Το σπίτι στην ανηφοριά - Γιώργος Βουτσάς
Ο δρόμος τώρα έχει άσφαλτο,
Ο στύλος με το παλιό φανάρι
υπάρχει ακόμα,
εκεί που κρεμούσαμε τα φιδάκια
για να τρομάζουμε
τους νυκτερινούς διαβάτες,
που γύριζαν
αποκαμωμένοι απ το μεροκάματο.
Ο Βαγγελης,ο Κωστας,ο Μιχάλης
ήταν η παρέα μου,
σκέτοι μικροδιάβολοι
αλλά πρέπει να πω ότι
το διασκεδάζαμε.
Τα πλαϊνά του δρόμου
με τις μαργαρίτες,
έχουν γίνει πεζοδρόμια
τίγκα στο αυτοκίνητο.
Το παλιό γραφικό γεφυράκι
που από κάτω του περνούσαν
τα βρόχινα νερά,
ένας μικρός χείμαρρος,
μπαζώθηκε κι αυτό
και από πάνω του βάναν και ένα εικονοστάσι !
Φυσάει λίγο,
αλλά η εξάτμιση από μια σακαράκα
που ανεβαίνει ασθμαίνοντας,
με εμποδίζει να αναπνεύσω
το εσπερινό αγεράκι.
Η πόρτα στρίγγλισε στο άνοιγμα,
παραμέρισα τ αγριόχορτα
και ανέβηκα σιγά-σιγά τα σκαλιά
με τα σπασμένα μάρμαρα.
Ο γάτος σκιάχτηκε
νιαούρησε άγρια και εξαφανίστηκε
στο ανοιχτό υπόγειο.
Κάθισα σε μια μισοσπασμένη καρέκλα
στο μπαλκόνι...
" να σου ψήσω ένα καφεδάκι παιδάκι μου;"
" ναι μάνα φτιάξε
έχω πολύ διάβασμα απόψε "
" διάβασε όσο αργά θέλεις
αλλά μην καπνίζεις τόσο πολύ
είσαι μικρό παιδί ακόμη ! "
Από το καθιστικό ακούστηκε ο γέρος
" ας το παιδί ήσυχο ρε Μπέμπα
εσύ θα του πεις τι θα κάνει;"
Ακόμα καπνίζω αρκετά...
Είχα καιρό να έρθω
στο άδειο από ανθρώπους
πατρικό μου.
Η κατηφόρα φεύγοντας
ήταν εύκολη,
όπως όλες οι κατηφόρες.
Στη μνήμη των γονέων μου.
Από την ποιητική συλλογή ¨ Με την πένα και τον χρωστήρα "
η ανηφοριά δεν σε κουράζει τόσο,
ούτε τα παπούτσια σου γεμίζουν σκόνη
απ αυτή που τον κάλυπτε παλιά.
υπάρχει ακόμα,
εκεί που κρεμούσαμε τα φιδάκια
για να τρομάζουμε
τους νυκτερινούς διαβάτες,
που γύριζαν
αποκαμωμένοι απ το μεροκάματο.
ήταν η παρέα μου,
σκέτοι μικροδιάβολοι
αλλά πρέπει να πω ότι
το διασκεδάζαμε.
Τα πλαϊνά του δρόμου
με τις μαργαρίτες,
έχουν γίνει πεζοδρόμια
τίγκα στο αυτοκίνητο.
που από κάτω του περνούσαν
τα βρόχινα νερά,
ένας μικρός χείμαρρος,
μπαζώθηκε κι αυτό
και από πάνω του βάναν και ένα εικονοστάσι !
αλλά η εξάτμιση από μια σακαράκα
που ανεβαίνει ασθμαίνοντας,
με εμποδίζει να αναπνεύσω
το εσπερινό αγεράκι.
παραμέρισα τ αγριόχορτα
και ανέβηκα σιγά-σιγά τα σκαλιά
με τα σπασμένα μάρμαρα.
νιαούρησε άγρια και εξαφανίστηκε
στο ανοιχτό υπόγειο.
στο μπαλκόνι...
" ναι μάνα φτιάξε
έχω πολύ διάβασμα απόψε "
" διάβασε όσο αργά θέλεις
αλλά μην καπνίζεις τόσο πολύ
είσαι μικρό παιδί ακόμη ! "
Από το καθιστικό ακούστηκε ο γέρος
" ας το παιδί ήσυχο ρε Μπέμπα
εσύ θα του πεις τι θα κάνει;"
Είχα καιρό να έρθω
στο άδειο από ανθρώπους
πατρικό μου.
ήταν εύκολη,
όπως όλες οι κατηφόρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου