ΚΑΠΟΤΕ
Κάποτε
στην ολάνθιστη αυλή την 'λιολουσμένη,
ήταν
ριζούλα π' άπλωνε σε πήλινο πιθάρι.
Το
μυρωδάτο γιασεμί, ανέβαινε ως τα ψηλά
τυλίγονταν
και έμπλεκε πάνω στο καγκελάκι!
Μοσχοβολούσε
το στενό, ήμουνα χάρμα οφθαλμών,
ήμουνα
το ξεχωριστό στολίδι στο σπιτάκι!
Στον
γαλανόλευκο ιστό, που 'χε κορφή του το σταυρό,
-που
έδεναν επάνω μου και δε λησμόναγαν ποτέ-
έβλεπε
όλο το χωριό πέρα ως πέρα στο βουνό,
σημαία
γαλανόλευκη που ανεμοκυμάτιζε
σε
όλες τις ξεχωριστές, τις εθνικές
γιορτάδες!
Στην
φρουρουσιών μου τις γωνιές
χτίζανε
περίτεχνες φωλιές
όμορφα,
φασαριόζικα, μικρά χελιδονάκια.
Εκεί
τα φιλοξέναγα να κάνουν τα μικρά τους
κι
άκουγα τον ξεσηκωμό για το ταξίδι το μακρύ
σαν
έμπαινε φθινόπωρο π' άφηναν άδειες τις φωλιές
κι
όλα μαζί ομαδικά έφευγαν μακριά τους.
Τις
νύχτες του καλοκαιριού με μάρτυρα την ξαστεριά,
πίσω
απ' το γιασεμάκι,
-να
μην το δει η γειτονιά,-
κρυμμένο
άλλαζε φιλιά όμορφο ζευγαράκι.
Μέσα
στο φεγγαρόφωτο, άκουγα τα 'ρωτόλογα
που
ψιθυρίζαν αγκαλιά, εκείνος και εκείνη
κ'
ήταν τα χάδια τρυφερά, βαθιά τ' αναστενάγματα,
πριν
να πλαγιάσουν σμίγοντας στην όμορφη τους κλίνη.
Μα,
ήρθαν δίσεκτοι καιροί που δυσκολέψαν τη ζωή.
Όσο
πάλευαν οι φτωχοί, αυξάναν τα προβλήματα,
πλήθαιναν τα παθήματα, θεριεύαν οι ανάγκες.
Χωρίς
στιγμή να λυπηθεί, της Ξενητειάς απόφαση,
πικρή
σαν το φαρμάκι,
τους
έβγαλε απ' τη θύρα τους, τους έστειλε πολύ μακριά
κι
έφερε μαύρη σκοτεινιά στο όμορφο σπιτάκι.
Χορτάριασ'
όλη η αυλή, μαράθηκαν τα λούλουδα,
δεν
άντεξε να κρατηθεί, ξεράθηκε σιγά-σιγά,
πάει
το γιασεμάκι!
Κυλούσανε
οι εποχές στο πέρασμα του Χρόνου,
όπως
κυλούν οι ποταμοί που πίσω δε γυρίζουν.
Χρόνος
ο τόσο αμείλικτος που όλα τα σαρώνει.
Χρόνος
ο ασυγκίνητος, Χρόνος ο πανδαμάτορας
Χρόνος
ο αδυσώπητος που δεν υπολογίζει!
Άφησε
άπονη φθορά στο σπίτι να 'γκατασταθεί,
να
μένει εδώ, χαιρέκακα ν' απλώνει να ριζώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου