Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

Απ' τη Συλλογή Διηγημάτων ‘‘ΤΑ ΚΥΠΡΙΑΚΑ’’


ΙΙ.               Ε  Λ  Λ Α  Ν  Ι  Α // Κ. Μπαϊρακτάρης 

  «Συγγνώμη, κύριος… Κλειδώσατε;»
  Η ώρα ακριβώς επτά του δειλινού κι ο νεωκόρος της Παναγιάς του Βαλανά έχει εξέλθει του ναού και με τη μεγάλη αργυρόχρωμη κλείδα σφαλίζει την παλαιά ξύλινη και βαριά θύρα της Λανίτισσας εκκλησιάς.
  «Κλείσαμε… Κλείσαμε…»
  Η ματιά του λοξή, περιεργαστική προς τα πρόσωπα των επισκεπτών και τα χέρια του μέγγενη πάνω στης κλείδας την κυρτή τη λαβή, που θαρρείς πως από αυτήν κρέμεται και έτσι ως στέκει εκεί – στο απάνω σκαλί της εισόδου με το κορμί του τεντωμένο, λοξό προς το σκαλοπάτι σε σχηματισμό διαμοιράστρας γραμμής γωνίας σαράντα πέντε και κάτι ολοκλήρων μοιρών –  είν’ αετομάχος σωστός και στα ουράνια θα φύγει προτού περάσει λεπτό…
  «Συγγνώμη, κύριος… Είμαστε φίλοι του Αντρέα του Κοντού κι έχουμε πρόθεση να…»
  «Του Αντρέα;»
  «Ναι, του Αντρέα. Ήρθαμε από τη Χαλκίδα και…»
  Το στόμα του χάσκει ανοιχτό σαν και του Αντρέα σε κείνη τη διάσημη μαθητική φωτογραφία των χρόνων του Δημοτικού Σχολειού και του Αγώνα για το διώξιμο των Εγγλέζων κατακτητών από την ελληνική γη της Μεγαλονήσου Κύπρου. Είναι η ΦΩΤΟ που τον δείχνει μαζί με άλλα δωδεκάχρονα Κυπριωτόπουλα να κρατά περήφανα την ελληνική σημαία και να της πέμπει τον «Εις την Ελευθερίαν Ύμνον»…
  Κι ο νεωκόρος μετέωρος τώρα μεταξύ της κλείδας και των νεοφερμένων σε τούτο γραμμένο ‘‘χωρκκό’’ της λεμεσιανής επαρχίας, ψελλίζει πάλι «Του Αντρέα…», κόβει δεξιά το κλειδί, σπρώχνοντας με το λιπόσαρκο χέρι του το φύλλο της βαριάς σκαλιστής ξύλινης θύρας ν’ ακουμπήσει στον πέτρινο τοίχο της εμπατής, καταθέτει στην παρέα των ξένων τη δήλωση πως είναι ο Τάκης, ο αδερφός του Αντρέα, και γοργοσάλευτος πια κατέρχεται των κλιμάκων για ν’ ασπαστεί τον καθένα εξ αυτών.
  Κοντοστέκει, αγκαλιάζει τον πρώτο της παρέας.
  «Από τη Χαλκίδα, ε;»
  «Ναι, καλέ μας Τάκη. Απ’ τη Χαλκίδα. Όνειρο χρόνων…»
  «Όνειρο χρόνων;…»
  «Μα, συντροφιά με τον Αντρέα να περπατήσουμε τους δρόμους της κυπριακής ιστορίας εδώ σ’ αυτούς τους τόπους, ζωντανά, κι όχι μόνο στα χαρτιά και τις εκδηλώσεις, που ως τα σήμερα κάναμε στη Χαλκίδα…»
  «Στους δρόμους της Λάνιας ξεναγητής εγώ… Μα ο Αντρέας…»
  «Ξέρω… Αφ’ ότου με το έμπα του καλοκαιριού χάσατε τη μάνα σας, δεν έχει ανάκαρα να ξαναρθεί στη γενέθλια γη…», προφέρει με λεπτούς συμπόνιας τόνους ο Ευβοέας Κωνσταντίνος, ο φίλος και πνευματικός συμπότης του Αντρέα Κ.
  «Ενώ, ως τώρα, κάθε τρεις και λίγο έτρεχε εδώ, να τη δει. Χαλκίδα – Λευκωσία ήταν γι’ αυτόνε σαν Γερμασόγεια – Λεμεσός…», συμπληρώνει κατηφής ο κύριος Τάκης.
  «Τη λάτρευε τη μάνα του… Ήταν η μεγάλη του έγνοια κι ο φόβος του μην του φύγει απ’ τη ζωή…»
  «Ναι, πάντα τη νοιαζόταν και πιο πολύ από τότε που χάσαμε τον πατέρα…»
   «Ξέρω… Τον παπα-Νικόλα, που τον έφαγε κείνος ο λαθροθήρας  γούμενος στα μέρη της Πάφος, σαν κυνηγούσε τους λαγούς της Τροόδου με σβηστά τα φώτα του δίχως οροφή Land Rover και το ’ριξε στον γκρεμό…»    
  «Πήγε τζάμπα σαράντα έξι χρονών άνθρωπος κι η μάνα μας έμεινε πίσω με τρία αγόρια στην εφηβεία και τη μεγάλη τρέλα… Πώς μας ανάθρεψε και μας έβαλε σε δρόμους καλούς, δίχως άκανθες και βράχους κοφτερούς!...»
  «Ξέρω… Μας τα ’λεγε ο Ανδρέας... Και προπάντων για τον παπα-Νικόλα…                                                                                                            
   Μας μετέφερε στο τραγικό περιστατικό του θανάτου του εκείνη τη μαύρη κι άναστρη θερινή νυχτιά του ’67, το γλιτωμό του ιδίου και των άλλων επιβαινόντων στο τζιπ της Μονής, την ατιμωρησία του ενόχου 
   Μας μιλούσε με μέγα θαυμασμό για την ιεροσύνη του, τον πατριωτισμό του, τη θητεία του πλάι στον Εθνάρχη Μακάριο, την αγάπη του για την Ελλάδα, τη δράση του στον ξεσηκωμό του ’55 – ’59,  το όνειρο της Ενώσεως, τα παιχνίδια των Εγγλέζων κατά της Κύπρου και των Ελλήνων…                                                                                                       
  Και από κοντά, πορευόταν: στην υποδοχή των παλικαριών κατά την επιστροφή τους από την κόλαση των πολυετών βασανιστηρίων από τους Χάρντινγκ στις φυλακές της Λευκωσίας, στα ιερά ‘‘Φυλακισμένα Μνήματα’’, στη χαρά των Ελληνοκύπριων για τον ερχομό μιας νέας εποχής με τη δημιουργία του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους τον Οκτώβρη του ’60, στον πόλεμο του ’74, στην εμπειρία του στο Γενικό Επιτελείο και τον τρόπο γραφής των πολεμικών ανακοινωθέντων, στην καταστροφή, στα Κατεχόμενα, στην προσφυγιά, στην ανασυγκρότηση των ελεύθερων περιοχών, στη βεβήλωση των ιερών στα τουρκοκρατούμενα εδάφη της ελληνικής κυπριακής γης, στους πόνους, στα βάσανα και  τους ασίγαστους γόους των Ελλήνων, στο διακαή πόθο και τη λεπτόκορμη ελπίδα της επανένωσης του κατακρεουργημένου – από τους στρατοκράτορες της Άγκυρας και της Γηραιάς Αλβιόνος – ελληνικού νησιού,  στο αντίκρισμα του διόσπερμου ελλάνιου φωτός με το άνοιγμα των συνόρων το 2003 , στην ομορφιά της Λάνιας και του ναού της, στην οινοποιητική παράδοση του λάνιου τόπου, στην…»
   Όση ώρα ο Κωνσταντίνος απαριθμεί και δακρύζει για ό,τι μηνά, ο νεωκόρος μένει με τα χέρια του δεμένα πίσω, στη μέση, κρατά κατεβασμένη τη λευκόγκριζη κεφαλή του και συγκαταβατικά τη σείει, ενώ οι υπόλοιποι της συντροφιάς στέκονται γύρω τους σε σχήμα ημικυκλίου.
  «Ωραία. Τα υπόλοιπα σε… λίγο», κάνει ο Τάκης Κ. και φράζει το αφηγηματικό μάκρος των λεγομένων, παίρνοντας ν’ ασπαστεί και να γνωριστεί και με τους υπολοίπους της συντροφιάς.
   «Από εδώ η γυναίκα μου, η Αριστέα, φίλη και συναδέρφισσα της νύφης σου, της Ήβης. Ήμαστε για χρόνια στο ίδιο σχολείο…»
   «Χαίρω πολύ», διατείνεται ο ένας, «Χαίρω πολύ», αποκρίνεται κι ο άλλος.
   «Από ’δώ η κόρη μου, η Μαρία, το μωρό της κι ο άντρας της, ο Αντρέας. Είναι από την Ερήμη…»
  «Από την Ερήμη; Και πώς γνωριστήκατε, καλέ Μαρία;»
  «Στη σχολή. Στην ΑΣΟΕΕ…»
  «Και θα μένετε στη Χαλκίδα;»
  «Όχι, εδώ. Στην Ερήμη, κάνει ο Αντρέας.»
  «Πώς και έτσι;»
  «Εργαζόμαστε στην ‘‘Ελληνική’’… Της Λεμεσού…»
  «Τριάντα πέντε χρόνια τη Λεμεσό την έφαγα με το κουτάλι. Δούλευα στο Ταχυδρομείο…»
  «Ξέρω… Με… τον πατέρα μου», κάνει ο Αντρέας.   
  «Μη μου πεις πως είσαι του Γιώργη του Τέμπου γιος;»
  «Ναι…»
  «Και πού είν’ τος;»
  «Είναι τος…», του αποκρίνεται και του τον δείχνει.                                      
   Αλλά και τώρα – αν και από την πρώτη στιγμή τον έχει καλοδεμένο με τη ματιά του – προσποιείται πως δεν τον βλέπει. Παιχνίδια και χωρατά μύρια σκαρφίζεται ο Λανίτης κύριος Κ. και παίρνοντας Καρδιναλίων ύφος μεγατόνων πολλών, αφήνει ελεύθερο να πεταρίσει στους αίθριους και σιγαλινούς της μυρανθούσας Λάνιας ουρανούς ένα μακρόηχο «Μπρε, καλώς τον σερ Τέμπος…». Την ίδια στιγμή γυρνά προς την άλλη μεριά και θέση φυλάτορα λαμβάνει για ’να του ‘‘μπιζ’’ ομαδικό παιχνίδι παιδικό.
  Αντί, όμως, σκαμπίλι από το Γιώργο Τέμπο να δεχτεί, αδερφικό λαμβάνει στ’ άλλο του μάγουλο ένα φιλί μαζί με το: «Γεια σου, Τάκη. Χαίρομαι που μετά από τόσους μήνες σε ξανασυναντώ.»
  Σταυραγκαλιάζονται, χωρατεύουν, αναθυμούνται για λίγο τα παλιά, χαιρετά και τη Μάρω, τη σύζυγο του Γιώργη, κι όλοι μαζί εισέρχονται στο σεπτό της Παναγιάς του Βαλανά οίκο, προσκυνούν τη γλυκιά μορφή της εικόνας, ανάβουν κερί, στέκονται με σέβας και η ματιά τους περιφέρεται στον επιμελημένο διάκοσμο του ναού.
  Η οσμή του λιβανιού, οι αχνοί ατμοί της ψαλμουδιάς, που ακόμη αβροβατούν στην ατμοσφαίρα του παλαιού λανίτικου ναού, το εσπερινό γλυκόφως, τα παλαιικά ξυλόγλυπτα έπιπλα, το τρεμάμενο λιγνό φως των καντηλιών, η υποβλητική αγιογραφία, η ευταξία του χριστιανικού εκκλησιαστικού χώρου, η παλαιά βυζαντινή εικόνα της Παναγιάς που ένας τη βρήκε βοσκός στη λανίτικη θέση Βαλανάς, οι οπτασίες της Αρχόντισσας του ναού, του αείμνηστου παπα-Νικόλα και των άλλων σεβάσμιων λειτουργών εγείρουν γαλήνην ψυχής και πνεύματος αιθρίαν.
  «Κύριε Τάκη, βαριά η πατρική κληρονομιά, βαριά…», κάνει ο Κωνσταντίνος, σπάζοντας για λίγο την εσπερινή μυσταγωγία του ιερού τόπου.
  «Βαριά… Ναι, βαριά… Ο πατέρας παπάς, ο παππούς παπάς…»
  «Κι εσείς νεωκόρος…»
  «Ναι… Και νεωκόρος και ψάλτης και επίτροπος του ναού και…»
  «Και…;», παρεμβαίνει με απορία ο Κωνσταντίνος.
  «Κλειδοκράτορας... Κλειδοκράτορας  του ναού και των ξωκλησιών, του Ελαιομουσείου με τα παλαιά μηχανήματα του ελαιοτριβείου στο φυσικό του χώρο, του παραδοσιακού ληνού με τις εγκαταστάσεις παραγωγής κουμανταρίας και ζιβανίας, του κοινοτικού καταστήματος και…»
  «Και…;» 
  «Ξεναγητής των επισκεπτών στα ωραία του χωρκκού…»
  «Λοιπόν, κύριε ξεναγητά μας, γιατί την εκκλησία σας τη λέγουν του Βαλανά;»
  «Άκουσε, Κωνσταντίνε, ο τόπος μας είχε δρύες πολλές, βελανιδιές, και βγάζαν βιος βελανίδια, τα βελάνια, όπως ο λαός τα αποκαλεί!...                    
   Είχαμε δυο θεόρατες στην πλατεία βελανιδιές. Μάλιστα, στον ίσκιο αυτής – που χάθηκε πριν λίγα χρόνια – κατά το Μεσαίωνα είχε σταθεί κι ο βασιλιάς Ερρίκος των Φράγκων. Αυτός, να δείτε, είχε έρθει στη Λάνια για να λάβει γερά κλήματα και ν’ ανασυστήσει τους αμπελώνες της Καμπανίας, που από σηψιρριζία ολοκληρωτική είχαν υποστεί καταστροφή…»
  «Άρα, βελανιδιά, βελάνια, Λάνια… Και η τοποθεσία Βαλανάς από το βελανίδι, βελάνι και – επί το λαϊκότερον – βαλάνι. Βαλάνι, λοιπόν, και εξ αυτού ‘‘Βαλανάς’’.»
  «Γλωσσολόγε μου εσύ!...»
  «Καλά, κύριε Τάκη, μερικές σκέψεις – μετά τα όσα προ χρόνων ο Αντρέας μου είχε γνωρίσει – κατέθεσα…»
  «Ε, φιλόλογος είναι ο Αντρέας… Τα ψάχνει…»
  «Βεβαίως. Και προπαντός τα ιστορικά ζητήματα.»
 «Έχει πάθος.»
 «Το κατέχω από… πρώτο χέρι.»  
 «Σου ’χε μιλήσει και για το ‘‘Λάνο’’;»
 «Τον Αετομάχο, θέλεις να πεις, κύριε Τάκη;»
 «Βεβαίως.»
 «Το μικρόσωμο εντομοφάγο αποδημητικό πτηνό, που το αρσενικό του είδους ο λαός μας αποκαλεί ‘‘Λάνο’’ και το θηλυκό του ‘‘Λάνια’’. Οπότε και αυτό το όνομα ανήκει σε μια από τις εκδοχές ονομασίας του χωριού...»
  «Βεβαίως.»
  «Όπως και η περίπτωση με τη Λάνα, την τρισχαρωπή ομορφοκόρη του θεού του οίνου και του κεφιού Διονύσου.»                                                    
   «Άλλωστε, στα φημισμένα Κρασοχώρια της Λεμεσού ευρισκόμεθα…»
   «Όντως. Και ο Διόνυσος την τιμητική του είχε σε τούτους τους τόπους με τα πλούσια σε ασβέστιο εδάφη, τα κατάλληλα για την αμπελουργία και την παραγωγή εκλεκτών οινοποιημάτων… Άρα, και την κόρη του θεού οι πρόγονοί σας, κύριε Τάκη, θα τη λάτρεψαν και ξεχωριστά θα την τίμησαν μαζί με τον αμπελοπροστάτη πατέρα της, οπότε μπορεί και για χάρη της τον παλαιό οικισμό αυτού του τόπου ‘‘Λάνα’’ ή ‘‘Λάνια’’ θα τον αποκαλούσαν…»
  «Ίσως, Κωνσταντίνε… Ίσως…»
  «Αλλά να δεις που σκέφτηκα και άλλη μια εκδοχή…»
  «Άλλη;», κάνει εκστατικός ο κύριος Τάκης.
  «Ναι, άλλη. Ο νους μου τραβά και στον Ελλάνιο Δία…»
  «Ελλάνιος;»
  «Ναι, Ελλάνιος, που σημαίνει ‘‘λαμπρός’’, ‘‘φωτεινός’’. Κι ο τόπος σας την Ανατολή θωρεί κι ως το δείλι, καλή μας ώρα, ηλιόχαρος κι ολόλαμπρος στέκει ανάμεσα στους αμπελώνες και τους δρυμούς των υπωρειών του Τροόδους όρους.»
  «Ίσως…», κάνει ο κύριος Τάκης και μια γκριμάτσα αμφιβολίας γραπώνεται από το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο, ενώ συνάμα στρέφεται στην παρέα, που ως τώρα στέκει εκστατική και φαινομενικά φιλομαθής, ζητώντας της να λάβει θέση, ν’ αποφανθεί.
  «Τι λέτε, ρε πατριώτες;»
  «Εμείς τι να πούμε», αποκρίνεται ο Αντρέας.                                                     
  «Τι να ειπούμε», κάνει κι ο Ερημίτης πατέρας του Γιώργος. Τι να πούμε, ρε Τάκη. Εσείς τα ψάχνετε κι εμείς τ’ αφουγκραζόμαστε…»
  «Καλά, βρε πατριώτες. Λοιπόν, σβήνουμε τα κεριά που ανάψατε, κλειδώνω τη θύρα και τραβάμε στον καφενέ για ένα ροφηματάκι…»
   «Καλοσύνη σας, κύριε Τάκη, κάνει η Μάρω Τέμπου.»
   «Χαρά μου,  καλέ Μάρω. Χαρά μου…» Και αφού στρέφεται προς τον Κωνσταντίνο, συμπληρώνει με νόημα: «Όχι, μόνο Ελλάνιος, μα και Ξένιος ο Δίας. Ξένιος… Της φιλοξενίας σκέπη αλλά και… της ανθρωπιάς!...»
  «Βεβαίως… Κι όσο για το Ελλάνιος, άμα λιγάκι πελεκίσουμε τούτο το προσωνύμι του Διός, δένει κάπως και με τα ονομαστήρια της Λάνιας, η οποία – έχω την αίσθηση – πως αξίζει να χαρακτηρίζεται: ‘‘Κώμη Ελλανία’’.»
  «Ας είναι… Με τον ομογάλακτό μου αδερφό, τον Αντρέα, θα τα βρείτε αυτά… »
  Ενώ η συντροφιά έχει διαβεί το κατώφλι της ξύλινης θύρας, ο κύριος Τάκης τραβά πίσω από το παγκάρι, παίρνει ένα εικονισματάκι με τη μορφή της Βαλανίτισσας Παναγιάς και το προσφέρει στον Κωνσταντίνο.
  «Από καρδιάς… Για να θυμάσαι την έλευσή σου στο χωρκκό μας…»
  «Ευχαριστώ πολύ… Ευχαριστώ… Δώρο πολύτιμο, ακριβό…»
  Δυο βήματα πέρα από τις οξυκόρυφες πύλες του καθολικού ναού της Λάνιας καρτερεί τους επισκέπτες η φιλόξενη στέγη του ‘‘Καφέ Λάνια’’, όπου η συντροφιά με τον Τάκη Κ. στην κεφαλή του τραπεζιού και της κουβενταρίας, μελετά τα αλλοτινά και τα τρεχούμενα γεγονότα του τόπου, μα και της οικογένειας Κ.
   Ανασκαλίζουν θύμισες και αναφορές από: τις στιγμές του γάμου του ανιψιού του Νίκου στη Χαλκίδα, την εργασία του στην ταχυδρομική υπηρεσία Κύπρου, τα γεγονότα του ’55 – ’59, την επιστροφή των παλικαριών από την εξορία και τις φυλακές, την ανακήρυξη του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους, το πραξικόπημα του ’74 και την εισβολή, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, την προσφυγιά και τους αγνοούμενους, την ανοικοδόμηση και το πάθος για την πρόοδο των Κυπρίων, τον παπα-Νικόλα και την παπαδιά, την εντολή του Αντρέα προς τον Κωνσταντίνο για επίσκεψη στο Κοιμητήριο της Λάνιας, την Ανεφανή κατά τις ξεχωριστές στιγμές του τόπου, τα πάμπολλα θαύματα της Ελεούσας Χρυσολανίτισσας Παναγιάς με πιο ξεχωριστό αυτό του καθηλωμένου στο αναπηρικό καροτσάκι ενδεκάχρονου Πέτρου…
   «Αλήθεια, κάνει η Μαρία απευθυνόμενη προς τον κύριο Τάκη, και πώς συνέβη αυτό το θαυμαστό περιστατικό;»
  «Άκουσε να δεις, κόρη μου, το παιδί έπασχε από βαρύτατη ασθένεια και οι γιατροί στην Ελλάδα και τη Γερμανία δεν του έδιναν καμία τύχη ζωής. Σαν μία δασκάλα του χάρισε το βιβλίο με τα θαύματα της Παναγιάς του Βαλανά, οι γονείς του το έφεραν στην Κύπρο, έμειναν ένα ολόκληρο βράδυ γονατιστοί μες στο ναό προσκυνώντας και παρακαλώντας τη Θεοτόκο να κάνει το θαύμα της. Το παιδί, που όλη τη νύχτα παρέμενε κοντά τους, το πρωί σηκώθηκε από το αναπηρικό καροτσάκι και  μετά από πολύ χρόνο ξαναπερπάτησε…»
   «Αξιοθαύμαστο!... Θαύ – μα…», συμπληρώνει η Μαρία, που δείχνει εντυπωσιασμένη από το περιστατικό.  
  «Η πίστις σου σέσωκέ σε…», συμπληρώνει ο Κωνσταντίνος.
  «Η πίστη κάνει θαύματα!...», συγκατατίθεται και η Αριστέα αναφορικά με το ζήτημα των θαυμαστών ωθήσεων της πίστης στην υπέρβαση ανυπέρβλητων εμποδίων και την κατάκτηση πραγμάτων φαινομενικά ανέγγιχτων, άπιαστων...  
  «Ναι, έτσι είναι..., συναινεί και ο κύριος Τάκης. Εμείς, που υπηρετούμε το ναό, πολλά θωρούμε και νυχθημερόν ευχαριστίες ανυμνούμε προς την Παναγιά και το θείο…»
   «Καλά…», μουρμουρά ο Αντρέας, που έχει στρέψει την κεφαλή του προς τον κατηφορικό δρομίσκο με τις βουκαμβίλιες και τις νυχτολουλουδιές, που του δρόμου τα πλάγια έχουν καταλάβει, τα έχουν  πολύχρωμα και μοσχοβολιστά ομορφοντύσει και για το καλωσόρισμα των περαστικών τ’  άνθινά τους απλώνουν χέρια.
   «Τι καλά, μπρε;», του κάνει ο άνθρωπος του ναού, που πιασμένο διατηρεί το γειτονικό ξύλινο κάθισμα.
  «Να, λέω, δεν πάμε να περπατήσουμε λιγάκι στα στενά του χωριού σας, να το γνωρίσουμε λιγάκι…»
  «Να πάμε… Να πάμε…», κάνει με ξέχειλη προθυμίας και καλοσύνης την καρδιά του ο κύριος Τάκης, οποίος στο έπακρο θέλει να ευχαριστήσει τους επισκέπτες.
  Στη στιγμή σηκώνονται όλοι μαζί και περπατούν στα χνάρια της σκολιάς πορείας του ξεναγητή μέσα από τις στενωπούς και τις πλάτρες της κομψευόμενης αμπελόκομμης Λάνειας κώμης, που κρατά και κοσμεί χαράς και ομορφιάς το μεσοστράτι της οδού Λεμεσού – Τροόδους.                                                                             
   Η πάστρα και η κομψότης των καλοβαλμένων πετρόχτιστων σπιτιών με τις λουλουδόπλοές τους αυλές, τα γραμμένα και με χάρη ανοιχτά θυροπαραθυρόφυλλά τους, οι καλωσορίστρες – των επισκεπτών και των γειτόνων – τρισχαρωπές ξύλινες αυλόθυρές τους, οι ηλιόψυχοι Λανίτες κάτοικοι, που στ’ αντίκρισμα του περαστικού ένα «Κοπιάστε» για κεραστικό αντάμωμα πέμπουν…
  Βήμα το βήμα του διαβάτη το στέρνο ομορφιά εισροφά και η μαγεία από τα εντός του ξεχειλά!...                                                                             
  Εδώ βρίσκεις τα παλαιά πηγάδια και τις βρύσες του χωρκκού, εκεί το ληνό και το λιοτρίβι με τον παμπάλαιο μηχανολογικό του εξοπλισμό, με τις τεράστιες μυλόπετρές του, τη μέγγενη για το στύψιμο της – συνθλιμμένης και απλωμένης επάνω στα υφασμάτινα τσαντίλια – ελαιόμαζας, το παλιό πέτρινο γεφύρι, την πλατεία της Λάνιας με την πανύψηλη βελανιδιά, την κάτω γειτονιά της με την ταβέρνα των κυπριακών γεύσεων, τις τεράστιες παλαιές φωτογραφίες που ακουμπούν σε τοίχους των τρίστρατων και αναδεικνύονται εξαίσιοι, σιωπηλοί ξεναγητές των επισκεπτών για πρόσωπα και πράγματα αλλοτινών εποχών…
   «Σ’ αυτή τη φωτογραφία, ενημερώνει ο κύριος Τάκης τους επισκέπτες, είναι το σχολείο μας κατά τους χρόνους του Μεσοπολέμου, στη διπλανή φιγουράρει η ποδοσφαιρική ομάδα της Λάνιας της ίδιας ακριβώς εποχής, στην άλλη βρίσκεται ο παπα-Μάρκος, ο παππούς μου, πιο πέρα ο πατέρας μου ο παπα-Νικόλας με συντοπίτες μας, σ’ αυτήν που συναντήσαμε προ ολίγου παρατηρούμε τους Λανίτες να σκέπονται από τα κλαδιά της τεράστιας βελανιδιάς και, βεβαίως, να χαίρονται την αποπεράτωση της κατασκευής ενός πέτρινου γεφυριού. Ετούτη είναι η παλαιότερη απ’ όσες διαθέτουμε και έχει τραβηχτεί δυο χρόνια πριν τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες!... Του αντίχρονου συμπληρώνει εκατόν είκοσι έτη ζωής!…»
  «Λαμπρά», λέει ο Κωνσταντίνος.
  «Θεσπέσια η όψη του χωριού σας», διατείνεται η Αριστέα.
  «Δίκιο είχε ο κύριος Αντρέας, συμπληρώνει η Μαρία. Πάντα με θαυμασμό και λατρεία για το χωριό του μιλούσε και πολύ το ήθελε να το επισκεφτούμε.»
  «Και το ’φερε ο Θεός να γίνει…», λέει η Μάρω Τέμπου.
  «Ήρθα κι εγώ να δω το φίλο μου», κάνει ο Γιώργος Τέμπος και αγκαλιάζει τον οικοδεσπότη του χώρου κύριο Τάκη, που πιστά Θερμοπύλες φυλά στις νότιες, πλέον, της ελληνοσύνης’’ εσχατιές, την Κύπρο ‘‘την αέρινη’’, τη θαλασσο-φιλούσα.
   Την ίδια στιγμή το μωρό σκορπά στο χωριό τις δικές του μελωδίες και – επικροτώντας τη χαρά των μεγάλων για την ομορφιά του τοπίου –  πέμπει στ’ άνθη, τους οίκους και τους Λανίτες κάτοικους του τόπου τα απανωτά και ρυθμικά του παλαμάκια.
  «Κύριε Τάκη, έχω την οδηγία από τον Αντρέα να βρεθώ και σε δυο άλλα της Λάνιας μέρη: το Κοιμητήριο και την Ανεφανή.»
  «Έγινε, Κωνσταντίνε. Δίπλα στο ‘‘Ελαιομουσείο’’ βρίσκεται το φτωχικό μου και πέρα… πέρα μακριά ο τόπος των ‘‘κεκοιμημένων αδελφών μας’’, των παππούδων μας, του πατέρα, της μάνας μου, της μεγάλης οικογένειας των Λανιτών, των λατρεμένων συντοπιτών μας… Θα πάμε με αυτοκίνητο… Είναι τόοοσο μακριά», λέει και δείχνει το μέγεθος της αποστάσεως.
  Αφήνοντας το φτωχικό του, δυο βήματα από εκεί, στην καμπή του δρομίσκου στέκεται, ματαδείχνει και υποδεικνύει: «Να, εκεί είναι.»
  «Καλά, ρε Τάκη, του λέει ο Γιώργος Τ., μας δουλεύκεις; Ούτε εκατό μέτρα δεν είναι…»
   «Ε… Σας είπα… Είναι…»
   Σιωπηλοί και αργοβάδιστοι οι πέντε μεγαλύτεροι της παρέας πορεύονται προς τον κοιμητήριο τόπο, ενώ οι νιόπαντροι με το μωρό στέκουν στην ποταμιά και περιμένουν. Σε δυο λεπτά φθάνουν στον περίβολο του Κοιμητηρίου, σπρώχνουν τη μαύρη, μεταλλική θύρα και οδηγούνται στο μνήμα, όπου ευλαβικά αποτείνουν τα δέοντα προς τους μακαριστούς αδελφούς αυτών.
  Πισωγυρίζοντας, περνούν από τη ρεματιά, γίνονται πάλι ένα με τη νεαρή οικογένεια και όλοι μαζί φεύγουν για την Ανεφανή, στην είσοδο του οικισμού. Ο κύριος Τάκης πιάνει ένα βράχο, ατενίζει το βάθος του ορίζοντα κατά την Ανατολή και τη Λεμεσό και δίκην αρχαίου ρήτορος παίρνει κι ευφωνεί:
  «Εδώ, σε τούτη τη μεριά, έλαυνον οι Λανίτες για να ιδούν αν φανούν και να προϋπαντήσουν τους ξενιτεμένους, να υποδεχτούν τις ταχυδρομικές αποστολές ή το κάρο παλιά και κατόπιν το φορτηγό μεταφοράς ειδών καθημερινής χρήσης για το ‘‘Συνεργατικό Παντοπωλείο’’. Εδώ και την επιστροφή των παλικαριών από τους μεγάλους αγώνες της φυλής.                                                                     
  Έτσι, έλαυνον και τη λαμπρή Κυριακή της 22ας Φεβρουαρίου 1959. Τότε, σύσσωμο το χωρκκό – με τις καλές του φορεσιές, με τα εκκλησιαστικά εξαπτέρυγα, με κλάματα και ύμνους, με τραγούδια και ζητωκραυγές, με μύρτα, άνθη και σείουσες γαλανόλευκες σημαίες – έσπευδε να υποδεχτεί τους Λανίτες ήρωες, που μετά τα απάνθρωπα βασανιστήρια και τη μακρόχρονη φυλάκιση από τους Εγγλέζους σφαγείς του λαού μας, κατέφθαναν επί φορτηγού δαφνόστεφοι και ελεύθεροι, υψίκορμοι Έλληνες Λεωνιδείς.                                                                                        
  Οι συντοπίτες μας το γόνυ τους πλέον έκλειναν μπρος στους αγέρωχους Προμηθείς, που διέσχιζαν τον ελλένιο του τόπου μας ουρανό, κι ο αγωνιστής Λανίτης παπα-Νικόλας Κ. με φλογερά τους καλωσόριζε λόγια. Έπειτα, έσπευσαν στη Λανίτισσα Παναγιά. Η ατμόσφαιρα μυσταγωγική, πασχαλινή, αναστάσιμη. Οι καμπάνες – της σημαιοστολισμένης στα γαλανόλευκα τρίκλιτης βασιλικής εκκλησιάς μας – πάλλονταν χαρμόσυνα. Ο παπα-Νικόλας πανηγυρική ετέλεσεν δοξολογία, εξύμνησες τον ηρωισμό των παλικαριών και εκθείασε τη σύναψη της συνθήκης της 11ης Φεβρουαρίου 1959, την οποία έκρινε ως ορατή πορεία ενώσεως της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα.»
  Όση ώρα μιλούσε ο Λανίτης διερμηνευτής της ιστορικής πορείας του τόπου του, ο Κωνσταντίνος έβλεπε στο πρόσωπό του τον πολιτογραφημένο Ευβοέα αδερφό του Ανδρέα, θυμούνταν τα όσα περί Κύπρου έκαναν ή οραματίστηκαν και συγκαιρινά δακρύβρεχε τα λευκοχώματα της Λανίτισσας Ανεφανής.                                                             
   Η υπόλοιπη συντροφιά στεκόταν σκεφτική και αμίλητη, μα έδειχνε και την κόπωσή της για όσα τώρα εβίωνε στην εμπατή του ευλογημένου ελλάνιου τόπου. Η υπομονή της στέρευε, γιατί έβλεπε πως το φως έγερνε και το μωρό ζητούσε τη γωνιά του, την κλίνη του.                                    
   Καιρός ήταν να ευχαριστήσουν τον ξεναγητή τους κύριο Τάκη και – με τα μύρα της λανίτικης ομορφιάς καλά φυλαγμένα στο ερμάρι των ψυχών τους – να κατέλθουν προς της Ερήμης τις ανεμόεσσες γειτονιές.

                                      Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης
                               Ερήμη Λεμεσού, 13 έως 16 Αυγούστου 2012
   (Η επίσκεψη στη Λάνια πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 11 Αυγούστου 2012, ώρα 7 του δειλινού.)

  
   ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΑ  ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ: «ΕΛΛΑΝΙΑ»
  Λάνα , κόρη του Διονύσου, άνθη, φωτογραφίες υπερμεγέθεις (ο παπα-Νικόλας ανάμεσα σε συντοπίτες του, ο παπα-Μάρκος, ο δάσκαλος Χριστοδούλου με τους μαθητές του, ΦΩΤΟ του 1894 κάτω από την τεράστια βελανιδιά της πλατείας με αφορμή την αποπεράτωση παρακείμενης γέφυρας, η ποδοσφαιρική ομάδα της Λάνιας στα 1934),  το καφενείο του χωριού, ελανία/ελαυνία οδός/Ανεφανή/ελαυνία τοποθεσία
Το όνειρο του Αντρέα για κοινή περιήγηση στα κυπριακά ιστορικά διαπορεύματα… έλαυναν/ελαύνων/ελαύνον
 (τα) Βελάνια\Λάνια, τοποθεσία Βαλανάς. Εξ ου και Παναγία Βαλανά. Το, πτηνό αετομάχος, (μικρόσωμο, εντομοφάγο, μεταναστευτικό πουλί, το Lanius Collurio), αλλιώς ονομάζεται λάνος και το θηλυκό λάνια. Βαλανείο…
 Αναφορές στον αετομάχο (μικρόσωμο, εντομοφάγο, μεταναστευτικό πουλί Lanius Collurio, σε συνάρτηση με τη Λάνια, το Τρόοδος και τον Αγώνα 
Eλλάνιος (Ζευς) = λαμπρός, φωτεινός      ιερό του στην Αίγινα
Κρασοχώρια της Λεμεσού
Κουμανταρία, ζιβανία (απόσταγμα με ομοιότητα προς τη ρακή)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου