Τα δύο κοκκόρια, Σταμάτης Γκαβέτας
Τις τελευταίες μέρες εκείνου του Νοέμβρη είχε βάλει υποψηφιότητα για τον Αι-Γιάννη ο πάππους μου. Με φωνάζει τολοιπόν σπίτι και μου λέει «Να ξεύρεις Σταμάτη, τούτη η Κυριακή είναι του Χριστού η άλλη της Παναγιάς
και η τρίτη είναι δική μου. »
Δεν έδωσα σημασία, πλησίαζαν βλέπεις και τα Χριστούγεννα, οπότε φαντάστηκα ότι θα ήταν κάποιο θρησκευτικό παραλήρημα . Όπως λέει άλλωστε και ο σοφός — ιδέα δεν έχω ποιος — όταν εσύ μιλάς στο Θεό είναι προσευχή, όταν εκείνος όμως σου μιλάει είναι σχιζοφρένεια.
Το τρίτο Σάββατο μ’ έναν ενδόμυχο φόβο να μου τρώει τα τζιέρια — βρε μπας — έπεσα για ύπνο. Μέσα στη λίμνη της πλάνης μου, σε αυτόν τον παραμορφωτικό καθρέπτη που συνηθίσαμε να λέμε όνειρο, σμιλευόταν το μέλλον, σπιθίζοντας του ύπνου το χαλί.
Δύο κοκκόρια είδα. Σαν σε αρένα παλαιστές, γυρίζανε το ένα γύρω από το άλλο, μετρώντας τις δυνάμεις τους. Το ένα ήτανε μαύρο με κόκκινες σαν αίμα ανταύγειες στα πλάγια, το άλλο άσπρο σαν το γάλα. Πολύ αγριεμένα και τα δύο, τίναζαν τα φτερά τους προτάσσοντας νύχια γαμψά και ράμφη, σαν άντρες που σηκώνουν τα μανίκια τους έτοιμοι για καυγά.
Στημένος σε μια γωνιά και έξω από τον αγώνα, κοιτούσα εγώ ανήμπορος να κάνω κάτι. Χιμάνε το ένα στ’ άλλο. Σκόνη σηκώνεται, αυτά τσιμπιούνται συνέχεια και με τα νύχια προσπαθεί το ένα να κυριαρχήσει πάνω στο άλλο. Μάχη σώμα με σώμα, μέχρι τελικής πτώσεως. Μάχη αιώνια. Φοβάμαι.
Σε μια στιγμή ένα από τα δύο — δε θυμάμαι ποιο — πετάγεται και με το μυτερό κεράτινο του πέταλο, μου τραβάει μια χαρακιά πάνω από τον αντίχειρα. Το αίμα χύνεται καυτό, κρατήρας ηφαιστείου από το χέρι μου, λερώνοντας όλο τον καμβά∙ δακρυσμένη ατάλαντου ζωγράφου πινελιά.
Στο σταυροδρόμι ζωής και θανάτου, για λίγο στάσιμος, τροχοπέδη στο χρόνο που μου δόθηκε για να φθάσω στο τέλος του, ξυπνώ, δραπετεύοντας από το ματωμένο μου κελί. Δύο ηλιαχτίδες σα μαχαιριές, εισβάλανε στο δωμάτιο, χτυπώντας αλύπητα τα νυσταγμένα μου βλέφαρά.
Χαμένος ακόμα στους μαιάνδρους του οράματος σηκώθηκα και άνοιξα το παράθυρο του σπιρτόκουτου μου. Άκουσα έναν κόκκορα, τελάλη της μέρας, να διαλαλεί το ξημέρωμα. Με τη ματιά και όχι με τα αφτιά ακολουθώ τον ήχο, ήτανε ο μαύρος.
Άναψα ένα τζιγάρο φωτίζοντας σα φάτνη το πρόσωπο μου, τράβηξα μια τσούρα γεμίζοντας κάθε κυψελίδα των πνευμόνων μου με άφθονο ασημί καπνό — καημού καταπραϋντικό και πόνου μέλλοντα.
Ντύθηκα γρήγορα, έβαλα τη μαύρη καμπαρτίνα, σήκωσα το γιακά να μη με τρώει τ’ αγιάζι και κίνησα να βρω γιατρό για πιστοποιητικό θανάτου, λες και δεν ήξερα από μόνος μου.
Στο ξόδι, μια χούφτα σκουληκιασμένο χώμα πήρα, την κοίταξα και με τα δάχτυλα μου σκάρωσα μια φατσούλα. Μάτια, στόμα, μύτη, χείλια. Χωμάτινος και ραγισμένος σαν άλλος ναυαγός σ’ ερημονήσι, αποχαιρέτησα το έργο μου λέγοντας του καλό ταξίδι και το έρριξα στην αδηφάγο γη.
Τελικά αυτό είναι η ζωή, ένα ποτήρι που γεμίζει στάλα τη στάλα και όταν ξεχειλίσει, λέμε πως είμαστε πλήρεις ημερών. Το μόνο που αλλάζει είναι το μέγεθος του γυαλιού, τίποτα άλλο, μονάχα αυτό, μονάχα…
Θεός χωρέσ’ τον…
Φωτογραφία : Χαλκίδα
Τις τελευταίες μέρες εκείνου του Νοέμβρη είχε βάλει υποψηφιότητα για τον Αι-Γιάννη ο πάππους μου. Με φωνάζει τολοιπόν σπίτι και μου λέει «Να ξεύρεις Σταμάτη, τούτη η Κυριακή είναι του Χριστού η άλλη της Παναγιάς
και η τρίτη είναι δική μου. »
Δεν έδωσα σημασία, πλησίαζαν βλέπεις και τα Χριστούγεννα, οπότε φαντάστηκα ότι θα ήταν κάποιο θρησκευτικό παραλήρημα . Όπως λέει άλλωστε και ο σοφός — ιδέα δεν έχω ποιος — όταν εσύ μιλάς στο Θεό είναι προσευχή, όταν εκείνος όμως σου μιλάει είναι σχιζοφρένεια.
Το τρίτο Σάββατο μ’ έναν ενδόμυχο φόβο να μου τρώει τα τζιέρια — βρε μπας — έπεσα για ύπνο. Μέσα στη λίμνη της πλάνης μου, σε αυτόν τον παραμορφωτικό καθρέπτη που συνηθίσαμε να λέμε όνειρο, σμιλευόταν το μέλλον, σπιθίζοντας του ύπνου το χαλί.
Δύο κοκκόρια είδα. Σαν σε αρένα παλαιστές, γυρίζανε το ένα γύρω από το άλλο, μετρώντας τις δυνάμεις τους. Το ένα ήτανε μαύρο με κόκκινες σαν αίμα ανταύγειες στα πλάγια, το άλλο άσπρο σαν το γάλα. Πολύ αγριεμένα και τα δύο, τίναζαν τα φτερά τους προτάσσοντας νύχια γαμψά και ράμφη, σαν άντρες που σηκώνουν τα μανίκια τους έτοιμοι για καυγά.
Στημένος σε μια γωνιά και έξω από τον αγώνα, κοιτούσα εγώ ανήμπορος να κάνω κάτι. Χιμάνε το ένα στ’ άλλο. Σκόνη σηκώνεται, αυτά τσιμπιούνται συνέχεια και με τα νύχια προσπαθεί το ένα να κυριαρχήσει πάνω στο άλλο. Μάχη σώμα με σώμα, μέχρι τελικής πτώσεως. Μάχη αιώνια. Φοβάμαι.
Σε μια στιγμή ένα από τα δύο — δε θυμάμαι ποιο — πετάγεται και με το μυτερό κεράτινο του πέταλο, μου τραβάει μια χαρακιά πάνω από τον αντίχειρα. Το αίμα χύνεται καυτό, κρατήρας ηφαιστείου από το χέρι μου, λερώνοντας όλο τον καμβά∙ δακρυσμένη ατάλαντου ζωγράφου πινελιά.
Στο σταυροδρόμι ζωής και θανάτου, για λίγο στάσιμος, τροχοπέδη στο χρόνο που μου δόθηκε για να φθάσω στο τέλος του, ξυπνώ, δραπετεύοντας από το ματωμένο μου κελί. Δύο ηλιαχτίδες σα μαχαιριές, εισβάλανε στο δωμάτιο, χτυπώντας αλύπητα τα νυσταγμένα μου βλέφαρά.
Χαμένος ακόμα στους μαιάνδρους του οράματος σηκώθηκα και άνοιξα το παράθυρο του σπιρτόκουτου μου. Άκουσα έναν κόκκορα, τελάλη της μέρας, να διαλαλεί το ξημέρωμα. Με τη ματιά και όχι με τα αφτιά ακολουθώ τον ήχο, ήτανε ο μαύρος.
Άναψα ένα τζιγάρο φωτίζοντας σα φάτνη το πρόσωπο μου, τράβηξα μια τσούρα γεμίζοντας κάθε κυψελίδα των πνευμόνων μου με άφθονο ασημί καπνό — καημού καταπραϋντικό και πόνου μέλλοντα.
Ντύθηκα γρήγορα, έβαλα τη μαύρη καμπαρτίνα, σήκωσα το γιακά να μη με τρώει τ’ αγιάζι και κίνησα να βρω γιατρό για πιστοποιητικό θανάτου, λες και δεν ήξερα από μόνος μου.
Στο ξόδι, μια χούφτα σκουληκιασμένο χώμα πήρα, την κοίταξα και με τα δάχτυλα μου σκάρωσα μια φατσούλα. Μάτια, στόμα, μύτη, χείλια. Χωμάτινος και ραγισμένος σαν άλλος ναυαγός σ’ ερημονήσι, αποχαιρέτησα το έργο μου λέγοντας του καλό ταξίδι και το έρριξα στην αδηφάγο γη.
Τελικά αυτό είναι η ζωή, ένα ποτήρι που γεμίζει στάλα τη στάλα και όταν ξεχειλίσει, λέμε πως είμαστε πλήρεις ημερών. Το μόνο που αλλάζει είναι το μέγεθος του γυαλιού, τίποτα άλλο, μονάχα αυτό, μονάχα…
Θεός χωρέσ’ τον…
Φωτογραφία : Χαλκίδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου