Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πεππές Ι. Βασίλειος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πεππές Ι. Βασίλειος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

Σαν παραμύθι

Σαν παραμύθι, Β. Πεππές 

«-Πιστεύεις στον Άγιο Βασίλη;», ρώτησε η αλεπού τον Πέτρο στη μέση της κουβέντας τους.
Εκείνος έδειξε να αιφνιδιάζεται.
Δεν περίμενε ποτέ ν’ ακούσει κάτι τέτοιο από τα χείλη της αν και κανονικά τίποτα δε θα έπρεπε να τον εκπλήσσει πια, ειδικά από την πανούργα Μίκα.
Τι στο καλό.
Κόντευε σχεδόν σαρανταπέντε χρονών και είχε δει μέχρι στιγμής αρκετές μπερδεμένες καταστάσεις στη ζωή του.
Η ώρα ήταν περασμένη, σχεδόν έντεκα και μισή το βράδυ.
Έπειτα από μια γεμάτη μέρα φορτωμένη με δουλειά, έγνοιες και μπόλικο τροχάδι αισθανόταν τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν σιγά-σιγά. Ένα ποτήρι ουίσκι με πάγο ίσως να έβαζε τα πράγματα στη θέση τους, αλλά αποτελούσε μάλλον ευσεβή πόθο για την ώρα.
Εξ’ άλλου βιαζόταν να επιστρέψει στο σπίτι κι έξω έκανε παγωνιά. Δεκέμβρης γαρ.
«-Παιδιάστικα πράματα!», κάγχασε.
«-Αν υπάρχει Άγιος Βασίλης, ζει κι αναπνέει μόνο μέσα από τα παιδικά όνειρα.
- Δε θυμάμαι καν την τελευταία φορά που του έστειλα γράμμα.
- Βλέπεις έμαθα να μην πιστεύω πια στα παραμύθια…», συνέχισε.
«-Αλήθεια τώρα;»
Η Μίκα ανασήκωσε ελαφρά το δεξί φρύδι ρίχνοντας προς το μέρος του μια επίμονη ματιά και πήρε ένα ελαφρά παιχνιδιάρικο ύφος.
«-Πάντα όμως θα υπάρχουν άνθρωποι που θα μπορούνε να μας κάνουν να πιστέψουμε σ’ αυτόν.
-Μην το ξεχνάς αυτό!»
«-Μπορεί και να ‘ναι έτσι.
- Τα μάτια του παιδιού μου είναι παραπάνω από αρκετά για την ώρα».
Ο Πέτρος ξερόβηξε αμήχανα χαζεύοντας την οθόνη του κινητού. Μέρες που είναι ο νους των μεγάλων βρίσκεται κοντά στην αδημονούσα πιτσιρικαρία και το γιορτινό τραπέζι. Αυτό είναι βέβαιο.
«-Θέλεις να γίνεις κομμάτι αυτής της εικόνας;»
«-Δεν ξέρω.
–Υποθέτω πως ναι.
-Νομίζω θα ‘θελα να γινόμουν ξανά παιδί, έστω για λίγο.»
«-Μια μικρή απόδραση από την πραγματικότητα επιβάλλεται, δε νομίζεις;» επέμεινε η Μίκα.
Η φωνή του άρχισε να μαλακώνει κάπως καθώς ένα ντροπαλό χαμόγελο εμφανίστηκε στις γωνίες των χειλιών του.
Ανασήκωσε το δεξί χέρι ρίχνοντας μια τελευταία βιαστική ματιά στο ρολόι.
«-Πρέπει να φύγω, έχω αργήσει.»
Έσβησε με νευρικές κινήσεις το τσιγάρο στο γυάλινο τασάκι κι άρχισε να ετοιμάζεται, φορώντας το κασκόλ και το μαύρο δερμάτινο τζάκετ.
Η ψιλόλιγνη σιλουέτα και το ανήμερο βλέμμα του Πέτρου θύμισαν στη Μίκα κάτι από τον Κοβάλσκι, τον πρωταγωνιστή του Τενεσί Ουίλλιαμς στο «Λεωφορείο ο Πόθος». Ίσως το αξύριστο πρόσωπο, η υφέρπουσα μελαγχολία και το μικρό αγόρι που έκρυβε κάτω από τα αντρίκεια του χαρακτηριστικά να ξύπνησαν μνήμες μέσα της.
Τα ταλαιπωρημένα από το ξενύχτι μάτια έμοιαζαν να είναι στραμμένα προς τα μέσα, σάμπως ο ίδιος ήθελε να ρίξει μια διερευνητική ματιά στης ψυχής του τα τρίσβαθα.
Γαλήνιος όσο κι ένα παγιδευμένο αγρίμι στο σκοτάδι της νύχτας.
Σηκώθηκε, έκανε δυο βήματα πιο κοντά και με μια αποφασιστική κίνηση της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο αγγίζοντας ελαφρά τον ώμο.
Η Μίκα κοκκίνισε αλλά παρέμεινε στη θέση της.
«-Καληνύχτα!»
«-Καλό βράδυ!»
Έκλεισε πίσω του την πόρτα με θόρυβο αφήνοντας την αλεπού καθισμένη στο μικρό σκοτεινό δωμάτιο ενώ η γλυκιά μελωδία του starry, starry night ξεχυνόταν απαλά από τα ηχεία του ραδιοφώνου.
Καθώς διέσχιζε το μικρό σκοτεινό δρομάκι στην έξοδο τα λόγια της επαναλαμβάνονταν στη σκέψη του:
«-Πάντα όμως θα υπάρχουν άνθρωποι που θα μπορούνε να μας κάνουν να πιστέψουμε. Μην το ξεχνάς…»

Β.Π. Δεκέμβριος 2018
(Απόσπασμα από το Ημερολόγιο ενός Late Bloomer)
(Για εκείνους που αγαπώ και με εμπνέουν.)


Αποτέλεσμα εικόνας για λεωφορειο ο ποθος ταινια

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Του φεγγαριού οι δρόμοι

Του φεγγαριού οι δρόμοι, Βασίλης Πεππές

Πλανεύτρα η Θύμηση απόψε αρμενίζει πέρα μακριά, στα βαθυγάλανα νερά του Λιβυκού Πελάγους παρέα με την Όστρια και το λάγνο λίκνισμα των κυμάτων απάνω στο ασημένιο μονοπάτι, το χαραγμένο από την ανατολή μιας χλωμής πανσελήνου.

Εκεί όπου η αλαργινή γραμμή του ορίζοντα σχηματίζει μια ανεπαίσθητη καμπύλη, ντυμένη με σκουρόχρωμες μπλε αποχρώσεις που διακόπτουν μονάχα τα ξέθαμπα φώτα κάποιου ταξιδιάρικου βαποριού με κατεύθυνση άλλα μέρη.

Ανάμεσα σε αέρινα περάσματα που και φέτος διέσχισαν τα γοργοφτέρουγα χελιδόνια για να φέρουν μαζί τους το καλοκαίρι.

Μπεϊρούτ, Τελ-Αβίβ, Αλεξάνδρεια, Τρίπολη, Βεγγάζη, Τύνιδα…

Οι αγκαλιές των νότιων λιμανιών της Μεσογείου πλημμυρισμένες από μυρουδιές μπαχαρικών και καφέ γιομάτες πολύχρωμες περπατησιές, γλώσσες και ηχοχρώματα.

Σιμά στην εσχατιά του δικού μας Νότου.

Τόσο κοντά…τόσο μακριά.

                                                …

Ξανακοιτώ τη μορφή σου, αχνή οπτασία στον αφρό τυλιγμένη.

Ώρα πολλή σε γύρεψα ανάμεσα σε παφλασμούς κυμάτων για πάντα φυλακισμένους σ’ ετούτο το πορφυρό κοχύλι που κρατώ σφιχτά στη φούχτα μου.

Αγγίζω τη ματιά σου στα σκοτάδια. Μα εσύ ξεγλιστράς σαν την άμμο στις άκρες των δαχτύλων, σαν νότα από μαντινάδα πριν σκορπίσει για να χαθεί στον αέρα.

Σαν μια ανάσα ακόμα βαθιά με οσμή από γέλια, τραγούδια κι άφθονη ρακή στιγμές πριν χωθείς για πάντα στης Λήθης το ερμάρι.

Κρυμμένη και πάλι πίσω από ατέλειωτα μεθύσια, στους μυστικούς διαδρόμους του δικού μου Λαβυρίνθου.

                                             …

Κοντοστέκομαι σε ένα μπαλκόνι με θέα την ανοιχτή θάλασσα γοητευμένος από το χαμόγελο, την υπέροχη κουζουλάδα και τη ζεστή φιλοξενία των ανθρώπων αυτού του τόπου.

Για ένα λεπτό μονάχα, προτού η σκέψη πεταρίσει βορειότερα για να ανακαλύψω ξανά το χαμένο μίτο της Αριάδνης πλάι στ’ άψυχο κουφάρι του σκοτωμένου Μινώταυρου.

Βλέπω τον Πρίγκηπα με τα Κρίνα να χαμογελά συνωμοτικά παρέα με τη Νεφέλη.

Σωπαίνω για να γευτώ άχρονες στιγμές λουσμένες στο φως του Ήλιου σαν χύνεται στις πέτρες και τα μάρμαρα. Αγγίζοντας φευγαλέα κομμάτια της ιστορίας ενός πολιτισμού που ταξιδεύει το μυαλό αιώνες πίσω.

Πόσο μικρός στ’ αλήθεια είμαι.

                                                 …

Το φως του αποσπερίτη λάμπει στο παράθυρο.

Κλείνω τα μάτια σφιχτά δεμένος με τη ζώνη στο κάθισμα.

Θέση 11D, βραδινή πτήση Ηράκλειο - Αθήνα.

Λίγο προτού προσγειωθώ στα γνώριμα στενά του Νεγκρεπόντε και τα τρελόνερα της δικιάς μου ρουτίνας.

Επαέ, στην άκρη του φεγγαρένιου δρόμου… 

Β.Π. Ιούνιος 2018

(Απόσπασμα από το ημερολόγιο ενός Late Bloomer)

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

Espresso lungo

Espresso lungo, Βασίλειος Ι. Πεππές

Είδα ένα όνειρο πάλι ψες…

Από ‘κείνα τα κατά περιόδους επαναλαμβανόμενα στις λούπες του μυαλού, όποτε διαισθάνομαι ανθρώπους χαμένους στη λήθη που επιθυμούν να με επισκεφτούν ξανά χτυπώντας επίμονα την πόρτα του ονειρόκοσμου.

Φιλίες κι αγάπες παλιές που παρασύρθηκαν από το ρέμα του καιρού μας αλλά πρόκαμαν ν’ αφήκουν ένα αχνό αποτύπωμα, ένα απολειφάδι στη μνήμη ικανό να παραπέμψει στην ξεθωριασμένη πλέον ύπαρξη τους.

Ενίοτε οι νεκρές θύμησες από το παρελθόν ζωντανεύουν πάλι στο ασυνείδητο για να εισπράξουν αναδρομικά συναισθήματα και καρδιοχτύπια στο παρόν.

Κάτι σαν τοκογλύφοι της ψυχής οι ρημάδες…

Κι όμως ετούτος ο μαγικός ονειρικός κόσμος είναι που επιτρέπει σε καθένα να εκτονώσει αλυσοδεμένες επιθυμίες, σκέψεις και ορμές τις υγρές φθινοπωρινές νύχτες. Να συμφιλιωθεί με τους προσωπικούς του δαίμονες προκειμένου να επανέλθει στο μικρό σύμπαν της καθημερινότητας γαλήνιος και καθαρός.

                                                …

Με τούτα και μ’ εκείνα αναλογίζομαι πως πάει αρκετός καιρός που δε γράφω, τουλάχιστον όχι όπως παλιότερα.

Ίσως γιατί η πεζή πραγματικότητα με έχει καταπιεί ξανά.

Πιο πιθανό όμως μου φαίνεται πως η σιωπή αυτή αντανακλά την ηρεμία που προηγείται ή ακολουθεί μια καταιγίδα. Το δεύτερο μου ακούγεται περισσότερο ταιριαστό.

Δεν είμαι πια θυμωμένος.
Ούτε με την πάρτη μου αλλά ούτε και με κανέναν άλλο.
Δίνω και παίρνω αγάπη κι αυτό είναι αρκετό για την ώρα.

                                                 …

Η μυρωδιά του espresso και μια βιαστική ρουφηξιά καπνού αποδείχτηκαν ικανές να διακόψουν το πρωινό μου ονειροπόλημα.

Είναι ώρα για δουλειά.

Μάζεψα βιαστικά τ’ απομεινάρια των συνειρμών μου από τη μπάρα του μικρού κόζικου καφέ κι έφυγα τυλιγμένος στην αχνή γκρίζα μουντάδα.

Οκτώβριος 2018

(Απόσπασμα από το ημερολόγιο ενός late bloomer)

Φωτογραφία : Γιάννης Μαλαντάρας