Προεόρτια Ψυχοσσάβατου
Παρασκευή παραμονή Ψυχοσάββατου για την ακρίβεια, με βήμα
σπασμένο και μάτια αμφίβια είχα πάρει το δρόμο για το σπίτι. Στα αφτιά μου
είχαν αρχίσει ήδη να λιμνάζουν των πεθαμένων οι φωνές τη θύμηση ζητώντας. Στου
μυαλού τον ξενώνα ραγισμένοι καθρέπτες νοθεύουν την εικόνα και στην παλάμη ενός
οράματος σμιλεύει η νύχτα της μέρας τα ανέφικτα. Μα πόσο δύσκολο είναι κάποιος
σαν εμένα να φτάσει σώας τα φρένας στην ταπεινή του κατοικία;
Το βλέμμα μου έπεσε σε μια τηλεόραση παλαιού τύπου που
είχαν πετάξει στα σκουπίδια. Κάτι που αδυνατώ να το εξηγήσω με τράβηξε κοντά
στην οθόνη. Τότε εκείνη άνοιξε και άρχισε να εμφανίζει παράσιτα . Τρόμαξα –
μπάσε καλό σου – πως είναι δυνατόν ούτε ρεύμα ούτε πρίζα καμία πηγή ενέργειας.
Σε ποιο λίκνο αρχέγονο φώλιασε η γήινη στιγμή μου στο άπειρο; Ακουμπάω δειλά το
δάκτυλο μου στην οθόνη και αυτό χάνεται μέσα της. Με μια λαθραία ματιά βάζω και
το κεφάλι να δω τι κρύβεται πίσω από την οθόνη – το σχήμα. Είδα κάποιον γέρο
που μου έμοιαζε. Εγώ ήμουν σε βαθιά γεράματα σε ένα κρεβάτι. Για λάφυρα ζωής
είχα δυο χέρια ζεστά να μου έκλειναν – έτσι
λέει- τα μάτια. Του σώματος μου ισοβίτης, από τα δεσμά του μάταιου
τούτου κόσμου έτοιμος να δραπετεύσω.
Ποια μοίρα άραγε μου φανέρωσε την έσχατη ανάσα; Ακούω το
βουητό μιας σειρήνας και μια φωνή να λέει δυνατά «Εισβολέας, εισβολέας». Τραβώ
το πρόσωπό μου έξω και κοιτώ γύρω μη τυχόν με είδε κανείς. Η οθόνη σβήνει,
ψηλαφώ το αποτύπωμα του δακτύλου μου – πως; - προσέχοντας μη σπάσει το γυαλί
όπως την άλλη φορά και τότε ποιος με σώνει. Με τους παλμούς της καρδιάς μου
νησίδες στη σιγαλιά της νύχτας έφθασα σπίτι, σκέπασα το στάρι με μια λευκή
πετσέτα, γέμισα ένα μικρό μπουκάλι με λάδι για τα καντήλια και έπεσα για ύπνο.
Πίνακας : Γιάννης Γίγας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου