Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

Καπνός από καμίνι, Μιχάλης Καλαλούγκας


Καπνός από καμίνι 

Ο ή­λιος εί­ναι ψη­λά και η ζέ­στη έ­ντο­νη, οι πέ­τρες κρο­τα­λί­ζουν στο πέ­ρα­σμα μας, α­κο­λου­θού­με έ­να μο­νο­πά­τι που τα ί­χνη του χά­νο­νται στην πλα­γιά, ο­δη­γεί στη με­γά­λη λά­κα. Ο Βα­σί­λης πε­ζός προ­πο­ρεύ­ε­ται, χα­ρά­ζει δρό­μο και ε­γώ στο τι­μό­νι ο­δη­γώ με ρυθ­μούς χε­λώ­νας, α­κο­λουθώ τα τερ­τί­πια του εδάφους και τις ο­δη­γί­ες αλ­λιώς κιν­δυ­νεύ­ου­με να βρε­θού­με προ εκ­πλή­ξε­ων.
Οι δια­δρο­μές ε­κτός δρό­μου θέ­λουν γνώ­σεις, σε­βα­σμό στο πε­ρι­βά­λλον και πλήρω­μα που να δια­θέ­τει ε­μπει­ρί­α. Μέ­χρι να φθά­σου­με στη καρ­διά  της λά­κας πέ­ρασε αρ­κε­τή ώ­ρα, έ­να φυ­σι­κό ε­μπό­διο μας υ­πο­χρέ­ω­σε σε δίωρο σκά­ψι­μο προ­κειμέ­νου να πε­ρά­σου­με με α­σφά­λεια. Ό­σο πλη­σιά­ζα­με μυ­ρω­διά κα­πνού ερ­χό­ταν απ`το βά­θος της ρε­μα­τιάς που ή­ταν πνιγ­μέ­νη στο πρά­σι­νο. Με δυ­σκο­λί­α, συ­νε­χείς ε­λιγ­μούς και στά­σεις για έ­λεγ­χο του ε­δά­φους φτά­σα­με σε ένα ξέφωτο.
Το τρε­χού­με­νο νε­ρό ή­ταν θεί­ο δώ­ρο, αν και λι­γο­στό μας δρό­σι­σε.
Στην α­πέ­να­ντι πλα­γιά α­πλω­νό­ταν έ­να δά­σος α­ριάς  τό­σο πυ­κνό που ο ή­λιος δεν το περ­νού­σε. Το έ­δα­φος ή­ταν καλ­υ­μμέ­νο α­πο πα­χύ στρώ­μα φύλ­λων, γύ­ρω ή­ταν διά­σπαρ­τα α­πο­μει­νά­ρια α­πο κο­νά­κια τσοπαναραίων α­πο το μα­κρι­νό πα­ρελ­θόν, όταν τα βου­νά έ­σφι­ζαν α­πο ζω­ή και κου­δου­νί­σμα­τα.

Η μυ­ρω­διά του κα­πνού γι­νό­ταν α­πο­πνι­κτι­κή, η ά­πνοια τον κρα­τούσε χα­μη­λά, μό­λις περ­νού­σε τα πλα­τά­νια.
Α­νη­συ­χή­σα­με κι αρ­χί­σα­με να ψά­χνου­με για τη φω­τιά αλ­λά η α­νη­συ­χί­α μας κράτη­σε λί­γο. Απ` το δά­σος α­νά­με­σα απ`τα ίλ­κια ξε­πρό­βα­λε έ­νας μαύ­ρος  σκύλος α­πο κεί­νους τους τσο­πα­νό­σκυ­λους που συ­να­ντάς στα κο­πά­δια της Νό­τιας Εύ­βοιας,
Μέ­τριο α­νά­στη­μα, φου­ντω­τή ου­ρά και μά­τια που πε­τούν σπί­θες, εί­ναι ντό­πια ρά­τσα,
ό­λα έ­χουν μια κο­ψιά λές και εί­ναι βγαλ­μέ­να απ` το ί­διο κα­λού­πι.
Μας πλη­σί­α­σε α­πει­λητι­κός γαβγίζοντας, έ­δει­χνε τα δό­ντια του αλ­λά κρα­τούσε α­πό­στα­ση α­σφα­λεί­ας. Σε λί­γο πρό­βα­λε έ­να μου­λά­ρι φορ­τω­μέ­νο ξύ­λα, με­τά και δεύ­τε­ρο, τα συ­νό­δευε μια με­σό­κο­πη γυ­ναί­κα με μέ­τριο α­νά­στη­μα, ή­ταν γε­ρο­δε­μέ­νη, στα χέ­ρια της κρα­τού­σε μα­γκού­ρα που την γύ­ρι­ζε στον α­έ­ρα με τέχνη.
Δρα­σκέ­λι­σε τη ρε­μα­τιά με ευ­κι­νη­σί­α που θα την ζή­λευε έ­φη­βος κι έ­κα­νε προς το μέ­ρος μας. Μας χαι­ρέ­τι­σε, η α­πο­ρί­α ή­ταν ζω­γρα­φι­σμέ­νη στο πρόσωπο της, δεν μπο­ρού­σε να κα­τα­λά­βει πως  βρε­θή­κα­με ε­κεί με τ`α­μά­ξι α­φου δεν υ­πάρ­χει δρό­μος και η πρό­σβα­ση γί­νε­ται μό­νο με τα πό­δια ή με ζώ­α κι ό­ταν α­κό­μα της εξη­γή­σα­με φαι­νό­ταν να μη το πι­στεύ­ει κοι­τού­σε μια το α­μά­ξι μια ε­μάς και χαμο­γε­λού­σε.
Μας κά­λε­σε πιο κά­τω για κα­φέ, ό­χι δεν ή­ταν το σπί­τι της, α­πλά εί­χε στή­σει ένα κα­μί­νι με τον ά­ντρα της. Κα­τη­φο­ρί­σα­με τη ρε­μα­τιά έ­χο­ντας το σκυ­λί στα  τρί­α μέ­τρα να γαβγίζει α­στα­μά­τη­τα, αν δεν ή­ταν τ`α­φε­ντι­κό του κο­ντά σί­γου­ρα  θα εί­χε ε­πι­τε­θεί και δί­καια διό­τι βρι­σκό­μα­σταν στην πε­ριο­χή του.
Το κα­μί­νι ή­ταν σχε­δόν έ­τοι­μο, ο μπάρ­μπα Θόδωρος -έ­τσι τον έ­λε­γαν- έ­ρι­χνε τις τε­λευ­ταί­ες φτυα­ριές χώ­μα για να κα­λύ­ψει τα κε­νά.
Μας εί­δε να φθά­νου­με, ά­φη­σε τη δου­λειά και ήλ­θε να μας κα­λω­σο­ρί­σει, η χει­ραψί­α του ή­ταν ε­γκάρ­δια, το ί­διο και η κυ­ρά Λουκία η γυ­ναί­κα του.
Κα­θί­σα­με κα­τά­χα­μα και κάναμε κουβέντα α­πό που εί­μα­στε, πως φθά­σα­με μέ­χρι ε­κεί. Πά­νω στην ώ­ρα ήλ­θε και το πα­τρο­πα­ρά­δο­το τσί­που­ρο, ζυ­μω­τό ψω­μί, φρέ­σκο κε­φα­λο­τύ­ρι και ντο­μά­τα α­πο το φα­νά­ρι. Φα­νά­ρι σε λει­τουρ­γί­α εί­χα να συ­να­ντή­σω α­πο παι­δί. Οι γεύ­σεις ή­ταν μο­να­δι­κές κι ό­λα αυ­τά κά­τω απ` τα πλα­τά­νια.
Η συ­ζή­τη­ση που α­κο­λού­θη­σε εί­χε εν­δια­φέ­ρον, μά­θα­με α­πο πρώ­το χέ­ρι για το κα­μί­νι, τα κάρ­βου­να και τα μυ­στι­κά τους.
Ο μπάρ­μπα Θόδωρος εί­ναι χείμαρρος στη διήγηση του, μι­λά­ει δυ­να­τά, μορ­φά­ζει, κά­νει χει­ρο­νο­μί­ες, πε­τά­ει αρ­βα­νί­τι­κες λέ­ξεις, εί­ναι α­πό­λαυ­ση να τον παρα­κο­λου­θείς.
Την δου­λειά την έ­μα­θε α­πο  τον πα­τέ­ρα του.Ή­ταν παι­δά­κι α­κό­μη ό­ταν τον έ­παιρνε κο­ντά του, ξη­με­ρο­βρα­δια­ζό­τα­νε στο κα­μί­νι, βο­η­θού­σε και μά­θαι­νε την τέχνη.

Η πα­ρα­γω­γή κάρ­βου­νου εί­ναι πα­ρα­δο­σια­κή τέ­χνη της Αρ­με­νί­ας, στη Βό­ρεια Ελ­λά­δα την ξε­κί­νη­σαν οι Σα­μο­θρα­κή­τες και ε­πε­κτά­θη­κε και στη Νό­τια.
Ο μπάρ­μπα Θοδωρής αφηγείται, κα­τα­γρά­φω τα πά­ντα.
Τα πα­λιά χρό­νια ά­δεια κο­πής ξύ­λων έ­βγα­ζε μό­νο ο έ­μπο­ρος και έ­στη­νε κα­μίνια κα­τά πα­ραγ­γε­λί­α, κα­τό­πιν α­γό­ρα­ζε 1,5-2 δραχ­μές το κι­λό α­πο τον πα­ρα­γω­γό.
Σή­με­ρα οι ά­δειες εκ­δί­δο­νται α­πο το Δα­σαρ­χεί­ο κατ` ευ­θεί­αν στον πα­ρα­γω­γό και τα κάρ­βου­να τα ε­μπο­ρεύ­ε­ται μό­νος του. Η ποιό­τη­τα ε­ξαρ­τά­ται α­πο τον μάστο­ρα και την τέ­χνη του, το κα­λύ­τε­ρο ξύ­λο εί­ναι το πουρ­νά­ρι και το ρύ­κι σπανί­ζουν ό­μως, με­τά εί­ναι η δρύς, η βα­λα­νι­διά και η ε­λιά. Η κα­τα­σκευ­ή του εί­ναι ό­λη η τέ­χνη, α­πο­τε­λεί­ται από ξύ­λα, ά­χυ­ρο και χώ­μα. 
Η αρ­χή γί­νε­ται με τη συλ­λο­γή ξύ­λου, κο­πή κα­τά μέ­γε­θος, α­τέ­λειω­τες πο­ρεί­ες με τα μου­λά­ρια και στοίβαγμα σε κύ­κλο εί­ναι η δη­μιουρ­γί­α του κα­μι­νιού.
Α­φού στοιβαχτούν τα ξύ­λα ντύ­νο­νται με ά­χυ­ρο για να κρα­τά το χώ­μα με το ο­ποίο θα κα­λυ­φθεί ο­λό­κλη­ρο. Στην κο­ρυ­φή α­φή­νουν μια τρύ­πα α­νοι­χτή, α­πο ε­κεί θα βά­λουν φω­τιά, περιφερειακά πέ­ντε – έ­ξι τρύ­πες λει­τουρ­γούν σαν α­ε­ρα­γω­γοί.
Εικοσιπέντε τό­νοι ξύ­λου αρ­κούν για να δώ­σουν 6 τό­νους κάρ­βου­νου.
Εί­ναι ση­μα­ντι­κό το κα­μί­νι να έ­χει κα­λή καύ­ση, ε­άν πά­ρει πο­λύ α­έ­ρα,το κάρ­βου­νο  γί­νε­ται ε­λα­φρύ, δεν κρα­τά­ει . Ό­ταν ο α­έ­ρας περ­νά­ει με μέ­τρια ρο­ή γί­νεται βα­ρύ,έ­τσι κερ­δί­ζει ο πα­ρα­γω­γός σε κι­λά  αλ­λά και ο κα­τα­να­λω­τής για­τί κρα­τά­ει πε­ρισ­σό­τε­ρη ώ­ρα η καύ­ση, αυ­τό χαρακτηρίζει και την ποιό­τη­τα.
Το κα­μί­νι θέ­λει το μά­στο­ρα στην κυ­ριο­λε­ξί­α σε ε­γρή­γορ­ση, ε­άν υ­πο­χω­ρή­σει το χώ­μα και α­νοί­ξει τρύ­πα σε κά­ποιο ση­μεί­ο εί­ναι χα­μέ­νος κό­πος, ο κίν­δυ­νος να γί­νει στά­χτη είναι με­γά­λος. Τα βρά­δια φυ­λά­νε βάρ­διες, το φέρ­νουν βόλ­τα με το φα­νό ό­λη τη νύ­χτα. Ό­ταν ο κα­πνός γί­νει γα­λά­ζιος ση­μαί­νει ό­τι η καύση εί­ναι κα­λή, κα­τε­βά­ζουν με προ­σο­χή τις στί­βες των ξύ­λων που υ­πο­χω­ρούν κάθε τρείς η­μέ­ρες-δου­λειά ε­πι­κίν­δυνη- μέ­χρι να κά­τσει τε­λεί­ως.
Ό­ταν ο­λο­κλη­ρω­θούν οι ερ­γα­σί­ες, κα­θα­ρί­ζουν το ά­χυ­ρο και το κάρ­βου­νο εί­ναι έ­τοι­μο να γε­μί­σει τα τσου­βά­λια. Η καύ­ση διαρ­κεί 15 η­μέ­ρες και α­παι­τού­νται άλλες 4 για να το­πο­θε­τη­θεί στα σακ­κιά το βά­ρος των ο­ποί­ων κυμαίνεται α­πο 40 έ­ως 45 κι­λά. 
Πω­λεί­ται με το κι­λό αλ­λά και με το σακίί. Συ­νο­λι­κά α­παι­τεί­ται έ­νας μή­νας για συλ­λο­γή ξύ­λου, στοίβαγμα, κά­ψι­μο, τσου­βά­λια­σμα. Ο κύ­κλος ζω­ής του κα­μι­νιού εί­ναι συ­νε­χής α­γώ­νας και φτιά­χνουν 4-5 το χρό­νο.
Η κα­λύ­τε­ρη ε­πο­χή εί­ναι η Ά­νοι­ξη και το Φθινόπωρο διό­τι ο και­ρός εί­ναι δροσε­ρός και το ξύ­λο γε­ρό. Οι ε­πο­χές αυ­τές δί­νουν τη δυ­να­τό­τη­τα για δου­λειά όσο κρα­τά­ει το φώς της η­μέ­ρας. Το κα­λο­καί­ρι εί­ναι ε­πι­κίν­δυ­νο για φω­τιά, τον χει­μώ­να α­πα­γο­ρευ­τι­κό λό­γω βρο­χής. Την τέ­χνη του κα­μι­νιού την μα­θαί­νουν συ­νέ­χεια, εί­ναι δου­λειά των με­γά­λων αν­θρώ­πων, ε­λά­χι­στοι νέ­οι α­σχο­λού­νται με τα κάρ­βου­να.
Ο μπάρ­μπα Θόδωρος τέ­λειω­σε το τσι­γά­ρο του, ση­κώ­θη­κε και πή­γε προς το κα­μί­νι,σαν αί­λου­ρος α­νέ­βη­κε τη σκά­λα και του`δω­σε φω­τιά, κα­τέ­βη­κε τό’­φε­ρε βόλ­τα πα­ρα­τη­ρώ­ντας το προσεκτικά, το σταύ­ρω­σε και γύ­ρι­σε προς το μέ­ρος μας.
Στο βλέμμα  του εί­χε σχη­μα­τι­σθεί η γα­λή­νια ει­κό­να της α­να­μο­νής.

Α­νά­λα­φρη αύ­ρα συ­νο­δεύ­ει τη δι­ή­γη­ση του μπάρ­μπα Θόδωρου, δί­νει την ε­ντύ­πω­ση ό­τι ό­λα τα εί­χε κρυμ­μέ­να μέ­σα του σα να περίμενε τη στιγμή να τ`α­φή­σει ε­λεύ­θε­ρα ν` α­να­κα­τευ­θούν με την καρ­βου­νό­σκο­νη α­να­δρο­μή στα α­ό­ρατα μο­νο­πά­τια του νού που περ­πά­τη­σε α­πο τα παι­δι­κά του χρό­νια μέ­χρι σή­με­ρα.
Σκλη­ρή πο­ρεί­α ζω­ής, ε­πι­βί­ω­ση κά­τω α­πο α­ντί­ξο­ες συν­θή­κες, στο πλευ­ρό του άρρη­κτος κρί­κος η γυ­ναί­κα του, μη­τέ­ρα, φί­λος, σκλη­ρός δου­λευ­τής, ο ι­δα­νι­κός συνδυασμός.

Ο κα­πνός μυ­ρί­ζει α­κό­μη ό­ταν κοι­τώ τις φω­το­γρα­φί­ες, τα ρυτιδιασμένα πρό­σω­πα του μό­χθου κα­λύ­πτει η μαύ­ρη σκό­νη, ρο­ζια­σμέ­να χέ­ρια, άν­θρω­ποι της υ­παί­θρου, οι τε­λευ­ταί­οι καρ­βου­νιά­ρηδες.


Πηγή : http://karystina-logia.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου