Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, τ. 5 της Β’
περιόδου (15 Νοεμβρίου 1947). Ήταν το δεύτερο διήγημα που έστειλε ο τότε άγνωστος
Βασίλης Λούλης στο περιοδικό.
Βασίλης Λούλης
ΓΥΡΙΣΜΟΣ
Είμαι βακμάνης[1] πρώτη βραδιά απόψε. Σκούπισα
την κουβέρτα, έβρεξα τις γέφυρες και τις βάρκες, άναψα το φανάρι του στάντζου[2] και τώρα έκανα το καφεδάκι
μου και κάθομαι στις πίντες. Η μια πίντα πάνω στην άλλη, που λέει ο λόγος.[3]
Είχα εφτάμιση χρόνια να ’ρθω στον Περαία κι αλήθεια
αλλιώτικο το στοχαζόμουνα το γυρισμό.
Πολλές φορές στο πέλαγο καθόμουνα τα βράδια και τις
νύχτες, σαν που κάθομαι τώρα, και λογάριαζα. Δυο τρία ταξιδάκια ακόμα (Βόρεια
Ευρώπη – Αργεντίνα) και θα μαζέψουμε τις εξήντα λίρες, αυτή τη φορά σωθήκανε τα
ψέματα. Θα τραβήξω για τον Περαία χωρίς να με πάρει κανείς χαμπάρι, ή κι
αν με δούνε θα κάνω το στεναχωρεμένο που ψάχνει για δουλειά. Τέσσερις μήνες
στην «Τρίαινα»[4] κι ένας για τις εξετάσεις
και να σου με ο καλός σου Καπετάν Γιάννης. Την ίδια μέρα που θα νετάρω τις
εξετάσεις, δρόμο για το χωριό. Στην πλατεία, στον Άγιο Θανάση, που θα σταθεί το
αυτοκίνητο, θα περιμένει όπως πάντα ο αδερφός μου το ταχυδρομείο, και σαν θα με
δει θα παρατήσει το σάκο στη μέση της πλατείας και θα τρέξει να πάει ο ίδιος
της γριάς τα συχαρίκια. ’πό το δρόμο θα βάλει τις φωνές:
- Μάνα, καλέ, ο Γιάννης μας!...
Κι η γριά θα τρέξει να μ’ αγκαλιάσει και να με φιλήσει
γλήγορα κι απ’ τη χαρά της θα μουρμουρίζει μόνο: «παιδάκι μου, Γιαννάτσι μου»
κι εγώ τότες μπροστά σε γειτόνους και γειτόνισσες θα ’κανα το κομμάτι μου.
- Καπετάν Γιάννη, γριά, λέγε τώρα πια.
Μπουμ, έσκασε η μπόμπα. Όσο να πεις κρεμμύδι, θα
μαθευότανε στη μικρή πολιτεία. Και τα παρακάτω τι να τα λέμε. Τα ’χουν σε
μεγάλη εχτίμηση στο χωριό μου τ’ άσπρα κασκέτα και τα χρυσά κουμπιά… Και τις
εγγλέζικες λίρες.
Μα δε μ’ έφτανε που τα στοχαζόμουνα όλα αυτά, καμιά φορά
τα κουβέντιαζα κιόλα.
Κάποτε μέσα στο «Ιωάννης» ο Γαβρίλης ο Συμιακός, που μ’
αγαπούσε γιατί ήμουν ο γραμματικός του, μου φώναξε:
- Μη μελετάς το τρισανάθεμα, μωρέ Γιάννη παιδί μου, δεν
κάνει. Λέγε να ’μαι καλά κι έχει ο Θεός.
Τώρα γύρισα με δέκα λίρες όλες κι όλες και αντίο «Τρίαινα»
και καπετανιλίκια και χωριό.
Δέκα λίρες ύστερα ’πό εφτάμιση χρόνια. Νο 50 bad που λένε κι οι
Εγγλέζοι. Κάτι ήξερε ο γέρο Γαβρίλης.
Πολύ άλλαξε ο Περαίας αυτά τα εφτάμιση χρόνια, μα ’γω
λυπάμαι μόνο για το Παλατάκι.[5] Σαν έφυγα είχε ’κόμα λίγη
πρασινάδα, μα τώρα μου φαίνεται σαν γατί κασιδιασμένο. Πάλι λέω ότι μπορεί να
μου φαίνετ’ έτσι, γιατί θυμάμαι τα πάρκα της Αγγλίας, τότες δεν τα ’ξερα ’κόμα.
Μ’ αν τύχει και με ξεμπαρκάρουνε τώρα, τι θα γίνω δίχως
λίγη πρασινάδα όπως κακόμαθα;
Και τότε δα μαύρο ξαπόσταμα ήταν το Παλατάκι, το να σ’
έβλεπε μόνο κανείς να κάθεσαι, έφτανε…
… Ξαβέριο, καρβουνόσκαλα, Τελωνείο…
Παιδί πες ακόμα δούλεψα στις μαούνες, νερουλάς της νύχτας.
Είχα μια τρόμπα δυο φορές το μπόι μου σε μάκρος και γύριζα από μαούνα σε
μαούνα. Άμα δε μας τύχαινε καμιά αναποδιά να κάνει πολλά νερά καμία, έμενε
πάντα ώρα για να τρυπώσω κάτω ’πό τον κοκαλιασμένο μουσαμά και να ξαπλώσω πότε
πάνω σε κιβώτια, πότε σε τσουβάλια με ζάχαρη και κάπου κάπου σε μπάλες
μπακαλιάρο.
Μα τα βράδια με φεγγαρόφωτο μ’ άρεσε να κάθουμαι πάνω στο
μουσαμά και να χαζεύω. Αυτό το βρομολίμανο γίνετ’ όμορφο τα χειμωνιάτικα βράδια
με φεγγάρι. Λες πως είναι άλλος τόπος. Δεν είχε περάσει μήτε μήνας που ’χα βγει
από το «Τζάνειο» ύστερ’ απ’ τον πλευρίτη που μου χάρισε το πρώτο μου βαπόρι, το
«Δίρφυς». Ήμουνα δεκαεφτά χρονώ τότε και δεν ήξερα τι θα πει «απόλυσις λόγω
ασθενείας» και «απόλυσις αμοιβαία συναινέσει». Ο γραμματικός που μ’ απόλυσε στο
Λιμεναρχείο της Πάτρας, έβαλε το δεύτερο κι έτσι έκανα ανάρρωση στις μαούνες.
Καταραμένο μισητό λιμάνι, τι να σου πρωτοθυμηθώ!... Νερουλάς στις μαούνες σου,
φύλακας στα μουράγια σου, στις σκαλωσιές, στο ματσακόνι και το ψωμάκι δεν το
χόρτασα. Όλες τις εποχές σου γνώρισα. Το ξεροβόρι που περουνιάζει τα κόκαλα και
το καυτερό λιοπύρι με τη σκόνη σου, που καίει τα μάτια. Κοιμήθηκα αλήτης στις
μαούνες σου. Καταραμένο μισητό λιμάνι…
Ανάβω τσιγάρο. Αυτά περάσανε, τώρα να δούμε τι κάνομε…
Αντίκρυ στο Ξαβέριο είναι το καράβι του μπάρμπα μου, το
«Μέδουσα», κι αν είχα καλύτερο κεφάλι, αντίς να ’μαι εδώ μέσα ναύτης, θα ’μουνα
στο «Μέδουσα» καπετάνιος.
Θα ’μουνα καπετάνιος τώρα…
Ένας καπετάνιος που δεύτερος δε βρίσκεται στον κόσμο. Θα
κοίταζα όλο τον κόσμο ντρίτα, κατάματα, μικρούς και μεγάλους, σαν να ’λεγα:
Μάλιστα, γω ’μαι ο καπετάν Γιάννης ο Αρμένης. Μπορεί να πει κανείς τίποτα;
Και ποιος θα μπορούσε να πει, μια και το πλήρωμά μου θα
περνούσε βασιλικά;
Έτσι, για γούστο, κάπου κάπου θα ’πιανα πινέλο ο ίδιος,
όχι για να μπογιατίσω το σαλόνι, αυτό δα βρίσκεται κι άλλος που το κάνει, μα τ’
άλμπουρα και την καμινάδα, έτσι για να μην ξεχνιέται η τέχνη και για να μη
κάνουμε κοιλιά…
Κι οι ναύτες μου όξω στα λιμάνια, στις ταβέρνες και τα
καφενεία, θα κουβέντιαζαν γι’ αυτά κι έτσι θα ’μουνα κάτι σαν σύμβολο στη
ρωμέικη μαρίνα.
Όχι παίζουμε!
Έτσι θα ’κανα αν ήμουνα καπετάνιος, και καπετάνιος θα
’μουνα τώρα, διάολε, αν είχα καλύτερο κεφάλι. Ως κι ο καπετάνιος προχθές ακόμα
μου το ’πε. Τώρα είμαι βακμάνης κι ο μεγάλος μου ο αδερφός, ο Παντελής, σίγουρα
κι αυτός απόψε θα φυλάει το «Μέδουσα».
Να του βάλω μια φωνή:
- Παντελήηηηηη! ε Παντελήηηηηηηη, τι γίνεσαι;
Πώς θα του φανεί ν’ ακούσει τη φωνή μου τώρα δα; Έχομε ν’
ανταμώσουμε κοντά δέκα χρόνια…
Ωστόσο κακό μεγάλο το πρωί ’πό το διπλανό βαπόρι με τον
πατριώτη. Δεν έδειξε να με γνώρισε, μ’ αλήθεια δε με γνώρισε ή ο Παντελής το
ξέρει κιόλας πως είμαι δω κι αύριο θα το ξέρει κι η γριά; Η γριά που κάθεται
τώρα στη γωνιά της λυπημένη, γιατί ούτε απόψε είχε γράμμα ’πό μένα και πριν
πλαγιάσει θα κάνει σαράντα μετάνοιες στους Άγιους να φυλάνε το παιδί της, που
ταξιδεύει μακριά, κει κάτου στην Αγγλία.
Αχ! να μην το μάθει, να μην το μάθει.
Είναι πικρός ο χωρισμός, μα κάποτε ο γυρισμός είναι
πικρότερος ακόμα.
Την τελευταία μέρα θα βγω έξω και θα της στείλω τις δέκα
λίρες κι όσα μου δώσει ’κόμα ο καπετάνιος και θα της γράψω πως περάσαμε ’πό δω
για κάρβουνο, ώρες μόνο. Κι η γριά θα χαρεί και θα λυπηθεί. Θα λυπηθεί, γιατ’
ήμουνα τόσο κοντά και δε μ’ είδε, και θα χαρεί, γιατί θα λάβει γράμμα και
λεφτά. Αλήθεια, έχω κοντά δυο χρόνια να τους γράψω και θα συλλογιστεί πως
ανάσανα ύστερα ’πό τόσα χρόνια τον αγέρα της πατρίδας, τον αγέρα της. Κι αυτό
κάτι είναι…
Δηλαδή δε ’ναι τίποτα, μα σαν δεν έχεις κάτι καλύτερο,
φχαριστιέσαι και με το τόσο δα, με τον αγέρα π’ ανασαίνεις.
Εφτάμιση χρόνια είν’ αυτά, δε ’ναι παίξε γέλασε. Κι ό,τι
και να ’μαι, γιος της είμαι.
Πάνε δυο χρόνια.
«Γιάννη, το ξέρω πως δεν αξίζω μια τέτοια υποστήριξη, μα
στο γυρεύω γιατί καταλαβαίνω πως χάνουμαι. Στις πλώρες δεν μπορώ να κάνω πια,
όλα μου φταίνε, γι’ αυτό σε παρακαλώ να με βοηθήσεις. Πάρω δεν πάρω το δίπλωμα,
τα λεφτά σου σε δυο χρόνια το πολύ θα στα γυρίσω, μόνο αν ψοφήσω θα τα χάσεις.
Προσπάθησα να μαζέψω τόσες φορές τα λεφτά που μου χρειάζονται, μα ποτέ δεν τα
κατάφερα, όλο και κάποια αναποδιά θα μου τύχει και μένω σύξυλος. Μη φανταστείς
ότι θα μου κακοφανεί αν δεν μπορείς ή δε θέλεις να με βοηθήσεις. Το μόνο που σε
παρακαλώ, σ’ αυτή την περίπτωση, είναι να σχίσεις το γράμμα μου και να το
ξεχάσεις».
Έτσι έγραψα τότε του μπάρμπα μου π’ έχουμε το ίδιο όνομα
και πες τα ίδια χρόνια και γι’ αυτό τον λέω σκέτα Γιάννη. Τότες ήταν ένας
γκρετής[6] καπετάνιος. Αν ήταν
καραβοκύρης, ποτέ δε θα του ’γραφα. Έγραψα στο συγγενή και καπετάνιο, που ’ξερε
τις πλώρες, ήξερε και μένα. Ήταν ένα βράδυ που πήγα το σάκο μου στο «Λεωνίδας»
στο Κάρδιφ. Μόλις πάτησα πάνω κι είδα τα κουμάντα και τους σύντροφους, μ’
έπιασε η καρδιά μου κι έκατσα και του ’γραψα τη νύχτα.
Captan
Jonh Armenis
SIS…
Του μπάρμπα τ’ αρέσουνε κάτι τέτοια…
Την άλλη μέρα κιόλας είχα μετανιώσει, μα ήταν αργά. Το
γράμμα μου ταξίδευε για τη Γένοβα και ’γω για το Ροζάριο πάλι.
Ταξίδιον δέκατον έκτον κι οι εξήντα λίρες μακραίναν όλο
και πιο πολύ, γιατί τα μιστά είχαν φτάσει στις τέσσερις λίρες κι όξω απομαχικά
και πρόνοια τρεις κι έντεκα σελίνια το μήνα.
Ο μπάρμπας μου δε μου ’γραψε, μα ούτε και το ξέχασε.
Ύστερα ’πό λίγους μήνες πήγε στην πατρίδα και το θυμήθηκε το γράμμα μου. Τώρα
σαν το μάθει πως βρίσκουμαι δω, σίγουρα θα με φωνάξει. Έχει καράβι δικό του
τώρα και του χρειάζονται μπιστοί ανθρώποι. Κι αν δε σου είναι μπιστός σαν
σκύλος ένα συγγενής που τον κάνεις από ναύτη, ’πό αλήτη πες καλύτερα,
γραμματικό και καπετάνιο, τότες ποιος θα ’ναι; Μα ’γω δε θέλω να μου στείλει
τον Παντελή να με φωνάξει. Ας τον έσπρωχνε ο διάολος να μου στείλει μια
σημείωση, ένα μπιλετάκι, δυο λόγια μόνο και μόνο για το δικαίωμα της γραφτής
απάντησης. Θα λάβαινε τότε ένα πρωί, όπως θα του πηγαίνει τώρα η καμαριέρα την
αλληλογραφία στο δίσκο, ένα φάκελο πολυτελείας.
Αξιότιμον Κύριον
Κύριον … …
Θ’ άνοιγε το φάκελο και θα ’βρισκε μια κόλλα άσπρη. Μόνο
μια λέξη θα ’χε. Ούτε υπογραφή ούτ’ ημερομηνία. Μόνο μια λέξη, μια δισύλλαβη με
πέντε γράμματα λεξούλα, που μ’ όλη της τη βρόμα τα κατάφερε και τρούπωσε εις
τας χρυσάς δέλτους της ιστορίας.
Κι ο μπάρμπα μου, δε ’ναι δα και κάνα τούβλο, θα
καταλάβαινε ποιος το στέλνει και θα γινόταν Τούρκος ’πό το κακό του.
Χα!... χα!... χα!...
Χαράζει, πάω ν’ ανάψω τις φωτιές στην κουζίνα.
Ο πατριώτης με γνώρισε.
Σήμερα ήρθε μέσα ο Παντελής να με δει, όμως τι χάλια, Θε
μου… Όπως μ’ αγκάλιασε, με πήρε μια μπόχα, ’πό κρασίλα, άπλυτα ρούχα κι ίδρωτα.
Έτσι θα καταντήσω και ’γω παρά πίσω; Μου ’φερε και την
παραγγελία του μπάρμπα, γι’ αυτό ήρθε, να πάω αμέσως να τον δω, κάθεται στην
Αθήνα, οδός τάδε, αριθμός τόσο, είν’ ανάγκη λέει να πάω αμέσως να τον δω. Αμ’
δε, καλά, το κατάλαβα, δεν είπα ούτε ναι ούτε όχι, το γραμματάκι πρώτα κι
ύστερα βλέπομε.
Σούρουπο έρχεται κι ο μικρός αδερφός ’πό το χωριό. Του
’δωσα τις δέκα λίρες κι ό,τι καινούργιο είχε ο σάκος κι η βαλίτσα και να πει
της μάνας να μην παιδεύεται να ’ρθει στον Περαία γριά γυναίκα, γιατί σε κάνα
δυο βδομάδες θα πεταχτώ ’γω στο σπίτι. Να φτιάσω μόνο καλοκαιρινά ρούχα, γιατί
τούτα τα εγγλέζικα μ’ αυτή τη ζέστη δε φοριούνται και θα πάω.
Αυτό δεν το ’πα ψέματα, για να τους ξεγελάσω.
Στη Νάπολη, που λάβαμε διαταγή για τον Περαία, ζήτησα να
φύγω, μα ο καπετάνιος δε μ’ άφηνε και για να με καταφέρει μονάχος του μου ’πε
πως ξέρει γιατί θέλω να ξεμπαρκάρω, μα να μη στεναχωριέμαι κι όσα λεφτά θα
χρειαστώ στον Περαία θα μου τα δώσει σαν προκαταβολή να πούμε. Και δε θα φύγω,
λέει, ’πό τούτο το βαπόρι, παρά μόνο για να πάω για εξετάσεις. Αυτός θα
βοηθήσει, τι διάολο δεν το πήρα χαμπάρι που γέρασα, τι περιμένω;
- Καπετάνιε, δε βοηθήσανε κείνοι που είχαν ίσως την
υποχρέωση, και θα βοηθήσεις εσύ; Γιατί;
- Κείνοι που ’χουν την υποχρέωση δε βοηθάνε ποτέ, ’γω σε
ξέρω καλύτερα ’πό τους συγγενείς σου.
Τώρα λοιπόν και ’γω θα του γυρέψω τρία τέσσερα χιλιάρικα,
κάπου δυο μηνιάτικα, κι όλα θα διορθωθούνε. Καλά ’ταν να μη με βλέπανε,
μα μια και μ’ είδανε τι να γίνει…
Σάμπως θα πάω για γαμπρός στο κάτω κάτω; Ένα
Σαββατοκύριακο μονάχα, ίσα ίσα να δω τη γριά κι έχετε γεια πάλι…
Σουλάτσο πρύμα πλώρα και πάλι πλώρα πρύμα. Καφές στις
πίντες και τσιγάρο κι άλλο τσιγάρο και πίπα και καφές.
Άσχημα έμπλεξα. Δεν το ’σκαζα στη Νάπολη και χωρίς το
φυλλάδιο και τα λεφτά…
Τι θα ’κανε, δε θα με κήρυζε ποτέ δραπέτη, θα μου τα
’στελνε στη Γένοβα.
Εφτάμιση χρόνια… Δέκα λίρες και να φύγω πάλι ναύτης… Κι ο
Κωσταρός κι ο Γιαννούτσος είναι γραμματικοί… Κι η γριά γέρασε για τα καλά κι
έχει και πίεση μεγάλη…
Γιατί να ’μαι τέτοιο ξεροκέφαλο; Θα ’μουνα καπετάνιος
τώρα… Θα ’παιρνα τη γριά μαζί μου ένα ταξίδι. Όλοι οι οφιτσιάλοι του βαποριού
θα της έκαναν υπόκλιση κάθε πρωί που θα της έλεγαν «καλημέρα θεια-Μαρία» οι
πατριώτες, «καλημέρα σας, κυρία Μαρία» οι ξένοι.
Και κείνη, πάντα με το χαμόγελο στα χείλια, θα ’λεγε σ’
όλους το ίδιο «καλημέρα, παιδάτσι μου» και θα καμάρωνε και θα κόρδωνε, γιατί θα
’ξερε πώς όλους αυτούς με τα κασκέτα τούς κουμαντάρει ο γιος της.
Κείνοι οι κανάγηδες, μόλις γυρίζανε το κεφάλι τους, θα
κάνανε συναμεταξύ του μαϊμουδίστικα καμώματα και θα κορόιδευαν το «παιδάτσι
μου». Η μάνα όμως δε θα το ’βλεπε αυτό και θα χαμογελούσε ευτυχισμένη ’πό το
πρωί ως το βράδυ. Ως και στον ύπνο της θα χαμογελούσε…
Πήραμε δρόμο πάλι. Παλιά η αρρώστια. Σουλάτσο…
Κύριε, εκέκραξα προς σε… Λησμόνησα το χρώμα των μαλλιών
της…
Μια βάρκα. Ο καπετάνιος με τη μάνα του και την αδερφή
του.
- Καλησπέρα, Γιάννη.
- Καλησπέρα, καπετάνιε, καλησπέρα σας, κυρία.
Να έτσι το ίδιο θα λέγανε της μάνας μου τώρα, αν είχα
καλύτερο κεφάλι. «Καλησπέρα σας, κυρία…» Ίδια καταΐδια, τάλε κουάλε.
Κάθομαι ξανά στις πίντες.
Μα το ξεροκέφαλο δε θέλει να σταθεί και τρέχει, ολοένα
τρέχει, σ’ αμπέλια και ρουμάνια, σε ζωντανούς και πεθαμένους…
Ένα ποστάλι μπαίνει στο λιμάνι κατάφωτο. Φέρνει κόσμο και
ντουνιά. Παιδιά που τελειώσαν τα σχολειά τους στα νησιά κι έρχονται να
συνεχίσουν τώρα στην Αθήνα. Έχουνε σίγουρα ’πό τις Καβο-Κολώνες που σεργιανάνε
στην κουβέρτα ανυπόμονα κι όλα μαζί και το καθένα χωριστά φέρνει τ’ όνειρό του.
Ένα τέτοιο ποστάλι μ’ έβγαλε και μένα μιαν αυγή στου Τζελέπη ’δω και είκοσι ένα
χρόνια. Μα δεν περίμενα κανένα θάμα, δεν έφερνα κανένα όνειρο. Μόνο ένα
μπογαλάκι ρούχα λίγο πιο μεγάλο ’πό μια μαξιλαροθήκη κι ένα παράξενο πικρόγλυκο
συναίστημα.
Κάτι ανάκατο, περηφάνια μαζί και πόνος… Τώρα που
’φυγα θα θέλουνε κάθε βδομάδα μία και τριάντα λιγότερα ’πό πρώτα για τ’ αλεύρι.
Κάποιο πλουσιόσπιτο της Αθήνας ήθελε ένα παιδί για τις
δουλειές κα τη νύχτα να σπουδάζει.
Φτώχεια μεγάλη στο σπίτι και σαν τ’ άκουσα είπα μονάχος
μου να φύγω. Έκλαψε η γριά και σαν ήρθε η μέρα, μονάχη της με συντρόφεψε ως το
λιμάνι. Ήταν νύχτα, το «Αθηνά» είχε καθυστέρηση. Κάτσαμε ’πό ’ξω ’πό το
καφενείο.
- Πώς θα γυρίσεις, μάνα, πάνω τέτοια ώρα;
- Παιδάτσι μου, συ φεύγεις για την ξενιτιά και
συλλογιέσαι πώς θα γυρίσω ’γω πάνω; και τα μάτια της βουρκώσανε πάλι.
Άλλαξα κουβέντα.
- Μάνα, τα «Νεοελληνικά Αναγνώσματα» - πήγαινα στην πρώτη
του Ελληνικού – τα ’χω μισακά με το Νικολό της Λενιώς του Φλώρου, μην του τα
δώσεις αν δε σου φέρει σαράντα λεφτά.
Η γυναίκα του μπαρμπα-Ζαχαριά του καφετζή, που άκουγε,
πετάχτηκε.
- Να σου ζήσει το παιδί σου, Μαρία μου, τόσο μικρό κι
έτσι μυαλωμένο! Μια που πάει στην Αθήνα ’πό τώρα, σίγουρα μεγάλος άνθρωπος θα
γίνει.
Αυτό μάλιστα. Αυτό ήταν προφητεία μια φορά. Δεκάξι χρόνια
στη θάλασσα και δεν αξιώθηκα ούτε λοστρόμος να γίνω!...
Όσο για το πλουσιόσπιτο, καλύτερα να μη το θυμάμαι. Κι
όμως τι να γίνει, έκατσα δυόμιση χρόνια ώσπου τέλειωσα τη «Νυκτερινή Σχολή
απόρων παίδων ο Παρνασσός». Την τελευταία χρονιά πήρα και το πρώτο βραβείο,
τρακόσιες δραχμές, ήταν μια περιουσία αυτό για μας τότε.
Χαράματα παίρνω την απόφαση. Πρέπει να πάω αύριο στην
Αθήνα. Στο διάολο τα πείσματα, πρέπει να πάω αύριο κιόλας στον μπάρμπα, το ινάτι
βγάζει μάτι, που ’λεγε κι η κυρία του πλουσιόσπιτου.
Πρέπει, πριν πεθάνει η μάνα μου, να κάνω τα πικραμένα
χείλια της να γελάσουν. Πρέπει, πρέπει, πρέπει. Το λέω πολλές φορές αυτό το
πρέπει, για να σφηνωθεί καλύτερα στο μυαλό μου.
Είμαι ένας ναύτης, είμαι κάτι χειρότερο, ένας αλήτης που
γυρίζει στις θάλασσες κι απόψε τρώω σ’ αυτό το πλουσιόσπιτο και το σπουδαίο πως
ο μπάρμπας λέει να μείνω τώρ’ αμέσως έξω, δεν πειράζει που θ’ αρχίσουν τα
μαθήματα ύστερα ’πό ’να μήνα, να προετοιμαστώ τώρα καλά, στα σίγουρα.
Φεύγοντας δεν ήξερα τι έλεγα:
- Κυρία, χάρηκα πολύ («μα μη λες κυρία, Γιάννη, μού
κακοφαίνεται») σας εύχομαι το σπίτι σας να ’ναι πάντα χαρούμενο, και πάλι
χάρηκα πολύ.
Κατεβαίνω το μεγάλο δρόμο περπατώντας. Περπατάω και
συλλογιέμαι.
Τα Χριστούγεννα θα ’χω το δίπλωμα στο χέρι, θα πεταχτώ
μια ματιά σπίτι κι από κει δρόμο για το «Μέδουσα». Του χρόνου τα Χριστούγεννα ο
μπάρμπας θα λάβει μια τσιγαροθήκη που δε θα κοστίζει λιγότερο ’πό πέντε λίρες
κι αντίς για αφιέρωση και σαχλαμάρες θα ’χει… θα ’χει… θα ’χει… το βρήκα! Θα
’χει το σήμα ’πό το Διεθνή Κώδικα Χ – Ο – R, που σημαίνει «ευχαριστώ υμάς
εγκαρδίως».
Το θυμάμαι ’πο το ναυτικό, ένα γαλλικό αντιτορπιλικό είχε
πέσει όξω στον κάβο της Ελιάς στη Μυτιλήνη το ’22. Μεις με την «Ασπίδα» πήγαμε
για βοήθεια και τότε μας σήκωσε το σήμα τούτο. Ήμουνα βάρδια στη γέφυρα, ’γω το
πήρα και το θυμάμαι ’πό τότε.
Αυτά τα τρία σινιάλα Χ – Ο – R θα ’ναι ζωγραφιστές
παντιερίτσες στη πάνω γωνιά της ταμπακιέρας κι ο μπάρμπας μου όπου κι αν
βρίσκεται, στην Αθήνα ή στον Γκραν Οτέλ της Αμβέρσας ή στο Καφέ Μόκα του
Λονδίνου, δώσ’ του και θα προσφέρει αράδα τσιγάρα, για να βλέπουνε την
ταμπακέρα και να τους εξηγεί:
- Α, ξέρετε είναι μια συγκινητική ιστορία. Είχα ένα
μακρινό συγγενή, έναν εξώλη και προώλη… και τράβα κορδέλα.
Το χρέος βέβαια θα το λάβει πριν από την ταμπακέρα, τι
στο καλό, χρεωμένοι θα κάνουμε δώρα;
Περπατάω κι αρχίζω το σφυριχτό.
Όλα ’ναι όμορφα ’πόψε σ’ αυτό το μεγάλο δρόμο, που μου
θυμίζει με το μάκρος του τους δρόμους του Ροζάριο.
Όλα ’ναι όμορφα, τα τραμ που στριγκλίζουνε στις αλάδωτες
ράγες τους, οι πουλητάδες που σου κλείνουνε το δρόμο ως κι οι σοβατισμένες
γυναίκες που βολτατζάρουνε στα πεζοδρόμια.
Μα, ρε φίλε, αυτό το «σπίτι σας να ’ναι χαρούμενο» πού το
ψάρεψες;
Ακούς «το σπίτι σας χαρούμενο», «χάρηκα πολύ»… «χαίρετε»…
Κάτι σαν πολύ να μπήκαμε στις χαρές… Παράξενο δε ’ναι αυτό για μένα;
Έτσι ’πό τίποτα γίνηκε το κακό.
Πηγαίναμε για το σταθμό του ηλεχτρικού ο μπάρμπας, ο
καπετάνιος κι ο μηχανικός του «Μέδουσα» και ’γω. Κείνοι οι δυο δε θ’ ανέβαιναν
στην Αθήνα, καθόντουσαν στον Πειραιά, συνόδευαν μόνο τ’ αφεντικό τους, τιμής
ένεκεν, ως το σταθμό.
Είχαν κουβέντα οι τρεις τους και ’γω τους άκουγα
αδιάφορα, είχα το νου μου στα δικά μου, το δίπλωμα, τα Χριστούγεννα στο σπίτι,
ίσα ίσα οχτώ χρόνια, την ταμπακέρα, το Χ – Ο – R.
Άρχισε ο μπάρμπας να λέει για ’να πατριωτάκι, ένα φτωχό
ορφανό παιδί που του ζήτησε δουλειά όχι με τον πρεπούμενο τρόπο και χαμογέλασε
ειρωνικά κι η τιμητική συνοδεία ξεκαρδίστηκαν στα γέλια, ώσπου κατάφεραν και
τον αφέντη τους να τον κάμουν να γελάσει.
- Χο!... Χο!... Χο!...
Ήταν κουτό και πρόστυχο και το φταίξιμο ήταν δικό μου.
Το παιδί μ’ άσπρο φυλλάδιο[7] ’κόμα είχε ’ρθει, μόλις
έμαθε πως βρίσκουμαι στον Περαία, σε μένα, αν μπορούσα να το ’παιρνα μαζί έστω
και άμισθο, ήθελε να κάνει υπηρεσία, να γίνει κι αυτός καπετάνιος, μα πού να
τον πάρεις μες τα τρυποσάκουλα[8], μονάχος μου ξένος είχα
’πομείνει. Του ’πα λοιπόν να πάει στον Παντελή, τον αδερφό μου, μια και τον
είχε ο μπάρμπας στα μέσα και στα όξω γι’ αυτές τις δουλειές, για να φύγει με το
«Μέδουσα» άμα κινούσε, και το κουτό παιδί συλλογίστηκε, φαίνεται, γιατί να πάει
στον Παντελή της θείας Μαρίας, που στο κάτω κάτω της γραφής μπορεί να ’ταν
μεθυσμένος τη μέρα που θα ’κανε πλήρωμα το βαπόρι και να τον ξεχνούσε, και να
μην πάει στον ίδιο το Γιάννη της θεια-Αμέρσας: Ακούς εκεί αναίδεια, να του
τηλεγραφήσει γιατί δεν μπορεί να περιμένει…
- Χο!... Χο!... Χο!...
Όσο μπορούσα πιο ταπεινά, προσπάθησα να τον δικαιολογήσω…
Μείναν κι οι τρεις τους μ’ ανοιχτό στόμα. Δε φτάνει που
τους χαλούσα το κέφι με τα μούτρα μου, δε φτάνει που πιο μπροστά στην
πατριώτικη ταβέρνα, στου Τζελέπη, καθόμουνα χωρίς να βάλω γουλιά στο στόμα μου,
έτσι για το εβίβα, μα να τολμάω να τους αντιμιλάω κιόλας! Αυτό ήταν πολύ κι ο
αφέντης ξέσπασε… Εδώ χρειάζονται τελίτσες, πολλές τελίτσες, δεν είναι ανάγκη να
μάθει ο κόσμος τις πομπές μας…
Δε θύμωσα, μόνο σαν να πόνεσα. Δεν έφυγα, ’κλούθησα σαν
σκύλος, σαν δαρμένος σκύλος.
Είπα πως σαν θα του περνούσανε τα νεύρα, θα ’βρισκε δυο
λόγια να ζητήσει συμπάθιο για όσα αληθινά και ψεύτικα ξέρασε. Δε μ’ ένοιαζε για
τους άλλους, για τον εαυτό μου μ’ ένοιαζε μόνο. Μπήκαμε στο τρένο.
Κουβεντιάζαμε για τα ναύλα του Πλέιτ[9], για κατανάλωση γαιανθράκων, γι’
ασφάλιστρα και επασφάλιστρα. Είναι μια κουβέντα καθώς πρέπει για δυο κυρίους
μέσα στο τρένο και τραβά πάντα την προσοχή των διπλανών. Βέβαια, δεν μπορεί ’δω
μέσα ν’ αναφέρει κανείς το επεισόδιο, σαν θα βγούμε.
Βγήκαμε, περάσαμε την πλατεία, σταθήκαμε στη στάση του
τραμ.
Σιωπή ώσπου ήρθε.
- Λοιπόν, καληνύχτα.
Γύρισε και με κοίταξε ξαφνιασμένος.
- Δε θα ’ρθεις σπίτι;
- Όχι δα! Τα σέβη μου στην κυρία.
- Α κατάλαβα, κατάλαβα, και χαμογέλασε σημαντικά.
- Δεν κατάλαβες τίποτα, καληνύχτα.
Είπα καληνύχτα κι έφυγα, όπως θα ’λεγα σ’ έναν
οποιοδήποτε άνθρωπο. Όμως αυτή η καληνύχτα ήταν μαζί κι ένα αντίο, αντίο στην
τελευταία μου ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Κι όχι μονάχα για τη δική μου τη
ζωή.
Τράβηξα τον ανήφορο στα χαμένα.
Ναι, έτσι ήταν τ’ όνειρο χτες.
Περνούσα γιαλό γιαλό το Τενερίφ[10] με το
«Πάρος», μονάχος μου αξιωματικός και τιμονιέρης μαζί στη γέφυρα, κι ούτε ψυχή
μες στο βαπόρι. Νύχτα σκοτεινή και το πήγαινα το βαπόρι ξυστά ξυστά στα βράχια.
Το καταλάβαινα πως δεν ήταν σωστό, πως δεν έκανα καλά, πως έπρεπε να πάρω το
τιμόνι αριστερά, μα ’νιωθα, λέει, μια μεγάλη απόλαψη να ταξιδεύω έτσι σύρριζα
στα βράχια, ώσπου γκρρρρ το καράβι χτύπησε σε ξέρα κι όσο να πεις αμήν το ’χασα
, βρέθηκα στη θάλασσα. Δε βγήκα στη στεριά που ’ταν δίπλα μου, μα τράβηξα πέρα
κατά το Λεβάντε, για το Μαρόκο, κατοσταριές μίλια μακριά. Κολυμπούσα,
κολυμπούσα. Έφτασα, χάραζε. Ένας φαρδύς άσπρος δρόμος μπροστά μου που πήγαινε
γιαλό γιαλό απ’ το Βοριά στο Νότο. Στάθηκα και κοίταζα κατά πού να τραβήξω.
Ήξερα ότι κατά το Βοριά θα ’βρισκα τις πολιτείες με τους ανθρώπους και κατά τη
Νοτιά την έρημο με τα θεριά της.
Προς Βορράν ή προς Νότον;
Τράβηξα δεξιά, κατά το Νοτιά.
Από τη μια καταγάλανος σαν ατλάζι ο απέραντος ωκεανός κι
από την άλλη η γη γεμάτη πολύχρωμα λουλούδια. Κι ένας ήλιος λαμπερός που τα
’κανε όλα φως, τέτοιο που δεν είχα ξαναδεί ποτές μου.
Και πήγαινα, ολοένα πήγαινα…
Ακούστηκαν τα μουγκρητά δυο λιονταριών που μάλωναν.
Άκουγα το σφύριγμα που ’καναν οι ουρές τους όπως χτυπούσαν τον αέρα, η πυρωμένη
ανάσα τους με χτύπησε στο πρόσωπο, μα δεν τα ’βλεπα.
Στάθηκα σκεφτικός, μα δίχως φόβο. Δε θα με φάνε τα θεριά
’δω κάτου που τραβάω μοναχός μου;
Και μια λύπη άμετρη με συνεπήρε ως τα κατάβαθα του είναι
μου, για το μάταιο, τ’ ανώφελο του δρόμου.
Ένα κλάξον που σκούζει, ένα χέρι με τραβά, μ’ ορμή στην
πάντα, κάποιος σοφέρ βρίζει.
Και κόσμος… κόσμος… κόσμος…
Χαζομάρα που δέρνει τον λαόν σου, Κύριε… Ας κάτσουμε να
πιούμε κάτι να δροσιστούμε.
Αυτοκίνητα ανεβοκατεβαίνουν στο μεγάλο δρόμο. Άνθρωποι
σπρώχνονται, χαιρετιούνται, μιλούνε, γελούνε. Γυναίκες σοβατισμένες με
κοιτάζουνε και χαμογελάνε, έτσι που μου ’ρχεται να φωνάξω κάποιας:
- Πήγαινε στο διάολο κι έχομε μέρες στο λιμάνι, δεν
ήρθαμε ’πόψε.
Κοντά δυο χρόνια τώρα.
Ήταν στη Γδύνια. Τελευταία βραδιά στο πόρτο. Πάντ’
αποφεύγω τ’ όξω το τελευταίο βράδυ, γιατί ’ναι όλα πίκρα και καημός. Τα
λουλούδια στα πάρκα ή στις βιτρίνες των μεγάλων δρόμων, τα παιδάκια που
παίζουνε, κάποια νότα π’ έρχεται ’πό ’να παραθύρι, όλα με κάνουν να συλλογιέμαι
τα χάλια μου και την άχαρη ζωή μου.
Μα οι καλοί σύντροφοι στην πλώρη δε μ’ αφήσανε να κάτσω
μέσα. Δίπλα στο γιατάκι μου ήταν η σόμπα και το μπουρί της περνούσε κοφτά στο
μαξιλάρι μου. Κοιμόμουνα καλά και ξυπνούσα άρρωστος.
Κάργα κάργα τη σόμπα ο μπαρμπα-Σπύρος, την έκανε
τριαντάφυλλο και μ’ έκανε να σηκωθώ κα να πάρω δρόμο. Χιονιάς και δεν έδειχνε
σημάδι να λασκάρει. Ψυχή στο δρόμο. Μόνο κάπου κάπου ξεπετιόταν ’πο το κούφωμα
κάποιας πόρτας κάποια γυναίκα κουκουλωμένη και…
- Ψιτ ψιτ, κομάν, Τζακ…
Αύριο θα φύγουμε και πρέπει να βγούμε ’πό το λιμάνι να
μαζέψουμε το μετάξι[11] και να
το σκεπάσουμε με κανα παλιομουσαμά. Όπως θα ’ναι ο καιρός ’πό την πάντα μας,
πού να πατήσεις μέσα, λίμνη σωστή.
Θα κοιμηθούμε πάλι δυο τρεις βραδιές στις γρανελάδες της
μηχανής, θα κλείσουνε τα μάτια μας ’πό την απλυσιά και τ’ αλάτι. Ύστερα τι θα
γίνει, θα κατηφορίσουμε, θα ζεσταθεί το κοκαλάκι μας σαν πιάσουμε το Λας Πάλμας
και παρακάτω θα τρέξει ο ίδρωτας ποτάμι, για να φύγει καλύτερα το κρύο που
φάγαμε ’δώ πάνου. Ύστερα θα φτάσουμε στο Ροζάριο με τις φωτεινές του ρεκλάμες,
θα πιούμε τη μπύρα μας στο Σαβόι, θα ακούσουμε τα ταγκό τους, θα βρούμε ίσως
την Αϊντέ ή την Πεπίτα κι ύστερα κάποιο βράδυ θα φύγουμε πάλι τον ανήφορο. Κι
έτσι πότε βρεμένοι ’πό θάλασσα, πότε μούσκεμα στον ίδρωτά μας, θα περάσουνε τα
χρόνια. Θα περάσουνε τα χρόνια κι η ζωή μας μαζί…
Μ’ αυτό το πράγμα μπορεί να το πει κανείς ζωή;
Σκυλίσια δουλειά, λάσπη για νερό, ψωμί τσιμέντο, κι αυτό
το σιδερένιο κουτί για σπίτι.
Ζητιάνοι της αγάπης…
Χτικιό, ρευματισμοί, στομάχι…
Σύφιλη, αλκολίκι…
Καπετάν Τάκηδες, μπαρμπα-Σπύροι, μερακλήδες…
Για όλη τη ζωή, για όλη τη ζωή, ώσπου να ’ρθει ο Χάρος.
Να ’ρθει ο Χάρος να μας περιμαζέψει κουρέλια, ρέστα
ανθρώπινα ’πό κάποιο Σίμενς Χόσπιταλ[12] του
Κάρδιφ, του Αμβούργου…
Άνοιξα την πόρτα μιας ταβέρνας και μπήκα. Να πιω, να πιω
να μη συλλογιέμαι. Να ξεχάσω το χιονιά π’ ούρλιαζε σαν να φοβέριζε προσωπικά
μένα που θα ’φευγα αύριο. Να ξεχάσω τη σόμπα και το μπαρμπα-Σπύρο που τη
σκάλιζε και τον καπετάν Τάκη που τον κοίταζε μια κείνον, μια μένα και γελούσε.
Να ξεχάσω τα παιδάκια που παίζανε και τα κόκκινα τριαντάφυλλα στις βιτρίνες.
Να ξεχάσω τη σιχαμένη μου την ύπαρξη την ίδια. Με μια
γυναίκα… Μια γυναίκα κι ας είναι και με λεφτά. Ν’ ακούσω το γέλιο της, να νιώσω
τη ζέστα του κορμιού της…
Μα με τη μπύρα μόνο το στομάχι που φούσκωνε, το μυαλό δε
θόλωνε, κι άμα δε θόλωνε το μυαλό, τι να την έκανα την πληρωμένη γυναίκα;
Παράγγειλα μπύρα και βότκα. Ο αγαπητός συνάδελφος Ολάφ
Χρίστενεσν ’πό το Μπέργκεν μου ’χε μάθει την τέχνη. Τραβάς πρώτα τη βότκα για
μεζέ, να πούμε, κι ύστερα πίνεις τη μπύρα να δροσιστείς. Δε χρειάζονται πολλά,
εξ εφτά ποτήρια και πιάνεις πουλιά στον αγέρα.
Δυο γνωστοί συνάδελφοι ’π’ άλλο ρωμέικο βαπόρι μπήκανε
και με χαιρετήσανε, μα δεν τους φώναξα να κάτσουν.
Το κορίτσι ήρθε με το δίσκο. Άφησε πρώτα την μπύρα,
ύστερα τη βότκα και…
- Νο βότκα, Γιάννη! μουρμούρισε φοβισμένα.
Τι ’ναι τούτο πάλι; «Νο βότκα, Γιάννη!» ’Πό πού ως πού;
Σήκωσα το ποτήρι να την καταβρέξω με την μπύρα, μα την είδα π’ έτρεμε σύγκορμη
και τ’ άφησα πάλι στο τραπέζι.
Έφυγε.
Έκατσα κάμποσο κει δα, έτσι σαν χαμένος. Η ορχήστρα
έπαιζε τώρα ένα τραγούδι που λέει γι’ αγάπη και για ψηλά βουνά. Δε μας
παρατάνε, λέω ’γω…
Πλήρωσα και σηκώθηκα κι έφυγα χωρίς ν’ αγγίξω τίποτα.
Βγήκα στους δρόμους πάλι. Νο βότκα, Γιάννη…
Κλέφτικα κοιτάζομαι στις βιτρίνες των μαγαζιών. Μάτια
μου, μούτρο για κεραυνοβόλο έρωτα… Η Βαλτική κατέβαζε ολοένα, κατέβαζε. Δεν
πάει να κατεβάσει φίδια… ’Γω είχα την άνοιξη στην καρδιά μου, είχα κάνει μια
σπουδαία ανακάλυψη: Οι άνθρωποι είναι καλοί. «Νο βότκα, Γιάννη!» Κι αν την
έπαιρνε χαμπάρι ο δράκος που καθόταν στο τεζάκι, θα την άρπαχνε ’πό τα μαλλιά
και μια κλωτσιά στον πισινό και στο δρόμο. Να μάθει να τιμάει το ψωμί που
τρώει, κι όχι να κάθεται να κάνει αντιαλκοολική προπαγάνδα. Σαν είναι πονόψυχη,
ας πάει να καταταχτεί στο Salvation Army.
Θα την πέταγε στο δρόμο κι ήταν πολλά κορίτσια που γυρεύανε δουλειά στη Γδύνια
και δουλειά δε βρίσκανε. Κι ίσως κι αυτή καθότανε τότε στο κούφωμα κάποιας
πόρτας και ψιτ! ψιτ! ψιτ! στη μεθυσμένη ναυτουριά που περνάει. Γι’ αυτό έτρεμε
η φτωχούλα κι όχι για το βρέξιμο, κι όμως σαν ήρθε με την μποτίλια, που αντίς για
Διόνυσους και Δήμητρες είναι στολισμένη με μια νεκροκεφαλή μόνο, δε βάσταξε,
αψήφησε το μεγάλο κίνδυνο: «Νο βότκα, Γιάννη!»
Οι άνθρωποι είναι καλοί! Κι ο μπαρμπα-Σπύρος κι ο καπετάν
Τάκης κι αυτοί καλοί, όλοι καλοί. Και το στραβόξυλο, το στριμμένο κέρατο είμαι
’γώ, ’γώ που χαράμισα τα νιάτα μου, τα πέταξα στους σκύλους, και τώρα π’
άρχισαν οι πόνοι, λέω πως μου φταίει ο κόσμος.
«Νο βότκα, Γιάννη!»…
Μα ’πόψε δω στον τόπο μου, στη γη των πατέρων μου δε
βρέθηκε ένα στόμα να μου πει: μη ούζο, Γιάννη. Ευλογημένη ας είσαι, ξανθή
κοπέλα του Βοριά, π’ ούτε και τ’ όνομά σου δε ρώτησα να μάθω ο αχάριστος.
Ευλογημένη ας είσαι σ’ όλη σου τη ζωή, χίλιες φορές ευλογημένη.
Και κατεβάζω… κατεβάζω ούζο, κατεβάζω μπύρα κι κι κι ο
ουρανός με τ’ άσπρα κι κι κι κι η γη με τα λουλούδια…
Είν’ ένα μπρατσεράκι ξεσαβούρωτο, ένα μικρό φτωχό
καϊκάκι, ρημαγμένο.
Ανοίχτηκε κάποιαν αυγή ’πό τα θολά νερά του λιμανιού της
μετριότητας για το μεγάλο το ταξίδι.
Για πού; Σάμπως το ’ξερε; Ήξερε μόνο πως θα ’ταν μεγάλο
κι ωραίο το ταξίδι…
Αδύνατα τα τζένια[13] του,
λίγες οι κουμπάνιες, μα δεν πειράζει, πολύ του το κουράγιο. Το περιλάβαν οι
φουρτούνες και οι άνεμοι. Φυτίλια τα πανιά, κομμάτια το τιμόνι. Κι ακόμα
παραδέρνει. Μα ως πότε; Αύριο, μεθαύριο πεινασμένα τα ποντίκια θ’ αρχίσουν να
ροκανίζουν τα μαδέρια του…
Ατλαντικός, α)π Αντών. Σταθάτος, 1934
[1] βακμάνης
= νυχτοφύλακας του βαποριού στο λιμάνι
[2] στάντζο
= το φανάρι που ανάβει στο καράβι, μπροστά στην πλώρη, όταν είναι
αγκυροβολημένο.
[3] πίντες
λέγονται στα καράβια οι κουτοί, οι ξεροκέφαλοι.
[4] Τρίαινα
= ναυτικό φροντιστήριο στον Πειραιά.
[5] Παλατάκι
= το ναυτικό περίπτερο στον προλιμένα.
[6] γκρετής
= μισθωτός· καπετάνιος σε ξένα πλοία.
[7] αναυτολόγητος,
εντελώς αρχάριος
[8] τρυποσάκουλα
= Ιθακήσιοι
[9] Πλέιτ =
το μεγάλο ποτάμι Λα Πλάτα της Αργεντινής
[10] Τενερίφ
= Νησί στα Κανάρια νησιά
[11] μετάξι
= ρουχισμός
[12] Ναυτικό
νοσοκομείο
[13] Τζένια
= εξαρτήματα
Βασίλης Λούλης (1901-1971) |
Ο Βασίλης Λούλης γεννήθηκε
στην Κύμη της Εύβοιας. Το 1912 εγκατέλειψε τη γενέτειρά του λόγω οικονομικής
ανέχειας και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να δουλέψει. Παράλληλα φοίτησε στο
νυχτερινό σχολείο του συλλόγου Παρνασσός και σε ηλικία δεκαεφτά χρόνων τέλειωσε
το Σχολαρχείο και έφυγε για να δουλέψει στα καράβια. Λόγω της δραστηριότητάς
του στο χώρο του συνδικαλισμού και της Αριστεράς δε μπόρεσε να ανέλθει
επαγγελματικά και παρέμεινε ναυτεργάτης για εικοσιένα χρόνια. Συνταξιοδοτήθηκε
πρόωρα το 1941, καθώς είχε προσβληθεί από φυματίωση και επέστρεψε στην Κύμη.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στην Αντίσταση - υπήρξε
ιδρυτικό μέλος του ΕΑΜ Κύμης και υπεύθυνος της Επιτροπής Ερυθρού Σταυρού - ,
διώχτηκε και φυλακίστηκε για τη δράση του. Το 1944 απομακρύνθηκε από το ΕΑΜ.
Μετά από ρήξη των δεσμών του με την οικογένειά του τέσσερα χρόνια αργότερα,
έζησε ως το θάνατό του απομονωμένος στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Στο χώρο της
λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε από τα νεανικά του χρόνια με δημοσιεύσεις στίχων
σε διάφορα περιοδικά, ενώ συνέχισε να γράφει και την περίοδο που ταξίδευε. Το
1951 δημοσίευσε τη νουβέλα Λυσίκομος Εκάβη στο περιοδικό Πειραϊκά Χρονικά. Το
μεγαλύτερο μέρος του εκδεδομένου έργου του ολοκλήρωσε από το 1947 ως το 1950,
περίοδο κατά την οποία δημοσίευσε και κείμενα στα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα
του Δημήτρη Φωτιάδη και Επιθεώρηση Τέχνης. Το 1952 εξέδωσε το διήγημα Λυσίκομος
Εκάβη. Η ενασχόλησή του με το γράψιμο σταμάτησε λόγω προσωπικών του προβλημάτων
και ξανάρχισε μόλις τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του. Το πεζογραφικό έργο
του Βασίλη Λούλη τοποθετείται χρονικά στη μεταπολεμική γενιά της ελληνικής
λογοτεχνίας. Βασικό χαρακτηριστικό της γραφής του είναι η συναισθηματική
εμπλοκή του στις περιπέτειες των ηρώων του, εμπλοκή η οποία πηγάζει από την
επιτακτική ανάγκη εξομολόγησης, η οποία τον ώθησε στη συγγραφή. Για τον ίδιο
λόγο υιοθέτησε στο σύνολο του έργου του τον άμεσο, απλό, βιωματικό λόγο,
βασισμένος σε πραγματικά γεγονότα μάλλον, παρά στη φαντασία και τηρώντας
αποστάσεις από οποιοδήποτε λογοτεχνικό ρεύμα και πρότυπο, αλλά και από τον
διδακτισμό που χαρακτηρίζει γενικότερα την ενταγμένη στο χώρο της Αριστεράς
λογοτεχνία μας. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Βασίλη Λούλη βλ.
Παπαγεωργίου Κώστας Γ., «Βασίλης Λούλης», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον
πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67 Ε΄, σ.92-102. Αθήνα, Σοκόλης, 1988.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου