Σαν παραμύθι, Β. Πεππές
«-Πιστεύεις στον Άγιο Βασίλη;», ρώτησε η αλεπού τον Πέτρο στη μέση της κουβέντας τους.
Εκείνος έδειξε να αιφνιδιάζεται.
Δεν περίμενε ποτέ ν’ ακούσει κάτι τέτοιο από τα χείλη της αν και κανονικά τίποτα δε θα έπρεπε να τον εκπλήσσει πια, ειδικά από την πανούργα Μίκα.
Τι στο καλό.
Κόντευε σχεδόν σαρανταπέντε χρονών και είχε δει μέχρι στιγμής αρκετές μπερδεμένες καταστάσεις στη ζωή του.
Δεν περίμενε ποτέ ν’ ακούσει κάτι τέτοιο από τα χείλη της αν και κανονικά τίποτα δε θα έπρεπε να τον εκπλήσσει πια, ειδικά από την πανούργα Μίκα.
Τι στο καλό.
Κόντευε σχεδόν σαρανταπέντε χρονών και είχε δει μέχρι στιγμής αρκετές μπερδεμένες καταστάσεις στη ζωή του.
Η ώρα ήταν περασμένη, σχεδόν έντεκα και μισή το βράδυ.
Έπειτα από μια γεμάτη μέρα φορτωμένη με δουλειά, έγνοιες και μπόλικο τροχάδι αισθανόταν τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν σιγά-σιγά. Ένα ποτήρι ουίσκι με πάγο ίσως να έβαζε τα πράγματα στη θέση τους, αλλά αποτελούσε μάλλον ευσεβή πόθο για την ώρα.
Εξ’ άλλου βιαζόταν να επιστρέψει στο σπίτι κι έξω έκανε παγωνιά. Δεκέμβρης γαρ.
Έπειτα από μια γεμάτη μέρα φορτωμένη με δουλειά, έγνοιες και μπόλικο τροχάδι αισθανόταν τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν σιγά-σιγά. Ένα ποτήρι ουίσκι με πάγο ίσως να έβαζε τα πράγματα στη θέση τους, αλλά αποτελούσε μάλλον ευσεβή πόθο για την ώρα.
Εξ’ άλλου βιαζόταν να επιστρέψει στο σπίτι κι έξω έκανε παγωνιά. Δεκέμβρης γαρ.
«-Παιδιάστικα πράματα!», κάγχασε.
«-Αν υπάρχει Άγιος Βασίλης, ζει κι αναπνέει μόνο μέσα από τα παιδικά όνειρα.
- Δε θυμάμαι καν την τελευταία φορά που του έστειλα γράμμα.
- Βλέπεις έμαθα να μην πιστεύω πια στα παραμύθια…», συνέχισε.
«-Αν υπάρχει Άγιος Βασίλης, ζει κι αναπνέει μόνο μέσα από τα παιδικά όνειρα.
- Δε θυμάμαι καν την τελευταία φορά που του έστειλα γράμμα.
- Βλέπεις έμαθα να μην πιστεύω πια στα παραμύθια…», συνέχισε.
«-Αλήθεια τώρα;»
Η Μίκα ανασήκωσε ελαφρά το δεξί φρύδι ρίχνοντας προς το μέρος του μια επίμονη ματιά και πήρε ένα ελαφρά παιχνιδιάρικο ύφος.
«-Πάντα όμως θα υπάρχουν άνθρωποι που θα μπορούνε να μας κάνουν να πιστέψουμε σ’ αυτόν.
-Μην το ξεχνάς αυτό!»
-Μην το ξεχνάς αυτό!»
«-Μπορεί και να ‘ναι έτσι.
- Τα μάτια του παιδιού μου είναι παραπάνω από αρκετά για την ώρα».
- Τα μάτια του παιδιού μου είναι παραπάνω από αρκετά για την ώρα».
Ο Πέτρος ξερόβηξε αμήχανα χαζεύοντας την οθόνη του κινητού. Μέρες που είναι ο νους των μεγάλων βρίσκεται κοντά στην αδημονούσα πιτσιρικαρία και το γιορτινό τραπέζι. Αυτό είναι βέβαιο.
«-Θέλεις να γίνεις κομμάτι αυτής της εικόνας;»
«-Δεν ξέρω.
–Υποθέτω πως ναι.
-Νομίζω θα ‘θελα να γινόμουν ξανά παιδί, έστω για λίγο.»
–Υποθέτω πως ναι.
-Νομίζω θα ‘θελα να γινόμουν ξανά παιδί, έστω για λίγο.»
«-Μια μικρή απόδραση από την πραγματικότητα επιβάλλεται, δε νομίζεις;» επέμεινε η Μίκα.
Η φωνή του άρχισε να μαλακώνει κάπως καθώς ένα ντροπαλό χαμόγελο εμφανίστηκε στις γωνίες των χειλιών του.
Ανασήκωσε το δεξί χέρι ρίχνοντας μια τελευταία βιαστική ματιά στο ρολόι.
Ανασήκωσε το δεξί χέρι ρίχνοντας μια τελευταία βιαστική ματιά στο ρολόι.
«-Πρέπει να φύγω, έχω αργήσει.»
Έσβησε με νευρικές κινήσεις το τσιγάρο στο γυάλινο τασάκι κι άρχισε να ετοιμάζεται, φορώντας το κασκόλ και το μαύρο δερμάτινο τζάκετ.
Η ψιλόλιγνη σιλουέτα και το ανήμερο βλέμμα του Πέτρου θύμισαν στη Μίκα κάτι από τον Κοβάλσκι, τον πρωταγωνιστή του Τενεσί Ουίλλιαμς στο «Λεωφορείο ο Πόθος». Ίσως το αξύριστο πρόσωπο, η υφέρπουσα μελαγχολία και το μικρό αγόρι που έκρυβε κάτω από τα αντρίκεια του χαρακτηριστικά να ξύπνησαν μνήμες μέσα της.
Τα ταλαιπωρημένα από το ξενύχτι μάτια έμοιαζαν να είναι στραμμένα προς τα μέσα, σάμπως ο ίδιος ήθελε να ρίξει μια διερευνητική ματιά στης ψυχής του τα τρίσβαθα.
Γαλήνιος όσο κι ένα παγιδευμένο αγρίμι στο σκοτάδι της νύχτας.
Σηκώθηκε, έκανε δυο βήματα πιο κοντά και με μια αποφασιστική κίνηση της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο αγγίζοντας ελαφρά τον ώμο.
Η Μίκα κοκκίνισε αλλά παρέμεινε στη θέση της.
Η Μίκα κοκκίνισε αλλά παρέμεινε στη θέση της.
«-Καληνύχτα!»
«-Καλό βράδυ!»
«-Καλό βράδυ!»
Έκλεισε πίσω του την πόρτα με θόρυβο αφήνοντας την αλεπού καθισμένη στο μικρό σκοτεινό δωμάτιο ενώ η γλυκιά μελωδία του starry, starry night ξεχυνόταν απαλά από τα ηχεία του ραδιοφώνου.
Καθώς διέσχιζε το μικρό σκοτεινό δρομάκι στην έξοδο τα λόγια της επαναλαμβάνονταν στη σκέψη του:
«-Πάντα όμως θα υπάρχουν άνθρωποι που θα μπορούνε να μας κάνουν να πιστέψουμε. Μην το ξεχνάς…»
Β.Π. Δεκέμβριος 2018
(Απόσπασμα από το Ημερολόγιο ενός Late Bloomer)
(Για εκείνους που αγαπώ και με εμπνέουν.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου