Ένα ποίημα – ένα διήγημα – μια φωτογραφία
(ποίημα και διήγημα από τον Βασίλη Διακάκη Απρίλης 2010)
Α. Αντί προλόγου (Σωτήρης Λάμπρου)
Η λαογραφία είναι ένα με τις μνήμες των ανθρώπων,
ζωντανεύει τον χαρακτήρα και τις συνήθειες τους. Μέσα από ιστορίες, διηγήματα,
παραμύθια, ποιήματα περιγράφονται οι εποχές, οι μήνες, η εργασία άλλοτε
σατυρικά και άλλοτε αλληγορικά. Αν τύχη ποτέ σου και σταθείς στο καφενείο ενός χωριού
είναι αδύνατον να μην ακούσεις μια ιστορία και ας έχουν περάσει πάμπολλα χρόνια.
Η μαεστρία όλη είναι στο ύφος, στην γλώσσα, στο πηγαίο και αυτοσχεδιαστικό
ταλέντο του αφηγητή. Έτσι ακριβώς είναι και το διήγημα του Βασίλη Διακάκη για τον
Ωρολογιάτικο Ανεμόμυλο, μια ιστορία που σε μαγεύει.
1. Το παράπονο του Ωρολογιάτικου ανεμόμυλου
(ο ανεμόμυλος αφηγείται το παράπονό του).
(ο ανεμόμυλος αφηγείται το παράπονό του).
Κρυφοί και ύπουλοι υπήρξαν κάποιοι λόγοι
κι ήρθαν και μ’ έστησαν σε δύσβατα ρομάνια
πώς ν’ αποχτήσω φήμη εδώ και περηφάνια
που θα ‘χα σίγουρα αν θα ‘μουν στο Ωρολόγι;
κι ήρθαν και μ’ έστησαν σε δύσβατα ρομάνια
πώς ν’ αποχτήσω φήμη εδώ και περηφάνια
που θα ‘χα σίγουρα αν θα ‘μουν στο Ωρολόγι;
Των αγριμιών του λόγγου έγινα το στέκι
αρπαχτικών, κοράκων κι άλλων άγριων όντων
μνημείο άσκοπο ανέμων κι οριζόντων
στην ερημιά, τη μόνη που με παραστέκει.
αρπαχτικών, κοράκων κι άλλων άγριων όντων
μνημείο άσκοπο ανέμων κι οριζόντων
στην ερημιά, τη μόνη που με παραστέκει.
Αντίς στην Άρκτο η προπέλα μου να στρέφει
κατά σιρόκο στήριξαν τον άξονά της
θύμα του χτίστη μου ο κάθε ρολογιάτης
θύμα κι εγώ κι ας μ’ έχτιζαν από σεντέφι.
κατά σιρόκο στήριξαν τον άξονά της
θύμα του χτίστη μου ο κάθε ρολογιάτης
θύμα κι εγώ κι ας μ’ έχτιζαν από σεντέφι.
Όφελος μέγα οι χτιστάδες μου εκείνοι
γιατί είχαν μύλο και θα χάνανε πελάτες
γι αυτό ξεγέλασαν τους δόλιους ρολογιάτες
γι αυτό και άρχισε ο αφέντης μου να πίνει!
γιατί είχαν μύλο και θα χάνανε πελάτες
γι αυτό ξεγέλασαν τους δόλιους ρολογιάτες
γι αυτό και άρχισε ο αφέντης μου να πίνει!
Ποιος θα κουβάλαγε καρπό σ’ αυτή την άκρη;
Πώς η προπέλα στο σιρόκο να γυρίσει;
Κανείς δε σκέφτηκε ωσότου να με χτίσει
αυτός που μ’ έκανε και χύνω μαύρο δάκρυ.
Πώς η προπέλα στο σιρόκο να γυρίσει;
Κανείς δε σκέφτηκε ωσότου να με χτίσει
αυτός που μ’ έκανε και χύνω μαύρο δάκρυ.
Ποτέ δεν άλεσα κριθάρι μήτε στάρι
μήτε ζεστή δεν πρόσφερα ποτέ μπομπότα
ούτε σπυρί στο έμπα μου να φάγει η κότα
μονάχα γύπες στο σκληρό μου το ντουβάρι!
μήτε ζεστή δεν πρόσφερα ποτέ μπομπότα
ούτε σπυρί στο έμπα μου να φάγει η κότα
μονάχα γύπες στο σκληρό μου το ντουβάρι!
Θαρρείς τα σπλάχνα μου τα πέτρινα ξεσκίζουν
με βλέπουν ίσως έναν άλλο Προμηθέα
κάνοντας στάση ν’ ατενίσουνε τη θέα
από την Κούπα* στο Ποτίρι** όταν γυρίζουν.
με βλέπουν ίσως έναν άλλο Προμηθέα
κάνοντας στάση ν’ ατενίσουνε τη θέα
από την Κούπα* στο Ποτίρι** όταν γυρίζουν.
-----
* Κούπα = Το ενετικό κάστρο La Cuppa (αυχένας) στο βράχο της
Tραγουνάρας!
** Ποτίρι = Το ενετικό κάστρο Potere (κυβερνείο, διοικητήριο) ψηλά πάνω σε ορεινό όγκο, κοντά στο χωριό Αχλαδερή.
(Ακολουθεί το διήγημά μου, διαβάστε το να κατανοηθεί η φωτογραφία).
* Κούπα = Το ενετικό κάστρο La Cuppa (αυχένας) στο βράχο της
Tραγουνάρας!
** Ποτίρι = Το ενετικό κάστρο Potere (κυβερνείο, διοικητήριο) ψηλά πάνω σε ορεινό όγκο, κοντά στο χωριό Αχλαδερή.
(Ακολουθεί το διήγημά μου, διαβάστε το να κατανοηθεί η φωτογραφία).
Ακολουθεί το διήγημα:
2. Το χρονικό ενός ανεμόμυλου
Νοέμβρης του 1897. Μόλις σουρούπωσε . Στον καφενέ της Φωτεινής στο Ωρολόγι φέγγει στη γωνιά ο μεγάλος λύχνος με την έντονη χαρακτηριστική μυρουδιά που αναδίνει το χοιρινό ξύγκι καθώς καίγεται (ενόχληση για τους χορτάτους, λαχταριστή ίσως για τους πεινασμένους). Στη μέση το πέτσικο αναμμένο. Όλοι κι όλοι δυο θαμώνες στο μαγαζί…
- Μου τα ‘στρωσες μια χαρά τα φύλλα! Πέντε και τρία οχτώ και δύο δέκα… και είναι τα δυο σπαθιά!... αναφωνεί ο Αποστόλης της Σταμάτως στον πεθερό του τον μπαρμπα-Γιάννη. Σχεδόν κάθε βράδυ παίζουν κολιτσίνα οι δυο τους γαμπρός και πεθερός, κάτω από το αμυδρό φως του λύχνου με τη χαρακτηριστική τσίκνα του λίπους.
Ξαφνικά μπαίνει στον καφενέ ένας μεσόκοπος ο μπαρμπα-Χαράλαμπος, άνθρωπος ισχνός, πετσί και κόκκαλο και πολύ κουρασμένος. Πέταξε με ανακούφιση το κορμί του στην καρέκλα σαν να έριξε τσουβάλι της ρίγας γεμάτο καρπό από τους ώμους του. Η σωματική κούραση έντονα ζωγραφισμένη στο αξύριστο ρυτιδιασμένο του πρόσωπο. Βάζει την τραγιάσκα του ανάσκελα στο κοντινό τραπέζι συμμαζεύοντας τη ξεφτισμένη φόδρα της. Το κούτελό του λείο, γεμάτο μικρές σταγόνες ιδρώτα. Μια κοκκινωπή γραμμή, αχνάρι της τραγιάσκας, περιβάλλει το μέτωπό του.
- Κάνε έναν καφέ ώ Φωτεινή… Κοίτα μονάχα μην είναι σκέτο κριθάρι, να ‘χει ρε αδερφέ και λίγο καφέ!
-Όπου κι αν κάτσεις μπαρμπα-Χαράλαμπε τέτοιο καφεδάκι δεν πρόκειται να πιεις, έχει βέβαια και λίγο κριθάρι, δεν γίνεται αλλιώς, θα στοίχιζε μισό μεροκάματο, απάντησε με χαμόγελο η Φωτεινή και με το σκέρτσο των τριάντα δύο Μαϊων της.
Καθώς οι δυο χαρτοπαίχτες τον κοιτάζουν - θα ‘λεγε κανείς με οίκτο - διακόπτοντας για λίγο την παρτίδα, ο μπαρμπα-Χαράλαμπος αλλάζει ξαφνικά τη συζήτηση:
-Μέχρις εδώ! Δεν πάει άλλο! Δεν είναι κατάσταση αυτή, ο γάϊδαρος τη βγάζει και δεν τη βγάζει. Τι να σου κάνει όλη τη μέρα φορτωμένο το ζουντανό μες στους δρόμους και τα καλντερίμια. Άϊντε να πας στ’ Αυλωνάρι κι από κει να πάρεις την ανηφοριά της Οχτωνιάς να βρεις τον καταραμένο μύλο. Από τα μεσάνυχτα είμαι στο πόδι. Έφαγα ολάκερη τη μέρα ν’ αλέσω ένα σακί στάρι και λίγη μπομπότα…
- Έχουμε πέντε χρόνια που το λέμε αλλά τίποτα δεν κάναμε… ψέλλισε ο μπαρμπα-Γιάννης που ξαναπιάνει τη «βεντάλια» των φύλλων για να συνεχίσουν την παρτίδα. Ακολουθεί σύντομη σιγή. Μονάχα ο ήχος των γυαλικών στο νεροχύτη της Φωτεινής ακούγεται.
- Όλοι το θέλουμε μα κανείς δεν παίρνει την πρωτοβουλία. Αν βάζαμε όλες οι οικογένειες ρεφενέ και προσωπική δουλειά, τώρα εμείς οι Ρολογιάτες θα ‘χαμε το μύλο μας, λέει η Φωτεινή πίσω από τη φτωχική μόστρα του καφενέ της, ετοιμάζοντας το δίσκο με τον καϊμακλή καφέ του Χαράλαμπου.
Πετάγεται ξαφνικά ο Αποστόλης, στριφογυρίζοντας στο στόμα του την οδοντογλυφίδα της ελιάς από το ουζάκι του και διορθώνοντας ένα κλωνάρι βασιλικού που στόλιζε το δεξί του αφτί:
- Τι θες ρε Φωτεινή και ανακατεύεσαι με αντρίκες δουλειές! Κοίτα τους καφέδες σου και ξεσκάτωνε το μωρό σου, που το ‘χεις φορτώσει στη γριά μάνα σου! Τι ξέρεις εσύ από μύλους και αλέσματα; Μια ζωή στην Κάρυστο δούλα ήσουνα... Η Φωτεινή ακούει μα δεν απαντά. Της έχει απαγορέψει ο Χρήστος ο άντρας της να συζητά κάθε τι με τους θαμώνες, παρεκτός ότι αφορά το μαγαζί και τους λογαριασμούς του. Μα αυτή όταν βλέπει τα παράξενα δεν χαμπαριάζει:
-Έρχονται στιγμές που ακούς πράγματα να βγεις από τα ρούχα σου! Τότε, ούτε Χρήστο λογαριάζω, ούτε Χριστό! Πετιέμαι και κείνο που είναι να πω, θα το πω ξεκάθαρα! Σιγομουρμούρισε η Φωτεινή σκυμμένη στη γούρνα του νεροχύτη.
- Ελόγου σου καλά τα λες Φωτεινή- απαντά ο Χαράλαμπος - αλλά χάϊντε να βρεις χτίστη! Κανείς δεν μπορεί εδώ να χτίσει στρογγυλούς τοίχους. Μόνο στα πολύ παλιά τα χρόνια υπήρχαν τέτοιοι μαστόροι τσακάλια. Ήταν αυτοί που μαθητεύσανε στους λομβαρδούς και τους βενετσιάνους που χτίζανε κάστρα και πύργους, όπως τον πύργο του Αυλωναριού, τα κάστρα της Κούπας και το Ποτίρι . Τα πιο δύσκολα χτίσματα είναι τα στρογγυλά. Πολύ εύκολα έχανες τη στρογγυλή γραμμή και όλη η δουλειά πήγαινε στράφι, ενώ τα γωνιασμένα όπως ο πύργος του Αυλωναριού είναι αρκετά πιο εύκολο να χτιστούν. Αρκεί το νήμα να ‘ναι τεντωμένο. Δύσκολα έχανες την ευθεία. Οι μαστόροι τώρα της περιοχής μας μόνο γωνιασμένα χαμόσπιτα κάμνουν. Ύστερα δεν είναι και εύκολο να βρεις πελεκητή να σκαλίσει τις μυλόπετρες…
Μια σύντομη σιγή ακολουθεί. Την διαδέχεται η πρώτη ηχηρή ρουφηξιά του Χαράλαμπου και η συνέχιση της κουβέντας από τον Αποστόλη:
- Έχω ακούσει πως ο μυλωνάς που άλεσες μπαρμα-Χαράλαμπε, όξω από το Αυλωνάρι, έχτισε μόνος του το μύλο του και έφερε πελεκητές από την Κάρυστο για τις μυλόπετρες. Ας του πούμε πόσα θέλει να μας χτίσει και εμάς έναν και να βάλει τη φτερωτή του. Όσο για τις μυλόπετρες βλέποντας και κάνοντας, θα βρούμε πελεκητή στην Κάρυστο. Δόξα τω θεώ μες στο χωριό πάνω από την εκκλησιά μας έχουμε ένα λόφο που τον πιάνουν όλοι οι άνεμοι… Δεν είναι βέβαια και πολύ αψηλός, αλλά νομίζω τη δουλειά μας θα την κάνουμε.
-Απόφαση χρειάζεται ρε παιδιά επί τέλους, ας την πάρουμε. Απαντά ο Χαράλαμπος.
-«Στη βράση κολλάει το σίδερο» φωνάζει η Φωτεινή από το νεροχύτη. Κουνηθείτε λιγάκι βρε αργοκίνητα καράβια. Κοιμάστε ολόρθοι!...
- Κοίτα τη δουλειά σου Φωτεινή! Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν. Η απάντηση από το μπαρμπα-Γιάννη.
Αυτό το βράδυ ήταν πολύ σημαντικό - όπως φάνηκε αργότερα - κι ας το ξεκίνησαν τρεις άνθρωποι.
Αναθέτουν και στον παπα-Λευτέρη να μιλήσει σχετικά στο εκκλησίασμα μετά το τέλος της κυριακάτικης λειτουργίας. Το ‘μαθε όλο το χωριό. Ως και τα μερτικά κανονίστηκαν, να είναι σύμφωνα με την προσφορά κάθε τζακιού σε χρήμα ή προσωπική εργασία. («Μερισμός εις μέρη ανάλογα, αλλά είναι πολύ δύσκολος ο υπολογισμός! Μη βασιστείτε σε μένα!» θα πει αργότερα ο Γερογιάννης ο δάσκαλος που δεν είχε ούτε τις βασικές γνώσεις του σχολαρχείου. Όμως έτσι ήταν τα πράγματα εκείνη την εποχή για όλη σχεδόν την ελληνική επικράτεια. Ο μονόφθαλμος στους τυφλούς να βασιλεύει).
Στο χωριό δέχονται την απόφαση σχεδόν ομόφωνα, μάλιστα ορίζουν και κάποια επιτροπή να πάει επί τόπου να συναντήσει έξω από το Αυλωνάρι, στο αγροτόσπιτό του, τον Παντελή το Μυλωνά, σ’ αυτόν που άλεθαν καρπό όλοι οι ρολογιάτες.
Η επιτροπή ζήτησε να μάθει από το μυλωνά, ποιες απαιτήσεις έχει προκειμένου να χτίσει το μύλο.
-Τα πράγματα δεν είναι απλά, απάντησε ο Μυλωνάς φέρνοντας διάφορα προσκόμματα.
-Εσύ πες μας πόσο θέλεις να μας χτίσεις το μύλο. Εμείς θα σου κουβαλήσουμε την πέτρα, θα κάνουμε λάσπη και ότι άλλο χρειαστεί, εσύ μονάχα θα μας τον χτίσεις και θα βάλεις την προπέλα του, οι μυλόπετρες δικιά μας δουλειά .
-Το πιο δύσκολο είναι όχι μόνο να βρεις μυλόπετρες, αλλά και ειδικούς πελεκητές να τις στρογγυλέψουν. Εγώ έψαχνα τρία ολάκερα χρόνια και ο μύλος μου περίμενε χτισμένος!
Πες ο ένας το μακρύ του, πες ο άλλος το κοντό του, στο τέλος έδειξε να πείθεται ο Παντελής και αποδέχτηκε την πρόταση. Όμως η στάση του – που δεν μπόρεσαν να καταλάβουν οι ρολογιάτες – ήταν πονηρή και κακόβουλη.
Σου λέει, τι έχω να χάσω; Απ’ αυτούς κανείς δεν σκαμπάζει από μύλους. Μύλο θέλουν; Μύλο θα ‘χουν! Θα τους τον χτίσω αλλά δεν πρόκειται ποτέ να δουλέψει, πάλι πελάτες θα τους έχω.
Το κοντομεσήμερο της Κυριακής μετά τη λειτουργία, μια και δυο ο μυλωνάς ο Παντελής καβάλα στη ψαρή φοράδα του μπαίνει στο Ωρολόγι. Κίνησαν οι χωριανοί όλοι μαζί να δείξουν στον ξένο τον κοντινό λόφο που λογαριάζουν να στήσουν το μύλο.
-Τι είν’ εδώ! Αδύνατον! Είναι χαμηλά! Είναι ποτζανέμι. Ούτε να το σκέφτεστε...
- Έ όχι και ποτζανέμι κυρ Παντελή, διαμαρτύρεται η Φωτεινή και συνεχίζει ο Παντελής:
- Ίσα-ίσα που θα ψευτογυρίζει η φτερωτή του, να μην σας πω, πως θα κοιμάται χρονικής του χρόνου! Κοιτάχτε το βοριά - δείχνει σχεδόν προς τα δυτικά - δύσκολα τον βλέπει είναι μπροστά εκείνη η ράχη, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Λέει ο Παντελής.
- Δεν είναι εκεί που δείχνεις ο βοριάς κυρ Παντελή διαμαρτύρεται η Φωτεινή είναι πιο δεξιά! Τότε κάμποσοι χωρικοί, με φανερό εκνευρισμό ξεστομίζουν ένα προσβλητικό «Σεράπ πλήηζ» της εποχής εκείνης (χωρίς το πλήηζ βέβαια) και την ανάγκασαν (όπως πάντα) να μη ξαναμιλήσει. Παρ’ όλα αυτά ρώτησαν και το Γερογιάννη το δάσκαλο, αν είναι πράγματι ο βοριάς στην κατεύθυνση που έδειξε ο Παντελής. Ο δάσκαλος αφού έγλυψε το δάχτυλό του, το σήκωσε για να αντιληφθεί από πού έρχεται ο αγέρας, πεπεισμένος ότι φυσάει βοριάς και όντως η απάντησή του ήταν καταφατική. Δικαίωσε τον Παντελή!
Τα επιχειρήματα του μυλωνά ύποπτα. Ακόμη ο Παντελής επέμενε να πάρει προκαταβολικά τα μισά από το Χαράλαμπο που έτυχε να τα ‘χει μαζεμένα για να αρχίσει να χτίζει. Ποιος όμως να τον αντιμετωπίσει; Όλοι είναι άσχετοι από μύλους.
Μονάχα η καφετζού η Φωτεινή κάθε τόσο προβάλλει τις αντιρρήσεις της, για να εισπράξει το «Σκάσε επιτέλους!» από παντού ακόμα κι από τον άντρα της! Και μετά από το «Σκάσε» σιγομουρμούρισαν γυναίκες και άντρες μεταξύ τους: «Κληρονομιά την καχυποψία, άφησαν σ’ αυτή τη γυναίκα τα χρόνια που ήταν δουλικό!»
-Και πού να πάμε κυρ-Παντελή; Ξεφώνησε με απορία ο Αποστόλης.
-Η γνώμη μου είναι να βγούμε στο ξάερο κατά τη μεριά του Κρεμαστού. Εκεί είναι αγνάντι, οι άνεμοι είναι ισχυροί από παντού και ο μύλος θα ‘χει μεγάλη απόδοση, πιο μεγάλη από το δικό μου. Εξ άλλου θα έχετε πελάτες κρεμμαστιανούς, κοιλιώτες, μονοδριάτες και όχι μόνο.
-Ας τους πελάτες Παντελή -προσθέτει ο Χαράλαμπος- δε μας ενδιαφέρουν οι πελάτες. Ας βρούμε μείς τον ταρό μας, να κάνουμε τη δουλειά μας κι αν έρχεται που και που κανένας ξένος δεν πρόκειται δα και να τον διώξουμε. Μέσα σ’ αυτό το κουβεντολόϊ ακούστηκε πάλι η φωνή της Φωτεινής:
-Ο μύλος να χτιστεί κοντά στο χωριό! Προς θεού όχι μακριά! Συγχωριανοί, εγώ ξέρω τι τραβούσα να πάω τον καρπό του γιατρού στο νερόμυλο με το γαϊδούρι πολύ έξω από την Κάρυστο.
-Χρήστο αμάν αδερφέ μου! Τράβα της λίγο τα λουριά! Δεν έχει καμιά δουλειά να μπλέκεται σε υπόθεσες που δεν είναι για γυναίκες, διαμαρτυρήθηκαν δυο τρείς ρολογιάτες στον άντρα της Φωτεινής που έδινε πάντα τόπο στην οργή.
Την επόμενη Κυριακή με πέντε-έξι μουλάρια και τον Παντελή, πήραν κάποιοι χωρικοί το μονοπάτι του Κρεμμαστού. Στενό και δύσβατο με στροφές (περνούσε και μέσα από ένα ποταμάκι), ανηφοριές και κατηφοριές, δύσβατος κατσικόδρομος που σε πολλά σημεία δεν χωρούσε φορτωμένο ζώο. Μαζί τους και ο Μήτσος με το παρατσούκλι Παράταιρος, βαδίζει πάντα μπροστά από τα ζώα, αποφεύγει τα πισινά των μουλαριών! Είχε χάσει από κλωτσιά μουλαριού ο κακομοίρης όλα τα μπροστινά του δόντια και δεν τολμούσε να βρίσκεται στα οπίσθια των μεγάλων ζώων... Αμίλητοι φθάνουν με δυσκολία στην κορυφή κάπου αναμεσίς Κρεμμαστό και Ωρολόγι:
-Νάτο! (Ο Παντελής)
-Ποιο; (Κάποιος)
-Εδώ είναι το πιο κατάλληλο μέρος για το μύλο. Με το παραμικρό αεράκι η φτερωτή του θα κάνει σούζες!
-Λες! (Κάποιος)
-Έμ! Αφού το άκουσες, λέω! (Ο Παντελής)
Πράγματι, καθώς ένας ισχυρός παγωμένος αγέρας δροσίζοντάς τους, στέγνωνε τις σταγόνες του ίδρωτα από τα μέτωπά τους, η γνώμη του Παντελή, φάνηκε σε όλους σαν η πιο σωστή λύση. Το μέρος είναι τέλειο είπανε. Ο Μύλος θα λειτουργεί σχεδόν πάντοτε.
-Εδώ η προπέλα δεν πρόκειται να σταματήσει να γυρνά. Φώναξε με καμάρι ο Παντελής…
Έτσι άρχισε το χτίσιμο του ανεμόμυλου. Όλο το χωριό σε συναγερμό! Οι άνδρες, νέοι και γεροί μεσόκοποι, μαθημένοι στη σκληρή εργασία, σχημάτισαν ένα άτυπο εργοτάξιο. Γυναίκες κουβαλούσαν μαγειρεμένα φαγητά. Παιδιά έπαιζαν ξέγνοιαστα πιο πέρα. Ως και τα σκυλιά του χωριού που συνόδευαν τους αφέντες τους, ξεπέταγαν γαυγίζοντας του κόσμου τα σκαντζοχοίρια. Ο Παντελής μονάχα έχτιζε. Όλα τα υπόλοιπα φρόντιζαν οι χωριανοί.
Πέρασαν έτσι δέκα μήνες από τον αγιασμό ως ν’ αποχτήσει το μπόι του ο μύλος. Οι τοίχοι υψώθηκαν με δέος στο ερημικό τοπίο! Η πόρτα του θολωτή προς την κατεύθυνση του χωριού.
Ήρθε τώρα η σειρά της φτερωτής, κατόπιν θα έμενε η σκεπή και οι μυλόπετρες με το μηχανισμό μετάδοσης της περιστροφής τους.
Τότε ο κακόβουλος χτίστης ο Παντελής άφησε δυο «εγκοπές» κάτι σαν τις επάλξεις των κάστρων στην κορυφή του τοίχου και σε αντιδιαμετρική θέση, όπου θα έμπαινε ο άξονας της φτερωτής. Ο προσανατολισμός όμως του άξονα είχε κατεύθυνση από μαϊστρο προς σιρόκο (από ΒΔ προς ΝΑ), ίσα ο μπούσουλας να βλέπει το κάστρο Ποτίρι. Κανείς δεν έδωσε σημασία, ώσπου κατά το μεσημέρι της επομένης μέρας φθάνει πάνω στην ώρα η Φωτεινή κρατώντας τυλιγμένο σε υφαντό πεσκίρι το φαγητό του άνδρα της. Βλέποντας την κατεύθυνση της φτερωτής έμπηξε τη φωνή:
-Τι κάνεις εκεί κυρ-Παντελή; Η φτερωτή πρέπει να κοιτάζει στο βοριά, έτσι ο μύλος θα γυρνά τις περισσότερες μέρες του χρόνου. Εκεί που τη βάζεις σπάνια θα γυρίζει!
- Βγάδε το θκαθμό Φωδεινή! Βούλοθτο! Ακούστηκε η φωνή του Μήτσου του Παράταιρου, που του ‘λειπαν τα μπροστινά του δόντια από κλωτσιά μουλαριού και οι άλλοι έβαλαν τα γέλια! Επεμβαίνει τότε ο παπα-Λευτέρης: Αφήστε τη επί τέλους χωριανοί να πει την κουβέντα της! Για τί δα την αποπαίρνετε; Για να επιμένει κάτι θα ξέρει! Ακούστε τη, δε χάνετε τίποτα!
Ευθύς η Φωτεινή στρέφεται έντονα στον άνδρα της:
- Βρε Χρήστο κανείς σας δεν έχει μυαλό! Βερβέριξα! Μάλλιασε η γλώσσα μου να λέω σε όλους πως ο μυλωνάς μας κοροϊδεύει! Έχω που το λέω από το χειμώνα και όλοι σας μου λέτε «Σκάσε και κοίτα τους καφέδες και τα λουκούμια σου!» Πώς θα κουβαλάτε βρε θεομπέχτες τον καρπό εδώ σε τέτοια απόσταση μέσα από ένα κακοτράχαλο μονοπάτι; Το έχετε σκεφτεί; Σας τύφλωσε όλους σας ότι η φτερωτή του δε θα σταματά να γυρίζει χρονικής του χρόνου, όμως κανείς σας δε σκέφτηκε ότι τούτο ‘δω το κακοτράχαλο μονοπάτι θα σακατέψει τα ζωντανά, πώς θα ανέβουν και θα κατέβουν φορτωμένα σ’ αυτόν το κατσικόδρομο αφού δε θα χωράνε; Θα χρειαστεί νέα διάνοιξη του δρόμου που θα στοιχίσει δέκα ανεμόμυλους!
Η απάντηση του άντρα της του Χρήστου:
-Πού διάολο τα ξέρεις εσύ ετούτα που λες; Πού τα ‘μαθες; Πώς είσαι σίγουρη γι αυτά που λες; Πώς να δώσω βάση εγώ και όλοι οι χωριανοί σε σένα για το μύλο; Να ‘τανε για χυλοπίτες να σ’ ακούσουμε!
Τότε ξεχειλίζει το ποτήρι της Φωτεινής και ξεσπά εναντίον ολουνών. Ποιος είδε το θεό και δεν φοβήθηκε:
- Φάτε τώρα όλοι σας τη χυλόπιτα. Το πα, το ξανάπα, εσείς τίποτα! Αντίς να μ’ ακούσετε μου βουλώνατε το στόμα να μη συνεχίσω! Κι αν θες άντρα μου να μάθεις που τα ξέρω, σκέψου: Που ήμουνα προτού μ’ αρραβωνιάσεις;
-Δούλα στο γιατρό στην Κάρυστο!
- Πήγαινα πολύ συχνά στα Καλύβια αρκετά έξω από την πόλη… Πόσες φορές θα στα διηγούμαι βρε; Πόσες φορές σου έχω πει πως ο γιατρός μ’ έστελνε εκεί με το γαϊδούρι στο μακρινό νερόμυλο ν’ αλέσω τη μπομπότα; Πόσες φορές σου έχω πει, αν και υπήρχε πιο κοντινός ανεμόμυλος, που όμως δεν άλεθε, επειδή από βοριά ήτανε ποτζανέμι αφού υπήρχε ένα λοφάκι μπροστά και «έκοβε τη φούρια της τραμοντάνας» όπως έλεγε ο γιατρός και αναγκάστηκαν να στρέψουν τη φτερωτή του στο γαρμπή; Όμως ο άνεμος αυτός ήταν πολύ σπάνιος και αδύναμος την εποχή των αλεσμάτων, γι’ αυτό δεν άλεθε ο ανεμόμυλος και γι αυτό εμένα μου έβγαινε η πίστη μου ανάποδα να πάω ώρες μακριά στο νερόμυλο, στα Καλύβια. Πρώτη φορά τ’ ακούς; Δε στα ΄χω ξαναπεί αυτά;
-Τα ΄χεις!
-Έ, τότε στουρναρόπετρες με άχυρα έχουν τα κεφάλια ολουνών σας; Για νωπή βουλιθιά; Εκεί όμως στον νερόμυλο θέλοντας και μη άκουγα τους μουστερήδες για τα κουσούρια του κοντινού ανεμόμυλου.
«Θα είχαμε σωθεί όλοι μας» – λέγανε - αν γύριζε γρήγορα η φτερωτή του. Έπρεπε λέει να κοιτάζει στο βοριά που ήταν ο πιο σίγουρος, μα το μπουγάζι από κει δεν έφερνε αέρα! «Θα είχαμε σωθεί» - λέγανε - γιατί λίγο θα ‘τανε το διάβα τους, εύκολο και ξεκούραστο!
Κατόπιν η Φωτεινή στρέφει απότομα το βλέμμα της στο Χαράλαμπο, που έκανε το λάθος και πλήρωσε προκαταβολικά τον Παντελή (κάποιοι άλλοι μικρομέτοχοι γλύτωσαν τα λεφτά τους) και σαν χείμαρρος ξεσπά με στεντωρεία φωνή.
- Έτσι λοιπόν… Κλάφτα… μπαρμπα-Χαράλαμπε όπως λέει και η παροιμία. Έγινες ο μεγαλύτερος μουστερής ενός μύλου που δεν πρόκειται ποτέ ν’ αλέσει, χάνοντας όλες τις οικονομίες σου! Κι εσείς χωριανοί άντρες μάθετε ν’ ακούτε ακόμα και τον πιο άσχετο! Όταν άνοιγα το στόμα να μιλήσω, αμέσως άκουγα: «Βούλωστο!». Τώρα αναγκαστικά το βουλώνετε εσείς, δίχως μάλιστα να χρειαστεί να σας προστάξω, αν κι έχω πλέον αυτό το δικαίωμα! Δε βγάζετε άχνα! Κρατήστε λοιπόν τα στόματά σας βουλωμένα! Από τώρα και στο εξής όταν μιλάει η Φωτεινή, να βγάζετε όλοι το σκασμό και πρώτος – πρώτος ο άντρας μου!
Άφωνοι με τη Φωτεινή οι ρολογιάτες, άφωνος δίχως τσίπα και ο Παντελής ο μυλωνάς.
Ο ανεμόμυλος έμεινε ατέλειωτος από εκείνη την ημέρα. Ο χρόνος για αυτόν σταμάτησε. Ακριβώς έτσι είναι και σήμερα, μόνο που έχει αρχίσει να καταστρέφεται το τόξο της πόρτας του.
Αν πας κατά το σούρουπο και αφουγκραστείς το σφύριγμα των ανέμων στο εσωτερικό του και το θρόϊσμα από τα φύλλα της αγριοσυκιάς που έχει φυτρώσει μέσα του, ίσως να ακούσεις τον απόηχο της φωνής της Φωτεινής που άνοιξε τα μάτια στους χωριανούς της, αλλά δυστυχώς ήταν αργά. Από τότε ο μύλος μένει ερείπιο, δίχως σκεπή, δίχως φτερωτή και μυλόπετρες, απόμακρος στην ερημιά και τη μοναξιά του, χωρίς να έχει αλέσει ποτέ ούτ’ ένα κουτσί καρπού! Ας ελπίσουμε κάποια μέρα να ζωντανέψει, έστω σαν αξιοθέατο ή για θερινή διασκέδαση, στολισμένος με μια ολόλευκη φτερωτή που να γυρίζει και να φαίνεται από μακριά.
Γ. Βασίλης Διακάκης (1-9-2010)
Το πιο πάνω κείμενο βασισμένο σε μια διήγηση του φίλου και συναδέλφου Δημήτρη Κοίλιαρη, δεν περιγράφει με ακρίβεια τα πραγματικά γεγονότα (που είναι λίγο πολύ άγνωστα). Ωστόσο οι πραγματικοί λόγοι που δεν λειτούργησε ο μύλος αναφέρονται τόσο στο ποίημα όσο και στο διήγημα τούτο και είναι πραγματικοί! Η πλοκή όμως, τα περιστατικά και γεγονότα που διαδραματίζονται, καθώς και τα πρόσωπα του διηγήματος, είναι καθαρά αποκυήματα της φαντασίας του συγγραφέα.. Αν παρ’ ελπίδα κάποιο όνομα -ή κάποια ονόματα - τύχει να ταιριάζουν σε υπαρκτά πρόσωπα της εποχής εκείνης, αυτό θα είναι απλά μια σύμπτωση.
Δ. Επίμετρο : Γεννημένος
στην Αθήνα πέρασε τα παιδικά του χρόνια στις Κονίστρες της Εύβοιας (περιοχής
Κύμης), σπούδασε μαθηματικά στο Καποδιστριακό πανεπιστήμιο των Αθηνών,
εργάστηκε ως καθηγητής και διευθυντής στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Ερασιτέχνης
φωτογράφος από το 1966 μέχρι σήμερα.
Η πρώτη
του δουλειά, καθαρά καλλιτεχνική, είναι η έκδοση από το Δήμο Κύμης το 2010, του
έργου: «ΚΥΜΗ – Ματιές σ' έναν κόσμο που χάνεται». Πρόκειται για φωτογραφικό
λεύκωμα με 116 ασπρόμαυρες φωτογραφίες, τραβηγμένες από τον ίδιο, με έμφαση τις
ασχολίες και τα επαγγέλματα των κατοίκων, την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τα
θαυμάσια τοπία της Κύμης.
Με τη
λογοτεχνία ασχολήθηκε σχετικά πρόσφατα. Το 2011 ο Φιλολογικός Σύλλογος
Παρνασσός τον βραβεύει με το δεύτερο πανελλήνιο βραβείο ποίησης για την
ποιητική συλλογή με τίτλο «Μεγαλέξανδρος». Το 2012 ο ίδιος σύλλογος τον τιμά με
τον πρώτο έπαινο για το παρόν έμμετρο θεατρικό έργο του, με τίτλο «Terra Movetur (Η Γη κινείται)».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου