Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τριανταφυλλόπουλος Νίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τριανταφυλλόπουλος Νίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Φίλιπ Σέραρντ (μεταφραστής του Σεφέρη), η γυναίκα του Ντενίζ Χάρβεϊ και η Λίμνη Ευβοίας





1) Φίλιπ Όουεν Άρνοουλντ Σέραρντ (Philip Owen Arnould Sherrard, 23 Σεπτεμβρίου 1922 – 30 Μαΐου 1995) Άγγλος συγγραφέας, μεταφραστής και διανοητής.

Το έργο του περιλαμβάνει σημαντικές μεταφράσεις (στην αγγλική) Νεοελλήνων ποιητών, καθώς και βιβλία για τη νεοελληνική λογοτεχνία, πολιτισμό, μεταφυσική, τέχνη και αισθητική. Ως πρωτοπόρος των νεοελληνικών σπουδών στην Αγγλία, είχε σημαντική συμβολή στο να καταστήσει μείζονες Έλληνες ποιητές του 19ου και του 20ού αιώνα γνωστούς στον αγγλόφωνο κόσμο. Υπήρξε επίσης ο συγγραφέας πολλών θεολογικών-φιλοσοφικών μελετών, σχετικών με την προέλευση της κοινωνικής και πνευματικής κρίσεως που πίστευε πως μαστίζει τον σύγχρονο ανεπτυγμένο κόσμο, εξετάζοντας ειδικότερα τη σύγχρονη στάση απέναντι στο περιβάλλον από τη χριστιανική οπτική.

2) Το 1959 ο Σέραρντ αγόρασε μέρος ενός εγκαταλελειμμένου ορυχείου λευκόλιθου κοντά στη μικρή κωμόπολη Λίμνη Ευβοίας. Εκεί φύτεψε δένδρα και θάμνους, ενώ βοήθησε στην αποκατάσταση των σπιτιών του διοικητικού προσωπικού του ορυχείου. Το 1970 δέχθηκε να αναλάβει μία κοινή θέση λέκτορα με θέμα την Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο Κινγκ'ς Κόλετζ και στη Σχολή Σλαβονικών και Ανατολικοευρωπαϊκών Σπουδών (SSEES) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Μετά την παραίτησή του από εκεί το 1977, επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου η Λίμνη Ευβοίας έγινε ο τόπος μόνιμης κατοικίας του.

3) Το 1979 νυμφεύθηκε τη δεύτερη σύζυγό του, την εκδότρια Ντένις Χάρβεϋ (Denise Harvey). Το 1980, μαζί με τους Κηθ Κρίτσλοου (Keith Critchlow), Μπράιαν Κημπλ (Brian Keeble) και την ποιήτρια Καθλήν Ρέιν, ίδρυσαν το περιοδικό Temenos, μία επιθεώρηση αφιερωμένη στις «τέχνες της φαντασίας». Αυτό οδήγησε τελικώς στην ίδρυση της ομώνυμης «Ακαδημίας Temenos», ενός εκπαιδευτικού οργανισμού με έδρα το Λονδίνο. Σήμερα και το περιοδικό ονομάζεται Temenos Academy Review.


Ο Σέραρντ απεβίωσε στο Λονδίνο σε ηλικία 72 ετών και τάφηκε κοντά στο ορθόδοξο παρεκκλήσιο που είχε κτίσει στο κτήμα του.

4) Ενα άτυπο εργαστήρι μετάφρασης των παπαδιαμαντικών κειμένων στα αγγλικά έχει δημιουργηθεί στη Λίμνη Ευβοίας, γύρω από την Ντενίζ Χάρβεϊ, την ιδρύτρια των εκδόσεων Denise Ηarvey Publishing.

Ο φιλόλογος Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, κριτικός εκδότης του Παπαδιαμάντη, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, αφοσιωμένος μελετητής του έργου του, ο πατήρ Λάμπρος Καμπερίδης, βυζαντινολόγος και μελετητής του Παπαδιαμάντη, οι ελληνιστές και μεταφραστές Ντέιβιντ Κόνολι, Πίτερ Μάκριτζ, Λιέντιν Σέραρντ, Γκέιλ Χολστ-Γουόρχαφτ, Φίλιπ Ραμπ, Εϊβι Σάρον, Αντριου Γουότσον, Παύλος Σφυρόερας και Μαρία Χατζηγεωργίου, οι ερευνητές Ελίζαμπεθ και Γκαρθ Φάουντεν, κάτοικοι της Λίμνης, ο σκοτσέζος ιερέας Τζον Ράφαν και αρκετοί ακόμη πλαισιώνουν την πρώτη προσπάθεια συστηματικής μετάφρασης του Παπαδιαμάντη στα αγγλικά.

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Φυρονεριά στη Χαλκίδα, Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος


 Φυρονεριά στη Χαλκίδα


Κάπως παλιό όνειρο: βρίσκομαι στη θαλασσινή αγκάλη της Σουβάλας, τρεις φορές πλατύτερη απ’ όσο στην πραγματικότητα. Φυρονεριά μεγάλη και περπατώ με στολή σημαιοφόρου στην επικράτεια της άμπωτης, στην πλευρά της Μέσα Παναγίτσας. Αμέριμνος και χαρούμενος. Όχι πολύ ανοιχτά, δυο τρία πολεμικά. Πληρότητα θαλασσινού παραδείσου.

Ευκολοεξήγητο ενύπνιο: η λαχτάρα της ναυτικής θητείας και η χαρά των τραβηγμένων νερών. Η πρώτη οριστικά ματαιωμένη, η δεύτερη μεγάλη καλοκαιρινή απόλαυση, έστω και περιοδική. Όταν κοντεύει να μπει το καλοκαίρι, παρακαλάω το πρώτο κολύμπι να πέσει σε μέρα μεγάλης φυρονεριάς. Τότε η στενή ακτή του φάρου, όπου πια μόνιμα κολυμπώ, φαρδαίνει πολύ, όσα χρόνια κι αν κουβαλάς, προχωράς ανέμελα και σκιρτητικά στα γυμνά και μισόστεγνα βράχια, προγεύεσαι ολόκληρος την πρώτη βουτιά.

Όταν σιμώνει το τέλος του φθινοπώρου, σχεδόν δέομαι να μην κολυμπήσω για τελευταία φορά μέρα πλημμυρίδας. Η δέησή μου συχνά αστοχεί. Τα νερά έχουν φτάσει στα ριζά της Κακής Κεφαλής, δυσκολεύομαι να φτάσω στο σημείο απ’ όπου βουτάω, μου χαλάνε τη μισή όρεξη τα σκουπίδια που επιπλέουν και δεν υπάρχει τρόπος να τα μαζέψω, δύσκολα βρίσκω μέρος ν’ αφήσω τα ρούχα μου. Όταν, τέλος, βγω από τη θάλασσα, δεν έχω όρεξη ν’ αγναντέψω κατά τη Λίμνη, πού να καθίσω ή πού να σταθώ; Αποχωρώ άκεφος, σαν οπαδός ομάδας που ‘χασε το πρωτάθλημα στον τελευταίο αγώνα.

Τσαλαβουτάω με τα μπατζάκια σηκωμένα, μισοθυμωμένος με τον εαυτό μου, που ήθελε να κολυμπήσει, τέλη Νοεμβρίου, με τα νερά πλήμμα. «Τι μ’ έπιασε πάλι κι έπαιξα σε μια ριξιά τη χαρά όλων των φετινών μπάνιων; Θα με κυνηγάει ως το άλλο καλοκαίρι η ανοστιά της σημερινής μέρας», σκέφτομαι βαρύθυμος.

Αποφασίζω να μην περάσω από το άλσος του φάρου και, φτάνοντας στην ανατολική ακτή, δεν κατεβαίνω στην άμμο τη θαμμένη από τα πλαστικά. Τώρα που οι κολυμβητές αποδήμησαν, η δημοτική αρχή, αριά και πού, στέλνει να καθαρίσουν την ακρογιαλιά. Δεν στρέφω το πρόσωπο προς το φάρο και το μπουγάζι, δεν θέλω ν’ αποχαιρετήσω το Καντήλι και τη θάλασσα.

Φεύγε, φεύγε! Αποδημήσανε και οι δροσινικές σουσουράδες!

Είναι εντελώς αλλιώτικη αυτή η στερνή μέρα της κολυμβητικής περιόδου, όταν έχει φυρονεριά το μεσημέρι, ακόμη κι αν ψιχαλίζει και φυσάει βοριάς που μηνά χιόνια στη Δίρφη. Προτιμώ τη δυτική πλευρά του φάρου για να χαρώ τα χρώματα της ενάλιας στεριάς. Όταν βγω από το νερό, περνάω στην ανατολική από τα βράχια της μύτης του φάρου. Πάω αργά και σταματώ πότε πότε για ν’ αποχαιρετήσω τον ξενερισμένο κόσμο.

Όσο κι αν οι λογής ψαράδες τρυγάνε αλύπητα τα παράκτια, όλο και κάτι σαλεύει στις λεκάνες που σχηματίζουν τα βράχια: γαρίδες, πετροκάβουρα, αθερίνες, ξεκοπαδιασμένα κεφαλόπουλα, νωθρές χειλούδες, στη χάση και στη φέξη κάποια τολμηρή πέρκα, μια φορά στα πέντε χρόνια καμιά σουπιά, κοχλίδια, που οι Χαλκιδαίοι τα λένε «σκαλτσίνια», αλλά οι Λιμνιώτες και οι Σκιαθίτες «γκρινιάτσα».

Παρηγοριέσαι με τούτα τα ταπεινά, δεν στέγνωσε ακόμη η θάλασσα, δόξα σοι ο Θεός! Ύστερα από τα βράχια η λίγη άμμος της ακτής Παπαθανασίου. Αν δεν ήταν ο φόβος για τα σπασμένα γυαλιά ή καμιά σύριγγα, θα έβγαζα τις σαγιονάρες, μπορεί κιόλας να στεκόμουν λίγο να δω εκείνο το χαμογελαστό παράλυτο παλικάρι που κολυμπάει μοναχικό. Το φέρνει η μάνα του με καροτσάκι. Από την άκρη μιας τσιμεντένιας ράμπας γλιστράει στο νερό, όπου το μεγάλο του κορμί χάνει το άτονο βάρος του. Το κουμαντάρει ο κολυμβητής μια χαρά, κάνει βόλτες με αργό κρόουλ, έχει ψυχράνει αλλά δεν βιάζεται να ξενερίσει, έξω από τη θάλασσα θα είναι σαν το ψάρι στον πάγκο του ψαρομανάβη.

Μακάρι να μπορούσα να περιγράψω καλύτερα την άμπωτη που μεταμορφώνει το παραθαλάσσιο τοπίο, αλλάζει το φως, δίνει άλλη γεύση στο μεσημέρι και, είτε κολυμπώ είτε στεγνώνω στα βότσαλα, μου κουβαλάει όλα τα εξώφυλλα των παιδικών περιοδικών της μαθητικής μου ζωής.  


Το ανωτέρω κείμενο, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τα Νεφούρια (τχ. 26, 2011)

Φωτογραφία : Δημήτρης Καρβέλης 

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

Για το θαλασσινό αηδόνι

Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος

Για το θαλασσινό αηδόνι (haiku)

α'

Σκοινί σου ρίχνω
να με δέσεις στην πρύμη
Παπαδιαμάντη

β'

Δόλιο τρυγόνι
κλωνάρι να πλαγιάσω
δε βρίσκω μάνα.

γ'

Θάλασσαν άμμο
φύκια - μαζί κι εμένα
σφαλνά το δίχτυ.

δ'

Λάκκο το λάκκο: 
Chè la diritta via 
era smarrita.

ε'

Δίχως κιθάρα·
σωπαίνοντας κωμάζει
πικρό τ' αγόρι.

στ'

Η σάρκα κρίνο
σε θάλασσα φεγγάρι
- άσωστος πόνος.

ζ'

Όνειρο στο κύμα

Συ τον γκρεμό σου
κι αυτή το μονοπάτι
- σωστά τραβάτε.

η'

«Μαθιέ μου π'λάκι μ' 
θα σ' έπαιρνα ...» - λεπίδι
σε σφάζει ο λόγος.

θ'

Καιρούς εκεί στην 
αιώρα της αβύσσου: 
Να το προικιό σου!

ι'

Μισός στην άμμο
για τη σκληρήν αγάπη
μισός στο κύμα.

ια'

Σβήνει και πάει
η κόρη στο σκοτάδι
ατμίδα δρόσου.

ιβ'

Νοσταλγός

Στην αμφιλύκη 
ρέμβη τα παλαμάρια
λύνει του ονείρου

ιγ'

Γλυκασμού δρόσο
τ' αργυρόηχο γέλιο
βουβός ρουφάει.

ιδ'

Άνθος του γιαλού

Η κόρη φλόγα
και χορεύει στο κύμα
η προσευχή της.

ιδ'

Το καμίνι

Την κόρη φέρνει
στην αγκαλιά του ναύτη
σκάλα μετάξι

ιστ'

Το αστεράκι

Βλαστός μυρσίνης 
τ' ανάστημα της Πούλιας
γλυκά μαρμαίρει.

ιζ'

Ενιαύσιον θύμα

«Δίπλα φεγγάρι»·
η θάλασσα και φέτος
τροχίζει δόντια.

ιη'

Αχ Ακριβούλα 
στου φεγγαριού τη χάση
που ταξιδεύεις;

ιθ'

Αχειροποίητο
της Λούκαινας η εγγόνα 
στοιχειώνει ποίημα.

κστ'

Τραχύν αιπόλον 
στα φτερά της σηκώνει
αύρα πραεία.

κζ'

Αχ η Ακριβούλα
του φληβά συντυχαίνει
Ζήσιμε φίλε.

κη'

Λόγια του Ανέμου
λορνιόν και πριγκιπέσσες - 
«Δωσ' μου ένα σπίρτο».

κθ'

Νεκρός ταξιδιώτης

Ν' αράξω Θέ μου
το κουφάρι μου δώσε
στη μάνα Σκιάθο.

λ'

(Κι η Σκιάθο; Fuit...
Αστοί κι επαναστάτες
τη διαγουμίσαν.)

λα'

«Την αψαμένην...»
Μοσχοβολάς γαλήνη, 
καλά θα πλέψεις.

λβ'

Λαμπριάτικος
μινυρίζει τ' αηδόνι
και πρώτος ψάλτης.



Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Ποιήματα και στίχοι απ' το διήγημα Βαρδιάνος στα δεμένα

Βαρδιάνος στα δεμένα, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος

'Αι! το καραβάκι! με την πλώρη
να δρομεί ζαρκάδι στον αφρό
πάει και πάει - ως πάει κι η κόρη 
μέσα στ' όνειρο της αλαφρό.

Πάει - με το κατάρτι - κι η σελήνη
φέγγος καρφωμένο στον ιστό - 
νέφος του μαΐστρου εκείνη! εκείνη
πάει με χορό κυματιστό.

Άι! κορμί! (για κύμα;) - κι η καρδιά μου
με την ολο-σέληνη κυρά
πάει στου νυχτέρινού της γάμου
τα φεγγαροφώτιστα νερά.

Πάει το καραβάκι! όλο πάει
κι ο αγέρας· χρόνια του στυφός 
γλύκανε και πάει - ως περπατάει 
το κορίτσι - γάρμπος! - μες στο φως.

Συλλογή Διηγημάτων : Λιμενάρχης Ευρίπου,

Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 1993



Ποιήματα και στίχοι απ' το διήγημα Βαρδιάνος στα δεμένα

Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος

Να το τ' αλαφάκι - μην το χελιδόνι; - 
με του παραδείσου, να το, το συρμό! 
Το 'φεραν οι μήνες, το 'στειλαν οι χρόνοι
να μου σβήσει - για ν' ανάψει; - τον καημό!

Συλλογή Διηγημάτων : Λιμενάρχης Ευρίπου,
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 1993

Το Τραγούδι ''Υλαγιαλή''

Οι στίχοι απ' το Τραγούδι Υλαγιαλή
σε μελοποίηση Του Ορφέα Περίδη

Γλυκό μ’ αστέρι του Βοριά,
τώρα που σβήνουνε τα φώτα,
πάρε μακριά μου τη βαριά σκιά,
και δώσ’ μου ρότα...

Υλαγιαλή, υλαγιαλή, υλαγιαλή,
μέσα στη νύχτα με πηγαίνουν οι ανέμοι,
κι όπου και πατήσω και σταθώ σαν το πουλί,
τρέμει η καρδούλα μου και το φτερό μου τρέμει...

Άβυσσος άγρυπνη που πάντα με καλεί,
και σέρνει εκεί, σέρνει εκεί πέρα την ψυχή μου,
Υλαγιαλή, υλαγιαλή,
λάμψε καλή σαν αστραπή χρυσού και ασήμου...

Υλαγιαλή, υλαγιαλή, υλαγιαλή,
μέσα στη νύχτα με πηγαίνουν οι ανέμοι,
κι όπου και πατήσω και σταθώ σαν το πουλί,
τρέμει η καρδούλα μου και το φτερό μου τρέμει...



Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Ποιήματα και Στίχοι απ' το διήγημα Λιμενάρχης Ευρίπου

Λιμενάρχης Ευρίπου, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος

Ειπέ μου, σελήνη μου, για ένα καράβι
της νυχτός που το φέραν οι άνεμοι,
μουγγό για 'να πλοίο που το φως δεν ανάβει
και τρέμει.

Γι'αυτό μόνο, πε μου, και για που ανατέλλει
μια γυναίκα πανώρια, ειπέ μου,
κι αυτό να βογγάει, να βογγάει και να θέλει
- καλέ μου! -

Σε βύθος να πέσει, σε βυθούς να πλαγιάσει
με φουγάρα γερτά, και στα χέρια
- στο λαιμό - της κυράς να κρεμάσει
τ' αστέρια.

Σελήνη, σελήνη μου! υψώνεται η πλώρη
κι η πρύμη βυθάει προς τα κάτου,
αχ! στα όρια ζωής βάστα και - το βαπόρι! -
θανάτου.

Κι εμέ πετρωμένο - σ' αυτό το μπαλκόνι -
ν' αγναντεύω για πάντα το πλοίο,
κι η πλώρη - καν κόρη; - ορθή να μαργώνει
στο κρύο.

Συλλογή Διηγημάτων : Λιμενάρχης Ευρίπου,
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 1993




Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

Ποιήματα και Στίχοι απ' το διήγημα Η Υλαγιαλή της Γέφυρας

Υλαγιαλή, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος

Υλαγιαλή ! Υλαγιαλή ! Υλαγιαλή !
μέσα στη νύχτα με παγαίνουν οι ανέμοι,
κι όπου πατήσω και σταθώ, σαν το πουλί,
τρέμει η καρδούλα μου και το φτερό μου τρέμει.

Υλαγιαλή ! Υλαγιαλή ! Υλιαγιαλή !
με τ’ αλαφάκια που δρομούν προς τη σελήνη
και τη ματιά του φάρου που ανοιγοσφαλεί
αλλά —γοργά !— στόμα πικρό την καταπίνει

Αβύσσου άγρυπνης που πάντα με καλεί,
και σέρνει —τρέμουσα— κειπέρα την ψυχή μου,
Υλαγιαλή ! Υλαγιαλή ! Υλαγιαλή !
λάμψε —καλή !— σαν αστραπή χρυσού ή ασήμου !

Συλλογή Διηγημάτων : Λιμενάρχης Ευρίπου,
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 1993

Ζωγραφική : Γιώργος Βουτσάς