Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

Μια Φωτογραφία ιστορική




Γιώργος Λάμπρου

Γιώργος Λάμπρου ή ''Βλαστάρας''

Μαυρίσαν τα ματάκια μου
τους δρόμους για να βλέπω
τους ταχυδρόμους να ρωτώ
και γράμμα να μην έχω.

Πολύ μακρυά με ρίξανε
σ'εφτά βουνα 'πο πίσω
δεν φτάνει το χεράκι μου
για να σας χαιρετίσω.

Λευκό χαρτί ειν' αρκετό
και χρήμα μη λυπάστε
γράφτε μου σας παρακαλώ
να δώ αν με θυμάστε

(ανέκδοτο) 


Μιλτιάδης Παπαϊωάννου

Το 1944 τις μαύρες μέρες του εμφυλίου ο Ποιητής, συγγραφέας και ζωγράφος Μίλτος Παπαϊωάννου ανατινάζεται στο πατρικό του σπίτι μαζί με το έργο του.  



06.09.1933. Ένα γλυκό πρωινό του Σεπτέμβρη στον Κάραβο Αλιβερίου

Φύλλα φθινοπωρινά, Μαρία Παναγοπούλου

Φύλλα φθινοπωρινά

Τ' αγιόκλημα μοσχομυρίζει
πήρε καί βραδιάζει
τά βλέφαρα κλειστά σέ νανουρίζουν οι γλάροι
φλέγεσαι από ηδονή καί προσκυνάς τά χώματα τά ιερά
πού σ' έθρεψαν καί σού δίδαξαν τήν καλοσύνη

Μακάριος οίστρος
ευτυχής συγκοιρία, σέ ανανεώνει
τά βήματά σου σιωπηλά ακούγονται στήν πόρτα

Ανοίγεις καί κλείνεις τούς μίσχους
όμορφο λέλουδο καί σκορπάς ευωδία
καθώς ανασαίνεις τή μαγεία τής εξοχής

Φύλλα φθινοπωρινά κυλήστε
στήν ηρεμη ατμόσφαιρα τού μεσονυκτίου

Τά πρωτοβρόχια έρχονται
χαρές καί λύπες διαχέονται
ροδόσταμο καί βασιλικά ανανεώνουν τή ζήση
κι' ακουμπούν στά χείλη τά βελούδινα

Χαλκίδα καφέ 'Πέτρινο' 25-10-2019


Η Μαρία Παναγοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς Καλαβρυτινούς.  Ύστερα από σπουδές Ιστορίας και Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών προσλήφθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού, όπου εργάσθηκε  ως Αρχαιολόγος επί εικοσιοκτώ έτη. Κατά διαστήματα υπηρέτησε στην ΙΑ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων Ευβοίας. Καρπός της έρευνας στην Εύβοια, το βιβλίο Αρχάμπολη (1995), το οποίο αφορά στη συστηματική ανασκαφή στην περιοχή του Κάβο Ντόρο της Καρυστίας. Εργάστηκε επίσης στην Α΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων Ακροπόλεως, στη Β΄ Εφορεία Αττικής και στην ΚΑ΄ Εφορεία Κυκλάδων με σημαντική ανασκαφή στο Αρχαίο Θέατρο της νήσου Μήλου.  Παράλληλα με την Αρχαιολογική καριέρα ασχολήθηκε με τη ζωγραφική ερασιτεχνικά και τη συγγραφή ποιητικών κειμένων.Έργα: Ημερολόγια Ευδαιμονίας και Οδύνης, Γαβριηλίδης 2004, Άμπωτη και Παλίρροια, Γαβριηλίδης 2010, Ένα βιβλίο ποίησης (συλλογικό), Γαβριηλίδης 2011 και Κυμάτων Αντήχηση, Αρμός 2011.



Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Στέφανος Γανωτής

Ο Στέφανος Γανωτής γεννήθηκε στην Κύμη Ευβοίας τον Μάη του 1970 και μεγάλωσε στην Ακαδημία Πλάτωνος, στην Αθήνα. Σπούδασε στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Γαλλική Φιλολογία και από το 2004 εργάζεται στη Β’βάθμια εκπαίδευση. Τον Οκτώβρη του 2016 πήρε απόσπαση ως Συντονιστής Εκπαίδευσης στο Κέντρο Φιλοξενίας Προσφύγων στη Μαλακάσα. Ασχολείται με τη μουσική, τον παραδοσιακό χορό και την αφήγηση. Έχει διοργανώσει και έχει συμμετάσχει ως μουσικός και ως αφηγητής σε δεκάδες εκδηλώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Συγγραφέας παιδικών βιβλίων, έχει εκδώσει μέχρι σήμερα τα βιβλία του: "Η Πολυασχολούπολη και η Τεμπελοχώρα", "Η μικρή Κωνσταντίνα και το Φεγγαράκι", "Αντίο Συρία" και "ΣΥΡΙΑ Το ημερολόγιο ενός αποχωρισμού". Το 2015 έλαβε τιμητική διάκριση στο Ελληνικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου, στο οποίο συμμετείχε με το σενάριό του βασισμένο στο βιβλίο "Αντίο Συρία» και με δύο ποιήματά του: "Φαρμακονήσι Γενάρης 2014" και "Ειδομένη". Είναι παντρεμένος, έχει τέσσερα παιδιά και ζει στον Άγιο Στέφανο Αττικής.

Πηγή : Βιβλιονέτ 



Θανάσης Κωνσταντίνου (της Ελένης Κωνσταντίνου)


Ο ποιητής, ζωγράφος, εικαστικός καλλιτέχνης, Θανάσης Κωνσταντίνου, που γεννήθηκε στο χωριό Βρύση Ευβοίας το 1924, «ταξίδεψε» μακριά μας την 17 Αυγούστου 2012. Κηδεύτηκε την 20 Αυγούστου στο νεκροταφείο της Αγ. Παρασκευής στη Βρύση, συνοδευόμενος από στενούς συγγενείς και καλούς φίλους.Ο ποιητής, ζωγράφος, εικαστικός καλλιτέχνης, Θανάσης Κωνσταντίνου, που «ταξίδεψε» μακριά μας την 17 Αυγούστου 2012, γεννήθηκε στο χωριό Βρύση Καρυστίας Ευβοίας το 1924, από τον Δημήτρη (Μπάρμπα-Μήτσο ή Ψαρά, ξακουστό λαϊκό οργανοπαίχτη-λαουτιέρη) και την Κατερίνα Κωνσταντίνου (το γένος Δούνα). Από μικρό παιδί έδειξε την κλίση του για τα γράμματα και τις τέχνες και τον περισσότερο χρόνο του τον αφιέρωνε στο διάβασμα, την ζωγραφική και την κατασκευή ξυλόγλυπτων μικροαντικειμένων.Ως μαθητής στο Γυμνάσιο Κύμης, αρίστευσε και οι καθηγητές του θαύμαζαν την ευστροφία του πνεύματός του και την ευφυΐα που τον διέκριναν και καμάρωναν για το ήθος και την αγωγή του. Ως, ο άριστος μεταξύ πρώτων, επιλέχθηκε για να εκφωνήσει το λόγο στα αποκαλυπτήρια του μνημείου των Ηρώων στην πλατεία της Κύμης. Στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά, ο κοφτερός και αντιεξουσιαστικός του λόγος, υποχρέωσε τους καθηγητές του να του επιστήσουν την προσοχή για τους κινδύνους που ενέσκηπταν από την επιμονή του να συγγράφει τις σχολικές εργασίες και εκθέσεις στην δημοτική γλώσσα, σε μια εποχή που επίσημη γλώσσα του κράτους του Μεταξά ήταν η καθαρεύουσα, καθώς και για το γεγονός ότι ο καταγγελτικός του λόγος ήταν πλέον μορφή αντίστασης και είχε ήδη ξεσηκώσει αντιδράσεις από την πλευρά του υπουργείου Παιδείας και των σκοτεινών παρακαθήμενων της δικτατορίας, οι οποίοι απειλούσαν ακόμα και με την αποπομπή του. Ήταν ο μόνος μαθητής που αρνήθηκε να φορέσει στολή της ΕΟΝ, παρά την εξουθενωτική πίεση που του ασκήθηκε.Στην Αθήνα πήγε το 1942, όπου φοίτησε στη Νομική Σχολή Αθήνας, τη Σχολή Καλών Τεχνών, το Γαλλικό Ινστιτούτο και, παράλληλα, παρακολουθούσε μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή. Πίστεψε στις ιδέες του Μαρξισμού-Λενινισμού και προσχώρησε στις γραμμές της ΕΠΟΝ και λίγο αργότερα συνέχισε τους αγώνες του ως μέλος του Κ.Κ.Ε. όπου για την προσφορά του τιμήθηκε με έπαινο το 1946. Για τις ιδέες του και του αγώνες του διώχθηκε και κυνηγήθηκε και για πολύ καιρό δεν μπορούσε να μεταβεί στη γενέτειρά του τη Βρύση, που εκεί, με την εντιμότητα και την ευθύτητά του είχε κερδίσει τον θαυμασμό και την αγάπη, ακόμα και των πολιτικών του αντιπάλων.

Ως ιδρυτικό μέλος του Ε.Ο.Π. (Εκπολιτιστικός Όμιλος Πανεπιστημίου) δούλεψε κοντά στον Βασίλη Ρώτα κ.ά. και συμπορεύθηκε με τους συντρόφους και φίλους του Γιάννη Ρίτσο, Μενέλαο Λουντέμη κ.ά. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο πανεπιστήμιο βρέθηκε κοντά και συναναστράφηκε με τους κορυφαίους των γραμμάτων και της τέχνης, όπως τον μεγάλο Γάλλο ποιητή Πωλ Ελυάρ (PAUL ELUARD), τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Άγγελο Σικελιανό, τον Κώστα Βάρναλη, τον Γιάννη Μόραλη κ.ά. Οι Δάσκαλοι του, όπως ο γλύπτης Θανάσης Απάρτης, τον προέτρεπαν να φύγει από την Αθήνα που ήταν διωκόμενος και να πάει για σπουδές στο Παρίσι με υποτροφία.
Στην πορεία της ζωής του δούλεψε ως εικαστικός καλλιτέχνης [ζωγραφική (λάδι, ακουαρέλα, τέμπερα) - χαρακτική (σε ξύλο, κρύσταλλο, κεραμικό) – γλυπτική - κεραμική – κόσμημα] κοντά στους μεγαλύτερους στον χώρο των τεχνών. Για τη δουλειά του είχε βραβευθεί με το πρώτο βραβείο από την Δ.Ε.Θ. (Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης). Πήρε μέρος σε πολλές εκθέσεις ζωγραφικής, ατομικές και με άλλους, παίρνοντας διθυραμβικές κριτικές για τα έργα του.

Τα τελευταία χρόνια αφιέρωσε τη ζωή του και στη συγγραφή ποιητικών συλλογών και μυθιστορημάτων και ήταν Τακτικό Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Έργα του, που έχουν εκδώσει οι εκδοτικοί οίκοι ΙΩΛΚΟΣ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, ΔΩΔΩΝΗ, είναι οι ποιητικές συλλογές:

Πρώτη Άποψη, (ΙΩΛΚΟΣ, 1989),
Βήματα, (Ελληνικά Γράμματα, 2001),
Ελεγεία, (ΔΩΔΩΝΗ, 2005),
Καληνύχτα σας Κύριοι, (ΔΩΔΩΝΗ, 2005)
και τα μυθιστορήματα:
Ο Αντάμης, (ΔΩΔΩΝΗ, 2008)
Ατελής Κύκλος, (ΔΩΔΩΝΗ, 2011).
Παρέμεινε, μέχρι το τέλος της ζωής του, ένας ιδεολόγος κομμουνιστής και ονειροπόλος ποιητής.




Το καρναβάλι της ζωής, Λούλα Σιμιτζή

Ξάδερφη της Γιαγιάς μου, θεία μου, μετά από πολλά χρόνια βρήκα την ποιητική της
συλλογή Νοσταλγίες που είναι αφιερωμένη στην μνήμη του άνδρα της Νίκου.
Η ομορφιά του ζευγαριού και της θείας Λούλας κοσμούσε τη Χαλκίδα.
Όταν το ζευγάρι πήγαινε τη βόλτα του, η γειτονιά άνοιγε τα παράθυρα για να τους καμαρώσει.
Εξαιτίας των πολέμων στα δεκατέσσερα χρόνια γάμου το ζευγάρι κατάφερε να ζήσει δύο χρόνια μαζί. Αγαπημένο ποίημα της Θείας Λούλας ήταν το καρναβάλι της ζωής.

Το καρναβάλι της ζωής

Και λέμε για την πόρνη που πουλιέται
Τόσα, που μήτε πια τα βάνει ο λογισμός,
Κι' όλο κυλιόμαστε στο βούρκο που κυλιέται,
Και μεις πληρώνουμε γιαυτό, τι σαρκασμός!

Τι σάτυρα φαρμακερή! να ξέρουμ' ότι
Το πρόσωπο του καθ' ενός μας μασκαρά,
Κρύβεται κάτω από τη μάσκα ματαιότη,
Στο καρναβάλι της ζωής μας που περνά.



Λούλα Ν. Παπαθεοδώρου Σιμιτζή (1918 - 1984)

Χαλκιδέα ποιήτρια, ηθοποιός και ζωγράφος. 




Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

Οι Καλικάντζαροι, Χαράλαμπος Φαράντος

ένα παραμύθι από το Αλιβέρι : Αφηγητής Λουκάς Γλάρος
από το βιβλίο του Χαραλ. Φαράντου πέντε ευβοϊκά παραμύθια

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΦΑΡΑΝΤΟΣ : Αρχαιολόγος – Συγγραφέας Πρόεδρος Δ.Σ. της Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών


Ο Γιάννης Σκαρίμπας ως Γιάγκος βάλλεται κατά Πολάκη

Εφημερίδα Ανάσταση
ΟΡΓΑΝΟΝ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ
φύλλο αρ. 7 
Τετάρτη 1η Αυγούστου του 1912







Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Πέντε Σφηνάκια, Σταμάτης Γκαβέτας


(1)

Τέλος

Ποια μοίρα μαρτυριάρα
σε όνειρο φανέρωσε
την έσχατη σου ανάσα

(2)

Via Dolorosa II

Σε δρόμο ματωμένο
αμφίβια η ψυχή σου
καλπάζει στα ψηλά

(3)

Δέσμιος

Στο χώμα κλειδωμένος
αίμα και άρτο λαχταρώ
στον ουρανό να φτάσω

(4)

Ψυχοσάββατο

Στα αφτιά μου λιμνάζουν
κεκοιμημένων φωνές
τη θύμηση ζητώντας

(5)

Επαναστατικό

Κάρφωσε τα ρολόγια
της δουλείας ρουφιάνους
που ξοδεύουν τη χαρά





Δύο Ποιήματα, Πανάγος Πέππας


Ο ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΣ

Κάποτε οι βροντές άνοιγαν δρόμους,
οι αστραπές στήνανε κάστρα
κι η μελωδία έστελνε τη λεβεντιά στα δάση.

Τα πεύκα ήταν περισσότερα μα τραγουδήθηκε
ο παπα-πλάτανος και προπαντός ο σταυραετός,
που θα ζει για πάντα στις καρδιές μας,
στο άχτι του φτωχού,
στον καταπέλτη της λαχτάρας,

θα ζει στον κολοφώνα της μεσημβρίας,
στον χυτό αντίποδα της δόξας,
στα λαμπερά φασκιώματα του αιθέρα
κι αλύτρωτο μπουρίνι λέξεων
μες στην ψηφιακή τους φιάλη
απ' τη βαλβίδα του μεσονυκτίου
θα χύνεται στο σύμπαν.


ΤΑ ΧΕΙΛΗ ΣΟΥ

Αχ αυτή η βέρα των χειλιών σου!
Φορώντας την περιβραχιόνιο
θα ‘θελα να περιφέρομαι
στις καθιστικές διαμαρτυρίες των αισθημάτων.


Ο Πανάγος Πέππας γεννήθηκε στο Μαντράκι Αυλωναρίου το 1955.



Εργογραφία
              
Χωρίς φεγγαροδοχεῖο : 1983 / Πανάγος Πέππας, ΔΩΡΙΚΟΣ
Η ακακία της Ανδρομάχης : 1986 / Πανάγος Πέππας, Τυπ. Φραγκάκη - Μπορμπουδάκη
Ημερίδα : 2007 / Πανάγος Πέππας, Μελάνι








Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Γιώργος Ψυχογιός


Δημοσίευμα του θείου μου Γιώργου στην Εύβοια Προοδευτική 


Το ποθούμενο τέλος, Δρόσος Άγγελος

Το ποθούμενο τέλος, Δρόσος Άγγελος

Όταν ο ήλιος άρχισε να βασιλεύει, τότε η αγριάδα απλώθηκε φριχτότερη, πάνω απ’ την καιομένη πολιτεία. Ο ουρανός είχε γίνει μολυβένιος από τους καπνούς, σαν όπως όταν τα βαριά σκοτεινά σύννεφα μαζεύονται πάνω από τη γη, έτοιμα να ξεσπάσουν σε καταστροφική βροχή, σε καταιγίδα. Ο ήλιος, μέσα από τους καπνούς, φαινότανε ατόφιος, σαν ένα ολοστρόγγυλο κομμάτι πυρωμένο σίδερο. Έμοιαζε σαν φωτιά αναλυτή, έτοιμη να πέσει πάνω στη γη, τη σιχαμένη, να της βάλει κι αυτός με τη σειρά του μπουρλότο, για να μη βλέπει από ψηλά τις ασχήμιες που γίνονται σ’ αυτή. Και τα κοράκια, που δεν τα ’βλεπε ποτέ η Σμύρνη, είχανε περιζώσει τώρα όλη την πόλη και πετούσαν χαμηλά χαμηλά, κρώζοντας με λαιμαργία. Τόσα χρόνια, μέσα στην Ασία, δε χόρτασαν σάρκες και η μυρωδιά των ψοφιμιών και των σκοτωμένων, τα τράβηξε κατά δώθε. Σα σύννεφο τριγύριζαν και ξαφνικά, αφού ζύγιαζαν από ψηλά, έπεφταν στα πτώματα και τα σούβλιζαν με τις μύτες. Και πάλι, σαν καπνός ανέβαιναν, φωνάζοντας τρομακτικά, όταν κανένας τσέτης πήγαινε προς το πτώμα, να πάρει κι αυτός το μερτικό του: ρούχα, παπούτσια, ό,τι είχαν αφήσει άπαρτο εκείνοι που σκότωσαν. Σιγά-σιγά, νύχτωνε. Ο ήλιος, κατακόκκινος –από αγανάκτηση, ίσως και αηδιασμένος–, έγειρε πια και κρύφτηκε πίσω από το άντικρυ βουνό. Και τότε, σαν πέρασε το μούχρωμα κι έγινε κυρίαρχος της ατμόσφαιρας η νύχτα, φάνηκε πιο μεγαλόπρεπη η καταστροφική φωτιά. Η Σμύρνη ήτανε τώρα δοσμένη ολόκληρη μέσα στην πύρινη ακολασία και οι καυτερές φλόγες έγλειφαν με ηδονή σατύρων τις τοίχινες σάρκες της. Και για να συμπληρωθεί η εικόνα με όλα τα πρωταγωνιστούντα πρόσωπα, και για να μη λείψει απ’ αυτόν τον αθέμιτο γάμο της καταστροφής ο ρουφιάνος, τα συμμαχικά πολεμικά ρίξανε τους προβολείς τους στην ξηρά. Το φως των προβολέων και η λάμψη της φωτιάς στροβίλιζαν έτσι παιγνιδιάρικα, λες κι ήτανε πανηγύρι, λες και ο χαλασμός της Σμύρνης και η ανθρωποσφαγή, κι ο θρήνος των παρθένων και των γυναικοπαίδων, ήτανε το ποθούμενο τέλος του Παγκόσμιου πολέμου, κι άξιζε να γίνει αυτή η ασύλληπτη φωτοχυσία.


η φωτογραφία είναι από το αρχείο του Θανάση Αβέλλιου και τραβήχτηκε το 1964 όταν τον επισκέφτηκε στο σπίτι του στην Αθήνα

Ο Άγγελος Δρόσος γεννήθηκε στην Ιστιαία Ευβοίας το 1896, ορφάνεψε νωρίς και κατέφυγε στα δεκατέσσερά του χρόνια στην Αθήνα με μόνο εφόδιο το δίπλωμα του τότε Σχολαρχείου. Αυτοδίδακτος δημοσιογράφος θα εξελιχθεί γρήγορα, γράφοντας κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας στις εκεί εφημερίδες και θα προαχθεί σε πολεμικό ανταποκριτή στις αθηναϊκές εφημερίδες που εκτίμησαν την αίσθησή του για την αυταξία της είδησης. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, μετά την Καταστροφή του 1922, θα εργαστεί στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο της Αθήνας αποσπώντας την εκτίμηση των δημοσιογραφικών κύκλων, για να καταλήξει σε ανταποκριτή του πρακτορείου Ρώυτερ.


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Ρυθμοί δίχως ρίμες (1924),
Δισταγμοί, ποιήματα (1931),
Μια αληθινή ιστορία, δράμα (1928),
Στο χαράκωμα, δράμα (1931),
Ανάμεσα στους Πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού (1933, Β΄ έκδοση 2005).

Αλίκη και Βασίλειος Βελέντζας... του Αριστείδη Λάμπρου



Αλίκη και Βασίλειος Βελέντζας....

Ο ΕΛΛΗΝΟΙΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΙΓΜΕΣ....

H ώρα είναι 05,30 το πρωί. Ημέρα Δευτέρα. 28η Οκτωβρίου. Έτος  1940. Σχεδόν έχει μόλις χαράξει. Κανείς, στην χώρα δεν έχει διάθεση για ύπνο, ή χουζούρι και όλοι είναι συναθροισμένοι, πέριξ της πλατείας. Στόχος της κοινωνίας να μάθει τα ΝΕΑ…. Εκηρύχθη ο πόλεμος. Έτσι και η Κύμη είναι από τα αξημέρωτα στο πόδι. Άπαντες κυκλοφορούν και προσπαθούν να μάθουν.  Όλοι ξέρουν ότι ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Η βύθιση της ΕΛΛΗΣ στην Τήνο. Οι εξελίξεις στην Ήπειρο με τους Μπέηδες και τους Αγάδες.  Εξάλλου οι Κουμιώτες έχουν ήδη πάρει μια μυρωδιά πολέμου… Ένα Σοβιετικό πλοίο βυθίστηκε από το Ισπανικό υποβρύχιο των Φραγκιστών, με τορπιλισμό στην περιοχή της Σκύρου. Έχουν δει τους Σοβιετικούς ναυαγούς στο λιμάνι τους…

Εκείνες τις ώρες ένας Κουμιώτης είχε μια τρομερά ευφάνταστη ιδέα… Να φωτογραφήσει τα παιδιά του. Όχι αυτός βέβαια. Που να βρει φωτογραφική μηχανή. Ένας σπουδαίος φωτογράφος, ο σπουδαιότερος ίσως,, της Κούμης,  ο Παλαιολόγος ήταν ήδη επί ποδός πολέμου…  Μόνο που όπλο του ήταν η φωτογραφική μηχανή.
  
Έτσι ο Κωνσταντίνος Βελέντζας, φώναξε τον φωτογράφο και αποθανάτισε την πλέον ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΚΟΥΜΗΣ… Μόνο που δεν ήταν παρελάσεις και ταρατατζούμ. Ήταν δύο παιδάκια, ενδεικτικά της εποχής.
28η Οκτωβρίου 1940. Ώρα 05,30 ημέρα Δευτέρα. Το πολεμικό ανακοινωθέν είναι άγνωστο αν έχει ήδη ακουστεί στην Κούμη. Κάποιος το είπε. Ο αστυνόμος το επιβεβαίωσε. Είναι πλέον φανερό. Όλοι το ξεύρουν….

Η οπισθία πλευρά του "πολεμικού ενθυμίου.....

Ο φωτογράφος συνεκεκινημένος , έχει ήδη στήσει το τρίποδο του. Η Αλίκη Κ. Βελέντζα, που είναι 12 ετών κοπελίτσα, κρατά αγκαλίτσα το 10μηνίτικο Βασίλειο Κ. Βελέντζα. Στα μάτια τους είναι χαραγμένη μια κάποια έκπληξη. Ιδιαίτερο ο μικρός Βασίλης είναι σφόδρα απορημένος. «Ποιος με ξύπνησε… Τι θέλουν από εμένα». Κανείς δεν γελά. Ένα ελαφρύ μειδίαμα μπορείς ίσως να το δεις στην μικρή Αλίκη. Ποιος ξέρει το αύριο…. ΠΟΛΕΜΟΣ…
Την πλήρη συναίσθηση την έχει απολύτως ξεκάθαρη ο πατήρ Κωνσταντίνος. ΠΟΛΕΜΟΣ….  Σημειώνει στην οπίσθια πλευρά της φωτογραφίας., τα πλήρως απαραίτητα. Ποιοι είναι οι πρωταγωνιστές, την ώρα την ημέρα το ιστορικό πλαίσιο… ΠΟΛΕΜΟΣ… Τελεία και παύλα.

Τι να προσθέσει κανείς άραγε. Τι εξυπνάδα να αμολήσει για να εντυπωσιάσει; Τίποτα δεν έχει να πει κανένας . Ίσως μόνο να σκεφτεί, τι θα έκανε ο καθείς μας .

Ο Κωνσταντίνος Βελέντζας, ήταν ένας άνθρωπος με βαρύ αίσθημα, των ιστορικών στιγμών. Ποιος θα σκεφτόταν να βρει έναν φωτογράφο στις 05,30 ; Είναι λοιπόν ο Κωνσταντίνος Βελέτζας ένας απλός ταβερνιάρης. Ένας άνθρωπος του λαού και όχι ένα «γραμματιζούμενος». Με πόσο όμως ανεπτυγμένο ΙΣΤΟΡΙΚΟ κριτήριο… Αγωνίστηκε για να μας αφήσει ένα ενθύμιο, ιστορικό, μια  «φωτογραφία του πολέμου».  Από τους δύο πρωταγωνιστές, την «μεγάλη» Αλίκη και τον μικρό Βασίλη σήμερα έχουμε τον Βασίλη. Τον Βασίλη που 10 μηνών, που ποιος ξεύρει τι θα σκεπτόταν, τότε…. Τρέχα γύρευε… Με την πυτζαμούλα του ήταν ο Βασιλάκης….



Οι υπέροχοι γονείς ο Κωνσταντίνος και η Μαρία Βελέντζα....

Οι δύο ηλικιωμένοι που βλέπετε ήταν ο Κωνσταντίνος Βελέντζας και η ΜΑΡΙΑ. Που ήταν οι γονείς της Αμαλίας και του Βασίλη. Αυτοί ήταν ιδιοκτήτες μιας ταβέρνας που ήταν δίπλα από το ΙΣΤΟΡΙΚΟ ξύλινο Φαρμακείο του Κυρίου Aδαμόπουλου, (με την υπέροχη σόμπα του και που φυσικά το είχαν οι γονέοι του).  Ήταν φαίνεται τόσο αναστατωμένος ο Κωνσταντίνος Βελέντζας , που δεν ζήτησε να αποθανατιστεί η ταβέρνα τους στην «φωτογραφία του πολέμου». Πήγαν απέναντι, ακριβώς, στο παντοπωλείο του Γιάγνκου Αποστολίδη.  Άθελά του ο Κωνσταντίνος διέσωσε ένα παντοπωλείο της Κούμης του 1940….

Όλα είναι λοιπόν τόσο ωραία και γλυκά που για να δέσει το γλυκό καλύτερα θα πρέπει να ευχαριστήσω τον πληροφοριοδότη μου…. Τον φίλο Κύριο Κούρουπα. Αυτός μας έκανε τόσο ευτυχισμένους που μας τα παραχώρησε αυτές τις τρεις υπέροχες φωτογραφίες. Όχι απλές φωτογραφίες … αλλά βαθύτατα ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ

Πηγή : https://akrat.blogspot.com/

ΛΥΠΗ, Καραμπίνη Ευτυχία

ΚΑΡΑΜΠΙΝΗ ΕΥΤΥΧΙΑ (ΣΚΥΡΟΣ 1945-2014)

Λύπη 

Ασυνήθιστη ήρθε
αυξάνει το σκοτάδι και την ερημιά
η θλίψη, που φεύγει και ξανάρχεται
ωριμασμένη και ανυπεράσπιστη
χωρίς λυτρωμό.

Δεν φτάνει με ψίθυρο
και τρόμο. 

Ήρθε ... 
από πικρά κίτρινα φύλλα 
φθινοπώρου 
χλωμό φεγγάρι 
κάτω απ' την άλικη χαρά
ξεχασμένη. 

Γαλήνη αιφνίδια 
όταν φυσάει της Σκύρου 
ο Βοριάς 
και μας εξουσιάζει

(ΑΝΕΚΔΟΤΟ)

Η εικόνα ίσως περιέχει: ουρανός, βουνό, σύννεφο, υπαίθριες δραστηριότητες και φύση
Σκύρος - Πίνακας του Γιώργου Γατόπουλου

Σάββας Κάμπαξης


'' Έργο που δεν μπορεί να αναπαραχθεί δεν είναι τέχνη ''  Σ. Κάμπαξης

Κάντε κλίκ στην εικόνα για να δείτε το αφιέρωμα στον Σάββα Κάμπαξη



Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

Στην αγκαλιά του θανάτου, Δρόσος Άγγελος


Στην αγκαλιά του θανάτου, Δρόσος Άγγελος

Επιτέλους! Φτάσαμε σ’ ένα μέρος, απόμερο και μαντρωμένο, που βέβαια, δεν θα ησυχάσουμε, μα θα μπορέσουμε κάπως ησυχότερα να περιμένουμε το τέλος. Ώσπου να ξεκαθαριστούν οι τόσες χιλιάδες ανθρώπων που είναι στην προκυμαία κι ανάμεσα στους δρόμους και στις εκκλησίες και τα σπίτια που δεν πείραξε η φωτιά, έχουμε καιρό. Τόσες χιλιάδες είναι. Δεν είναι παίξε-γέλασε. Μπορεί ο Πλάστης να χρειάστηκε μονάχα έξι μέρες για να δημιουργήσει τον κόσμο. Μα ο κόσμος, μεγάλωσε μονάχος του σε τόσους αιώνες και θέλει περισσότερες μέρες για να χαλαστεί. Κι ώσπου να φτάσει η σειρά μας, δεν ξέρεις τι γίνεται. Μπορεί ν’ απαυδήσουν πια και οι ξένοι απ’ τους σκοτωμούς και να θελήσουν να επέμβουν, μπορεί –ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει. Ίσως και να μη γίνει τίποτα. Μα πάλι, έχουμε την ελπίδα, πως θα πεθάνουμε τελευταίοι. Είναι κι αυτό μια ελπίδα. Γιατί όσο κι αν λέμε πως δε μας μέλει, τη ζωή την αγαπούμε, σαν όπως λέει και το λαϊκό τραγούδι:

     Τι με τα τόσα βάσανα,
     πάλ’ η ζωή γλυκειά ’ναι.

     Το μέρος που βρισκόμαστε ήτανε το Πανιώνιο στάδιο. Ήτανε. Τώρα, είναι ένα μαντρωμένο γήπεδο, χωρίς τις ξύλινες κερκίδες. Και μέσα, δω κι εκεί, ψοφίμια φουσκωμένα. Άλογα, σκύλοι, γαϊδούρια… Ίσως και να βρωμάνε, μα τέτοια μυρουδιά, δεν τη νιώθουμε. Καλύτερα κιόλας που ’ναι τα ψοφίμια, γιατί μπορεί να φάνε αυτά καμμιά σφαίρα αδέσποτη, αντί να τη φάμε μεις. Πόση δεν είχε δει αυτός ο χώρος. Τι αγώνες, τι τελετές, τι επισημότητες. Πόσα κορμιά γεμάτα ζωή περάσανε από το στίβο, που σήμερα δεν ξέρει κανένας πού να βρίσκονται. Λίγες μέρες πριν, γινήκανε αγώνες κι ο κόσμος χειροκροτούσε τους νικητές και τη σημαία.
     – Χτύπα τσοπανάκια, παιδί μου, περνάει η ελληνικιά σημαία…
     Και το παιδί, έκανε όπως του ’λεγε η μάνα του. Τώρα, πάνε όλα αυτά. Να ιδούμε τι θα γίνουμε. Καλά που βρέθηκε κι αυτό το στάδιο. Και πόση αγωνία, ώσπου να φτάσουμε εδώ. Και τι νύχτα τραγική που περάσαμε. Τι νύχτα… Ποτέ δεν πιστεύαμε πως η φωτιά που ’χε πιάσει το πρωί στ’ αρμένικα, θα έφτανε ως τα Τράσα, που ήτανε το σπίτι μας. Η πυροσβεστική υπηρεσία, οι αντλίες των ξένων πολεμικών που βρίσκονται στο λιμάνι –θα είναι καμιά δεκαπενταριά θωρηχτά κι αντιτορπιλικά– λέγαμε πως θα τη σβήσουνε. Τίποτα όμως. Κείνη όλο και άπλωνε κι ώσπου να καταβρέξουν το ένα σπίτι με λίγο νερό, άλλο τετράγωνο έπιανε φωτιά. Τι καταστροφή. Οργή Θεού. Και τι κακό. Όλη η Σμύρνη πνιγμένη μέσα στις φλόγες και τους καπνούς. Λένε πως κάηκαν και άνθρωποι ζωντανοί και γυναίκες ανήμπορες και γέροι και μωρά. Τι σημασία έχει; Κι αν δεν καιγόντουσαν, θα σφαζόντουσαν. Έχει καμμιά διαφορά ο τρόπος που πεθαίνει κανένας, όξω απ’ το φυσικό θάνατο; Έπειτα, αφού οι άνθρωποι δεν έχουν την ευγένεια να μην πειράζουν τους άλλους ανθρώπους, πώς τάχα ένα στοιχείο της φύσης, σαν τη φωτιά, θα στεκότανε στο κατώφλι της πόρτας και θα ’λεγε: Με συγχωρείτε. Επιτρέπετε να σας κάψω ή θέλετε να φύγετε; Λένε, ακόμα, πως οι Τούρκοι ρίχνανε βενζίνα για να τροφοδοτήσουν τη φωτιά. Μπορεί. Μα κι αυτό αν δεν έγινε, τα σπίτια, περισσότερα παλιά κι έτσι πυκνά χτισμένα, παστωμένα σα σαρδέλες, χωρίς δρόμους, με σοκάκια και καλντερίμια στενά, που σε πολλά μέρη, μόλις τα κατάφερναν να περάσουν δυο άνθρωποι μαζί, ήτανε αρκετή τροφή για τη φωτιά. Κι έτσι, ως τ’ απόγιομα, η φωτιά είχε αρπάξει στο τεράστιο στόμα της και τραγάνιζε με λαιμαργία το φραγκομαχαλά – την Ευρωπαϊκή οδό, όπως τη λέγανε, ένα είδος σύνθετο των οδών Ερμού και Σταδίου της Αθήνας. Εκεί, στα μεγάλα καταστήματα, εμπορικά και χρυσοχοεία, η Σμύρνη έκανε τις προμήθειές της. Προ πάντων, κάθε Δευτέρα, που γινότανε σε διάφορα μαγαζιά «ραμπαί», όλες οι γειτονιές της Σμύρνης, κάνανε γενική έξοδο, για να ψωνίσουν φτηνά. Πόση κίνηση, πόση ζωή. Οι Σμυρνιοπούλες, με τη φυσική αφέλεια και ξενοιασιά, πάντα πρόσχαρες και γελαστές, περνούσαν στο φραγκομαχαλά και σκορπούσαν τη χαρά και το γέλιο.
     – Ηβί! Ένας ήρχε κι έπιασε το μπράτσο μου.
     – Αλήθεια; Ήτανε απ’ τσι παλιολλαδίτες, ή Σμυρνιός;
     Και τα παιχνιδιάρικα μάτια έπεφταν στους διαβατικούς άντρες μ’ αθωότη. Με τα δεματάκια στο χέρι και τη μασχάλη, άφηναν την Ευρωπαϊκή οδό, διέσχιζαν τους βερχανέδες –στοές–, κι έβγαιναν στο Κε –προκυμαία–, για να πάρουν το γλυκό τους στο ζαχαροπλαστείο, αφού πρώτα περνούσαν απ’ τη «Μυροβόλο Άνοιξη» – περίφημο μαγαζί για τους λουκουμάδες και τα κατημέρια και την μπουγάτσα. Πόσες φορές, μεις οι παλιολλαδίτες, δεν ξεχαστήκαμε ώρες ολόκληρες εκεί μέσα, χάσκοντας μπροστά στη λαϊκή ομορφιά της Σμύρνης και στο βόμβο που ’κανε εκείνο το κοριτσένιο μελισσολόι που μαζευότανε για να πάρει λουκουμάδες και να φλερτάρει φανερά, θορυβώδικα, χωρίς πονηριές, ολότελα πολιτισμένα, μα και χωρίς ν’ αποκλείνεται η περίπτωση να βρει η κάθε μια το γιαβουκλού της, με τον οποίο να ζήσει τη ζωή της. Στο μαγαζί αυτό γνώριζε όποιος ξένος πήγαινε τη Σμύρνη. Τη Σμύρνη τη γλεντζού, την ξένοιαστη, την πλανεύτρα, τη μαργιόλικη Σμύρνη, την ξελογιάστρα. Μα και τη απονήρευτη Σμύρνη, την όξω κακή καρδιά, τη μυρωμένη κι αφράτη, σαν τις αρωματισμένες ακρογιαλιές της και τους αφρούς της γαλανής θάλασσας του κόλπου.
…………………………….
…………………………….
Η φωτιά, κι όλο προχωρούσε. Οι πύρινες ρομφαίες, και το πανδαιμόνιο των κρότων απ’ το γκρέμισμα των σπιτιών, συμπλήρωναν τη νικητήρια ιαχή των Τούρκων. Λόγιασε: Πελώριους χαλκομπρούτζινους δαίμονες της κόλασης με πανύψηλα κανιά, με μαβιά στίγματα κάπου-κάπου, με στόμα παμφάγο, απ’ όπου ξερνιέται το πιο σαρκαστικό και πιο θορυβωδικό χαχάνισμα κι απ’ όπου ξεπηδούν τεράστια χαλυβδένια δόντια, που ροκανίζουν ό,τι κι αν βρούνε. Αυτό, μέσα στην πόλη. Όξω απ’ αυτή, στο ύπαιθρο, ο χαλασμός. Η μέθη της νίκης, αδερφοπητή με όλες τις κακίες του πολέμου: την αρπαγή, τη σφαγή, την ατίμωση. Μπροστά στα μάτια μου, δυο τσέτες γονάτισαν μια κοπέλα και της πήραν ό,τι κι αν είχε απάνω της. Και χρήματα και κοσμήματα και τιμή. Το τελευταίο αυτό, στην κατάσταση που μας έφερε ο τρόμος και η αποχτήνωση, κατάντησε να μη μας κάνει αίσθηση. Τα χρήματα όμως, πάντα τα καταλαβαίνουμε, γιατί χωρίς αυτά, πού θα πάμε, αν τύχει και ζήσουμε; Και το χειρότερο, για κακή της τύχη, η κοπέλα είχε και δυο χρυσά δόντια. Οι τσέτες, αφού της επήραν ό,τι κι αν είχε και ικανοποίησαν τη χτηνωδία τους στο ζωντανό πτώμα, τη ρώτησαν ξανά:
     – Παρά βαρμ;
     – Γιοκ εφέντη μ’.
     Τους είπε πως δεν είχε άλλα λεφτά. Κείνοι όμως είδαν τα χρυσά δόντια και το μάτι τους πέταξε σπίθες. Κάτι είπαν μεταξύ τους, κούνησαν κι οι δυο τα κεφάλια καταφατικά και δόθηκαν στη δουλειά. Καθώς η κοπέλα ήτανε ανάσκελα ξεγυμνωμένη, ο ένας γονάτισε απάνω της, με δύναμη της έπιασε σαν όπως η μέγγενη τα πόδια και τα χέρια, κι ο άλλος έβγαλε τη ξιφολόγχη, κοκκινισμένη από ανθρώπινο αίμα. Ύστερα, στάθηκε ανακούκουρδα από πάνω της, σε τρόπο που να είναι καβάλα στο στήθος της κι άρχισε με τη ξιφολόγχη να της βαράει τη μασέλα, για να βγάλει τα χρυσά δόντια. Τα αίματα, πλημμύρισαν το στόμα της κοπέλας και ξεχυνόταν ύστερα στα πλάγια σαν όπως το βραστό νερό, σπρωχνόμενα από τον πνιγμένο της βόγγο. Καλά, που δεν άργησαν να βγουν τα δόντια. Καμμιά δεκαριά ξιφολογχές γκαπ-γκουπ, και βγήκαν άλλα τόσα ζευγάρια, όσα ήτανε τα χρυσά.
     Από την άλλη, μπροστά μας, η θάλασσα. Γεμάτη κι αυτή από κορμιά, φουσκωμένα, τουμπανιασμένα, που πλέανε στον αφρό, με ολάνοιχτα τα μάτια και τα στόματα ανοιγμένα σ’ ένα τραγικό, παλιατσίστικο γέλιο, λες και κορόιδευαν όσους σαστισμένα πρόσμεναν κάποιαν ελπίδα και δεν έπεφταν μέσα στα γνώριμα νερά, που ως τα χτες, ακόμα, στο λιοπύρι του μεσημεριού, τους δρόσιζε χαϊδευτικά τα σώματα, σαν έπαιρναν το μπάνιο τους, για να ησυχάσουν τελειωτικά.
     Ωστόσο, η φωτιά κι όλο προχωρούσε. Τα εωσφορικά τάγματα λες και ξεχύθηκαν απάνω στην πόλη και την τραγάνιζαν: κρακ-κρακ. Μαζί με το θέαμα το μεγαλόπρεπο των φλογών και του ντουμανιού, ήτανε ακέρια και η ικανοποίηση της ακοής. Κριγμοί δαιμονιάρικου, που δημιουργούσαν την αίσθηση, πως γύρω-γύρω, κι ανάμεσα στους δρόμους και στα καλντερίμια, σε κάθε τσικμά και σε κάθε ντουρσέκι, είχε στηθεί κι από ’να πολυβόλο, που ξέρναγε το φρενιάρικο κρότο: κρακ… κρικ… κρακ… κρρρρρρκ…
     Από δω κι από κει, τρέχανε σαν κολασμένοι, σαν άδικη κατάρα να τους κυνηγούσε, οι άνθρωποι. Ο Χάρος απ’ όλες τις μεριές. Όπου κι αν πήγαιναν, έπεφταν στην αγκαλιά του θανάτου.
     – Στο Κε, στη θάλασσα, στη θάλασσα.
     Ήτανε η γενική κραυγή όσων η καλοκαγαθία της φωτιάς άφηνε να βγούνε από τα σπίτια τους ζωντανοί. Στη θάλασσα, ήτανε η ελπίδα. Από το Κε αντίκρυζαν όλοι μακριά, κατά την έξοδο του κόλπου, και προσπαθούσαν να διακρίνουν με το θολωμένο βλέμμα τους κανένα μαύρο σημάδι – το καράβι που θα ’ρχότανε απ’ την Ελλάδα, ή απ’ τα πολιτισμένα κράτη, που πολεμούσανε ως τα χτες για την ελευθερία των λαών, να τους σώσει.
     Κι η φωτιά, όλο και προχωρούσε. Αφού ερείπωσε την Ευρωπαϊκή οδό, τις Κοπριές –που υποκοριστικά λεγόντουσαν οδός Ρόδων–, τα χτίρια της προκυμαίας από το Κονάκι ως το Κουμερκάκι, ξεχύθηκε κατά το Γαλάζιο και το Φασουλά, μια συνοικία χιλιοτραγουδισμένη, είδος Ψυρρή της Αθήνας, με δική του ιστορία, με δικό του σεβνταλίκι, με δική του –καταδική του– ξεχωριστή ομορφιά. Πάει κι η συνοικία του Άη-Τρύφωνα, ρήμαξε και το φαρδύ τ’ Άη-Δημήτρη, κι η Αγία-Κατερίνη φρικιούσε στην πύρινη αγκαλιά της φωτιάς. Η Παράλληλος της προκυμαίας με τα μεγάλα καταστήματα, τα εργοστάσια και τις αποθήκες, πάει κι αυτή. Στο πυρωμένο πλακόστρωτό της δε θ’ ακουστεί πια το τροκ των αλόγων που έσερναν περήφανα τα μόνιππα, απ’ όπου η φωνή των σεβνταλήδων και των εφέδρων, έβγαινε κατά το σούρουπο και τα ξημερώματα γεμάτη πάθος:

     Τι σε μέλει εσένα από πού ’μαι γω,
     απ’ το Παραλέλι, γιά ’π’ το Κορδελιό…


(από το βιβλίο: Άγγελος Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Ύψιλον, 2005)

Ο Άγγελος Δρόσος γεννήθηκε το 1896 στην Ιστιαία και πέθανε το 1966. Το πραγματικό του ήταν Καλούδας,  εγκυκλοπαιδικές σπουδές έκανε στην Χαλκίδα και στην Αθήνα και το 1918 μπήκε στην δημοσιογραφία ως πολεμικός ανταποκριτής της <<Πολιτείας>> στη Μικρά Ασία σύμφωνα με την επιστολή που έστειλε στον Θ. Αβέλλιο το 1964. Ο Ποιητής Αβέλλιος τον επισκέφτηκε δύο χρόνια πριν πεθάνει στο σπίτι του που ήταν στην πλατεία Αγίας Λάυρας αριμθός 5 στην Υμηττού. Έπασχε από άσμα και ήταν μελαγχολικός. 





Πολιτιστικός Σύλλογος Φίλοι του Γιάννη Σκαρίμπα

Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Φίλοι του Γιάννη Σκαρίμπα πραγματοποίησε την Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2019 αρχαιρεσίες για την ανάδειξη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των μελών της εξελεγκτικής επιτροπής. Την Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019 το Δ.Σ. συγκροτήθηκε σε σώμα:
Πρόεδρος: Κώστας Μπαϊρακτάρης
Αντιπρόεδρος: Θανάσης Βασιλείου
Γενική Γραμματέας: Έμυ Γεωργουδάκη
Ταμίας: Ελένη Φωτιά
Έφορος Υλικού & Ειδική Γραμματέας: Κυριακή Λυμπέρη
Μέλος: Ρούλα Ζωγράφου
Μέλος: Ηρώ Παπαγεωργίου
Μέλος: Μαριέττα Γεωργιάδου
Μέλος: Σωτήρης Λάμπρου
Αναπληρωματικά μέλη:
Βάσω Παππά
Σταμάτης Σπύρου
Για την Εξελεγκτική Επιτροπή:
Πρόεδρος: Θανάσης Σωτηρόπουλος
Αντιπρόεδρος: Γωγώ Μοσχολιού
Γραμματέας: Στάθης Πηλιχός

Η εικόνα ίσως περιέχει: 8 άτομα, περιλαμβάνονται οι Κυριακή Λυμπέρη και Έμυ Γεωργουδάκη, , τα οποία χαμογελούν, άτομα κάθονται 

Η εικόνα ίσως περιέχει: 10 άτομα, περιλαμβάνονται οι Κυριακή Λυμπέρη και Έμυ Γεωργουδάκη, , τα οποία χαμογελούν, άτομα κάθονται, άτομα στέκονται και εσωτερικός χώρος

Αριστείδης Λάμπρου, Δύο Ποιήματα


Η ΚΟΛΟΝΙΑ ΜΥΡΤΩ

Ντύθηκα, παρφουμαρίστηκα.
Έβαλα το κοντοβράκι μου και την σκελέα.
Άρωμα ΜΥΡΤΩ. Από γωνία Πατησίων και Πανεπιστημίου.
Απόχρωση αρώματος λεμονάκι μυρουδάτο.
Πανταλόνι, φίνο από τον μόδιστρο τον μάγκα, τον υιό του περιβολάρη.
Ναι ναι, αμί ίντα νόμιζες. Αυτούνο το χαμένο πρόκοψε...
Μπουκάρω που λέτε στο αεριοθώμενο και με πάγει βουρ στο Παρίσι...
Περάστε κύριε Μπακαλόγατε. Πως είστε....
Πως είναι η συμβία σας.
Τι βρωμάει, τι βρωμάει....
Καλά παιδιά πως πάν τα πράγματα εδώ?
Ε να στριμόκωλα. Πτώχυνε ο δείνας, ο τάδε...
(ένεκα διακριτικότητας δεν λέγω ονόματα)
Εσείς εκεί?
Εμείς να σας πω.... Άνοιξε ο υιός του Κυρ. Κωσταντή....
Ένα χασαπιό.... Ουιιιιιι
Τίποτα σοβαρόν..... (τονίζωσιν το ν)
Ο ξάδελφος μου, ο Νικολός.... Άνοιξε φάμπρικα...
ΣΟΥΣΟΥΡΟ.... Φάμπρικα???
Αμί..... Τι μας έχετε εμάς.... Ότι μας δίνετε δεν πάει χαμένο...
Και τι παράγετε?
Αρχίδια καπαμά...
ΠΕΤΑΞΤΕ ΤΟΝ ΤΟΝ ΆΘΛΙΟ...
Μα αυτό το άρωμα λεμονιού.... Από που στο διάβολο έρχεται...

ΦΡΙΚΩΔΗ ΝΕΑ....

Κηρύχθηκε, υπό των στασιαστών, η μεγάλη ημέρα της γνώσεως.
Εδόθη, το μήνυμα να συναχθώσιν άπαντες εις το μεγάλο χωριό, την τάδε ημέρα.
Σήματα και σημάδια, δεν υπήρχαν εξαγγελμένα.
Μονάχα ένα σύνθημα. ΠΙΣΤΗ. Μονάχα ένα σημάδι, αγνή καρδιά.
Και τω όντι. Εκίνησον εκ της επικρατείας, άπαντες οι συνωμότες.
Άλλος επιβιβασθείς εις νταλίκα. Έτερος εις απορριμματοφόρο όχημα.
Ηκούσθη, ότι εις .... αλαφροΐσκιωτος, στριμώχτηκε εις μιαν ψαροκασέλα.
Οπισθίως εννοείτε κεκρυμένος.
Άλλος είχε στον νου του, πως θα γκρεμίσει τον μιαρόν ηγέτη.
Τον αποκαλούμενον ΠΡΟΔΟΤΗ... Άλλος για να γκρεμίσει το τείχος που περιέβαλε, τον ηγέτη.
Έτερος για να προκάμει το μεγάλο κακό. Να αναγγείλει ότι έρχονται βοήθειες εκ του εξωτερικού.
Πλην, όμως οι εξουσιαστές έλαβον τα μέτρα τους.
Μια φήμη πλανήθηκε στην πολίχνη.
Ότι, την ημέρα και ώρα την τοιαύτη, μέγα οσμή θα την καλύψη. Βρώμα απαισία.
Μυίγες τεραστίων διαστάσεων θα κυριεύσουν άπαντες τις οικίες.
Ερπετά, με συριστικές κραυγές, θα εισβάλλουν εις τας οικείας των οικοκυρέων.
Πόρνες και μοιχοί θα κυκλοφορούν με μάχαιρας απαισίους και αλυσοπρίονα φρικώδη.
Ο κόσμος εκλείσθη εις τα χαμόσπιτά του.
Μια απόκοσμος νεκρική σιγή εξαπλώνονταν εις την πολίχνη...
Και τότε ηκούσθη ΜΕΓΑ πορδή, στην οδό Σμύρνης και Περγάμου γωνία.
Και εδιαλύθησαν άπαντες. Εκτός του κυρ. Βαγγέλη όστις έχων φάγει πιπερίτσες γιαχνί...

Ο Αριστείδης Λάμπρου γεννήθηκε στην Κύμη στις 13 Δεκεμβρίου το 1961. Δημοσιεύει χρονογραφήματα και ευθυμογραφήματα στο ίντερνετ και σε περιοδικά. Ως Αρχειομαρξιστής ασχολείται με την μνημόνευση των Ελλήνων πατέρων του αρχειομαρξισμού.

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κάθεται και εσωτερικός χώρος



Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Νίκος Λίσβας


στίχοι από το αριστουργηματικό ποίημα του Νίκου Λίσβα ''ΦΩΣ"

[...]

Σκληρά στο Γολγοθά του καρφωμένος 
ο άνθρωπος στενάζει και πονεί
και συγχωρνάει ο σταυρωμένος 
ιλί, ιλί, λαμά σαβαχθανί.
Αμνός, αγνός, θεός Χριστός 
και λυτρωτής <<φως εκ φωτός>>.

Ο Νίκος Λίσβας από την Ιστιαία γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου το 1899 και πέθανε στις 15 Μαρτίου το 1933 στην Αθήνα. 


Αρχείο : Θανάση Αβέλλιου