Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου

Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΠΛΑΣΤΙΚΑ, Βασίλης Μπαρούτης


ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΠΛΑΣΤΙΚΑ

Οι εργασίες στην αυλή τελείωναν και η μητέρα ήταν υπ’ ατμών για να δίνει οδηγίες στους εμπλεκόμενους επί το έργον. Ο πατέρας μόλις είχε γυρίσει από τη δουλειά και καθόταν σε μια καρέκλα που είχε μετακινήσει από τη συνηθισμένη της θέση γιατί εμπόδιζε και κάπνιζε αφηρημένα.
Εμείς είχαμε κρυφτεί πίσω από την πόρτα του σπιτιού, δυο ερωτηματικά στα μάτια μας και περιμέναμε να μας φωνάξουν. Ψιθυρίζαμε λόγια ταραγμένα από την έκπληξη και την απορία για την όλη αυτή αναστάτωση που επικρατούσε στην αυλή. Που πήγαν οι γλάστρες, τι έγινε ο κισσός που είχε ανέβει μέχρι πάνω στα κεραμίδια, πόσο μεγάλα είναι επιτέλους αυτά τα κεραμίδια και γιατί ο ήλιος τελικά δεν είναι κίτρινος το πρωί αλλά πορτοκαλί και άλλα τέτοια.

Το αυτί μας έπιανε ήχους βημάτων πατ πατ, κουβέντες κοφτές, άστο, βίρα, πιασε και ένα θρόισμα κάθε τόσο σαν μία πλαστική σακούλα που τη χτυπάει αέρας αλλά για δευτερόλεπτα μόνο και μετά πάλι άστο, βίρα, πιάσε και όλα αυτά μαζί με τη μητέρα που μίλαγε, τον πατέρα που έσερνε την καρέκλα, τον ήλιο που έπεφτε και τα σπουργίτια που σώπαιναν.

Η φωνή γνωστή σε όλους της μητέρας είχε ντυθεί έναν μεταλλικό τόνο σαν πανοπλία και εκτεινόταν επίσης με έναν ελαφρύ συριγμό στο τέλος κάθε λέξης καθώς μιλούσε για το πως και το που θα μπει κάθε αντικείμενο που ξεφορτωνόταν την ώρα εκείνη. Διαπιστώσαμε ότι αν η λέξη είχε σύμφωνο στο τέλος της, τότε το φωνήεντο που προηγούνταν σκόνταφτε πάνω του με την θωράκιση αυτή που λέγαμε και  προκαλούσε μία έκταση στην τελική συλλαβή χτυπώντας ένα τριγωνάκι Χριστουγέννων στο αυτί μας.

Προ ημερών η αλλαγή αυτή διαπιστώθηκε όμως πιο χαμηλόφωνα στην φωνή της μητέρας, καθώς επέστρεψαν με τον πατέρα από το πολύ-κατάστημα πώλησης τυποποιημένων επίπλων κήπου. Εκεί υπήρχε ένας ενθουσιασμός στον ήχο των δύο γονέων όπου συνεχίστηκε όλη την ημέρα με πειράγματα, με χαρές στην αυλή και τη νύχτα με βογγητά στο κρεβάτι. Τελικά ήταν λίγο παράξενο τι ήχους βγάζουν αυτά τα πλάσματα μετά από μία επίσκεψη στην αγορά και την απόφαση τους να αλλάξουν το εξωτερικό του σπιτιού όπως το είχε περιποιηθεί κάποτε η γιαγιά με λογιών λογιών γλάστρες, την πέργκολα με τον κισσό το καμάρι της και τα βότανα που ήταν φυτρωμένα στο παρτέρι κάτω από το παράθυρο.

Και μετά ήρθε το φορτηγό με τα καινούρια. Αν θέλουμε να καλούμε κόσμο και να είμαστε αποδεκτοί, πρέπει να γίνει η αυλή. Έλεγε η μητέρα. Τι να γίνει δηλαδή; Απαντούσε ο πατέρας. Μα πρέπει να φύγουν αυτά τα φυτά, να ξηλωθεί ο κισσός, να βγουν τα παράσιτα από το παράθυρο και να βάλουμε πλαστικά. Να μην θέλουν φροντίδα. Να έχω το νου μου μόνο σε εσένα και τα παιδιά.  Ο πατέρας μαράζωσε στην αρχή όμως δεν είχε ασχοληθεί και ποτέ του με τα φυτά της αυλής, έτσι το πήρε απόφαση γρήγορα να τελειώνουν για να μην αργήσει πάλι το αγαπημένο του πρωινό Κυριακής που κάθεται στην άνετη καρέκλα κάτω από τη σκιά διαβάζοντας εφημερίδα και ακούγοντας τα σπουργίτια και τα τζιτζίκια να του τραγουδούν.

Που να τραγουδήσουν όμως. Με τα φυτά και τα χώματα και τους κισσούς που πεταχτήκαν.
Μητέρα τι έγινε, βουβάθηκε η αυλή. Κι αυτός ο ίσκιος από την τέντα είναι πολύ μονοκόμματος. Δεν περνάει αεράκι ανάμεσα στις ίνες από το πανί, ούτε καμιά θαρραλέα ακτίνα σχίζει το ύφασμα για να σε πετύχει ξαφνικά εκεί που ξεχασμένος ρεμβάζεις τη φυλλωσιά. Και τα τιτιβίσματα που πήγαν; Κι αυτά σταμάτησαν γιατί τα δέντρα λείπουν και το χώμα είναι απομίμηση χώματος και το πράσινο είναι απομίμηση πράσινου και τελικά η ζωή μας εδώ έγινε απομίμηση ζωής.

Βγαίνουμε έξω και περνάμε ανάμεσα στα καινούρια μας πράγματα. Αυτά που είχαμε, τα αληθινά, μας έφερναν σκοτούρες γιατί θέλει να μεριμνάς ενώ τώρα έχουμε τις απομιμήσεις και χρόνο για εμάς. Στο πρόσωπο μας υπάρχει μία έκφραση άλαλου κτήνους που νιώθει μόνο πείνα ή ζέστη ή κρύο, με τα μάτια που κοιτούν αλλά δεν ανακαλύπτουν, με τα χέρια που πιάνουν αλλά δεν αγγίζουν.

Σε λίγους μήνες θα έχουμε ξεχάσει και τα φυτά σε λίγα χρόνια και το χώμα. Όλες οι μέρες φασόν το ίδιο χρώμα όλες οι εποχές. Μόνο εκείνη η ανάμνηση πίσω από την πόρτα να μας θυμίζει το αεράκι που κάποτε έγερνε τα φύλλα και τα πουλιά που χαίρονταν στον ερχομό του πρωινού, να μας θυμίζει την άνοιξη και τις Κυριακές.

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, υπαίθριες δραστηριότητες


Ο Βασίλης Μπαρούτης γεννήθηκε στο Μαρούσι Αττικής και μεγάλωσε στη Χαλκίδα. Φοίτησε στο Τ.Ε.Ι. Καβάλας, στη Σχολή Διοίκησης Παραγωγικών Μονάδων. Από το 2007 ζει μόνιμα στην Αθήνα και εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος. Αγαπάει τη μουσική, τα ταξίδια, τη μαγειρική, τις κακές συνήθειες και την καλή παρέα. Τα πρώτα του γραπτά ήταν στίχοι. Έχει κάνει μαθήματα δημιουργικής γραφής και με την παρέα των Luden labs συμμετείχε στην οργάνωση βραδιών ανάγνωσης στην Αθήνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου