Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γκαβέτας Σταμάτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γκαβέτας Σταμάτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Προεόρτια Ψυχοσσάβατου, Σταμάτης Γκαβέτας


Προεόρτια Ψυχοσσάβατου

Παρασκευή παραμονή Ψυχοσάββατου για την ακρίβεια, με βήμα σπασμένο και μάτια αμφίβια είχα πάρει το δρόμο για το σπίτι. Στα αφτιά μου είχαν αρχίσει ήδη να λιμνάζουν των πεθαμένων οι φωνές τη θύμηση ζητώντας. Στου μυαλού τον ξενώνα ραγισμένοι καθρέπτες νοθεύουν την εικόνα και στην παλάμη ενός οράματος σμιλεύει η νύχτα της μέρας τα ανέφικτα. Μα πόσο δύσκολο είναι κάποιος σαν εμένα να φτάσει σώας τα φρένας στην ταπεινή του κατοικία;

Το βλέμμα μου έπεσε σε μια τηλεόραση παλαιού τύπου που είχαν πετάξει στα σκουπίδια. Κάτι που αδυνατώ να το εξηγήσω με τράβηξε κοντά στην οθόνη. Τότε εκείνη άνοιξε και άρχισε να εμφανίζει παράσιτα . Τρόμαξα – μπάσε καλό σου – πως είναι δυνατόν ούτε ρεύμα ούτε πρίζα καμία πηγή ενέργειας. Σε ποιο λίκνο αρχέγονο φώλιασε η γήινη στιγμή μου στο άπειρο; Ακουμπάω δειλά το δάκτυλο μου στην οθόνη και αυτό χάνεται μέσα της. Με μια λαθραία ματιά βάζω και το κεφάλι να δω τι κρύβεται πίσω από την οθόνη – το σχήμα. Είδα κάποιον γέρο που μου έμοιαζε. Εγώ ήμουν σε βαθιά γεράματα σε ένα κρεβάτι. Για λάφυρα ζωής είχα δυο χέρια ζεστά να μου έκλειναν – έτσι  λέει- τα μάτια. Του σώματος μου ισοβίτης, από τα δεσμά του μάταιου τούτου κόσμου έτοιμος να δραπετεύσω.

Ποια μοίρα άραγε μου φανέρωσε την έσχατη ανάσα; Ακούω το βουητό μιας σειρήνας και μια φωνή να λέει δυνατά «Εισβολέας, εισβολέας». Τραβώ το πρόσωπό μου έξω και κοιτώ γύρω μη τυχόν με είδε κανείς. Η οθόνη σβήνει, ψηλαφώ το αποτύπωμα του δακτύλου μου – πως; - προσέχοντας μη σπάσει το γυαλί όπως την άλλη φορά και τότε ποιος με σώνει. Με τους παλμούς της καρδιάς μου νησίδες στη σιγαλιά της νύχτας έφθασα σπίτι, σκέπασα το στάρι με μια λευκή πετσέτα, γέμισα ένα μικρό μπουκάλι με λάδι για τα καντήλια και έπεσα για ύπνο.


Πίνακας : Γιάννης Γίγας 

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Πέντε Σφηνάκια, Σταμάτης Γκαβέτας


(1)

Τέλος

Ποια μοίρα μαρτυριάρα
σε όνειρο φανέρωσε
την έσχατη σου ανάσα

(2)

Via Dolorosa II

Σε δρόμο ματωμένο
αμφίβια η ψυχή σου
καλπάζει στα ψηλά

(3)

Δέσμιος

Στο χώμα κλειδωμένος
αίμα και άρτο λαχταρώ
στον ουρανό να φτάσω

(4)

Ψυχοσάββατο

Στα αφτιά μου λιμνάζουν
κεκοιμημένων φωνές
τη θύμηση ζητώντας

(5)

Επαναστατικό

Κάρφωσε τα ρολόγια
της δουλείας ρουφιάνους
που ξοδεύουν τη χαρά





Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Πρωτοχρονιά, Σταμάτης Γκαβέτας

Πρωτοχρονιά



Είχα πάρει την κατηφόρα κάτω από το σπίτι μου στην παλιά γειτονιά που έμενα παιδί, με μουσκεμένο το λαρύγγι από το οινόπνευμα. Ακούω θόρυβο πίσω μου, κοιτώ και τι να δω, δυο τεράστια ζάρια σαν ογκόλιθοι κατευθύνονται με ορμή προς το μέρος μου. Σε ποια μπαρμπουτιέρα εξόριστος από τη λογική για πολλοστή φορά τάχα να  είχα βρεθεί; Κληρονόμος ποιάς κακιάς στιγμής;
Τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ μη με πλακώσουν. Μπροστά μου τρεις πόρτες  που η κάθε μια έχει και ένα χαρτονόμουτρο – που λέει και ο μεγάλος –  η αριστερή έχει τον Βαλέ η μεσαία τον Ρήγα και η δεξιά τη  Ντάμα. Πρέπει να διαλέξω γρήγορα σε ποια θα μπω πριν με λειώσουν τα μεγάλα ζάρια. Γνωστός λάτρης του γυναικείου φύλου διαλέγω τη Ντάμα. Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα, τραπέζια με πράσινη τσόχα και χαρτοπαίκτες, πιο πέρα κάποιοι παίζουνε μπαρμπούτι. Μπαίνει ο καινούργιος χρόνος τα δευτερόλεπτα σκορπώντας. Χρόνια Πολλά ευτυχισμένο το 2020. Όλοι αγκαλιάζονται και φιλιούνται, μετά σκυφτοί στα παιχνίδια τους πάλι. 
Η νύχτα γεμάτη διαστολές εγκυμονεί το πρωινό που δε λέει να φανεί, θαμώνας του παράλογου για ακόμη μια φορά. Με φυγαδεύει το ξυπνητήρι. Σηκώνομαι, πηγαίνω και βάζω τα δώρα κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο πριν ξυπνήσουν τα παιδιά. Κοιτώ το ρολόι στον τοίχο, μικρογραφία ιστορικού κύκλου. Σειρά μου να γίνω Άγιος Βασίλης.


Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.


Ο Σταμάτης Γκαβέτας γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στη Χαλκίδα. Είναι απόφοιτος του Α.Τ.Ε.Ι. Διοίκηση Μονάδων Υγείας και Πρόνοιας (Καλαμάτα) και τελειόφοιτος του ίδιου τμήματος σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο Ε.Α.Π.. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και μένει στην Αθήνα. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα τέχνης ρητορικού λόγου, φωτογραφίας, σκηνοθεσίας και δημοσιεύει διηγήματα που γράφει στο διαδίκτυο και σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

Φυγή Προς τα Εμπρός, Σταμάτης Γκαβέτας



Φυγή Προς τα Εμπρός
(Μνήμη Αγίας Φιλοθέης)

 Περπατούσε στην Ανδριανού με τα νεύρα ξεκούρδιστα και τα κλειδιά του κρασιού στο χέρι, εισερχόμενος σε δωμάτιο πλάνης.
 Μια γυναίκα που στα μάτια της είχε δύο Κωνσταντίνατα τον πλησιάζει. Απλώνει το χέρι του. "Μια βοήθεια κυρία;". Τότε εκείνη βγάζει από τα μάτια της τα δύο φλουριά και του τα ακουμπάει στο χέρι λέγοντας του : "Όταν σιμώσει η ώρα η στερνή που ο Αρχάγγελος Μιχαήλ σε σκιάσει με τις φτερούγες του, τότε το ένα θα το χαρίσεις και το άλλο θα το κρατήσεις εξαργυρώνοντας τα ναύλα της φυγής για τον παράδεισο" "Πως σας λένε κυρία;" "Ρηγούλα".

Σημείωση : Η Αγία Φιλοθέη, (κατά κόσμον Ρηγούλα ή Ρεβούλα-Παρασκευή Μπενιζέλου), ήταν μοναχή με σημαντική φιλανθρωπική και κοινωνική δράση κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας του 16ου αιώνα. H Ορθόδοξη Εκκλησία την έχει ανακηρύξει αγία και είναι στενά συνδεδεμένη με την πόλη των Αθηνών.

Βιογραφικό : Γεννήθηκε το 1980 στον Χολαργό Αττικής και μεγάλωσε στην Χαλκίδα. Σπούδασε στην Καλαμάτα στο ΑΤΕΙ Διοίκηση Μονάδων Υγείας και Πρόνοιας και το 2017 αποφοίτησε και σε μεταπτυχιακό επίπεδο από το Ανοικτό Πανεπιστήμιο στο τμήμα Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας. Κατά διαστήματα έχει ζήσει στην Ορεστιάδα και την Θεσσαλονίκη, τα τελευταία 9 χρόνια εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα στην Αθήνα.

Αρχάγγελος Μιχαήλ, Ζωγραφική Ελένη Αγγελή 




Τρίτη 16 Απριλίου 2019

Ο Κουρδιστής, Σταμάτης Γκαβέτας


Ο Κουρδιστής


Από του κόσμου τη γιρλάντα τη γη, η μοίρα με έριξε σε μια αποικία τρελών, την Χαλκίδα. Είναι και αυτές οι φορές που τα κομδιοδοχεία του προσώπου ανοίγουν επικίνδυνα και σου τα σκάει.  Σε πλάνης καταφύγια τότε κουρνιάζω και προσμένω σωτηρία από συμμάχους χημικούς.

Περπατούσε στην παραλία και ξάφνου είδε ένα νάνο με ένα ακορντεόν και μια μαγκούρα στο χέρι. Είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που τον είδα και δεν είχε αλλάξει καθόλου, λες και τον ξέχασαν του ρολογιού οι χτύποι. «Στάκα αδερφούλη» του λέει. Κοντοστέκεται εκείνος, «Το βλέπεις στην πλάτη μου το κλειδί;». Είχε ένα κλειδί από αυτά που κουρδίζανε παλιά τα παιχνίδια. «Γύρνα το σε παρακαλώ και σφίξε το καλά». Το κάνει απορημένος. Ο νάνος τον αποχαιρετά παίζοντας μουσική, οι νότες του ακορντεόν ακουγόντουσαν σαν ασημένια ψάρια που πηδούν στον παφλασμό των κυμάτων. 

Την ψιλιάστηκε την δουλειά και άρχισε να ψάχνει την πλάτη του και αυτός για κανένα κλειδί. Με ένα θραύσμα του οφθαλμού το βρήκε. Τότε εμφανίζομαι εγώ, του το γυρνάω και του δίνω την κατεύθυνση που θέλω. Πήγαινε εμπρός μέχρι που έσβησε η εικόνα του στα πίξελ ενός τοπίου θαλασσινού. Έτσι στα βουβά κρύφτηκε η ζωή πίσω από οθόνες και δεν βρίσκουμε έναν άνθρωπο να ντουμπλάρει τη φωνή μας.




Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

Σχέδιο σε λίρα κάλπικη

Σχέδιο σε λίρα κάλπικη, Σταμάτης Γκαβέτας 

Από την πόλη που κάθε μέρα εξελίσσεται ένα θέατρο σκιών, την Αθήνα, έπρεπε να αποδράσω, να αφήσω πίσω μου τους ανθρώπους σκιές και να κινήσω για την πατρίδα μου τη Χαλκίδα…
     Μπαίνω στο τρένο, σημάδια από κραγιόν στα τζάμια, φιλιά του αποχωρισμού και ξεκινώ. Στο βάθος ένας καραγκιόζ μπερντέ σπασμένος σηματοδοτεί τη φυγή μου.
     Φθάνω στη λατρεμένη πόλη όπου φορές στέκομαι στη γέφυρα του Ευρίπου και αφουγκράζομαι τον κόσμο ολάκερο. Ένα υπαρξιακό ψαλίδι κόβει το πατρόν του κουστουμιού που θα φορέσω στο τελευταίο μου ταξίδι…

     Η μελωδία των ουρανών, η μελωδία των θαλασσών τρυπούν τα αυτιά των αλαφροΐσκιωτων. Έξι ώρες ο ουρανός, έξι ώρες η θάλασσα. Μετρονόμοι για χιλιάδες χρόνια χωρίς να χάσουν το ρυθμό ποτέ. Πάντα ακούραστοι, πάντα συνεπείς και πιστοί. Πότε θυμωμένοι, πότε ήρεμοι και ερωτευμένοι. Νότες περίεργες, τρελλές, τηρούν σιγή ιχθύος στην ενορχήστρωση που έπλασε ο Κύριος. Ψαράδες κλέβουν λίγο από τη χάρη της μελωδίας και σκαρώνουν τραγούδια θεϊκά που θα ακούγονται όσο τα νερά είναι τρελλά. Η μπάντα του Ευρίπου θα ζει αιώνια…
     Φώτα από νέον καθρεφτίζονται στη θάλασσα και από μακριά στις φλέβες του Καράμπαμπα σκουριασμένες λαμαρίνες, σαν μυρμήγκια φωσφορίζοντα, κινούνται τα αυτοκίνητα. Σ’ ένα μπαλκόνι κάνω χάζι τους γλάρους, αγναντεύω τις τράτες, την ιχθυόσκαλα. Ο φάρος κρυμμένος εραστής της μνήμης, στέλνει το φως του που σαν ανάμνηση τρυπά τη μνήμη μου… Οι τζίτζικες, πέτρες στα ποτάμια της σιωπής που χυνόντουσαν στη σιγαλιά της νύχτας.
     Μια γυναίκα σε σώμα Ανατολής και με καρδιά Σαχάρας βγαίνει από το σπίτι της, κατευθύνεται προς την παραλία με μάτια γυμνά και υγρά, με τα μαλλιά της φύκια μυρωμένα. Χίλια κάτοπτρα να πολλαπλασιάζουν τις σκέψεις. Ενθουσιασμός και πτώση σε έναν ζυγό που ορίζονται από ένα κόκκο άλατος πότε στη μια και πότε στην άλλη μεριά.
     Από την Ορεστιάδα μέσα από έναν κάμπο στρωμένο πάχνη και ομίχλη θα βγαίνουνε γκάιντες και νταούλια, βιολιού λυγμοί. Επιβλητικά από το Διδυμότειχο θα ορθώνεται το τέμενος και κάργιες σε ένα ροζ ουρανό πετώντας σε απόλυτη συμμετρία θα κινούν για τον Νότο…
     Στην Καβάλα, στο Ιμαρέτ, τον δρόμο χάσανε και έναν προφήτη ρωτάν «Για τη Χαλκίδα που τραβάν;» τότε αυτός τους απαντά «Όταν ο ήλιος γίνει αχινός, στη γη κατέβει ο Χριστός και ανάψουνε του κόσμου όλα τα φώτα τότε εσύ θα με ρωτάς για τη Χαλκίδα που τραβάς και εγώ από μια πόλη του βορρά θα σου απαντώ. Στα πρώτα που θα βρεις νερά ρώτα ξανά του κοσμικού αβγού το τσόφλι που θε σπα.» 
     Απ’ τη Θεσσαλονίκη θα κινούν μάγειρες ξακουστοί με ένα σωρό μπαχαρικά ζωσμένοι. Μελαχρινοί με περσικά σαντούρια θα αφήνουν το φαννό που έχουν για κονάκι για να έρθουν, μα οι νότες σπασμένες θα είναι και οι μελωδίες κούφιες…
      Φιγούρες απ’ τις τράπουλες το έσκασαν από τα καφενεία και οι κουκίδες απ’ τα ζάρια θα πηγαίνουν να βάλουν στην ιστορία τις τελευταίες τελείες …
      Ένα σπασμένο καράβι και πάνω του η Υλαγυαλί θα βολοδέρνουν, ο λιμενάρχης του Ευρίπου με την ωραία του άσπρη στολή σαν άγγελος με το χέρι στον κρόταφο θα χαιρετά. Πιο πέρα μια γοργόνα θα ρωτά «Ζει ο αδερφός μου ο Αλέξανδρος;»
     Όλοι θα είναι εκεί να με καλωσορίσουν ή να με αποχαιρετίσουν. Τι είναι αυτό που θρυμματίζει το εκράν της κούφιας πραγματικότητας και τη Χαλκίδα από σχέδιο σε κάλπικη λίρα την κάνει λάβαρο ζωής; Το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος τελείωσε και πίσω πάλι στην Αθήνα φιγούρα σκαλιστή στο σεντόνι ενός θεάτρου σκιών…

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

Flush Royal

Flush Royal, Σταμάτης Γκαβέτας 

Η ζωή παίζει περίεργα παιχνίδια μερικές φορές, στη δική μου περίπτωση είναι το πόκερ. Περιμένω στη σειρά μαζί με άλλους να μπω – έτσι λέει – στη χαρτοπαικτική λέσχη – αν είναι ποτέ δυνατόν – του διαβόλου. Ένας παράξενος τύπος στην είσοδο που αυτοαποκαλείτε Οπτικός λασκάρει τα μάτια μας. Για να μπορούμε να διακρίνουμε τον αντίπαλο, γιατί αλλιώς δεν μπορούμε, τα μάτια μας – λέει – βλέπουν μόνο χοϊκές εικόνες.

Έφθασε και η σειρά μου, μπαίνω μέσα και με κλειδώνουν στο δωμάτιο. Τον είδα να με περιμένει, φορώντας στο κεφάλι ένα τεράστιο μαύρο καπέλο που μετά βίας μπορούσα να ξεχωρίσω τα ολόμαυρα του μάτια. Ένας κρουπιέρης με ριγέ γιλέκο μοιράζει τα φύλλα. Ποντάρει τις αμαρτίες μου ο διάβολος και εγώ όλες μου τις καλές πράξεις.

Μετά από λίγη ώρα παιχνιδιού μου δείχνει τα φύλλα του, έχει κάνει Straight και γελάει σαρδόνια. Έχει μαζέψει τα πέντε από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Για το φύλλο 2 είναι η φιλαργυρία, το 3 η πορνεία, το 4 η γαστριμαργία, το 5 ο φθόνος και 6 η οργή. Ρίχνω τα δικά μου φύλλα με τον αέρα του νικητή. Έχω Flush Royal, κερδίζω, για άσσο την Αγία Τριάδα, Κ Τον Κύριο Ιησού Χριστό, Q την Υπεραγία Θεοτόκο, J Τον Βαπτιστή του Χριστού και για το 10 το καλό τον προστάτη Άγιο μου, τον Άγιο Εφραίμ! 

Η νίκη μου έναντι του ήταν συντριπτική. Χτυπάει το χέρι του θυμωμένα στην πράσινη τσόχα, κάνει ένα νεύμα στον κρουπιέρη. Τότε εκείνος βγάζει τη γλώσσα του έξω που πάνω της έχει ένα κλειδί. Το παίρνω και ξεκλειδώνω την πόρτα. Του χρόνου το κοντέρ ξεκίνησε και πάλι να γράφει. Με τη λαθραία μου ματιά κίνησα να βρω στη στοά της Κοραή τον δικό μου οπτικό να μου λασκάρει τα πλάνα μου μάτια.

Αποτέλεσμα εικόνας για flush royal



Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Τα δύο κοκκόρια

Τα δύο κοκκόρια, Σταμάτης Γκαβέτας


Τις τελευταίες μέρες εκείνου του Νοέμβρη είχε βάλει υποψηφιότητα για τον Αι-Γιάννη ο πάππους μου. Με φωνάζει τολοιπόν σπίτι και μου λέει «Να ξεύρεις Σταμάτη, τούτη η Κυριακή είναι του Χριστού η άλλη της Παναγιάς 

και η τρίτη είναι δική μου. »
Δεν έδωσα σημασία, πλησίαζαν βλέπεις και τα Χριστούγεννα, οπότε φαντάστηκα ότι θα ήταν κάποιο θρησκευτικό παραλήρημα . Όπως λέει άλλωστε και ο σοφός — ιδέα δεν έχω ποιος — όταν εσύ μιλάς στο Θεό είναι προσευχή, όταν εκείνος όμως σου μιλάει είναι σχιζοφρένεια.
Το τρίτο Σάββατο μ’ έναν ενδόμυχο φόβο να μου τρώει τα τζιέρια — βρε μπας — έπεσα για ύπνο. Μέσα στη λίμνη της πλάνης μου, σε αυτόν τον παραμορφωτικό καθρέπτη που συνηθίσαμε να λέμε όνειρο, σμιλευόταν το μέλλον, σπιθίζοντας του ύπνου το χαλί.
Δύο κοκκόρια είδα. Σαν σε αρένα παλαιστές, γυρίζανε το ένα γύρω από το άλλο, μετρώντας τις δυνάμεις τους. Το ένα ήτανε μαύρο με κόκκινες σαν αίμα ανταύγειες στα πλάγια, το άλλο άσπρο σαν το γάλα. Πολύ αγριεμένα και τα δύο, τίναζαν τα φτερά τους προτάσσοντας νύχια γαμψά και ράμφη, σαν άντρες που σηκώνουν τα μανίκια τους έτοιμοι για καυγά.
Στημένος σε μια γωνιά και έξω από τον αγώνα, κοιτούσα εγώ ανήμπορος να κάνω κάτι. Χιμάνε το ένα στ’ άλλο. Σκόνη σηκώνεται, αυτά τσιμπιούνται συνέχεια και με τα νύχια προσπαθεί το ένα να κυριαρχήσει πάνω στο άλλο. Μάχη σώμα με σώμα, μέχρι τελικής πτώσεως. Μάχη αιώνια. Φοβάμαι.
Σε μια στιγμή ένα από τα δύο — δε θυμάμαι ποιο — πετάγεται και με το μυτερό κεράτινο του πέταλο, μου τραβάει μια χαρακιά πάνω από τον αντίχειρα. Το αίμα χύνεται καυτό, κρατήρας ηφαιστείου από το χέρι μου, λερώνοντας όλο τον καμβά∙ δακρυσμένη ατάλαντου ζωγράφου πινελιά.
Στο σταυροδρόμι ζωής και θανάτου, για λίγο στάσιμος, τροχοπέδη στο χρόνο που μου δόθηκε για να φθάσω στο τέλος του, ξυπνώ, δραπετεύοντας από το ματωμένο μου κελί. Δύο ηλιαχτίδες σα μαχαιριές, εισβάλανε στο δωμάτιο, χτυπώντας αλύπητα τα νυσταγμένα μου βλέφαρά.
Χαμένος ακόμα στους μαιάνδρους του οράματος σηκώθηκα και άνοιξα το παράθυρο του σπιρτόκουτου μου. Άκουσα έναν κόκκορα, τελάλη της μέρας, να διαλαλεί το ξημέρωμα. Με τη ματιά και όχι με τα αφτιά ακολουθώ τον ήχο, ήτανε ο μαύρος.
Άναψα ένα τζιγάρο φωτίζοντας σα φάτνη το πρόσωπο μου, τράβηξα μια τσούρα γεμίζοντας κάθε κυψελίδα των πνευμόνων μου με άφθονο ασημί καπνό — καημού καταπραϋντικό και πόνου μέλλοντα.
Ντύθηκα γρήγορα, έβαλα τη μαύρη καμπαρτίνα, σήκωσα το γιακά να μη με τρώει τ’ αγιάζι και κίνησα να βρω γιατρό για πιστοποιητικό θανάτου, λες και δεν ήξερα από μόνος μου.
Στο ξόδι, μια χούφτα σκουληκιασμένο χώμα πήρα, την κοίταξα και με τα δάχτυλα μου σκάρωσα μια φατσούλα. Μάτια, στόμα, μύτη, χείλια. Χωμάτινος και ραγισμένος σαν άλλος ναυαγός σ’ ερημονήσι, αποχαιρέτησα το έργο μου λέγοντας του καλό ταξίδι και το έρριξα στην αδηφάγο γη.
Τελικά αυτό είναι η ζωή, ένα ποτήρι που γεμίζει στάλα τη στάλα και όταν ξεχειλίσει, λέμε πως είμαστε πλήρεις ημερών. Το μόνο που αλλάζει είναι το μέγεθος του γυαλιού, τίποτα άλλο, μονάχα αυτό, μονάχα…
Θεός χωρέσ’ τον…


Φωτογραφία : Χαλκίδα 



Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

Έτη Κρίσης

Έτη Κρίσης , Σταμάτης Γκαβέτας

Σκιές ανθρώπων σε κάθε στενό, σε όλη την επικράτεια κατάθλιψη. Εμπορικοί δρόμοι που κάποτε έσφυζαν από ζωή, τώρα τα μαγαζιά τους στη σειρά είναι κλειστά.
Τότε, εκείνο το απόγευμα του Οκτώβρη, ήταν που είδα ένα κεφάλι σε ένα τρέιλερ, αλλού χέρια αλλού πόδια – μαλλιοβράς. Ανήσυχος μπροστά σε αυτό το αποτρόπαιο θέαμα πλησίασα να δω καλύτερα γιατί δε μπορεί να βλέπω καθαρά – σκέφτηκα. Ένας έμπορος είχε φορτώσει την πραμάτεια του από το μαγαζί που έκλεινε. Εκεί, μέσα στα αποκαΐδια της προηγούμενης εμπορικής του δραστηριότητας υπήρχε και ένα πρόσωπο που ξεπετιόταν μέσα από τη σποδιά.
Την γνώρισα, ναι είμαι σίγουρος ότι ήταν αυτή, ένας συμφυρμός με έπιασε, αδύνατον – είπα, και έμεινα να κοιτώ σα χαύνος. Η Τζέσικα από τη βιτρίνα με τα ρούχα. Πόσοι και πόσοι περαστικοί δε θαύμασαν επάνω της την τελευταία λέξη της μόδας; Πόσα ζευγάρια δε φιλήθηκαν μπροστά της; Πόσοι δε φαντάστηκαν τα ρούχα της στο σώμα τους; Ίσως κάποιοι να την ερωτεύθηκαν κιόλας. Τώρα μετά από αυτή την ένδοξη ζωή αυτό είναι που της επιφυλάσσει το μέλλον, σπαρμένα κομμάτια σε μια χωματερή.

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

Μεγάλο Φινάλε II

Μεγάλο Φινάλε ΙΙ, Σταμάτης Γκαβέτας

Τα κεφάλια τον ανθρώπων είναι αυγά που τα κλωσσά η μέρα και τη νύχτα στον ύπνο σκάνε νεοσσοί. Ξύπνησα το πρωί βρίσκοντας γύρω από το κρεβάτι φλούδες ονείρου, μοιάζουν με ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Από τη δόλια την κεφάλα μου σκάνε μπουλούκια οι ηθοποιοί και μου ζητούν τον πρώτο ρόλο και είναι φορές που είναι πιο δυνατοί από εμένα και τον παίρνουν. Τάχα ποιον να υπηρετώ, να είμαι εγώ ο ιππότης ή ο ιπποκόμος μου. Μπερδεύτηκαν πάλι οι ρόλοι στο φτωχό μου κεφάλι.

Βγαίνω έξω, συναντώ και πάλι για πολλοστή φορά τον Εραστή του Ευρίπου, μου δείχνει το σώμα μου. Τότε είδα πως μου είχαν κοπεί οι σπάγκοι, γρήγορα μη με δουν οι από πάνω τους χώνω στις κάλτσες και στα μανίκια σφυρίζοντας αδιάφορα. Τάχα να είχα γλυτώσει και να ήμουν λεύτερος; Οινόφλυγες σκιές παραπατούν στο διάβα μου. Όρθιο λελέκι περπατώ στην παραλία διακρίνοντας στους άλλους – ανθρώπους; - τους σπάγκους που τους τυλίγουν. Δε με κοιτούν, σάμπως να μη με βλέπουν; Ποίος κάνει μάνα και σκορπά σα τραπουλόχαρτα τα εκμαγεία των προσώπων;

Και να που- όντως – ήμουν λεύτερος λες και ήμουν κλειστός στην μάνας μου την κοιλιά, αντισκαστός που λένε.  Κίνησα κατά το Νεγροπόντε και άλλοι σαν και μένα με κομμένους τους σπάγκους από τα μέλη τους μπαίνουν σε γόνδολες. Με φεγγαρένια κέρματα της νύχτας πληρώνω το αντίτιμο για να μπω και εγώ μέσα. Μασκαρεμένες κομφετί οι αναμνήσεις μου, με το ένα μάτι ανοικτό τραβώ έξω από τα όρια τούτου του κόσμου – στα χάη.

Φωτογραφία : Χαλκίδα






Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

Λουσινία


Λουσινία - Σταμάτης Γκαβέτας

Μύστες του χρόνου οι ωρολογοποιοί, ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Μέσα σε κάθε ρολόι που φτιάχνουν κρύβουν δύο μικροσκοπικούς νάνους. Αυτοί ξέρουν! Φορές όταν κάτι κακό επρόκειτο να συμβεί όλοι έχουμε την αίσθηση πως ο χρόνος δεν περνά, τον καθυστερούν επίτηδες μήπως και κάτι αλλάξει, μα του κάκου.
Κείνο το βράδυ σε ένα κακόφημο μπαρ στο λιμάνι με το αλκοόλ να παίζει ζάρια με τα μάτια μου, είδα το φονικό της Λουσινίας. Ένας ναύτης ορφανός την καλούσε να του τραγουδήσει στο τραπέζι, αυτή όμως πεισματικά αρνιόταν, ο νταβάς τάχατες πως δεν έβλεπε. Από το μανίκι του οινοβαρή ναύτη γλίστρησε μια φαλτσέτα, η στίλβη της με τύφλωσε. Μια σχισμή στο λαρύγγι της και το ρέον αίμα έβαψε κόκκινο το άσπρο της φουστάνι. Μέσα από την αιμάτινη γραμμή στο λαιμό της είδα να βγαίνει ένα αηδόνι, με μια μαρμαρυγή τίναξε το αίμα από πάνω του και ένας αμανές από τόπο αλαργινό και ξένο κελάρυσε την θλιβερή εκείνη ώρα.

Πλανόβιος πια ο ναύτης, αποτραβηγμένος από τα εγκόσμια, χαύνος σε μια φυλακή, του νου την πιο σκληρή.

Ζωγραφική : Γιώργος Βουτσάς



Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

Τίμιος ήλος


Τίμιος ήλος - Σταμάτης Γκαβέτας

 Τίμιος ήλος, Σταμάτης Γκαβέτας

Μεγάλη Εβδομάδα περιφέρομαι κουβαλώντας τον Σταυρό της μοναξιάς στην Πλάκα - τι γραφικός ; Ένας παλαιοπώλης έχει βγάλει την πραμάτεια του. Η λάμψη από το χρυσό κασελάκι ενός λούστρου που ήταν προς πώληση με τύφλωσε. Σφήνα στη μνήμη μου η θύμηση... Κάτω από την παλιά αγορά της Χαλκίδας υπάρχει μία πλατεία που περιμένουν υπομονετικά λούστροι. Θα 'μουν δε θα 'μουν επτά ετών όταν ο πατέρας με πήγε σε ένα από αυτούς να μου καθαρίσει τα παπούτσια . Αρνήθηκα με σθένος ένας μεγάλος άνθρωπος να υπηρετεί έναν μικρό σαν εμένα . Το βλέμμα του πατέρα σκοτείνιασε και το χέρι του είχε πάρει το δρόμο προς το σβέρκο μου. Ντράπηκα, φοβήθηκα και υπάκουσα... Τίμιος ο λούστρος, ήλος εγώ, μάρτυρας μιας θλιβερής ζωής , της δικής του. Τριάντα χρόνια μετά δεν έχω συμφιλιωθεί με την πράξη μου αυτή .


Φωτογραφία : Χαλκίδα - Αγορά