σε μια από τις εκδοχές ονομασίας του χωριού...»
  «Βεβαίως.»
  «Όπως και η περίπτωση με τη Λάνα, την τρισχαρωπή ομορφοκόρη του θεού του οίνου και του κεφιού Διονύσου.»                                                    
   «Άλλωστε, στα φημισμένα Κρασοχώρια της Λεμεσού ευρισκόμεθα…»
   «Όντως. Και ο Διόνυσος την τιμητική του είχε σε τούτους τους τόπους με τα πλούσια σε ασβέστιο εδάφη, τα κατάλληλα για την αμπελουργία και την παραγωγή εκλεκτών οινοποιημάτων… Άρα, και την κόρη του θεού οι πρόγονοί σας, κύριε Τάκη, θα τη λάτρεψαν και ξεχωριστά θα την τίμησαν μαζί με τον αμπελοπροστάτη πατέρα της, οπότε μπορεί και για χάρη της τον παλαιό οικισμό αυτού του τόπου ‘‘Λάνα’’ ή ‘‘Λάνια’’ θα τον αποκαλούσαν…»
  «Ίσως, Κωνσταντίνε… Ίσως…»
  «Αλλά να δεις που σκέφτηκα και άλλη μια εκδοχή…»
  «Άλλη;», κάνει εκστατικός ο κύριος Τάκης.
  «Ναι, άλλη. Ο νους μου τραβά και στον Ελλάνιο Δία…»
  «Ελλάνιος;»
  «Ναι, Ελλάνιος, που σημαίνει ‘‘λαμπρός’’, ‘‘φωτεινός’’. Κι ο τόπος σας την Ανατολή θωρεί κι ως το δείλι, καλή μας ώρα, ηλιόχαρος κι ολόλαμπρος στέκει ανάμεσα στους αμπελώνες και τους δρυμούς των υπωρειών του Τροόδους όρους.»
  «Ίσως…», κάνει ο κύριος Τάκης και μια γκριμάτσα αμφιβολίας γραπώνεται από το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο, ενώ συνάμα στρέφεται στην παρέα, που ως τώρα στέκει εκστατική και φαινομενικά φιλομαθής, ζητώντας της να λάβει θέση, ν’ αποφανθεί.
  «Τι λέτε, ρε πατριώτες;»
  «Εμείς τι να πούμε», αποκρίνεται ο Αντρέας.                                                     
  «Τι να ειπούμε», κάνει κι ο Ερημίτης πατέρας του Γιώργος. Τι να πούμε, ρε Τάκη. Εσείς τα ψάχνετε κι εμείς τ’ αφουγκραζόμαστε…»
  «Καλά, βρε πατριώτες. Λοιπόν, σβήνουμε τα κεριά που ανάψατε, κλειδώνω τη θύρα και τραβάμε στον καφενέ για ένα ροφηματάκι…»
   «Καλοσύνη σας, κύριε Τάκη, κάνει η Μάρω Τέμπου.»
   «Χαρά μου,  καλέ Μάρω. Χαρά μου…» Και αφού στρέφεται προς τον Κωνσταντίνο, συμπληρώνει με νόημα: «Όχι, μόνο Ελλάνιος, μα και Ξένιος ο Δίας. Ξένιος… Της φιλοξενίας σκέπη αλλά και… της ανθρωπιάς!...»
  «Βεβαίως… Κι όσο για το Ελλάνιος, άμα λιγάκι πελεκίσουμε τούτο το προσωνύμι του Διός, δένει κάπως και με τα ονομαστήρια της Λάνιας, η οποία – έχω την αίσθηση – πως αξίζει να χαρακτηρίζεται: ‘‘Κώμη Ελλανία’’.»
  «Ας είναι… Με τον ομογάλακτό μου αδερφό, τον Αντρέα, θα τα βρείτε αυτά… »
  Ενώ η συντροφιά έχει διαβεί το κατώφλι της ξύλινης θύρας, ο κύριος Τάκης τραβά πίσω από το παγκάρι, παίρνει ένα εικονισματάκι με τη μορφή της Βαλανίτισσας Παναγιάς και το προσφέρει στον Κωνσταντίνο.
  «Από καρδιάς… Για να θυμάσαι την έλευσή σου στο χωρκκό μας…»
  «Ευχαριστώ πολύ… Ευχαριστώ… Δώρο πολύτιμο, ακριβό…»
  Δυο βήματα πέρα από τις οξυκόρυφες πύλες του καθολικού ναού της Λάνιας καρτερεί τους επισκέπτες η φιλόξενη στέγη του ‘‘Καφέ Λάνια’’, όπου η συντροφιά με τον Τάκη Κ. στην κεφαλή του τραπεζιού και της κουβενταρίας, μελετά τα αλλοτινά και τα τρεχούμενα γεγονότα του τόπου, μα και της οικογένειας Κ.
   Ανασκαλίζουν θύμισες και αναφορές από: τις στιγμές του γάμου του ανιψιού του Νίκου στη Χαλκίδα, την εργασία του στην ταχυδρομική υπηρεσία Κύπρου, τα γεγονότα του ’55 – ’59, την επιστροφή των παλικαριών από την εξορία και τις φυλακές, την ανακήρυξη του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους, το πραξικόπημα του ’74 και την εισβολή, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, την προσφυγιά και τους αγνοούμενους, την ανοικοδόμηση και το πάθος για την πρόοδο των Κυπρίων, τον παπα-Νικόλα και την παπαδιά, την εντολή του Αντρέα προς τον Κωνσταντίνο για επίσκεψη στο Κοιμητήριο της Λάνιας, την Ανεφανή κατά τις ξεχωριστές στιγμές του τόπου, τα πάμπολλα θαύματα της Ελεούσας Χρυσολανίτισσας Παναγιάς με πιο ξεχωριστό αυτό του καθηλωμένου στο αναπηρικό καροτσάκι ενδεκάχρονου Πέτρου…
   «Αλήθεια, κάνει η Μαρία απευθυνόμενη προς τον κύριο Τάκη, και πώς συνέβη αυτό το θαυμαστό περιστατικό;»
  «Άκουσε να δεις, κόρη μου, το παιδί έπασχε από βαρύτατη ασθένεια και οι γιατροί στην Ελλάδα και τη Γερμανία δεν του έδιναν καμία τύχη ζωής. Σαν μία δασκάλα του χάρισε το βιβλίο με τα θαύματα της Παναγιάς του Βαλανά, οι γονείς του το έφεραν στην Κύπρο, έμειναν ένα ολόκληρο βράδυ γονατιστοί μες στο ναό προσκυνώντας και παρακαλώντας τη Θεοτόκο να κάνει το θαύμα της. Το παιδί, που όλη τη νύχτα παρέμενε κοντά τους, το πρωί σηκώθηκε από το αναπηρικό καροτσάκι και  μετά από πολύ χρόνο ξαναπερπάτησε…»
   «Αξιοθαύμαστο!... Θαύ – μα…», συμπληρώνει η Μαρία, που δείχνει εντυπωσιασμένη από το περιστατικό.  
  «Η πίστις σου σέσωκέ σε…», συμπληρώνει ο Κωνσταντίνος.
  «Η πίστη κάνει θαύματα!...», συγκατατίθεται και η Αριστέα αναφορικά με το ζήτημα των θαυμαστών ωθήσεων της πίστης στην υπέρβαση ανυπέρβλητων εμποδίων και την κατάκτηση πραγμάτων φαινομενικά ανέγγιχτων, άπιαστων...  
  «Ναι, έτσι είναι..., συναινεί και ο κύριος Τάκης. Εμείς, που υπηρετούμε το ναό, πολλά θωρούμε και νυχθημερόν ευχαριστίες ανυμνούμε προς την Παναγιά και το θείο…»
   «Καλά…», μουρμουρά ο Αντρέας, που έχει στρέψει την κεφαλή του προς τον κατηφορικό δρομίσκο με τις βουκαμβίλιες και τις νυχτολουλουδιές, που του δρόμου τα πλάγια έχουν καταλάβει, τα έχουν  πολύχρωμα και μοσχοβολιστά ομορφοντύσει και για το καλωσόρισμα των περαστικών τ’  άνθινά τους απλώνουν χέρια.
   «Τι καλά, μπρε;», του κάνει ο άνθρωπος του ναού, που πιασμένο διατηρεί το γειτονικό ξύλινο κάθισμα.
  «Να, λέω, δεν πάμε να περπατήσουμε λιγάκι στα στενά του χωριού σας, να το γνωρίσουμε λιγάκι…»
  «Να πάμε… Να πάμε…», κάνει με ξέχειλη προθυμίας και καλοσύνης την καρδιά του ο κύριος Τάκης, οποίος στο έπακρο θέλει να ευχαριστήσει τους επισκέπτες.
  Στη στιγμή σηκώνονται όλοι μαζί και περπατούν στα χνάρια της σκολιάς πορείας του ξεναγητή μέσα από τις στενωπούς και τις πλάτρες της κομψευόμενης αμπελόκομμης Λάνειας κώμης, που κρατά και κοσμεί χαράς και ομορφιάς το μεσοστράτι της οδού Λεμεσού – Τροόδους.                                                                             
   Η πάστρα και η κομψότης των καλοβαλμένων πετρόχτιστων σπιτιών με τις λουλουδόπλοές τους αυλές, τα γραμμένα και με χάρη ανοιχτά θυροπαραθυρόφυλλά τους, οι καλωσορίστρες – των επισκεπτών και των γειτόνων – τρισχαρωπές ξύλινες αυλόθυρές τους, οι ηλιόψυχοι Λανίτες κάτοικοι, που στ’ αντίκρισμα του περαστικού ένα «Κοπιάστε» για κεραστικό αντάμωμα πέμπουν…
  Βήμα το βήμα του διαβάτη το στέρνο ομορφιά εισροφά και η μαγεία από τα εντός του ξεχειλά!...                                                                             
  Εδώ βρίσκεις τα παλαιά πηγάδια και τις βρύσες του χωρκκού, εκεί το ληνό και το λιοτρίβι με τον παμπάλαιο μηχανολογικό του εξοπλισμό, με τις τεράστιες μυλόπετρές του, τη μέγγενη για το στύψιμο της – συνθλιμμένης και απλωμένης επάνω στα υφασμάτινα τσαντίλια – ελαιόμαζας, το παλιό πέτρινο γεφύρι, την πλατεία της Λάνιας με την πανύψηλη βελανιδιά, την κάτω γειτονιά της με την ταβέρνα των κυπριακών γεύσεων, τις τεράστιες παλαιές φωτογραφίες που ακουμπούν σε τοίχους των τρίστρατων και αναδεικνύονται εξαίσιοι, σιωπηλοί ξεναγητές των επισκεπτών για πρόσωπα και πράγματα αλλοτινών εποχών…
   «Σ’ αυτή τη φωτογραφία, ενημερώνει ο κύριος Τάκης τους επισκέπτες, είναι το σχολείο μας κατά τους χρόνους του Μεσοπολέμου, στη διπλανή φιγουράρει η ποδοσφαιρική ομάδα της Λάνιας της ίδιας ακριβώς εποχής, στην άλλη βρίσκεται ο παπα-Μάρκος, ο παππούς μου, πιο πέρα ο πατέρας μου ο παπα-Νικόλας με συντοπίτες μας, σ’ αυτήν που συναντήσαμε προ ολίγου παρατηρούμε τους Λανίτες να σκέπονται από τα κλαδιά της τεράστιας βελανιδιάς και, βεβαίως, να χαίρονται την αποπεράτωση της κατασκευής ενός πέτρινου γεφυριού. Ετούτη είναι η παλαιότερη απ’ όσες διαθέτουμε και έχει τραβηχτεί δυο χρόνια πριν τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες!... Του αντίχρονου συμπληρώνει εκατόν είκοσι έτη ζωής!…»
  «Λαμπρά», λέει ο Κωνσταντίνος.
  «Θεσπέσια η όψη του χωριού σας», διατείνεται η Αριστέα.
  «Δίκιο είχε ο κύριος Αντρέας, συμπληρώνει η Μαρία. Πάντα με θαυμασμό και λατρεία για το χωριό του μιλούσε και πολύ το ήθελε να το επισκεφτούμε.»
  «Και το ’φερε ο Θεός να γίνει…», λέει η Μάρω Τέμπου.
  «Ήρθα κι εγώ να δω το φίλο μου», κάνει ο Γιώργος Τέμπος και αγκαλιάζει τον οικοδεσπότη του χώρου κύριο Τάκη, που πιστά Θερμοπύλες φυλά στις νότιες, πλέον, της ελληνοσύνης’’ εσχατιές, την Κύπρο ‘‘την αέρινη’’, τη θαλασσο-φιλούσα.
   Την ίδια στιγμή το μωρό σκορπά στο χωριό τις δικές του μελωδίες και – επικροτώντας τη χαρά των μεγάλων για την ομορφιά του τοπίου –  πέμπει στ’ άνθη, τους οίκους και τους Λανίτες κάτοικους του τόπου τα απανωτά και ρυθμικά του παλαμάκια.
  «Κύριε Τάκη, έχω την οδηγία από τον Αντρέα να βρεθώ και σε δυο άλλα της Λάνιας μέρη: το Κοιμητήριο και την Ανεφανή.»
  «Έγινε, Κωνσταντίνε. Δίπλα στο ‘‘Ελαιομουσείο’’ βρίσκεται το φτωχικό μου και πέρα… πέρα μακριά ο τόπος των ‘‘κεκοιμημένων αδελφών μας’’, των παππούδων μας, του πατέρα, της μάνας μου, της μεγάλης οικογένειας των Λανιτών, των λατρεμένων συντοπιτών μας… Θα πάμε με αυτοκίνητο… Είναι τόοοσο μακριά», λέει και δείχνει το μέγεθος της αποστάσεως.
  Αφήνοντας το φτωχικό του, δυο βήματα από εκεί, στην καμπή του δρομίσκου στέκεται, ματαδείχνει και υποδεικνύει: «Να, εκεί είναι.»
  «Καλά, ρε Τάκη, του λέει ο Γιώργος Τ., μας δουλεύκεις; Ούτε εκατό μέτρα δεν είναι…»
   «Ε… Σας είπα… Είναι…»
   Σιωπηλοί και αργοβάδιστοι οι πέντε μεγαλύτεροι της παρέας πορεύονται προς τον κοιμητήριο τόπο, ενώ οι νιόπαντροι με το μωρό στέκουν στην ποταμιά και περιμένουν. Σε δυο λεπτά φθάνουν στον περίβολο του Κοιμητηρίου, σπρώχνουν τη μαύρη, μεταλλική θύρα και οδηγούνται στο μνήμα, όπου ευλαβικά αποτείνουν τα δέοντα προς τους μακαριστούς αδελφούς αυτών.
  Πισωγυρίζοντας, περνούν από τη ρεματιά, γίνονται πάλι ένα με τη νεαρή οικογένεια και όλοι μαζί φεύγουν για την Ανεφανή, στην είσοδο του οικισμού. Ο κύριος Τάκης πιάνει ένα βράχο, ατενίζει το βάθος του ορίζοντα κατά την Ανατολή και τη Λεμεσό και δίκην αρχαίου ρήτορος παίρνει κι ευφωνεί:
  «Εδώ, σε τούτη τη μεριά, έλαυνον οι Λανίτες για να ιδούν αν φανούν και να προϋπαντήσουν τους ξενιτεμένους, να υποδεχτούν τις ταχυδρομικές αποστολές ή το κάρο παλιά και κατόπιν το φορτηγό μεταφοράς ειδών καθημερινής χρήσης για το ‘‘Συνεργατικό Παντοπωλείο’’. Εδώ και την επιστροφή των παλικαριών από τους μεγάλους αγώνες της φυλής.                                                                     
  Έτσι, έλαυνον και τη λαμπρή Κυριακή της 22ας Φεβρουαρίου 1959. Τότε, σύσσωμο το χωρκκό – με τις καλές του φορεσιές, με τα εκκλησιαστικά εξαπτέρυγα, με κλάματα και ύμνους, με τραγούδια και ζητωκραυγές, με μύρτα, άνθη και σείουσες γαλανόλευκες σημαίες – έσπευδε να υποδεχτεί τους Λανίτες ήρωες, που μετά τα απάνθρωπα βασανιστήρια και τη μακρόχρονη φυλάκιση από τους Εγγλέζους σφαγείς του λαού μας, κατέφθαναν επί φορτηγού δαφνόστεφοι και ελεύθεροι, υψίκορμοι Έλληνες Λεωνιδείς.                                                                                        
  Οι συντοπίτες μας το γόνυ τους πλέον έκλειναν μπρος στους αγέρωχους Προμηθείς, που διέσχιζαν τον ελλένιο του τόπου μας ουρανό, κι ο αγωνιστής Λανίτης παπα-Νικόλας Κ. με φλογερά τους καλωσόριζε λόγια. Έπειτα, έσπευσαν στη Λανίτισσα Παναγιά. Η ατμόσφαιρα μυσταγωγική, πασχαλινή, αναστάσιμη. Οι καμπάνες – της σημαιοστολισμένης στα γαλανόλευκα τρίκλιτης βασιλικής εκκλησιάς μας – πάλλονταν χαρμόσυνα. Ο παπα-Νικόλας πανηγυρική ετέλεσεν δοξολογία, εξύμνησες τον ηρωισμό των παλικαριών και εκθείασε τη σύναψη της συνθήκης της 11ης Φεβρουαρίου 1959, την οποία έκρινε ως ορατή πορεία ενώσεως της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα.»
  Όση ώρα μιλούσε ο Λανίτης διερμηνευτής της ιστορικής πορείας του τόπου του, ο Κωνσταντίνος έβλεπε στο πρόσωπό του τον πολιτογραφημένο Ευβοέα αδερφό του Ανδρέα, θυμούνταν τα όσα περί Κύπρου έκαναν ή οραματίστηκαν και συγκαιρινά δακρύβρεχε τα λευκοχώματα της Λανίτισσας Ανεφανής.                                                             
   Η υπόλοιπη συντροφιά στεκόταν σκεφτική και αμίλητη, μα έδειχνε και την κόπωσή της για όσα τώρα εβίωνε στην εμπατή του ευλογημένου ελλάνιου τόπου. Η υπομονή της στέρευε, γιατί έβλεπε πως το φως έγερνε και το μωρό ζητούσε τη γωνιά του, την κλίνη του.                                    
   Καιρός ήταν να ευχαριστήσουν τον ξεναγητή τους κύριο Τάκη και – με τα μύρα της λανίτικης ομορφιάς καλά φυλαγμένα στο ερμάρι των ψυχών τους – να κατέλθουν προς της Ερήμης τις ανεμόεσσες γειτονιές.

                                      Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης
                               Ερήμη Λεμεσού, 13 έως 16 Αυγούστου 2012
   (Η επίσκεψη στη Λάνια πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 11 Αυγούστου 2012, ώρα 7 του δειλινού.)

  
   ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΑ  ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ: «ΕΛΛΑΝΙΑ»
  Λάνα , κόρη του Διονύσου, άνθη, φωτογραφίες υπερμεγέθεις (ο παπα-Νικόλας ανάμεσα σε συντοπίτες του, ο παπα-Μάρκος, ο δάσκαλος Χριστοδούλου με τους μαθητές του, ΦΩΤΟ του 1894 κάτω από την τεράστια βελανιδιά της πλατείας με αφορμή την αποπεράτωση παρακείμενης γέφυρας, η ποδοσφαιρική ομάδα της Λάνιας στα 1934),  το καφενείο του χωριού, ελανία/ελαυνία οδός/Ανεφανή/ελαυνία τοποθεσία
Το όνειρο του Αντρέα για κοινή περιήγηση στα κυπριακά ιστορικά διαπορεύματα… έλαυναν/ελαύνων/ελαύνον
 (τα) Βελάνια\Λάνια, τοποθεσία Βαλανάς. Εξ ου και Παναγία Βαλανά. Το, πτηνό αετομάχος, (μικρόσωμο, εντομοφάγο, μεταναστευτικό πουλί, το Lanius Collurio), αλλιώς ονομάζεται λάνος και το θηλυκό λάνια. Βαλανείο…
 Αναφορές στον αετομάχο (μικρόσωμο, εντομοφάγο, μεταναστευτικό πουλί Lanius Collurio, σε συνάρτηση με τη Λάνια, το Τρόοδος και τον Αγώνα 
Eλλάνιος (Ζευς) = λαμπρός, φωτεινός      ιερό του στην Αίγινα
Κρασοχώρια της Λεμεσού
Κουμανταρία, ζιβανία (απόσταγμα με ομοιότητα προς τη ρακή)