Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περγάμαλη Τζίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περγάμαλη Τζίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Τελευταίος – Ατελεύτητος, Τζίνα Περγάμαλη



«Ὅσο καὶ ἄν μένουν ἀνεκτέλεστα τὰ ἔργα,
 ὅσο καὶ ἄν εἶναι πλήρης ἡ σιγὴ (ἡ σφύζουσα ἐντούτοις)
καὶ τὸ μηδὲν ἄν διαγράφεται στρογγύλον,
ὡς ἄφωνον στόμα ἀνοικτόν,
πάντα, μὰ πάντα, ἡ σιγὴ καὶ τὰ ἀνεκτέλεστα ὅλα,
θὰ περιέχουν ἕν μέγα μυστήριον γιομάτο,
ἕνα μυστήριον ὑπερπλῆρες, χωρὶς κενὰ καὶ δίχως ἀπουσίαν,
ἕν μέγα μυστήριον (ὡς τὸ μυστήριον τῆς ζωῆς έν τάφω) –
τὸ φανερὸν, τὸ τηλαυγές, τὸ πλῆρες μυστήριον
τῆς ὑπάρξεως τῆς ζωῆς, Ἄλφα-Ὠμέγα.»                             

Ανδρέας Εμπειρίκος     «Σιωπή» 


Τελευταίος – Ατελεύτητος


Ένα σημείο απάτητο, απροσπέλαστο που η πληρότητα με θάμπος το τυλίγει .
Το όλον ατέρμονα στροβιλίζεται ώσπου να γεννηθεί.
Με τη λαχτάρα θρέφεται με κοιμωμένες και με δράκους.
Μέσα σε θάλασσα αναδύεται και αποκοιμιέται.
Μεγαλώνει πιο γρήγορα απ’ τη σιωπή .
Δεν προορίζεται για τη λύτρωση.
Χωράει στα σπλάχνα σου κι αυτό σε θρέφει.
Μυστήριο το όλον.
Δυσβάστακτο το κενό του.
Αποχωρισμός πικρός, νεκρώνει ότι απομένει.
Καταστρέφει μέχρι να χορτάσει.
Εκεί σωπαίνεις.
Φωνήεντα δεν σχηματίζονται τα σύμφωνα σε βαραίνουν.
Τη λήθη επιλέγεις, την πίστη.
Κάθε που χαράζει σωπαίνει, κάθε που νυχτώνει αναπνέει .
Ώσπου η νύχτα να γίνει μέρα ,
τα λόγια σου να διώξει.
Και μια στιγμή , μοναχική, όταν τα σπλάχνα ξαναγεννηθούν ,
το σώμα σου θα τρέξει όλα τα φωνήεντα του κόσμου.
Όσα δεν χώρεσαν στις νύχτες σου , στα βλέφαρα να δούνε.
Τότε επιστρέφεις.
Δίχως μορφή γνώριμη, τα μάτια σου αλλαγμένα σε σώμα νεαρό,
ζητάς το όλον όπως δεν σου δόθηκε ακόμα.
Και αφήνεις σημάδια να μεγαλώνουν με το βήμα σου.
Κι είναι το Ωμέγα, Άλφα για τον αγαπημένο , κι Ωμέγα για τον ξένο.
Μυστήριο αν βρει άλλη θέση να χωρέσει.
Απέραντο κι ατέρμονο από το γαλάζιο γεννημένο ,
δεν ορίζεται, δεν διαγράφεται.
Από την άκρη της θάλασσας ως το σύμπαν του ουρανού.
Ανασαίνει κάθε φορά που το αναζητάς .
Πεθαίνει όταν δεν πιστεύεις.
Την άνοιξη σου φέρνει , το σύμπαν σου ανθίζει και είναι πάντα απόλυτο.
Η ζωή του το θάνατο εμπαίζει .
Κατακόκκινη κυλάει μέσα σου , κι είναι μυστήριο που δεν την βλέπεις.
Ανάβει μέσα στο σώμα σου , απ τ’ άκρα ως την καρδιά σου.
Περιμένει κάθε Απρίλη κάθε Μάη σαν τα κρινάκια της αυγής.
Κι είναι το Ωμέγα σου , Άλφα για εκείνη και μέσα των απάντων.


Εγώ ειμί το Α και το Ω…
Εγώ ειμί το φως του κόσμου…
Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή.
 (Ιωάνν. κεφ. ια  – 1-58)




Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

+αίσθηση


Επίλογος αέρας,  Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ 

Ο αέρας σηκώνει τα κρίματά μας ψηλά,
τα στροβιλίζει για λίγο μακριά
απ’ τις κουτές σκευωρίες μας
και τ’ αφήνει να πέσουν πάλι στη γη˙
εκεί ν’ ανθίσουν.
Νωπές ακόμη παίρνει τις λεξούλες
να, εκεί έλα,
τις ακουμπάει στις κορφές
των αισιόδοξων δέντρων
και τις καθίζει μετά στο χώμα
σαν αναμνηστικά ξεραμένα τίποτα.
Ο αέρας σηκώνει τα σχισμένα φύλλα
της μικρής νουβέλας
κι όπως ανεβαίνουν, γίνεται ευανάγνωστη
η σελίδα της ζωής μας, για να διαβαστεί κάποτε στη νηνεμία
σαν ένα νόημα που μας δόθηκε ακέραιο.
……………………………………

+αίσθηση, Τζίνα Ε. Περγάμαλη

Όραση: ‘ μειωμένη αντίληψη εσωτερικού χώρου / ψυχισμού
υπερβολικά ανεπτυγμένη η μηχανική όραση
μάτια με έντονη κόπωση σταματούν, στο προφανές, από την υπερέκθεση στιγμών.

Ακοή:  ‘ κοχλίας τραυματισμένος / φθίνουσα πορεία
δεν συλλαμβάνει τα φωνήεντα
μή διακριτοί ήχοι ελάσσονων και μείζονων στιγμών.

Όσφρηση: ‘ ανεπαρκής - νευρικές απολήξεις σε σύγχυση
Γεύσεις μπερδεμένες από υπερβολική ένταση οξύτητας – απουσία αισθητικής απόλαυσης.

Αφή: αισθητήρια νεύρα συντετριμμένα.

Δέρμα συμπαγές – αδιάβροχο – ανθεκτικό στον πόνο – στα όρια της αδιαφορίας.
Ένα άγγιγμα φευγαλέο δεν είναι ικανό να ενεργοποιήσει τα συναισθήματα.


Κλινική εικόνα στα όρια της παθογένειας που χαρακτηρίζεται
από την πλήρη απουσία πάθους – πλήρωσης συναισθημάτων.

Κι όμως, γεννιούνται άνθρωποι και μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα αποστειρωμένα.

Τριγυρνούν μέσα στις πολύβουες μεγαλουπόλεις χωρίς να ανταποκρίνονται στα
εξωτερικά ερεθίσματα των καιρών, των εποχών. Και οι άνθρωποι φθίνουν.

Δεν ανταποκρίνονται στον ανθρώπινο πόνο, στην συναισθηματική ανέχεια, στην ηθική  αποξένωση από την ανθρώπινη φύση, στερούνται αισθήσεων και συναισθημάτων.

Υπάρχει αμοιβαία εξάρτηση από την ύλη των πραγμάτων του έχειν / κατέχειν.

Η ύλη πλέον προσδιορίζει την ανθρώπινη φύση.

Μεγαλώνουν και δημιουργούνται γενιές ανθρώπων χωρίς να απολαμβάνουν το χάδι του ήλιου, τη μυρωδιά της θάλασσας, την ανοιξιάτικη προσμονή  των περιβολιών, τη γλυκιά γεύση των άγουρων φιλιών.

Οι άνθρωποι μεγαλώνουν αποκτώντας μηχανικά αντανακλαστικά στην προσπάθεια να ζήσουν για να μεγαλουργήσουν.

Ο ουρανός μεταμορφώνεται, ντύνεται με χρώματα μενεξεδί και άλλοτε αστράφτει και μοιάζει μουντός.

Στις πλατείες οι νερατζιές φορτωμένες, γόνιμες σκορπούν τα αρώματά τους.

Τα αυτοκίνητα περνούν, μουσική απλώνεται στον αέρα σε ρυθμούς βιαστικούς.

Τα κινητά δονούνται, τα φρένα τρίζουν, τα πόδια παίρνουν φωτιά και κανείς δεν ρωτά αυτή την καρδιά που κρύβεται κάτω από το πουκάμισο αν χτυπά πάντα με τον ίδιο ρυθμό, ό,τι κι αν γίνει. Αν ερωτεύεται, αν μελαγχολεί, αν κάποιες μέρες αισθάνεται λυπημένη κι άλλοτε θυμωμένη. Προχωρά μηχανικά, αποκτώντας αλυσίδες προστασίας.

Οι ρυθμοί εναλλάσσονται από ¾ σε 2/2 και είμαστε άραγε φτιαγμένοι περισσότερο
για ελάσσονες ή μείζονες στιγμές; Ποιος το ορίζει;

Εχθές επιστρέφοντας στο σπίτι μετά τις εννέα το βράδυ,
με βρήκε στο δρόμο η μυρωδιά μιας γαρδένιας.
Με συνάντησε απρόσμενα, χωρίς να με ρωτήσει αν την περίμενα.
Ήρθε απρόσκλητη και με γέμισε με τα άνθη της.
Η Άνοιξη έρχεται και μας συναντά απρόσκοπτα.
Ανιδιοτελώς μας προσφέρει το πιο ευγενικό της άρωμα.
Το πιο θλιμμένο της χρώμα, την πιο αβάσταχτη συμφωνία της ζωής.
«Έρχεται να σκορπίσει ψηλά στον αέρα τα κρίματά μας.»



Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

‘Pane di Natale (To πιο άχνη(στό) δέντρο)


Pane di Natale (To πιο άχνη(στό) δέντρο) 

της Τζίνας Ε. Περγάμαλη 

Σε μια πολυάριθμη πολιτεία , όπου οι άνθρωποι ζούσαν σε πελώρια τσιμεντένια σπίτια
βρέθηκαν δύο ηλιόλουστοι άνθρωποι. Ο Παύλος και η Μαμά του.
 Μαμά ;
 Εδώ είμαι Παυλίνο μου!
 Πονάει η κοιλιά μου μαμά, δεν θέλω να πάω σχολείο σήμερα και θέλω τηγανίτες με κακάο για πρωϊνό !
Φώναξε ο Παύλος και κρύφτηκε κάτω από τη χνουδωτή καφετιά του κουβέρτα.
Άφηνε πάντα ένα φωτάκι στο δωμάτιό του, που φώτιζε ένα αλλιώτικο σύμπαν κάτω από την κουβέρτα του. Οι κάλτσες γίνονταν αυτοκίνητα, η αγαπημένη του μπάλα , διαστημόπλοιο, και το μαξιλάρι του, μαγικό χαλί. Ανέβαινε επάνω του καμαρωτός και με ένα ξόρκι έφτανε πάνω από τα σύννεφα. 
: Ξου – Ξου Χιόνι και φρού φρού Ξου – Ξου στείλτε με αλλού !
  Παυλίνο , πού είσαι;  Ακούστηκε η Μαμά του.
Κατέβηκε μονομιάς από το μαγικό του χαλί και το χλωμό του προσωπάκι με τα ροδαλά μαγουλάκια ξεπρόβαλε απ’ την κουβέρτα.
 Τί έχεις καλό μου παιδάκι;
 Νιώθω λίγο άρρωστος μαμά , νομίζω ότι έχω κάτι πολύ σοβαρό και θά ‘ταν κρίμα να κολλήσω τους φίλους μου στο σχολείο. Δεν θά ‘ταν κρίμα; Ρώτησε με αγωνία ο Παύλος τη μαμά του Λίζα.
 Δηλαδή; Τί νιώθεις ακριβώς;
 Νομίζω ότι υποφέρω, να πώς να στο εξηγήσω …την τελευταία εβδομάδα φοβάμαι ότι έχω παραισθήσεις ! Θυμάσαι εκείνη την πορτοκαλιά δίπλα στην τάξη μου , στην αυλή του σχολείου; Κάθε φορά που πλησιάζω με κοιτάζει περίεργα τρομάζω και τρέχω γρήγορα στο θρανίο μου. Οι φίλοι μου γελάνε μαζί μου και εγώ αποφεύγω να βγαίνω στα διαλλείματα! Για αυτό σου λέω, ίσως να είναι επικίνδυνο και κολλητικό! Είπε με γουρλωμένα μάτια .
Εντάξει τότε, αφού είσαι άρρωστος τότε κι εγώ θα ακυρώσω την επίσκεψή μας στον κήπο.
 Ε ;;; Δηλαδή σε ποιον κήπο ;
Εκείνο το γυάλινο αίθριο που είναι στην έξοδο της πόλης και ήθελες πάντα να επισκεφθούμε . Αγόρασα πριν ένα μήνα δύο εισιτήρια , γιατί αυτές τις ημέρες έχει πολύ κόσμο. …Κρίμα όμως γιατί ήθελα να σου κάνω έκπληξη! Ας είναι, θα ειδοποιήσω να τα δώσουν σε άλλη οικογένεια.
 Ναι αλλά μανούλα, ούτε θερμόμετρο μου έβαλες, ούτε είδες το λαιμό μου , τώρα που το σκέφτομαι. Αν μου έφτιαχνες εκείνο το κακάο ίσως να αισθανόμουν λίγο καλύτερα! Και πήρε τη μαμά του αγκαλιά.
Αχ Παυλίνο μου, δεν θέλω να στεναχωριέσαι . Το ξέρω ότι σου λείπει η γιαγιά και ο παππούς και οι φίλοι σου , όμως σημασία έχει ότι είμαστε μαζί και θα τα καταφέρουμε. Εγώ θα δουλεύω όσο περισσότερο μπορώ, εσύ θα διαβάζεις όσο καλύτερα μπορείς τα μαθήματά σου και ο καιρός θα περάσει . Την Άνοιξη θα γυρίσουμε πίσω ,στο υπόσχομαι !
Ο Παύλος από τότε που μετακόμισαν σε εκείνο το διαμέρισμα στην πόλη, όλο αρρώσταινε .
Η μαμά του είχε έρθει αντιμέτωπη με τις πιο σπάνιες ασθένειες. Οξεία τουρτίτιδα ! Τρομερή Μανταρινίαση! Επικίνδυνη Καραμελοφαγία που συνοδευόταν από κίτρινες πανάδες και άλλες τέτοιες εξαιρετικά θανατηφόρες ασθένειες! Ευτυχώς όμως ο μικρός Παύλος τις ξεπερνούσε.
Η κα Λίζα, η μαμά του Παύλου, ήταν μια αξιαγάπητη κυρία με μακριές καστανές μπούκλες, πεντακάθαρα ρούχα, ολίγον τι παλιομοδίτικα αλλά πάντα περιποιημένα .
Το περασμένο καλοκαίρι αναγκάσθηκε να πάρει το αγοράκι της και να αναζητήσει δουλειά στην πόλη. Δεν ήταν εύκολα, και κουραζόταν πολύ , αλλά ποτέ δεν το έδειχνε στον Παυλίνο της. Έτσι φώναζε το επτάχρονο αγοράκι της , που κάθε φορά που την κοίταζε με τα καταπράσινα ολοστρόγγυλα ματάκια του , ο κόσμος της γινόταν διάφανος , καραμελένιος !
Είχαν βρει ένα διαμέρισμα με δύο δωμάτια που είχε τα απολύτως απαραίτητα, αλλά μοσχομύριζε φροντίδα και αγάπη. Η μαμά του προσπαθούσε με μεγάλες στερήσεις να αγοράζει τα βασικά και δεν ξέχναγαν ποτέ τη συμφωνία τους. Κάθε φορά που ένας από τους δυο τους ήθελε απελπισμένα να αγοράσει κάτι επιπλέον, έπινε ένα ποτήρι γάλα , γέμιζε το στόμα του με ένα μπισκότο και κατάπινε την επιθυμία του όσο πιο βαθιά γινόταν.
Το ήξεραν από την αρχή πως δεν θά ‘ταν εύκολα. Η ελπίδα και η θέλησή τους όμως να τα καταφέρουν ήταν μεγαλύτερη.
 Πάω να φτιάξω ένα κακάο . Όταν γυρίσω να έχεις ντυθεί και να έχεις φορέσει και τα παπούτσια σου !
Αμέσως μανούλα ! Φώναξε ο Παύλος και έδωσε μια και πετάχτηκε από το κρεβάτι του.
Μόλις ετοιμάστηκαν έφυγαν με μεγάλη προσμονή και λαχτάρα.
Δεν είχαν ξαναπάει σ’ αυτόν τον κήπο. Η μαμά του Παύλου, δούλευε στα κεντρικά γραφεία αυτής της επιχείρησης που εμπορευόταν έλατα, που ήταν όμως στο κέντρο της πόλης. Στον κήπο αυτό μόνο οι προμηθευτές πήγαιναν με τα φορτηγά τους που έφερναν τα πιο όμορφα έλατα , όπως ήταν γνωστό.
Η κα Λίνα, η συνάδελφος της μαμάς του Παύλου της είχε εξασφαλίσει δύο εισιτήρια προτεραιότητας, και σίγουρα ήταν η κατάλληλη μέρα να τα εξαργυρώσουν.
Σε δύο εβδομάδες ήταν τα Χριστούγεννα!


Δεν είχαν προλάβει να κάνουν στο σπίτι καμία ετοιμασία ακόμα.
Ο Παύλος επέστρεφε το μεσημέρι στο σπίτι της γειτόνισσας όπου περίμενε την μητέρα του να γυρίσει απ’ τη δουλειά ως τις έξι το απόγευμα. Η μαμά του,  επέστρεφε πάντα με ένα χαμόγελο , έπαιρνε αγκαλιά τον Παυλίνο της και ορμούσαν σαν πειρατές στο σπιτάκι τους, έτοιμοι να το βομβαρδίσουν με μαξιλάρια και παντόφλες!
Έφτασε όμως η μέρα για τον περίφημο κήπο και ήταν σίγουρα η πιο όμορφη ημέρα του κόσμου. Είχαν το δικαίωμα να διαλέξουν όποιο έλατο ήθελαν.  Το πιο μεγάλο ! Το πιο όμορφο! Ευτυχώς ήταν δώρο από την εταιρεία της μαμάς.
Μέσα στο λεωφορείο δεν μίλαγε κανείς τους. Τόση ήταν η αγωνία τους που το μόνο που σκεφτόταν ο καθένας τους ήταν το πόσο όμορφο θα ήταν στολισμένο.
Λίγο αργότερα έφτασαν. Μπροστά σε μια γυάλινη πόρτα με μια τεράστια επιγραφή :
 ‘Ο κήπος των Χριστουγέννων’ .
Ένας κύριος με πράσινη στολή και κατακόκκινη μύτη , πήρε τα εισιτήριά τους , επιβιβάστηκαν σε ένα ηλεκτρικό έλκηθρο και κατευθύνθηκαν στον πρώτο τομέα.
Αυτός ο κήπος ήταν ένα τεράστιο αίθριο , μία γυάλινη πολιτεία πλημμυρισμένη με φως.
Ο πρώτος τομέας είχε μικρά σε μέγεθος έλατα.
Δέντρα για μικρά σπίτια, για γραφεία ή επιχειρήσεις σκέφτηκε η μαμά του. Ενώ ο Παύλος πίστευε ότι προορίζονταν για σπίτια νάνων.
Δεν τους άρεσε και συνέχισαν στο δεύτερο τομέα.
Εκεί βρίσκονταν έλατα χρωματιστά. Ποτέ δεν φανταζόταν ο Παύλος ότι υπήρχαν δέντρα φούξια, μπλε, κίτρινα και μωβ.
Μάλλον προορίζονται για βιτρίνες καταστημάτων είπε η μαμά του ενώ ο Παύλος θυμήθηκε ότι την τελευταία φορά που έφαγε βατόμουρα η γλώσσα του είχε γίνει μωβ!
Θα θέλαμε να περάσουμε στον επόμενο τομέα , είπε η κα Λίζα στον οδηγό τους και προχώρησαν τριάντα τετράγωνα πιο κάτω. Τόσο μακριά του φάνηκε του Παύλου.
Ο τρίτος τομέας είχε έλατα μόνο με κλαδιά . Δέντρα χρωματιστά αλλά χωρίς φύλλα.
Μαμά ; Πού πήγαν τα φύλλα τους; Ρώτησε ο Παύλος τρομαγμένος.
Θα πέρασαν καμιά σπάνια αρρώστια και θα του έπεσαν τα φύλλα , είπε η μαμά του γελώντας.
Έκανε τότε νεύμα στον οδηγό να περάσουν στον  επόμενο και τελευταίο τομέα.
Ο Παύλος έμεινε με το στόμα ανοιχτό ! Η μαμά του δεν ήξερε πού να πρωτοκοιτάξει!
Έλατα που έφταναν ως τον ουρανό. Διώροφα ,τριώροφα, παχουλά με φουσκωτά χεράκια και άρωμα Χριστουγέννων.
Μαμά κοίτα ! Ένα έλατο τόσο ψηλό ,μου φαίνεται ότι θα χρειαζόμαστε δύο καρέκλες για να το φτάνουμε. Έλα Μαμά πες στον κύριο να σταματήσει. Αυτό ήταν το κατάλληλο δέντρο για αυτούς, το κατάλαβε αμέσως η μαμά του.
Θα θέλαμε να μας στείλετε αυτό το δέντρο στο σπίτι μας, παρακαλώ. Είπε η μαμά του.
Τότε ο οδηγός με την κατακόκκινη στρουμπουλή του μύτη έδωσε εντολή να το συσκευάσουν και να το στείλουν αμέσως.
Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη . Άρχισαν να τραγουδάνε τα κάλαντα από την χαρά τους. Τρισευτυχισμένη πήραν το δρόμο της επιστροφής . Μόλις έφτασαν σπίτι, έκαναν χώρο στο μεγάλο δωμάτιο και ότι περίσσευε το έβαλαν στο μικρό . Δεν πρόλαβε καλά καλά να περάσει λίγη ώρα και ακούστηκε το φορτηγό. Ο Παύλος έτρεξε στο παράθυρο φωνάζοντας .
Ήρθε Μαμά!  Τρέξε γρήγορα ν’ ανοίξεις!
Δύο ολοστρόγγυλοι κύριοι με κόκκινους σκούφους και πράσινες φόρμες , μετέφεραν το έλατο και το ακούμπησαν στο κέντρο του δωματίου.
Τότε η μαμά Λίζα και ο Παύλος το κοίταξαν σαστισμένοι και ξεκαρδίστηκαν στα γέλια!
Το έλατο αυτό πραγματικά ήταν λίγο μεγάλο για αυτό το σπίτι.
Με τα στολίδια όμως μαμά τί θα κάνουμε ;
Έχω μια ιδέα! Ακολούθησέ με στην κουζίνα . Είπε η μαμά του.
Χρειαζόμαστε ένα μπολ , αλεύρι, λίγο νερό και φυσικά μπόλικη ζάχαρη άχνη.
Μια τεράστια μπάλα ζυμαριού άρχισε να  παίρνει σχήμα.
Αστέρια , φεγγάρια , τρίγωνα και ολοστρόγγυλα ζυμαράκια στριμώχτηκαν μέσα σε τρία πελώρια ταψιά.
Η μαμά του τα φούρνιζε και ο Παύλος τα χιόνιζε με την άχνη.
Τα πιο όμορφα στολίδια μαμά! Φώναξε ο Παύλος.
Θα γίνει σίγουρα το πιο μυρωδάτο δέντρο του κόσμου, είπε η μαμά του.
Τρεις ώρες μετά , τα μπισκοτο-στολίδια ήταν έτοιμα για το χριστουγεννιάτικο δέντρο, όλα με μια κόκκινη κορδέλα .
Έλα Παυλίνο μου , βάλε εσύ το πρώτο στολίδι όσο πιο ψηλά πιο μπορείς.
Και έτρεξε ο Παύλος να φορέσει τις πιο χοντρές του κάλτσες για να φτάνει όσο πιο ψηλά γινόταν.
Χώρεσαν όλα τα στολίδια  και χιόνισαν το δέντρο τους με άχνη..
Καλά Χριστούγεννα Μανούλα μου!
Καλά Χριστούγεννα Παυλίνο μου!
Έγλυψαν την άχνη από τα πασαλειμμένα τους δαχτυλάκια ….
 ...και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!



Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Tristan und Isolde, Richard Wagner


Tristan und Isolde, Richard Wagner, Τζίνα Περγάμαλη

«Η Μπλανσεφλέρ ήταν έγκυος ενώ περίμενε τον σύζυγό της, αλλά εκείνος δεν γύρισε ποτέ. Ο Δούκας Μόργκαν που είχε κηρύξει πόλεμο εναντίον του τον σκότωσε. Λίγες ημέρες αργότερα έφερε στον κόσμο έναν γιο, του είπε τα παρακάτω λόγια και πέθανε: «Παιδί μου, του είπε, πολύν καιρό είχα επιθυμία να σε ιδώ. Και βλέπω τώρα την ωραιότερη ύπαρξη που γέννησε ποτέ γυναίκα. Θλιμμένη σε γέννησα. Θλιβερή είναι η πρώτη γιορτή που σου κάνω. Εξ αιτίας σου είμαι περίλυπη μέχρι θανάτου. Κ’ έτσι, αφού, γεννήθηκες με τη λύπη, τ’ όνομά σου θε να ‘ναι Θλιβερός, Τριστάνος.»

παρ’ όλα αυτά η θλίψη μεγάλωνε και έβγαζε κλαδιά που στροβίλιζε με μανία να διώξει τη τύχη της στο
ουράνιο πέραν.
μεγάλωνε μαζί της και η σκιά της, όμως αυτή, έδειχνε χαρούμενη, απόμακρη να φωτίζει το σκοτάδι.
κοντά της αναζητούσαν θέση μικρές λιλιπούτειες ευχές, γράμματα, όνειρα που έψαχναν να διώξουν το
φεγγάρι.
ήταν όμως αλλιώτικο στο κάθε μαξιλάρι, είχε μυρωδιές χειμωνιάτικες και φθινοπωρινές.
κάπου κάπου συναντούσες λίγη άνοιξη, όμως δεν ήταν αυθόρμητη.
ερχόταν να γεμίσει άδειες θέσεις.
κι ο χώρος όλο και μεγάλωνε μαζί με την σκιά του.
έμοιαζε να δίνει ζωή αλλιώτικη στο δέντρο.
ώσπου έφτασαν οι μέρες που οι ευχές έπρεπε να γεννηθούν ή να γεννήσουν.
το δέντρο ήθελε φεγγάρι να μεγαλώσει και η σκιά του μέρα για να φανεί.
μέσα στην αλήθεια του φεγγαριού η μέρα έπρεπε να τελειώσει.
η γέννηση φωνάζει για σκοτάδι, σιωπή και ηρεμία.
δεν έρχεται να δείξει τη νιότη της, μα την αγάπη που την έσπρωξε να βγει.
η γέννηση, ευχή της έχει το σκοτάδι για να απλώνεται.
σκίζετε με χέρια παγωμένα.
με πόθο να εκπληρώσει το όνειρό της.
γίνεται σύμπαν που φωτίζει πρόσωπα, χαμόγελα, αγκαλιές.
υψώνει τη θλίψη μακριά ως το πέραν τ’ ουρανού,
να συναντήσει όσους δεν βλέπει γιατί η σκιά τους δεν άντεξε τη μέρα.
και εκείνοι φοράνε φορεσιές με ευχές μεγαλωμένες.
λευκή γενειάδα από σύννεφα που πέρασαν για νά ‘ρθουν .
κι οι πόρτες τους αμέσως τους γνωρίζουν.
τα μαξιλάρια, τους θυμούνται και βουλιάζουν από αγάπη.
άσε τις πόρτες ανοιχτές, ευχές να σε γεμίσουν.
καρδιές με γράμματα θα φτάσουν, να σε κρατήσουν σφιχτά,
να σ’ αγκαλιάσουν.
Χριστουγεννιάτικες ευχές






Η Τζίνα Περγάμαλη γεννήθηκε στη Χαλκίδα με καταγωγή από το Πειραιά.
Σπούδασε Όπερα και Πιάνο στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών και ειδικεύεται στη Μουσικοθεραπεία.

Γράφει παραμύθια και ιστορίες, επιμελείται και παρουσιάζει τη ραδιοφωνική εκπομπή Radio days - Ημέρες Ραδιοφώνου.

Πηγή: Περιοδικό Αν ( 
http://www.anmag.gr/ )