Κάπως
παλιό όνειρο: βρίσκομαι στη θαλασσινή αγκάλη της Σουβάλας, τρεις φορές
πλατύτερη απ’ όσο στην πραγματικότητα. Φυρονεριά μεγάλη και περπατώ με στολή
σημαιοφόρου στην επικράτεια της άμπωτης, στην πλευρά της Μέσα Παναγίτσας.
Αμέριμνος και χαρούμενος. Όχι πολύ ανοιχτά, δυο τρία πολεμικά. Πληρότητα
θαλασσινού παραδείσου.
Ευκολοεξήγητο
ενύπνιο: η λαχτάρα της ναυτικής θητείας και η χαρά των τραβηγμένων νερών. Η
πρώτη οριστικά ματαιωμένη, η δεύτερη μεγάλη καλοκαιρινή απόλαυση, έστω και
περιοδική. Όταν κοντεύει να μπει το καλοκαίρι, παρακαλάω το πρώτο κολύμπι να
πέσει σε μέρα μεγάλης φυρονεριάς. Τότε η στενή ακτή του φάρου, όπου πια μόνιμα
κολυμπώ, φαρδαίνει πολύ, όσα χρόνια κι αν κουβαλάς, προχωράς ανέμελα και
σκιρτητικά στα γυμνά και μισόστεγνα βράχια, προγεύεσαι ολόκληρος την πρώτη
βουτιά.
Όταν
σιμώνει το τέλος του φθινοπώρου, σχεδόν δέομαι να μην κολυμπήσω για τελευταία
φορά μέρα πλημμυρίδας. Η δέησή μου συχνά αστοχεί. Τα νερά έχουν φτάσει στα ριζά
της Κακής Κεφαλής, δυσκολεύομαι να φτάσω στο σημείο απ’ όπου βουτάω, μου χαλάνε
τη μισή όρεξη τα σκουπίδια που επιπλέουν και δεν υπάρχει τρόπος να τα μαζέψω, δύσκολα
βρίσκω μέρος ν’ αφήσω τα ρούχα μου. Όταν, τέλος, βγω από τη θάλασσα, δεν έχω
όρεξη ν’ αγναντέψω κατά τη Λίμνη, πού να καθίσω ή πού να σταθώ; Αποχωρώ άκεφος,
σαν οπαδός ομάδας που ‘χασε το πρωτάθλημα στον τελευταίο αγώνα.
Τσαλαβουτάω
με τα μπατζάκια σηκωμένα, μισοθυμωμένος με τον εαυτό μου, που ήθελε να
κολυμπήσει, τέλη Νοεμβρίου, με τα νερά πλήμμα. «Τι μ’ έπιασε πάλι κι έπαιξα σε
μια ριξιά τη χαρά όλων των φετινών μπάνιων; Θα με κυνηγάει ως το άλλο καλοκαίρι
η ανοστιά της σημερινής μέρας», σκέφτομαι βαρύθυμος.
Αποφασίζω
να μην περάσω από το άλσος του φάρου και, φτάνοντας στην ανατολική ακτή, δεν
κατεβαίνω στην άμμο τη θαμμένη από τα πλαστικά. Τώρα που οι κολυμβητές
αποδήμησαν, η δημοτική αρχή, αριά και πού, στέλνει να καθαρίσουν την
ακρογιαλιά. Δεν στρέφω το πρόσωπο προς το φάρο και το μπουγάζι, δεν θέλω ν’
αποχαιρετήσω το Καντήλι και τη θάλασσα.
Φεύγε,
φεύγε! Αποδημήσανε και οι δροσινικές σουσουράδες!
Είναι
εντελώς αλλιώτικη αυτή η στερνή μέρα της κολυμβητικής περιόδου, όταν έχει
φυρονεριά το μεσημέρι, ακόμη κι αν ψιχαλίζει και φυσάει βοριάς που μηνά χιόνια
στη Δίρφη. Προτιμώ τη δυτική πλευρά του φάρου για να χαρώ τα χρώματα της
ενάλιας στεριάς. Όταν βγω από το νερό, περνάω στην ανατολική από τα βράχια της
μύτης του φάρου. Πάω αργά και σταματώ πότε πότε για ν’ αποχαιρετήσω τον
ξενερισμένο κόσμο.
Όσο κι
αν οι λογής ψαράδες τρυγάνε αλύπητα τα παράκτια, όλο και κάτι σαλεύει στις
λεκάνες που σχηματίζουν τα βράχια: γαρίδες, πετροκάβουρα, αθερίνες,
ξεκοπαδιασμένα κεφαλόπουλα, νωθρές χειλούδες, στη χάση και στη φέξη κάποια
τολμηρή πέρκα, μια φορά στα πέντε χρόνια καμιά σουπιά, κοχλίδια, που οι
Χαλκιδαίοι τα λένε «σκαλτσίνια», αλλά οι Λιμνιώτες και οι Σκιαθίτες
«γκρινιάτσα».
Παρηγοριέσαι
με τούτα τα ταπεινά, δεν στέγνωσε ακόμη η θάλασσα, δόξα σοι ο Θεός! Ύστερα από
τα βράχια η λίγη άμμος της ακτής Παπαθανασίου. Αν δεν ήταν ο φόβος για τα
σπασμένα γυαλιά ή καμιά σύριγγα, θα έβγαζα τις σαγιονάρες, μπορεί κιόλας να
στεκόμουν λίγο να δω εκείνο το χαμογελαστό παράλυτο παλικάρι που κολυμπάει
μοναχικό. Το φέρνει η μάνα του με καροτσάκι. Από την άκρη μιας τσιμεντένιας
ράμπας γλιστράει στο νερό, όπου το μεγάλο του κορμί χάνει το άτονο βάρος του.
Το κουμαντάρει ο κολυμβητής μια χαρά, κάνει βόλτες με αργό κρόουλ, έχει
ψυχράνει αλλά δεν βιάζεται να ξενερίσει, έξω από τη θάλασσα θα είναι σαν το
ψάρι στον πάγκο του ψαρομανάβη.
Μακάρι
να μπορούσα να περιγράψω καλύτερα την άμπωτη που μεταμορφώνει το παραθαλάσσιο
τοπίο, αλλάζει το φως, δίνει άλλη γεύση στο μεσημέρι και, είτε κολυμπώ είτε
στεγνώνω στα βότσαλα, μου κουβαλάει όλα τα εξώφυλλα των παιδικών περιοδικών της
μαθητικής μου ζωής.
Το
ανωτέρω κείμενο, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τα Νεφούρια (τχ. 26, 2011)
Φωτογραφία : Δημήτρης Καρβέλης |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου