Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Στον αγαπημένο φίλο ποιητή και λογοτέχνη Γιάννη Σκαρίμπα


ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΥΛΩΝΟΓΙΑΝΝΗΣ (1909-1954)



Ο Γιώργος Μυλωνογιάννης γεννήθηκε στα Χανιά. Σε παιδική ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1929 από τις σελίδες του περιοδικού Μπουκέτο, όπου δημοσίευσε στίχους και ποιητικές μεταφράσεις. Μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Ξεκίνημα από το 1933 και επιμελητής έκδοσης του περιοδικού Κρητικαί Μελέται, εξέδωσε τα περιοδικά Λυτρωμός (1933) και Φλόγα (1935), ενώ από το 1936 ως το 1940 διηύθυνε από κοινού με τον Δημήτρη Φωτιάδη το περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα. Παράλληλα δημοσίευσε κείμενα σε πολλά αθηναϊκά περιοδικά και υπήρξε μέλος της Ένωσης Νέων Λογοτεχνών και του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από εξάρτηση σε ναρκωτικές ουσίες. Νοσηλεύτηκε σε κλινικές και ιδρύματα και πέθανε στο Δρομοκαΐτειο. Το μεγαλύτερο μέρος του γραπτού έργου του Γιώργου Μυλωνογιάννη αποτελούν ποιήματα και κριτικά δοκίμια. Η ποίησή του κινείται στα χνάρια της απαισιοδοξίας του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και του Μήτσου Παπανικολάου. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, ενώ μεγάλο μέρος του έργου του βρίσκεται δημοσιευμένο σε περιοδικά. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γιώργου Μυλωνογιάννη βλ. Κόρφης Τάσος, «Μυλωνογιάννης Γιώργος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.



Εκδρομή στη Χαλκίδα // Γ. Μ. Μυλωνογιάννης


Στον αγαπημένο φίλο ποιητή και λογοτέχνη Γιάννη Σκαρίμπα

Έχει χαλάσει, φαίνεται, το φρένο
και στέλνοντας σφυρίγματα στο σύμπαν
μας τρέχει προς τον φίλτατο Σκαρίμπαν
το τρένο.

Τ’ ήθελα με τους άλλους εγώ νάμπω;
Να με κερνούν οι αποστάσεις τρόμους
και να θωρώ από μακριά τους δρόμους,
τον κάμπο…

Τόσο κοντά οι γραμμές των οριζόντων,
νάναι, που να μ’ αγγίζουνε το στήθος
νάμαι νεκρός ανάμεσα στο πλήθος
των ζώντων…

Τα δέντρα να χορεύουνε κι οι βράχοι
στη μουσική του τρένου που διαβαίνει,
καμιά εντύπωσή μου να μη μένει
μονάχη.

Μα να μου τη σκεπάζουνε οι όγκοι,
τα πέρατα να στάζουνε λαχτάρες,
να φεύγουν των πραγμάτων οι κατάρες,
κι οι βόγγοι…

Και να προβαίνει, τέλος, η Χαλκίδα,
στα μεθυσμένα μάτια, μεθυσμένη,
στη θάλασσα, σαν αναδυομένη
Βακχίδα.

Ωραία, σαν ονείρου πολιτεία
πούναι μικρός στα κάλλη της ο στίχος
κι όλους μάς έχει μαγεμένους δίχως
αιτία…

Ωραία, που μπροστά τους ξεψυχάει
το τρένο κι ό,τι έχουμ’ απαντήσει
γίνεται μουσική να την υμνήσει
στα χάη…



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου