Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου

Ιωάννης Βογιατζής



Ιωάννης   Βογιατζής

Έξοδος

Ποίηση

Σκύρος  2001 – 2004

(Ιωάννης Βογιατζής PDF)



(κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις πανδώρα // Αθήνα 2006)

Α. Πρόλογος

Το πρώτο έργο του Ιωάννη Βογιατζή  είναι  η ποιητική συλλογή ΕΞΟΔΟΣ.
Η τριαδικότητα της δημιουργίας του είναι η Σκύρος, η ζωγραφική του Μάνου Φαλτάϊτς και η ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Αυτή είναι η γλώσσα του ποιητή, ο τόπος του και η κατοικία του.  
Ο Ι. Βογιατζης πλάθει απ' τα σπλάχνα της ποίησης του Ελύτη την Σκύρο και την ομορφιά της, ακροβατεί στην άβυσσο αναζητώντας ενδότερα στην ψυχή του και στις μνήμες του την αλήθεια ως λυτρωτική και επαναστατική πράξη αγνοώντας τον θάνατο ως φόβο και προσεγγίζοντας τον υπαρξιακά ως ιδέα μετάβασης και μεταφυσικότητας.


Σ. Λάμπρου  



Αποτέλεσμα εικόνας για εξοδος Ιωαννης βογιατζης


Β. Περιεχόμενα 

Η ποιητική συλλογή έχει χωριστεί σε έξη μέρη :
(i) // Το εικονοστάσι //  που περιέχει 7 ποίηματα και είναι εμπνευσμένα από τη ζωγραφική του Μάνου Φαλτάϊτς
(ii) // Νοσταλγία // και περιέχει ένα ποίημα
(iii) // Επιστροφή ανήμερα του Αγίου Νικολάου // και περιέχει ένα ποίημα
(iv) // Οι τρεις Μάγοι // και περιέχει ένα ποίημα
(v) // Τα τέσσερα πρόσωπα // και περιέχει 4 ποίηματα αφιερωμένα στην Αναστασία Παπαχαραλάμπους 
(vi) // 'Eνα καράβι στη μέση της θάλασσας //και περιέχει 4 ποίηματα αφιερωμένα στην Αναστασία Φαλτάϊτς 



Μάνος Φαλτάϊτς
1938-2012

Γ. Επιλογή Ποιημάτων

(1) Το Εικονοστάσι 

Ο  Αντίνοος


   Ω! ναι … απόλαυσα το κορμί
   Χωρίς ντροπή
   Γυμνό πάνω στην άμμο
   Αχ! ναι… γυμνό όπως ο Νείλος
   Κατεβαίνει να συναντήσει την θάλασσα.
 
   Πέταξε τα βέλη
   Το μαχαίρι και τη χρυσή του ζώνη
   Στεκόταν τώρα γυμνός
   Ένα άγριο άλογο στις όχθες του Σαγγάριου
   «Πώς να σωθώ;» σκέφτηκα
   Μάταια το ριζικό μου δεν αλλάζει.
   Κι άπλωσα το χέρι ξέροντας
   Ότι στην αγκαλιά του θα μπορούσα και να πεθάνω.

   Ξάπλωσα το σώμα
   Το άγγιζα και γινόταν πεύκο
   Στο δάσος που σε συνάντησε ο Άττις
   Και τότε, μεγάλωσες το καλοκαίρι
   Το ‘βγαλες πλάι στη θάλασσα
   Ν’ ασπρίσει  όπως πανί που ταξιδεύει.
   Γινόσουν νυχτερινή δροσιά
   Φεγγάρι κρεμασμένο σαν την ηδονή
   Που περιμένει με θλίψη ν’ ανοίξει μία πόρτα.
   Τρέμουν τα βουνά φεύγουν τα ποταμιά
   Οι λίμνες έρχονται στα μάτια σου
   Τι μάτια!
   Μενεξέδες που βγήκαν ν’ αγναντεύσουν  τ’ άστρα.
   Φιλούσα τούτο το σώμα στο σκοτάδι με ρίγος
   Στα δάχτυλά μου τρέμαν τα πουλιά
   Δανείζαν τη λαλιά τους για να μιλήσω εγώ
   «Η μοίρα μου είναι γραμμένη απ’ τους σταυρούς».

   Η άμμος ζέσταινε τα κορμιά
   Ένωνε τις ανάσες
   Μόνοι εμείς κι ο Νείλος δίπλα
   Γλιστρούσε ανάμεσα
   Μας έδινε πανιά, κατάρτια και ταξίδια
   Στις πεδιάδες της Βιθυνίας οι λεύκες αγκάλιαζαν τον ύπνο σου
   Αφού πάνω στ’ άλογα δάμαζες τη ζωή
   Ή, πάλι, πέταγες στον Ελικώνα
   Για να σφίξεις ακόμη μια φορά τους όρκους του Νάρκισσου.
   Ω! Τα φιλιά σου γεμίζουν τη νύχτα μ’ άστρα
   Είναι το κορμί σου στην αμμουδιά καράβι
   Τα χέρια  ποτάμια με κερασιές στις όχθες
   Τα μάτια σου η γαλάζια αυγή στον ορίζοντα των νησιών
   Τα χείλη σου δροσερή σπηλιά που κατοικούνε νύμφες
   Η αγκαλιά σου αίνιγμα
   Που αν το λύσεις ανοίγεις την πόρτα του παράδεισου.
 
   Έφυγες αφήνοντας μια βαθιά δαγκωματιά στην άκρη των χειλιών μου
   Τώρα πια ένα ποτάμι χωρίζει το σώμα μου απ’ το σώμα σου
   Τι γύρευα εκεί στην έρημο;
   Τι έψαχνα μακριά απ΄ τις κραυγές και τον ορυμαγδό;
   Ψηλά στον ουρανό ένα γεράκι σέρνει το αμάξι του ήλιου
   Οι ώρες που αγάπησα έγιναν αιθέρας, άμμος,
   Ποίημα που κερδίζει με φως την άλλη πλευρά της χίμαιρας.

   Πάνω στη σαρκοφάγο του Αντίνοου
   Οι ιερείς έγραψαν
   «Υπακούστε  στ΄ ουρανού την εντολή».

                                                                        ( 20-1-2002)




ο Αντίνοος 
Πίνακας του Μάνου Φαλτάϊτς


Το  Κοιμητήρι


   Όλα τώρα αναπαύονται στη βροχή
   Λόγια, γυμνά πρόσωπα
   Δάκρυα και χέρια
   Που τα ‘φτασε ο λυγμός μέχρι τον ουρανό
   Ο πόνος αλλάζει σώμα
   Γίνεται προσδοκία για ένα καινούργιο πάθος
   Ό,τι κάνουμε στη γη
   Αντηχεί στην αιωνιότητα .

   Μια ζωή θέλησα
   Με λίγα δέντρα στην άκρη των δρόμων
   Με λίγα σύννεφα
   Για να διαλύουν την απουσία
   Που μας φθίνει και μας θέλγει.
   Δεν απομένει
   Παρά λίγο χώμα βαθιά στα νύχια
   Όταν σκάβεις να θάψεις τα κόκαλα των νεκρών
   Τις σιωπές και τα ονόματά τους
   Κι εκείνο τ’ αμυδρό φως
   Που τους οδηγούσε στη θάλασσα .

   Όταν ακούσεις μια φωνή μες στη νύχτα
   Το αίμα σκύβει στις κρήνες
   Να ξεπλυθεί απ’ το θάνατο
   Όταν δεις ψηλά την αστραπή
   Η τέφρα αληθεύει
   Εξαγνίζει το παρελθόν
   Και μ’ ένα δυνατό κύμα
   Κατοικεί το μέλλον.

   Μεγάλωσα δίπλα στη θάλασσα
   Σ’ ένα σπίτι με πέτρες που ζεσταίνονται στον ήλιο
   Μυρωδιές από βότανα και γιασεμί
   Και μια μεγάλη λεύκα σε χώμα μαύρο
   Όπως το σώμα της γυναίκας μου.
   Τ’ όνειρο είναι τόσο εύθραυστο
   Που μόνο να το ψιθυρίσεις μπορείς
   «Σοφία, δικαιοσύνη, γενναιότητα κι εγκράτεια»
   Τίποτ’ άλλο δεν απομένει
   Λίγο χορτάρι πάνω απ’ τους τάφους
   Κι εκείνα τα κυπαρίσσια που φωνάζουν
   «Σωπάστε, σωπάστε,
   Ακούστε τα λόγια των νεκρών».
   
                                                        (18-9-2002)





(2) Νοσταλγία 

Ένα δάκτυλο αγγίζει πάνω στο τζάμι
Τον άγγελο που μόλις ήρθε
Αλλά τώρα ανεβαίνει ξανά στους αιθέρες
Αφήνοντας ανοικτές τις πόρτες
Και τις καταιγίδες έτοιμες
Να κατεβάσουν απ’ τα βουνά
Το μαύρο χώμα που σκεπάζει τις στέγες
Και πάντα κολλάει στα πέταλα των αλόγων.

΄Ενας κένταυρος κοιτιέται στον καθρέφτη
Ανοίγει πέρασμα για να με βρει η φωνή του
Αγχιβασίην
Από τις φυλλωσιές της άνοιξης
Στης Αίτνας τους καπνούς και τη στάχτη
Η ψυχή παίζει και γλιστρά στα βάθη των ηφαιστείων
Δεν γύρεψα την αλήθεια
Μοναχά μια ζωή
Σαν από θαύμα ν’ ακυρώσει το θάνατο
Κι όμως η τελειότης πάντα κελαηδάει μέσα μας.

Τούτο το σπίτι αποστήθισε τη νοσταλγία μου
Για το άγιον ανάμεσα σε φύλλα λυγαριάς,
Τον Αύγουστο  μες στα κοχύλια
Να ψάχνει τα λόγια των φιλοσόφων
Αγχιβασίην
Μήπως κι ολοένα πιο ψηλά απ’ τα όνειρα
Φτάσουμε στους ελαιώνες της ποίησης.

΄Ολα όσα αγάπησα
΄Εγιναν ευωδία πάνω στα βρεγμένα φύλλα
΄Ολοι όσοι μ’ αγάπησαν
Μέτρησαν κεραυνούς
Κι έμαθαν πώς να οσμίζονται το θάνατο.
Ψηλότερα κι απ’ την ελπίδα
Αστράφτει η λύπη
΄Ετοιμη να υποκλέψει κάθε θύμηση
Απ’ την αρχική ομορφιά της άμμου.

(Σκύρος, 29-11-02)

     (3) Επιστροφή ανήμερα του Αγίου Νικολάου 

    Κι αν μου δόθηκε τούτη η χάρη
    Να ξαναγυρνώ στη Σκύρο την ανεμοδέα
    Και γι’ αυτό φιλτάτη
    Και στ’ άλλα λιμάνια
    Να κοιμούμαι πάνω σε δίχτυα
    Που δεν τα λύγισε το βάρος των ψαριών,

    Ν’ αγγίζω στο σκοτάδι
    Τη γύμνια του φεγγαριού και στα χέρια μου
    Να σπαρταρούν Πλειάδες,
    Στον ίσκιο της ελιάς
    Να σμίγω με το δροσερό χορτάρι
    Και μια επίμονη φωνή
    Κλεισμένη χρόνια σ’ αυτά τα μάτια
    Σκοτεινιάζει όπως πέλαγος
    Που δεν το χάιδεψε η Πούλια.

    Κι αν μου δόθηκε τούτη η χάρη
    Οι πικροδάφνες κάποτε στεγνώνουν απ’ τη  βραδινή βροχή
    Και προς τις αρχαίες κολώνες
    Σαύρες θα οδηγούν την  Περσεφόνη.
   
    Τίποτα δεν έφερα σε τούτο το νησί
    Το δοξάρι, την παλαίστρα και τον καθρέφτη
    Μου τα πήραν για να στολίσουν το έρεβος
    Γυμνή η φτέρνα μου δεν αντέχει άλλες Τροίες
    Πώς να ξεγελάσεις το θάνατο
    Αν δε  σε μάθει ο Εύξεινος Πόντος
    Να μετράς στα κύματα το πέντε και το δέκα
    Να κλείνεις στην παλάμη σου
    Την ευκτική αορίστου κι ύστερα
    Να την πετάς στα νερά  νησιών
    Ίδια σελήνη, υπέροχη κι απλή
    Ως δασεία στην πλώρη της Ελλάδας.
     
    Σε τούτο το νησί
    Έφερα μοναχά μια δασεία
    Όμοια με φρύδι ανθρώπου
    Όταν ο ύπνος τον σκεπάζει με τα κίτρινα φύλλα.  
                                                        
( Λιναριά Σκύρου, 6-12-2002) 





(4) Τα τέσσερα πρόσωπα

Η Μνήμη του Δάσους


Μέσα στους θάμνους αναπνέω
Τα δάχτυλα χορταριάζουν και στα βλέφαρα
Μεγάλα δέντρα που αμάρτησε γι’ αυτά ο ήλιος
Γεμίζουν το φως ως είδωλα του Αχιλλέα
Κοιτάζω τα φύλλα για να  ‘ρθούνε βροχές
Σκάβω στις ρίζες για ν’ ακούσω τη γη
Αγγίζω το πεύκο
Κι η σκιά του γίνεται σπίτι μου
Υγρή παλάμη βαστά της καρδιάς τον χτύπο
Μέτρησα ζωές και με κραυγές
Πλήρωσα ένα φιλί βελανιδιάς
Για να ξεγελάσω μυστικά καμωμένα για ματαιότητες.

Δος μου πιότερο από ένα τέλος
Τις μέλισσες και τα νούφαρα
Ο άνεμος γυρίζει πάλι εδώ
Να φτάσει το σώμα μου στο ύψος του πλάτανου
Τα μάτια σκύβουν να κλέψουν
Την περιουσία μιας χελώνας όταν επιστρέφει
Στον κόσμο υπομονή και αυτάρκεια.
Πού είναι το σκοτάδι και πού το φως
Πού το ξύλο και πού η πλώρη;
Τη γαλήνη την έχασα όταν έπαψα να πιστεύω στα δέντρα
Στις πηγές η αθωότητα πλάθει νύμφες
Και στους νάρθηκες ζωγραφίζει αγγέλους
Το φως σκιρτά γύρω
Και τρέχει σαν το ζαρκάδι
Στις σπηλιές που Κένταυροι καίνε θυμάρι
Για να ευωδιάσουν τα μεγάλα ταξίδια.

Δύο γεράκια κατεβάζουν τον ήλιο
Να ζεσταθούν τα  χέρια
Μετέωρα  φύλλα μιας νιότης
Ανέγγιχτης απ΄ το ρυάκι του δάσους.


                                                      ( 30 - 4 - 2003)




(5) 'Eνα καράβι στη μέση της θάλασσας

Δ.


Καθρέφτης είναι η θάλασσα
Των προσδοκιών και των ονείρων μας ακόμα κι όταν
Η μοίρα ακυρώνει το νόημα
Από κάθε ταξίδι.

Τρίζει η πόρτα
Ο αγέρας ζεστός κι άοσμος
Αγγίζει την κρυφή νύχτα
Κι ως μέσα
Το άγνωστο μαντείων δώρο επιστέφει.
Περαστική ωστόσο η θάλασσα
Με βρίσκει μες στο λιβάνι
Να μπερδεύω τα χείλια σου με τα κύματα
Που ‘ναι το ίδιο όταν σε θόλο σκοτεινό
Ανάβουν κεριά οι νεκροί για να βλέπουμε την αλήθεια.
Δεν είναι το αίνιγμα που διαρκεί
Είναι το δάχτυλο μες στην αλκή του χρόνου
Είναι το υψωμένο μες στην έρημο φίδι
Για να ευδοκιμήσει η λύπη και ευωδιές
Αρκούν να σπρώχνουν το καράβι μ’ ανοιχτά πανιά
Σε θάλασσα που υπακούει στη μνήμη
Κι η εξορία απ’ την ίδια πάντα φτέρνα
Να δαγκάνει την τελειότητα.

Από πού λοιπόν να πιαστείς;
Δέκα χρόνια μες τη σκουριά
Το άγιον αποστηθίζω
Και με τ’ αλέτρι βαθαίνω στο χρόνο.
 ( Σκύρος 2004)


                                                                        
Αναστασία Φαλτάϊτς

Δ. 
Κριτικές για την ποιητική συλλογή  «Έξοδος»

Κική Δημουλά : « Υποπτεύομαι ότι αυτά τα ποιήματα τα έγραψε ή σας τα υπαγόρευσε ένας από τους τρεις μάγους. Εκτός κι αν η Σκύρος παράγει μαγεία συν τοις άλλοις. Σας ευχαριστώ γι’ αυτή την έξοχη δασεία στην πλώρη του ... ύπνου». ( 13-6-2006)

Παπαγεωργοπούλου Χρυσούλα ( Σύμβουλος φιλολόγων) : « Διαβάζοντας τα ποιήματά σας αισθάνθηκα πως αποτελούν πράγματι μια «έξοδο» από τα όρια του συγκεκριμένου και προκαθορισμένου».

Θανάσης Νιάρχος ( κριτικός λογοτεχνίας) : « Ευχαριστώ θερμά για την καλοσύνη που είχατε να μου στείλετε το ποιητικό σας βιβλίο « Έξοδος». Χαίρεται κανείς τη δυνατότητά σας να μεταβάλλετε με τα ποιήματά σας τη Σκύρο σ’ ένα χώρο συμπαντικό, σχεδόν, όπου μέσα του συντελούνται θαυμαστές αποκαλύψεις. Βέβαια αν συμβαίνει αυτό δεν είναι απλά και μόνο γιατί λειτουργείτε ποιητικά, αλλά γιατί η αρχαιογνωσία σας καθώς και η γνώση της μυθολογίας σάς επιτρέπουν ν’ αναγνωρίζετε ένα νόημα σε κάτι τι που το ποιητικό σας αίσθημα αφουγκράζεται».

Καίτη Λειβαδά ( Εκδότης του περιοδικού « Αριάδνη» ) : ο Ιωάννης Βογιατζής είναι ποιητή βαθυστόχαστος και ερευνητικός των μυστηρίων του κόσμου και της ψυχής. Έχει αναθέσει στον εαυτό του το χρέος να διεισδύσει στα μυστήρια, αποκρυπτογραφώντας, αναπλάθοντας, ερμηνεύοντας τους αρχαίους μύθους. Για το σκοπό αυτό έχει διαμορφώσει μια ποιητική γλώσσα ανάλογη, με λαβυρίνθους, με παλινδρομήσεις και με μαιάνδρους που τείνει να δώσει στον υπερρεαλισμό το νόημά του».

Σοφία Φίλντιση ( Συγγραφέας) : « άσκηση της γραφής, της γλώσσας, της κίνησης των ονείρων, άσκηση της αναπνοής, σάμπως χρόνια κάτω από τα νερά.... Καθώς, δεν σου το κρύβω... Από της « Έξοδό» σου ασθμαίνουσα βγαίνω... Γιατί... ούτε μια τελεία... Τελεία! Άχρηστο σημείο στίξης. Να ‘σαι καλά, αυτό ταιριάζει στην ποίησή σου».

Σπύρος Γκρίντζος ( συγγραφέας) « Θαυμάζω πραγματικά το ταλέντο σας και την ευρηματικότητα του λόγου σας. Νομίζω ότι είναι μια από τις ωραιότερες ποιητικές συλλογές που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια. Εντοπίζω ως μεγαλύτερη αρετή στο ταλέντο σας την ικανότητα ο στίχος σας να παράγει εικόνα ή συναίσθημα. Καθώς επίσης είναι και η σκηνοθετική σας ικανότητα».






Ε. Βιογραφικό - Εργογραφία 

Ο Γιάννης Βογιατζής εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έζησε δεκαπέντε χρόνια στη Σκύρο και έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: Έξοδος (Πανδώρα, 2006), Πάνω από τις στέγες (Οδός Πανός, 2008), Εν Σκύρω τη φιλτάτη (Οδός Πανός, 2009) και Iστορίες της αϋπνίας / Εν Σκύρω τη φιλτάτη (Οδός Πανός, 2014). 


Ιωάννης Βογιατζής 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου