Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου

Πετρούτσος Γιάννης


Πετρούτσος Γιάννης 

(Ζωγράφος και ποιητής από το Αλιβέρι, πέθανε το 1963)  




Α. Ποιητικές Συλλογές 
1. Ξεφτισμένα Πορτραῖτα, Χαλκίδα : Τυπ. Κούκουρα, 1960 
2. Ὑποψίες καί ἀνήφορος, Χαλκίδα : Τυπ. Κούκουρα, 1962





Β. ΞΕΦΤΙΣΜΕΝΑ ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ (1960) 

Αρχείο Βασίλη Πετράκη




ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ – ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ


Ο φίλος μου, ο Γιάννης Πετρούτσος, είναι ζωγράφος. Πολλά καλά λόγια έχω ακούσει γι’ αυτόν – γιατί δική μου αρμοδιότητα, δεν έχω. Γενικός όπως είμαι άνθρωπος, δεν έχω . . ειδικευτεί πουθενά ! . .  Ο πατέρας  μου  ο μακαρίτης, ήθελε να  « ειδικευτώ » . . παντοφλάς ! Μα, εγώ προτίμησα να γίνω – ελόγου μου – λογάδας. Αλλά από . . « ειδικιλίκι » - κλάφτα Θόδωρε! Πού πανάθεμα το μυαλό μου. Διότι , ενώ η πάσα ειδικότητα ( και μάλιστα, η κατά την – παρ’ ημίν – λογοτεχνία ) δεν είναι παρά  συμπεπυκνωμένη η άγνοια, επί του ορισμένου θέματος, κατάντησ’ εγώ, να γράφω – λέει – καλούς στίχους. Δεν μπόρεσα να ειδικευτώ ούδε στην άγνοια !  Έτσι, πήγαν οι κόποι μου, στράφι. Ενώ οι άλλοι ( οι πανευτυχείς μου συνάδελφοι ) ω αυτοί, κάμαν διάνα ! – αδύνατο να τους παραβγώ στην ειδικότητα. . Τουλάχιστο, παντοφλάς, θα τους συναγωνιζόμουν, ίσως. Απ’ τους στίχους των , ίσως πιο χειρότερες να επιτηδευόμουν παντόφλες. ( Πράγμα, στο κάτω – κάτω πολύ αυτό – χρησιμότερο ) .
Τέτοιος όντας, ο Γιάννης Πετρούτσος, ( είναι δε, κρίμα – διότι ακόμα, είναι σχεδόν, πολύ νέος ) – πλάι στη ζωγραφική του – γράφει κι αυτός στίχους. Έτσι, υποπτεύομαι, ότι για – κι’ αυτόν - . . παντοφλά, θα τον προόριζε ο τάτας του. Διότι γράφει καλούς στίχους. Πού πανάθεμά του – κι αυτουνού – το κεφάλι!..

Γιάννης Σκαρίμπας











1. ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ

Θα ’θελα τώρα, που η γη γεμάτ’ είναι μ’ ανθρώπους
λιγνόσαρκα – φαντάσματα με στόματ’ ανοιγμένα,
σκουλίκι να ’μουνα εγώ σε λασπωμένους τόπους
ή στο υγρό βασίλειο να ’μουν κοράλι ένα.

Σιχαμερή παράσταση στου βούρκου την οθόνη
κάποια κυρά ευαίσθητη σαν μ’ έβλεπε θα φτούσε.
Κοράλι όμως αν ήμουνα θα μόριχνε κορδόνι
και, με συμπάθειας αίσθημα, τότε, θα με κοιτούσε.

Αυτό το ξέρω. Θα ’θελε κάποιο να κρούσω σείστρο
Για να γινόταν αρεστή στης ηδονής τον οίστρο.
Όχι ! σκουλίκι θέλω εγώ. να μου βρωμούν τα χνώτα
από τα σάπια κρέατα ανθρώπων που θα σχίζω.
Τέτοιο, γιατί κυρίαρχος θα είμαι πρώτα – πρώτα
και όχι δούλος ομορφιάς ασχήμιες να στολίζω.






2. ΟΝΕΙΡΟ
( στην ξαδέλφη μου Τασούλα )

Μη λάθος κάνουν στη νυχτιά τα κουρασμένα μάτια;
Ποια είναι πάλι η μορφή που δείχνει ο γκρίζος τοίχος;
της ομορφιάς αλόφρονας καινούριος πειρασμός
μοιάζει, και πώς ο δύστυχος θα τον ξορκίσει ο στίχος !

Της καλοσύνης φόρεμα σκεπάζει τα γυμνά της
πορτραίτο που φεγγοβολάει και στα κλειστά τα μάτια
της ομορφιάς το φάντασμα που ’ρθε απόψε μοιάζει
στου ποιητή τα φτωχικά καλύβινα παλάτια !

Ποια είσαι κόρη ; Η όψη σου με κάνει να ελπίζω.
Τάχα αυτός σου ο ερχομός τι τάζει στη νυχτιά μου ;
Κάτι μαθαίνω ο δύστυχος απ’ τη γλυκιά μορφή σου
τόσο, που καλοδέχομαι τώρα και την καδιά μου.


3. ΚΑΚΟΠΑΘΕΙΕΣ
( στη μάνα μου )

Τ’ αστέρια ’πόψε κλαψερή χλωμάδα στέλνουν κάτου
Σαν τι να ’ναι το μήνυμα ; Μοιάζει σαν του θανάτου;
Καρδιά μου, μόνη, γνώρισε τον πόνα που σε ρεύει.
ψηλάφισε τον κόσμο σου και δες, τι σου γυρεύει !

Ψυχή μου ποιος ευγενικός πόθος σε μαυροβάφει
και τον τρανό τον κόσμο σου τόνε κρατούνε τάφοι;
Μες στη νυχτιά τον πόνο σου, ψυχή μου, μάζεψέ τον
και στη φοβέρα τ’ άπειρου, κει μέσα, γκρέμισέ τον.


4. ΕΣΒΥΣ Ο ΛΥΧΝΟΣ ΜΟΥ ΝΩΡΙΣ
( στον Αλκιβιάδη Κόλλια )

Έσβυσ’ ο λύχνος μου νωρίς να φανταστείς τώρα μπορείς
ότι ετούτη τη νυχτιά, φτωχή καρδιά, προσμένεις
Εκείνη, τη γλυκιά μορφή, για να την κράξεις αδελφή !
και έξω απ’ τ’ αμάρτημα  το βάρος σου να σέρνεις.

Είναι μια νύχτα γαλανή, με μια σελήνη μακρινή
παρθένα κόρη, άγρυπνη στην πρώτη αγάπη ακόμα
νύχτα που ψάλλει ο ποιητής, είναι η αγάπη που πονεί
σφιχτοδεμένη στο ρυθμό, στο μουσικό του στόμα.


5. ΙΔΑΝΙΚΟ
( στη Βικτώρια Κ. )

Ξένη στα μάτια. Η ψυχή τη γνώρισε μονάχα
όταν σεργιάνι πήγαινε του δειλινού την ώρα
στο δρόμο τον ατέλειωτο π’ ανοίγει η φαντασία
σ’ άγνωρους κόσμους των ματιών, στου ποιητή τη χώρα.

Δεν ξέρω αν τη γέννησε τ’ ονείρου η αρμονία
για ν’ αναστήσει στη στροφή όσους δεν αντηχούνε
ήχους που ψάλλει η καρδιά στη λύρα της τη θεία
κι ακόμα δεν τους έδωσε στα χείλη να τους πούνε.

Ω! τι χαρά που δόθηκε σε μένα. να υψώσω
την κόρη που γεννήθηκε απ’ της ψυχής τα κάλλη
και ζήτησ’ από ’μένανε πατρίδα να της δώσω
του στίχου μου την ομορφιά και την πλατιά του αγκάλη.


6. ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ
( χαρισμένο στο βράδυ της 18/9/1960 )

Του ερχομού σου η αυγή στα μάτια ακόμα μένει
την ίδια πάντα σε θωρώ, αγνή, στα όνειρά μου
όπως στην πρώτη μας αρχή, έτσι δειλή και τώρα
ξανοίγεις την απάρθενη χλωράδα σου μπροστά μου.

Τέτοια, στο διάβα του καιρού, στα μάτια μου μπροστά
θα μένεις κόρη αχάριστη γιατί σε με δε σβήνει
η παιδική εικόνα σου που χάραξ’ η στιγμή
μες στην καρδιά του ποιητή που δάκρυ τώρα χύνει.

Ώρες γλυκές της σιωπής που οι καρδιές μιλάνε
θυμήσου αυτή την ελικιά που λαχταράει ο νέος
να βρει το πλάσμα το αγνό, που ο λογισμός υψώνει
στα φτερωτά ονείρατα κάποιας γλαρής αυγής.

Θυμάσαι; Ήσουν άγγελος κι εγώ ήμουν Θεός σου
πατρίδα μας το όνειρο, παλάτι μας η σκέψη
θερμά τα πίστευε η καρδιά, η πίστη μας θρησκεία
μα τωρ’ αυτά δεν τα γρικώ, κάποιος μου τα ’χει κλέψει.

Αυτά ξανοίγει ο λογισμός και η καρδιά παλεύει
το μάτι θέλει να σταθεί, μα δε μπορεί, δακρύζει
κάτι ζητά κι η μούσα μου, μα το φοβάται ο στίχος
κι έτσι στον ίδιο το ρυθμό πάντα η στροφή γυρίζει.

Παλεύει ο νους με την καρδιά, θύμα τους η ιδέα
αντάρτης πια το παρελθόν ξυπνά τα περασμένα
το βλέμμα μου, ανήσυχο, φρικτά θεριά αντικρύζει:
χιλιάδες άστρα που έφεξαν και τώρα είναι σβησμένα.


7. ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ

Καρπούς τρυγάει της μυγδαλιάς,
παντού , κι ολόγυρά της
απ’ τη χαρά της φως σκορπά
κι ανθούς στην αγκαλιά της.

Σκαλώνει στα μαλλάκια της και τα κλωθογυρίζει
το χελιδόνι το ελαφρό και το παρθένο κρίνο,
σκορπώντας της δροσόσταλες, άνοιξη της χαρίζει
πιότερ’ απ’ ότι δώσανε οι ουρανοί σ’ εκείνο.

Χαμογελούν τα χείλη της σαν μιας βιολέτας οίστρο
έτοιμα για να γύρουνε στο ποθητό φιλί
να σείσουνε του έρωτα τ’ αγαπημένο σείστρο
και να πετάξ’ η νότα του σαν χαρωπό πουλί.

Άφησε πια τη μυγδαλιά σκιά μαυρομαλλούσα
κι έλα κοντά στον ποιητή όνειρα να χαϊδεύεις
να γίνεις συ της νιότης του γλυκολαλούσα μούσα
και τα δροσάτα χείλη σου με στίχους να παιδεύεις.


8. ΟΙΜΩΓΗ

Ύπνο δε βρίσκει ο λογισμός απ’ της καρδιάς την πάλη
τους άγιους πόθους π’ έσβησε του κόσμου ανεμοζάλη
αυτά ξανοίγω κόρη μου και γέρνω νικημένος
στην ομορφιά σου ξένος
εγώ ο νικητής . . .

Δεν ξέρω αν σε γνώρισα , μα σε γρικώ στα σκότη.
Εσύ θενά ’σαι π’ έκατσε η τρυφερή σου νιότη
σαν δροσοστάλα του Μαγιού στα μαρμαρένια κρίνα
του τραγουδιού μου εκείνα
τα πρώτα κλάματα …

Τι ωφελεί η θύμηση στου χωρισμού τη φρίκη;
έπαψε πια στον ποιητή η λύρα να ανήκει.
δε βρίσκω την παρηγοριά στου στίχου την αλήθεια.
Μου έγινε συνήθεια
ο πόνος στη ζωή …

Δεν έχω αγάπες να σου πω, γέλιο για να σου δείξω.
Βάρδος του πόνου έρχομαι το στόμα μου ν’ ανοίξω,
στον τρυφερότατο λυγμό πο ’χει η καρδιά μου κλείσει
και θέλει να κυλήσει
στη δύστυχη στροφή …


9. ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
(στην πιο γλυκιά μου αγάπη.Από 19-4-54 μέχρι σήμερα και πάντα)

Κοντά της έζησα καιρό και τότε μόνο ζούσα
με χίλια χρώματα ζωή κι όνειρα άλλα τόσα
που με τη νύχτα παίρνανε μορφή και όταν της φιλούσα
τα δύο χείλια είναι κακό μου έκρενε η γλώσσα.

Πάνω στ’ ανέμου πέρασαν και κύλησαν τα χρόνια
αφήνοντας φαντάσματα το παρελθόν να ενώνουν
κάποιες αλλοτινές στιγμές, που έζησα αιώνια
π’ όταν στο νου μου έρχονται τα μάτια μου θολώνουν.

Μες στης ζωής τους άχαρους και χαλαρούς φραγμούς μου
όσο θα ζω , η θύμηση θα φέρνει μες στο νου μου
τη θελητάρα σκλάβα μου με το γυμνό κορμί της,

βαμμένο μες στου έρωτα την κόκκινη φρεσκάδα
προδότη στις απόκρυφες πεθύμιες της ψυχής της
που τη ζωή μου έκαψα, κοντά σ’ αυτές _ λαμπάδα


10. ΝΥΧΤΩΣΕ

Χαϊδεύετε απόψε αστέρια μου, με το ξανθό το φως σας
τη γρίλια που ’μεινε σβηστή , από νωρίς απόψε.
Παίξε και συ φεγγάρι μου, με τα προσκέφαλά της
και στα σγουρά της μαλλιά λημέριασε για λίγο.

Δώσε της απ’ τον ουρανό κλωνάρια μυρωμένα
γιατί δε θα ξαναρθεί το βήμα μου κοντά της .
βουβός σε σκέψεις , θα γυρνώ τα μαγεμένα βράδια
π’ ο έρωτας , σιγαληνά, θα ψάλλει την αγάπη.

Θυμήσου την φεγγάρι μου. και τα χρυσάνθεμά σου
μη τα σκορπάς σ’ ακρογιαλιές , δώσε τα στην παρθένα
για συντροφιά της στις φτωχιές νυχτιές που θα περνάει
χωρίς τραγούδι ερωτικό ν’ ακούει από μένα.


11. ΠΡΟΔΟΣΙΑ

Δεν ξέρω πως , μου δόθηκε , ζούσα την ομορφιά της
δούλος το πνεύμα μου , αλί , δεν το ’χα πια δικό μου.
όσες χρυσόδεσα στροφές στολίδια ολάδικά της.
μα πιότερο τη φτήνια αυτή εζήτησε του κόσμου.

Έπαψε πια να ζει Θεός . την αμαρτία νιώθω
σκληρή και πάντ’ αχόρταγη , να δέρνει την ψυχή μου.
δεν έχω την παλιά καρδιά. την έφαγε ο σκύλος
του πόθου, που γεννήθηκε στη φάτνη του Ιούδα.

Μα αν αυτή εζήτησε , στου πλούτου την αρρώστια
γλυκόχρονες τις μέρες της στείρα ζωή περνώντας
στη Μούσα μου θα μείνω εγώ , που δίνει φως στο πνεύμα.
γιατί εκεί τον ποιητή ο έρωτας θα φτάσει.


12. ΠΑΛΙΕΣ ΘΥΜΗΣΕΣ
( στις αγάπες του αδελφού μου Γιώργου Πετρούτσου )

Πέρασα πάλι σήμερα , ράθυμος διαβατάρης
τη στράτα που με πλάνευε ώρες τα δειλινά
κει που με πρωταντάμωσε ο καρδιοκυνηγάρης
ο έρωτας και μόστησε δίχτυα του τοτινά.

Αραχνιασμένες θύμησες μυρίσανε φρεσκάδα
οι καστανιές ντυθήκανε γνώριμες σιλουέτες
αλίμονο , ξανάνιωσα την πρώτη τρυφεράδα
και στην καρδιά μου ανθίσανε μαγιάτικες βιολέτες

τα χείλη μου ανοίξανε και πάλι με δειλά
λόγια αγάπης , τρυφερά , που τα παιδιά λαλούνε
σ’ άλλα παιδιά , όταν βρεθούν πλάι στη σιγαλιά.

Τέτοια η καρδιά μου γένηκε παιδί , που θέλει , αλήθεια
να ’ναι γατάκι μιας κυράς να το χαϊδολογούνε
κι απ’ τη γιαγιά αιώνια ν’ ακούει παραμύθια.


13. ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΚΟΡΗ

Μίλα μου κόρη , άνοιξε το μαγικό σου στόμα
πώς έφτασες  στο χώμα
που έχεις γεννηθεί ;

Του πιο όμορφου πλανήτη κόρη θενά είσαι.
κοντά μου όμως ζήσε
την ύστερη ζωή

Κοντά μου κόρη μείνε και να λατρεύω ξέρω
τον έρωτα να φέρω
θέλω στον ουρανό

Μίλα μου κόρη , δείξε μου τι κρύβεις στην ψυχή σου
την θεία καταγωγή σου
κάνε να ζει στη γη.

Και πες η μοίρα το ’θελε να σμίξουμε το κλάμα
και να γρικούμ’ αντάμα
τον πόνο της ζωής.




14. ΠΩΣ ΘΑ ΜΠΟΡΕΣΕΙ Η ΚΑΡΔΙΑ
( χαρισμένο στη βραδιά της 19-4-1954 )

Πως θα μπορέσει η καρδιά
να λησμονήσει τη βραδιά
όταν , στα μάτια σου καλή , ξάνοιγα τη γαλήνη .
κι ’ταν εκείνα ο γιαλός
ο ουρανός ο γαλανός . . .
κι έλεγα , τότε , στο θεό , πάντα η στιγμή να μείνει.

Λίγα τραγούδια ερωτικά
απ’ τα χειλάκια σου γλυκά
τέτοια μια νύχτα γαλανή , με μια σελήνη φωτεινή
γυρτός στο πλάι σου , ωχρός
και θαμπωμένος πόσο !
Θυμάσαι ; σ’ άκουγα βουβός κι ερωτευμένος τόσο !


15. ΜΠΑΛΑΝΤΑ
( Στον Θεμ. Κόλλια για την ομορφιά της οικογενειακής του ζωής )

Με σένα ο κόσμος της γης δεν ταιριάζει
ποιο νόμο , παρθένα , κρατάς ;
Το φέγγος της μέρας μπροστά σου βραδιάζει
ο κόσμος των άστρων σε κράζει να πας.

Με σένα  ο κόσμος της γης δεν ταιριάζει
φτηνό το βασίλειο εδώ κάτου που ζει
το φέγγος της μέρας μπροστά σου βραδιάζει
κι η καθ ’ ομορφάδα κοντά σου πεζή.


16. ΤΥΧΗ
( Στον πατέρα μου Σ.Μ )

Κι αν τόσα μας δείχνεις λιμάνια
στον πλατύ της ζωής σου γιαλό
δεν φωλεύει ’κει πέρα ελπίδα
πως θα φθάσει καράβι γερό.
Μα στις θάλασσες τούτες , που βράχος
της οργής δε γρικιέται σκληρός
θενά φθάσει βαρκούλα σπασμένη
που θα φέρει φουρτούνας καιρός.


17. ΤΕΤΟΙΑ ΜΙΑ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΣΟΥ ( ΧΑΛΚΙΔΑ )
( στην Καλλιόπη Σκαρίμπα )

Φεύγω με την αγάπη σου για έπαθλο Χαλκίδα
και θα ζητήσω απ’ την καρδιά μονάχα τη δική μου
μια ζωγραφιά σου αλλιώτικη , να φτιάσω εγώ για σένα
με της ψυχής μου τις μπογιές και τέτοια όπως σε είδα.

Σ’ ένα τελάρο απέραντο την όψη σου θα φτιάσω
γερμένη μες του Έγρυπου το κουρασμένο ρέμα
και τέλος από τον ουρανό ψηλά θενά κρεμάσω
την Πόπη* που σε αγαπάει να σε κοιτάει σαν μέμα  

* Καλλιόπη Σκαρίμπα


18. ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ
ΤΡΙΑ ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΑ
( το δεύτερο τετράστιχο χαρισμένο στο Λαλά )

Ήρθαν τα χρόνια που περίμενα καρτερικά
μα στείρα πέρασαν κι αυτά , με τον καιρό τους
λαίμαργα πάντα, βιαστικά
κι αφήσαν δίπλα μου το φέρετρό τους.

Με τη στερνή απ’ το αίμα μου σταλαματιά πασχίζω
στην αρετή της κλίνης σου γω εραστής να πέσω
τη φόνισσά σου ηδονή με χάδια να κομίζω
στα μέλη σου κι όπου αλλού , πες μου κυρά, σ’ αρέσω;

Μέσα στης λύπης τις στιγμές , εγώ πιο πονεμένος
και στης χαράς το γιορτινό ωραίο πανηγύρι
πιότερο απ’ τον καθένανε μαζί της μεθυσμένος
το γιοματάρι της κρασί στραγγίζω στο ποτήρι. 




Γ. Επίμετρο Βασίλης ΠετράκηςΖωγράφος { τα έργα του τα εκτιμούσαν πολύ , ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Γιάννης Σκαρίμπας } ποιητής , και προπαντός επαναστάτης , τρυφερός και αριστερός ανυπότακτος. Είχε καταφέρει να ξεγλιστρήσει από τα " στρατολογικά γραφεία " της κοινωνίας της εποχής του , με αξιοπρέπεια και ήθος. Ζωγράφιζε , έγραφε ποιήματα , ερωτευόταν αέναα { ένα στοιχείο υγείας } , πρωτοστατούσε , εκμαίευε νέους ζωγράφους { Πιλάτης } , τα έβαζε με τους ισχυρούς και τις εξουσίες τους , τις παλαιολιθικές και τις ετοιμόρροπες , ανοίγοντας καινούργιες οδούς. Γιάννη , " έχεις μουτζώσει αναδρομικά κι εξακολουθείς να μουτζώνεις δια βίου τη μούχλα και τον πολιτισμό της "  και περισσότερο σήμερα , εξακολουθείς με νόημα , να μας χαμογελάς μέσα στις καταιγίδες.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου