ΑΧΤΙΔΑ ΧΑΡΜΟΣΥΝΗ - Παναγοπούλου Μαρία
Το βουητό στις πόλεις ξεχύθηκε και τα σύνορα έπεσαν. Όλα γίνανε ένα στην οχλοβοή, κι εκείνος, όμορφος, ντυμένος με το μπλε σακάκι περπατούσε αμέτοχος την ώρα τη νυχτερινή. Η Μαριώ καρδιοκτυπούσε, έσβησε το φως, γδύθηκε και το μελαψό κορμί έλαμψε στον αγέρα. Την αγκάλιασε και μέσα στην ένωση τους γεννήθηκε ένα φως. Μυσταγωγία κι ένα κρυφό γέλιο αντήχησε στην ατμόσφαιρα. Μυστηριακή ώρα, ταίριασμα αρμονικό, όλα γίνονται ένα στην απεραντοσύνη της ώρας.
Μια νύχτα σκοτεινή την αντάμωσε ο Βλάσης και τα χέρια δέθηκαν μέσα στην οίηση του παρόντος. Γλυκό άστρο, φώτιζε με και γίνε φάρος παντοτινός.
Η Ύδρα, μια αγκαλιά ζεστή, μού θυμίζει ώρες μυστηριακές, όνειρα λεύτερα. Ταξίδια μακρινά ξεκινούν καθημερινά. Ολοζώντανοι φάροι απλώνονται τριγύρω και το φως της νύχτας, που αντανακλάται στο πρόσωπό του, με γυρίζει χρόνια πίσω όταν ανταμώναμε σαν περιστέρια, σαν λεύτερα πουλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου