"Παραμονή Χριστουγέννων: Το ντύσιμο της μητέρας μου", Toi Derricote
Της μητέρας μου δεν της έκανε καμιά εντύπωση η ομορφιά της˙
μια φορά το χρόνο την φορούσε σαν κοστούμι,
έπλεκε τα μαλλιά της, τα μαύρα σα μετάξι καλαμποκιού και μακριά ως τους γοφούς,
σε μια χοντρή κοτσίδα, τη στριφογύριζε, προσεκτικά, το ένα χέρι πάνω απ’ τ’ άλλο,
και την στερέωνε στο σβέρκο της, σφικτή και κομψή σαν στέμμα,
με καρφίτσες από κόκκαλο χελώνας, σαν τεράστια έντομα,
κάποιες τις είχε απ’ τη μητέρα της που’χε πεθάνει,
κάποιες απ’ τη γιαγιά μου που ήταν ακόμα ζωντανή.
Καθόταν στο σκαμπό μπροστά στον καθρέφτη,
έβαζε ένα ροδακινί μέικ απ που έμοιαζε να την κρατούσε κάτω, να την παγίδευε,
λες και εμείς δε θα βλέπαμε ποτέ τι πετούσε ανάμεσά μας αν δεν βάραινε και δεν περιοριζόταν στην μάσκα του.
Με βαζελίνη γυάλιζε τα φρύδια της,
με μάσκαρα μαύριζε τα ματοτσίνορά της μέχρι που έμοιαζαν σαν φτερά˙
τα μάτια της βάθαιναν μέχρι που φώτιζαν από πολύ μακριά.
μια φορά το χρόνο την φορούσε σαν κοστούμι,
έπλεκε τα μαλλιά της, τα μαύρα σα μετάξι καλαμποκιού και μακριά ως τους γοφούς,
σε μια χοντρή κοτσίδα, τη στριφογύριζε, προσεκτικά, το ένα χέρι πάνω απ’ τ’ άλλο,
και την στερέωνε στο σβέρκο της, σφικτή και κομψή σαν στέμμα,
με καρφίτσες από κόκκαλο χελώνας, σαν τεράστια έντομα,
κάποιες τις είχε απ’ τη μητέρα της που’χε πεθάνει,
κάποιες απ’ τη γιαγιά μου που ήταν ακόμα ζωντανή.
Καθόταν στο σκαμπό μπροστά στον καθρέφτη,
έβαζε ένα ροδακινί μέικ απ που έμοιαζε να την κρατούσε κάτω, να την παγίδευε,
λες και εμείς δε θα βλέπαμε ποτέ τι πετούσε ανάμεσά μας αν δεν βάραινε και δεν περιοριζόταν στην μάσκα του.
Με βαζελίνη γυάλιζε τα φρύδια της,
με μάσκαρα μαύριζε τα ματοτσίνορά της μέχρι που έμοιαζαν σαν φτερά˙
τα μάτια της βάθαιναν μέχρι που φώτιζαν από πολύ μακριά.
Θυμάμαι ακόμα τα χέρια της, τα φτωχά της χέρια, και τότε γερασμένα απ’ τα τριψίματα,
πιο λευκά στο εσωτερικό από ότι θα ‘πρεπε να ήταν,
και σκληρά, οι πρώτες αρθρώσεις των δαχτύλων της σα μικρά επίπεδα μαξιλαράκια,
τα νύχια της, που ήταν μεγάλα και μυτερά όπως οι παλιές πένες,
τα έβαφε ένα έντονο εορταστικό χρώμα.
Τα χέρια της στέκονταν δίπλα στο πρόσωπό της και ζητούσαν τη σωστή τους θέση, ήθελαν
τον κουβά του σφουγγαρίσματος και τη βούρτσα για να νιώσουν χρήσιμα.
Και, καθώς γράφω, λησμονώ τα χρόνια που την παρατηρούσα
να βγάζει τις τρίχες απ΄το πηγούνι της σαν καμιά μάγισσα, να μεγεθύνει
κάθε δερματικό λεκέ – λες και το καθαριστικό οξύ θα έβγαινε από μέσα.
πιο λευκά στο εσωτερικό από ότι θα ‘πρεπε να ήταν,
και σκληρά, οι πρώτες αρθρώσεις των δαχτύλων της σα μικρά επίπεδα μαξιλαράκια,
τα νύχια της, που ήταν μεγάλα και μυτερά όπως οι παλιές πένες,
τα έβαφε ένα έντονο εορταστικό χρώμα.
Τα χέρια της στέκονταν δίπλα στο πρόσωπό της και ζητούσαν τη σωστή τους θέση, ήθελαν
τον κουβά του σφουγγαρίσματος και τη βούρτσα για να νιώσουν χρήσιμα.
Και, καθώς γράφω, λησμονώ τα χρόνια που την παρατηρούσα
να βγάζει τις τρίχες απ΄το πηγούνι της σαν καμιά μάγισσα, να μεγεθύνει
κάθε δερματικό λεκέ – λες και το καθαριστικό οξύ θα έβγαινε από μέσα.
Αλλά, μια φορά το χρόνο η μητέρα μου
ξυπνούσε με τα λευκά μεταξωτά της εσώρουχα,
όχι η σκλάβα του σπιτιού, αλλά η γυναίκα,
έπαιρνε το σιδερωμένο φόρεμα από την κρεμάστρα –
επιτρέποντάς μου να στέκομαι στο κρεβάτι, έτσι ώστε
το πρόσωπό μου να βλέπει κατευθείαν στο πρόσωπό της,
και να κρατώ το ένδυμα μακριά από αυτήν
καθώς το φορούσε τραβώντας το μέχρι κάτω.
ξυπνούσε με τα λευκά μεταξωτά της εσώρουχα,
όχι η σκλάβα του σπιτιού, αλλά η γυναίκα,
έπαιρνε το σιδερωμένο φόρεμα από την κρεμάστρα –
επιτρέποντάς μου να στέκομαι στο κρεβάτι, έτσι ώστε
το πρόσωπό μου να βλέπει κατευθείαν στο πρόσωπό της,
και να κρατώ το ένδυμα μακριά από αυτήν
καθώς το φορούσε τραβώντας το μέχρι κάτω.
Toi Derricote (1941-, Michigan), από την ποιητική συλλογή «Αιχμαλωσία», University of Pittsburgh Press, 1989 απόδοση στα ελληνικά Μαργαρίτα Παπαγεωργίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου