Γιάννης Π. Τζήκας, «Μεγάλη εβδομάδα: Από λύπην υπάρχουμε»
Μια κλωστή ποίησης, μια χορδή συγκίνησης διαπερνούσε
πάλαι ποτέ τη Μεγάλη Εβδομάδα μας. Και μια θεσπέσια μουσική των θλιμμένων ύμνων
της έραινε την παιδική μας αθωότητα. «Τω καιρώ εκείνω», τότε που «αι γενεαί
πάσαι ύμνον την ταφή σου…», τότε που σχολιαρόπαιδα ντυμένα με το κοντό
παντελονάκι και το πολύχρωμο πουκαμισάκι της άνοιξης στριμωχνόμασταν, κρατώντας
το βιβλιαράκι του «Επιτάφιου θρήνου», για το ποιος θα πιάσει την καλύτερη θέση
να ψάλλουμε με σέβας και μ’ ένα ρίγος που μας διαπερνούσε, με μια εξαίσια
«φάλτσα» φωνή, μέσα στο κατανυκτικό αχνό φως των κεριών: «Η ζωή πώς θνήσκεις;
Πώς και τάφω οικείς;… Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το
κάλλος;…». Βαθιά εντυπωμένη μέσα μου ακόμη η φωνή, θρηνητική κραυγή, του παπά
από την ωραία πύλη, τη φοβερή στιγμή της κορύφωσης του θείου πάθους: «Σήμερον
κρεμάται επί ξύλου…». Και κένταγε τα σπλάχνα μας η λύπη, γιατί εξανθρωπίζαμε το
Χριστό, τον κάναμε ολότελα δικό μας, πατέρα, μάνα, αδερφό, αγαπημένο φίλο, και
ο καθένας κείνη τη στιγμή θρηνούσε μέσα του το δικό του εσταυρωμένο, το δικό
του ενταφιασμένο. (Γι αυτό ποτέ μην κακολογείτε και μην περιφρονείτε κείνες τις
ολόμαυρες γυναίκες με τα βαθουλωμένα από τη λύπη μάτια τους, όταν τις βλέπετε σκυφτές,
με βιαστικό βήμα να τρέχουν στους εσπερινούς και στα ψυχοσάββατα, γιατί τους
νεκρούς τους βιάζονται να προλάβουν να θρηνήσουν). Κι ύστερα τη Μ. Παρασκευή
από νωρίς το πρωί κοριτσόπουλα κι αγόρια, παρέες παρέες, να τρέχουμε στους
αγρούς να μαζέψουμε αγριολούλουδα για το στολισμό του Επιτάφιου με συνοδεία το
θλιβερό ήχο της καμπάνας (πόσες φορές δεν τσακωθήκαμε, εκεί στο καμπαναριό, για
το ποιος έχει σειρά να συνεχίσει το χτύπημά της!). Και γύρω μας και εντός μας η
άνοιξη ανθισμένη, ανθισμένα και τα πρώτα μας ερωτικά σκιρτήματα.
Δεν είναι αναγκαίο να είναι κανείς θρήσκος για να νιώσει
το μεγαλείο της λύπης του Μεγαλοβδόμαδου, φτάνει να έχει ακόμα ανθρώπους μέσα
του, ζωντανούς και νεκρούς, να κλει’ μέσα του τους δικούς του Χριστούς. Και να
συνεχίζει να ανάβει το κεράκι του στο ξωκλήσι του αγίου Λύπιου: « ζήτα το δάκρυ
να ελεήσει τα ξερά σου μάτια/ κλάψε να πλύνεις το κορμί σου από τις λάσπες και
τα εγκώμια…» (Β. Λεοντάρης). Δυστυχώς στις μέρες μας ο κόσμος μετακόμισε στο
απάνθρωπο, βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά, μιλάει μόνο με σήματα μες στη
οχλαγωγία της ερημιάς, στις φαντασμαγορίες του τίποτε. Μας ψέκασαν με
αναισθητικό, έτσι που αποξενωθήκαμε από τον πόνο και γίναμε κραυγή έξω από τον
πόνο. Απωλέσαμε τη θεσπέσια υμνωδία της λύπης, τη Μεγάλη Εβδομάδα μας.
Μα ό,τι κι αν δηλώνουμε σήμερα, άθεοι ή αγνωστικιστές,
από την Ορθοδοξία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Έχουμε μια στενή βιωματική σχέση
μαζί της, είναι διαποτισμένη στα κύτταρά μας, καθότι, ιδιαιτέρως στην παιδική
μας ηλικία, ο ναός στο χωριό ή στη γειτονιά της πόλης υπήρξε και είναι ακόμα
και σήμερα (τουλάχιστον στη μνήμη μας) σημείο αναφοράς της ίδιας της ζωής μας:
από το παιχνίδι στον αυλόγυρο της εκκλησίας στα βαφτίσια, στους γάμους και στις
κηδείες. Γι αυτό δες τε πως «έκλεψαν» (εμπνεύστηκαν) δυο άθεοι ποιητές από το
θρήνο της Μεγάλης Εβδομάδας: «Γιε μου, ποια Μοίρα στο ‘γραψε και ποια μου το
‘χει γράψει/ τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθια μου να ανάψει;…Μέρα Μαγιού
μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω/ άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες επάνω…»
(Επιτάφιος, Γιάννης Ρίτσος). «Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου/
άνοιξη μου γλυκιά , γυρισμό που δεν έχεις/ η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε
μου/ δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου;» (Η μάνα του Χριστού,
Κώστας Βάρναλης). «Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;/ Σε
ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφή ερημική;/ Ξέρω πως θα ‘χεις την καρδιά
τόσο καλή, τόσο γλυκή/ που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις» (Οι
πόνοι της Παναγίας, Κώστας Βάρναλης).
Ποια απ’ τα παιδιά μας σήμερα, απ’ τους νέους μας, παρά
την τόση πληροφόρηση, γνωρίζει το Ρωμανό το Μελωδό, τον Ιωάννη το Δαμασκηνό; Κι
εμείς δε γνωρίζαμε τα ονόματα των μεγάλων υμνωδών, μα είμαστε τυχεροί, γιατί
αξιωθήκαμε να κοινωνήσουμε και να βιώσουμε την ποιητική και μουσική στίλβη
(λάμψη) των ύμνων τους. Πρώτη και μέγιστη η ευθύνη των ταγών της εκκλησίας γι
αυτή την αποξένωσή μας. Αφ’ ότου ενέσκηψε η «πρόοδος» και στους ναούς, χάθηκε
και η μαγεία της υμνωδίας. Τα μεγάφωνα, οι ηλεκτρικές καμπάνες, ο λουσάτος
φωτισμός, η επιδειξιμανία της ένδυσης, ο έκδηλος νεοπλουτισμός καθώς και άλλα
δρουν αποτρεπτικά στο στοχασμό και στην κοινωνία της χαρμολύπης. Και όπως
γράφει ο Γ. Κοροπούλης στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας (11-4-08) «Το κομμένο
νήμα της ποίησης (των ύμνων) μπλέκεται τώρα με φανταιζί και μαύρες κλωστές
υφαίνοντας τα πεποικιλμένα άμφια και το ανούσιον του θεάματος που οι πιστοί
τηλεθεατές θα καταναλώσουν».
Ας είναι… έτσι ήρθαν τα πράγματα κι έτσι θα πάνε, αν δεν
τα αλλάξουμε… «Καλή Ανάσταση!» με στίχους: «Ανάσταση είναι σήμερα. Παιδιά,
γυναίκες, γέροι/ κόκκινο αβγό στην τσέπη τους, χρυσό κερί στο χέρι/ όσα άστρα
είναι στον ουρανό, τόσα στον κάμπο κρίνα/ όλα έχουνε στην καθαρή ψυχή Απρίλη
μήνα/ της εκκλησιάς φουντώσανε δάφνη πολλή οι στύλοι/ ειρήνη! ειρήνη! Φιληθείτε
οχτροί μαζί και φίλοι» (Η γυναίκα, Κώστας Βάρναλης).
Πηγή : https://itzikas.wordpress.com
Πηγή : https://itzikas.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου