οκτώ ποιήματα
Η
Γιώτα Αθανασίου γεννήθηκε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1977, η καταγωγή της, ο τόπος
της ο Οξύλιθος της Εύβοιας. Σπούδασε στο ιστορικό τμήμα της φιλοσοφικής σχολής
Αθηνών και συνέχισε της σπουδές στην νεοελληνική φιλολογία όπου και
ειδικεύτηκε. Εργάζεται ως εμψυχώτρια εκπαιδευτικών προγραμμάτων για παιδιά,
αφηγείται ιστορίες και μύθους, γράφει και παρουσιάζει παραστάσεις για παιδιά.
Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές.
Ο
δρόμος της ποίησης της σε οδηγεί στο παιδικό καταφύγιο της αθωότητας. Το όχημα της
ο λόγος γεμάτος εικόνες και
τα βιώματα που σου ξυπνούν έντονες αναμνήσεις και απελευθερώνουν συναισθήματα.
Εργογραφία
1.
"Η καρδιοκλέφτρα" (2010, Ευβοϊκές Εκδόσεις Κίνητρο-Καλέμη)
2.
"Μια σκάλα για το θαλασσί" (2015, Εκδόσεις Ζάθεον Πυρ) καλλιτεχνική επιμέλεια : Γιώτα Βόνη
3.
"Γλύπτης Χρόνος" (2019, Εκδόσεις ΑΓΓΕΛΑΚΗ) καλλιτεχνική επιμέλεια : Γιώτα Βόνη
ΟΚΤΩ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
(1) Ο ξ ύ λ ι θ ο ς
Πρωινό
Δεκαπενταύγουστου κι έπιασες το παιχνίδι.
Κρατάς
για τόπι σου την ανατολή και αλωνίζεις.
Το
γέλιο σου ηχεί ανάμεσα στα νερά του ποταμού.
Απέναντι
σου γνέφει η Σκύρος.
Θα
παραβγείς στο τρέξιμο την Κύμη
και
λαχανιασμένος θ’ ακουμπήσεις
την
δίψα σου στην αμμουδιά του Στόμιου.
Σκουπίζεσαι
με την ανάποδη του χεριού σου
και
προχωράς.
Φθάνεις
στα πρώτα σπίτια του κάμπου,
διαλέγεις
μια ευχή πάνω απ’ την γέφυρα
και
χαμηλώνεις να δεις το σεργιάνι της.
Παίρνεις
τον δρόμο τον ανηφορικό και χάνεσαι
σε
παρέες παιδιών.
Το
σούρουπο σε βρίσκει στην Παναγίτσα.
Σε
φθάνει η τελευταία γεύση του πανηγυριού,
το
κρασί και η δάφνη.
Και
συνεχίζεις. Φυσά αεράκι και σε ταξιδεύει.
Διασχίζεις
νωχελικά την ελαιόφυτη πλαγιά
και
τρυπώνεις πίσω απ’ το κάγκελο
στην
αγκαλιά της Ευαγγελίστρας.
Ανενεργό
το ηφαίστειο κι ο χρόνος: εδώ
που
όλα γεννιούνται ξανά και ξανά.
…
Θ’
αγγίξεις θαρρώ το στερέωμα,
θα
λερώσεις τον ουρανό με την κορφή σου.
…
Και
σαν πέσει το σκοτάδι,
θα
μπερδευτείς και πάλι με τα όνειρα των κοριτσιών.
(2)
Αλαργινά και αγαπημένα
Άσε
τους άλλους να μιλούν.
Νύχτα
ήταν άραγε αυτή;
Σκόνταψε
στα βλέφαρα
ετούτο
το φεγγάρι.
Έμεινε
όλο το βράδυ
να
το κρατώ και να ανασαίνω.
Και
να ξυπνώ, να Τον κοιτώ,
το
χέρι μου στον ώμο
ώρες
να φέρνω, να με κρατώ.
Μείνε
εδώ σώμα γνωστό.
Μείνε
εδώ, μην φεύγεις σαν κλέφτης,
μην
προσπαθήσεις τούτο το βράδυ
τα
χνάρια να κρύψεις να μην φοβηθώ.
Τις
νύχτες ταξιδεύουν οι ψυχές
και
κυνηγούν Αγγέλους.
Έλα
και γείρε
ξάπλωσε
μαζί μου
την
νύχτα αυτή θέλω να φύγουμε μαζί.
Άσε
τους άλλους να μιλούν.
(Από
την Ποιητική Συλλογή "Η
καρδιοκλέφτρα")
(3)
Το δαχτυλίδι
Στην
άκρη των χειλιών σου έχτισα μια αιώρα
και
άφησα το όνειρο ανοιχτό
να
μπεις όμοιος κλέφτης
Ανάμεσα
από παλάμες περνώ
και
σιγοτραγουδώ.
Μέχρι
να φθάσω στα δικά σου χέρια.
Πού
’ν’ το, πού ’ν’ το το δαχτυλίδι…
Να
΄μαι.
Θα
διασχίσω την παλάμη σου αργά.
Υγρότοπος
και ξέρα.
Πότε
πατώ στα νερά και πότε στα ξερόχορτα.
Πράσινη
και διάφανη η μικρή ζωή σου.
Χορεύοντας,
στις αυλακιές της θρυμματίζομαι.
Ψάξε,
ψάξε, δεν θα το βρεις…
Με
ένα σβησμένο υφαντό
θα
γίνω για λίγο η Αφροδίτη σου.
Και
κρατώντας την αναπνοή
με
ένα σου νεύμα
θα
βρεθώ στην κορυφή.
Και
κάθε λίγο θα γέρνω
πίσω
από τον αυχένα, εκεί.
Στον
άκαμπτο βράχο των ερώτων σου.
Το
δαχτυλίδι που φορείς…
Ξάφνου,
τα βήματα ξεχνώ,
προδίδω
τον ρυθμό.
Και
θρυμματίζομαι ξανά.
Σπάω
και σωπαίνω.
…δεν
θα το βρεις, δεν θα το βρεις.
Λίγο
μετά το σούρουπο
στην
γραμμή της ζωής σου ξαποσταίνω.
Τους
ώμους μου πιέζουν τώρα σπασμένες νότες,
πνιγμένες
μουσικές,
αποκόμματα
και αποσκευές.
Από
εκείνα που δεν είδες.
Λίγο
πριν αποκάμω θα παίξω κουτσό.
Το
ένα πόδι εδώ. Το άλλο μετέωρο.
Ίσα
να φθάσει μια Κυριακή.
Στο
δάχτυλό σου το μικρό, το μενεξεδί.
Εκεί
που...
Το
δαχτυλίδι που φορείς, δεν θα το βρεις, δεν θα το βρεις.
(4)
Η αιώρα
Ένα
φτυαράκι κόκκινο,
δυο
βότσαλα
και
ένα κορίτσι.
Αρκούν
για να γεννηθεί
και
πάλι
ο
κόσμος.
Σε
τούτα τα ξυλαράκια έγερνες
μισή
παιδί-μισή γυναίκα να αποκοιμηθείς.
Πού
να αγγίξω τώρα και να μην πληγωθώ;
Πού
να τα μετρά ακόμη η χαρά;
Και
τώρα, δες με: μισή γυναίκα –μισή παιδί.
Ο
κόσμος γύρισε πλευρό και όμως είναι τόσο ίδιος.
[…]
Ένα
παιδί στην άκρη της θάλασσας αφήνει μια ανασούλα.
Έπειτα
τρεμοπαίζουν τα βλέφαρα και κουβεντιάζουν.
Τι
έχουν δυο ζευγάρια βλέφαρα να πουν;
Χορεύοντας
δένονται μεταξύ τους.
Και
σαν χωρίσουν ξανά απογυμνώνουν το
όνειρο.
(Από
την Ποιητική συλλογή "Μια σκάλα για το θαλασσί")
(5)
Θεόφιλος
Οι
ζωγραφιές, ξέρεις, μιλάνε.
Αλήθεια,
θυμάσαι
τα παιχνίδια μας;
Θυμάσαι
τότε που είχες ντυθεί ναυτάκι
κι
εγώ ήμουν η κυρία με το ομπρελίνο;
Θυμάσαι
τότε που το έσκαγα από το μάθημα
και
τρέχαμε να φτιάξουμε χρώματα
για
να μου ζωγραφίσεις;
Πράσινο
της ελιάς
και
της καρδιάς,
γαλάζιο
του ουρανού
και
της θάλασσας,
τριανταφυλλί,
όπως
τα παιδικά όνειρα.
Οι
ήρωές σου μεγάλωσαν, Θεόφιλε.
Και
μαζί τους μεγαλώσαμε κι εμείς.
(6)
Ο γάμος
Αχ,
χώμα
και
νερό...
Όταν
ανακατεύονται
αυτά
τα δυο,
μυρίζει
Θεός
Κάποια
καλοκαίρια
παίρναμε
χώμα και νερό
και
φτιάχναμε κεράσματα.
Ντύναμε
δύο
παιδιά
νύφη
και γαμπρό.
Λίγα
στολίδια αρκούσαν
και
οπωσδήποτε μία λαμπάδα
που
ξέμεινε από κάποια Ανάσταση.
Πάντα
μένει κάτι
να
καεί λίγο ακόμη...
Με
τις φωνές μας
άνοιγαν
οι πόρτες.
Πίσω
από την ομήγυρη
στεκόμουν
εγώ.
Κάπου
στο τέλος.
Ή
μήπως στην αρχή;
Για
να μην χάσω κάτι
-σαν
Ίριδα προπομπός-
απ΄την
πομπή.
Ούτε
νύφη, ούτε γαμπρός.
Ούτε
καν κέρασμα.
Θυμάμαι
το
άσπρο τούλι
πίσω
από την πέτρινη σκάλα
και
τη μαγκούρα του παππού
να
μας κυνηγά.
Μια
ενοχή πάντα
να
ακολουθεί
το
λευκό δίχτυ
και
το ταίριασμα.
(7)
Ανάσταση
Ανασταίνονται
τα αγάλματα; Πες μου!
Μπορούν
να πιουν θεία κοινωνία;
Εξομολογούνται
τα όνειρά τους;
Υπάρχει
παράδεισος
για
να τον περιμένουν;
Γίνομαι
γύψος στα χέρια σου, διψώ.
Θέλω
κι εγώ να αγγίξω. Θέλω να ζήσω.
Δώσε
μου ύλη να κρυφτώ
ως
την Ανάσταση.
Δώσ’μου
τα χέρια σου.
Αχ,
αυτά τα χέρια...
Σμίλεψαν
τόσες ψυχές. Σκάλισαν μύες και λαγόνες.
Έκοψαν,
έριξαν στον Καιάδα χέρια στρεβλά,
γόνατα
που εξείχαν, κεφαλές ασύμμετρες,
τον
πόνο των ανθρώπων, τα μισοτελειωμένα όνειρα.
Αχ,
αυτά τα χέρια...
Αλίμονο.
Κανείς δεν έμαθε τα αγάλματα να διαβάζουν.
Θα
τους χαρίσω κι εγώ τα χείλη μου.
Κι
ένα φτερό από τα φτερά μου.
(8) Ένας
δρόμος για τον ήλιο
Στις
πόσες απουσίες χτίζεται ο δρόμος για τον ήλιο;
Είχα
να σε δω πολλούς μήνες
και
σε συνάντησα
τυχαία
χθες.
Με
λαχτάρα
ήρθα
να σε χαιρετήσω,
να
ακουμπήσω
τα
χέρια που κάποτε με αγκάλιαζαν.
Μα
με σταμάτησαν τα μάτια σου.
Ακλόνητα
σε έναν βυθό δίχως χρώμα.
«Πονάω»,
μου είπες
και
μου έδειξες το πονεμένο σου το χέρι.
Και
μετά πάλι σιωπή.
Κάποια
λόγια τετριμμένα.
Χέρια
μισά που δεν μπόρεσαν
να
κάνουν άλλες διαδρομές.
Σε
άφησα μες στο σκοτάδι
Και
έμπηξα μέσα μου το φως
σαν
να ΄ταν πέτρες κοφτερές.
Μα,
ήρθες το βράδυ στον ύπνο μου
στο
διπλανό δωμάτιο,
με
φάρμακα και γάζες.
Διπλωμένος
σε μια κουβέρτα,
σε
μια καρέκλα ανήμπορος.
Και
γύρω σου να σε υπηρετούν.
Οι
νέοι σου φίλοι;
Και
ξαναέπιασα το όνειρο
από
την αρχή.
Αυτή
τη φορά,
την
ώρα που σε χαιρετούσα
είδα
πως δίπλα σου κρατούσες
και
το μπλε κλουβί
με
τα δυο μου καναρίνια.
Πώς
βρέθηκαν στο πλάι σου;
Στα
χάρισα;
Τα
κράτησες ένα καλοκαίρι
για
να τους αλλάζεις το νερό
όταν
θα λείπω;
Ποιος
ξέρει;
Τα
όνειρα δεν δίνουν σε όλα αποκρίσεις.
Και
ξαναπήγα το όνειρο μπροστά.
Οι
νέοι σου φίλοι είχαν φύγει τώρα.
Άφησες
την κουβέρτα, τα φάρμακα
και
την καρέκλα
και
με πήρες να πάμε μια βόλτα.
Περπατούσαμε
και
με είχες συνέχεια αγκαλιά.
Και
οι μύτες των ποδιών μου
δεν
πατούσαν στη γη.
Ξάφνου
με άφησες πάνω σε έναν βράχο
και
πλησιάσαμε κάποια παιδιά που έπαιζαν.
Τότε
θυμήθηκα τα δυο μου καναρίνια.
Και
σε ρώτησα τι απέγιναν.
«Τα
άφησα ελεύθερα στο δάσος»,
μου
είπες.
Σήκωσα
τα μάτια να κοιτάξω ψηλά
ανάμεσα
στα δέντρα.
Αναρωτήθηκα
αν άραγε θα κρύωναν.
Αν
θα άντεχαν σε τούτη την υγρασία.
Και
βάλθηκα να ρωτήσω τα παιδιά.
Αν
εκείνα είχαν δει τα δυο μου καναρίνια.
Με
τράβηξες πριν πάρω απαντήσεις.
Και
ανεβαίναμε, όλο ανεβαίναμε
σε
έναν δρόμο
με
μεγάλα άσπρα χαλίκια.
Ο
ήλιος χρύσωνε
τα
μακριά μαλλιά μου
και
έτσι όπως έπεφταν στους ώμους
τα
ακούμπαγες
και
μου ΄λεγες παραμύθια.
Λέξεις
από μια διάλεκτο ακατάληπτη.
Και
έπειτα σε έχασα ξανά
εκεί
που ανταμώνει ο ήλιος
με
τους ανθρώπους.
Τώρα
ξέρω.
Ήρθες
γιατί έπρεπε
να
φθάσω μέχρι εκεί.
Μέχρι
εκεί που βγαίνει ο ήλιος.
Και
τώρα ξέρω
πού
πάει η αγάπη όταν φεύγει.
Πετάει
ελεύθερη
σε
ένα σκιερό δασάκι.
Εκεί
που παίζουν τα παιδιά.
Ζευγαρωμένη
σαν
τα δυο μου καναρίνια.
Υ.Γ.
Το πρωί ξύπνησα
και
έτρεξα να δω
τα
καναρίνια στο κλουβί.
Σήκωσα
προσεκτικά
το
μπλε πανί
και
τα βρήκα να τιτιβίζουν.
Είχαν
ξυπνήσει και έπαιζαν
με
τα όνειρά μου.
(Από
την Ποιητική συλλογή "Γλύπτης Χρόνος")
εικονογράφηση Γιώτα Βόνη
Η
Γιώτα Βόνη γεννήθηκε το 1975 στην Αθήνα. Σπούδασε σχέδιο στα θρανία του Βαρβακείου
(1993), του Παντείου Πανεπιστημίου (1998), του Π.Τ.Δ.Ε. του Εθνικού και
Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (2002), μέχρι που διορίστηκε στην εκπαίδευση
και απέκτησε μεγαλύτερη επιφάνεια για να ζωγραφίζει, το μαυροπίνακα της σχολικής
τάξης. Από τότε παίζει, χωρίς όρους στη φαντασία, με τα χρώματα και τις λέξεις
και οργανώνει παιδικές παραστάσεις.
Σωτήρη μου, σ΄ευχαριστώ από καρδιάς για τούτη τη γωνιά που φιλοξένησε τις λέξεις μου. Είναι δώρο ακριβό στις μέρες μας να σε διαβάζει ο άλλος και να περπατά μέσα σου. Να είσαι καλά!
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι εγώ σε ευχαριστώ για τα τρία όμορφα σου δώρα που ανυπομονώ να τα διαβάσω στα κορίτσια μου όταν μεγαλώσουν.
Διαγραφή