Ο Κουρδιστής
Από του κόσμου τη γιρλάντα τη γη, η μοίρα με έριξε σε μια
αποικία τρελών, την Χαλκίδα. Είναι και αυτές οι φορές που τα κομδιοδοχεία του
προσώπου ανοίγουν επικίνδυνα και σου τα σκάει.
Σε πλάνης καταφύγια τότε κουρνιάζω και προσμένω σωτηρία από συμμάχους χημικούς.
Περπατούσε στην παραλία και ξάφνου είδε ένα νάνο με ένα
ακορντεόν και μια μαγκούρα στο χέρι. Είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία
φορά που τον είδα και δεν είχε αλλάξει καθόλου, λες και τον ξέχασαν του
ρολογιού οι χτύποι. «Στάκα αδερφούλη» του λέει. Κοντοστέκεται εκείνος, «Το
βλέπεις στην πλάτη μου το κλειδί;». Είχε ένα κλειδί από αυτά που κουρδίζανε
παλιά τα παιχνίδια. «Γύρνα το σε παρακαλώ και σφίξε το καλά». Το κάνει
απορημένος. Ο νάνος τον αποχαιρετά παίζοντας μουσική, οι νότες του ακορντεόν
ακουγόντουσαν σαν ασημένια ψάρια που πηδούν στον παφλασμό των κυμάτων.
Την ψιλιάστηκε την δουλειά και άρχισε να ψάχνει την πλάτη
του και αυτός για κανένα κλειδί. Με ένα θραύσμα του οφθαλμού το βρήκε. Τότε
εμφανίζομαι εγώ, του το γυρνάω και του δίνω την κατεύθυνση που θέλω. Πήγαινε
εμπρός μέχρι που έσβησε η εικόνα του στα πίξελ ενός τοπίου θαλασσινού. Έτσι στα
βουβά κρύφτηκε η ζωή πίσω από οθόνες και δεν βρίσκουμε έναν άνθρωπο να
ντουμπλάρει τη φωνή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου