Καπνός από καμίνι
Ο ήλιος είναι ψηλά και η ζέστη έντονη, οι πέτρες
κροταλίζουν στο πέρασμα μας, ακολουθούμε ένα μονοπάτι που τα ίχνη
του χάνονται στην πλαγιά, οδηγεί στη μεγάλη λάκα. Ο Βασίλης πεζός
προπορεύεται, χαράζει δρόμο και εγώ στο τιμόνι οδηγώ με ρυθμούς χελώνας,
ακολουθώ τα τερτίπια του εδάφους και τις οδηγίες αλλιώς κινδυνεύουμε
να βρεθούμε προ εκπλήξεων.
Οι διαδρομές εκτός δρόμου θέλουν γνώσεις, σεβασμό στο περιβάλλον και
πλήρωμα που να διαθέτει εμπειρία. Μέχρι να φθάσουμε στη καρδιά
της λάκας πέρασε αρκετή ώρα, ένα φυσικό εμπόδιο μας υποχρέωσε σε
δίωρο σκάψιμο προκειμένου να περάσουμε με ασφάλεια. Όσο πλησιάζαμε
μυρωδιά καπνού ερχόταν απ`το βάθος της ρεματιάς που ήταν πνιγμένη
στο πράσινο. Με δυσκολία, συνεχείς ελιγμούς και στάσεις για έλεγχο
του εδάφους φτάσαμε σε ένα ξέφωτο.
Το τρεχούμενο νερό ήταν θείο δώρο, αν και λιγοστό μας δρόσισε.
Στην απέναντι πλαγιά απλωνόταν ένα δάσος αριάς τόσο πυκνό που
ο ήλιος δεν το περνούσε. Το έδαφος ήταν καλυμμένο απο παχύ στρώμα
φύλλων, γύρω ήταν διάσπαρτα απομεινάρια απο κονάκια τσοπαναραίων απο
το μακρινό παρελθόν, όταν τα βουνά έσφιζαν απο ζωή και κουδουνίσματα.
Η μυρωδιά του καπνού γινόταν αποπνικτική, η άπνοια τον κρατούσε χαμηλά,
μόλις περνούσε τα πλατάνια.
Ανησυχήσαμε κι αρχίσαμε να ψάχνουμε για τη φωτιά αλλά η ανησυχία
μας κράτησε λίγο. Απ` το δάσος ανάμεσα απ`τα ίλκια ξεπρόβαλε ένας
μαύρος σκύλος απο κείνους τους τσοπανόσκυλους που συναντάς στα
κοπάδια της Νότιας Εύβοιας,
Μέτριο ανάστημα, φουντωτή ουρά και μάτια που πετούν σπίθες, είναι
ντόπια ράτσα,
όλα έχουν μια κοψιά λές και είναι βγαλμένα απ` το ίδιο καλούπι.
Μας πλησίασε απειλητικός γαβγίζοντας, έδειχνε τα δόντια του αλλά κρατούσε
απόσταση ασφαλείας. Σε λίγο πρόβαλε ένα μουλάρι φορτωμένο ξύλα,
μετά και δεύτερο, τα συνόδευε μια μεσόκοπη γυναίκα με μέτριο ανάστημα,
ήταν γεροδεμένη, στα χέρια της κρατούσε μαγκούρα που την γύριζε
στον αέρα με τέχνη.
Δρασκέλισε τη ρεματιά με ευκινησία που θα την ζήλευε έφηβος κι έκανε
προς το μέρος μας. Μας χαιρέτισε, η απορία ήταν ζωγραφισμένη στο
πρόσωπο της, δεν μπορούσε να καταλάβει πως βρεθήκαμε εκεί με τ`αμάξι
αφου δεν υπάρχει δρόμος και η πρόσβαση γίνεται μόνο με τα πόδια ή με
ζώα κι όταν ακόμα της εξηγήσαμε φαινόταν να μη το πιστεύει κοιτούσε
μια το αμάξι μια εμάς και χαμογελούσε.
Μας κάλεσε πιο κάτω για καφέ, όχι δεν ήταν το σπίτι της, απλά είχε στήσει
ένα καμίνι με τον άντρα της. Κατηφορίσαμε τη ρεματιά έχοντας το σκυλί
στα τρία μέτρα να γαβγίζει ασταμάτητα, αν δεν ήταν τ`αφεντικό
του κοντά σίγουρα θα είχε επιτεθεί και δίκαια διότι βρισκόμασταν
στην περιοχή του.
Το καμίνι ήταν σχεδόν έτοιμο, ο μπάρμπα Θόδωρος -έτσι τον έλεγαν- έριχνε
τις τελευταίες φτυαριές χώμα για να καλύψει τα κενά.
Μας είδε να φθάνουμε, άφησε τη δουλειά και ήλθε να μας καλωσορίσει,
η χειραψία του ήταν εγκάρδια, το ίδιο και η κυρά Λουκία η γυναίκα του.
Καθίσαμε κατάχαμα και κάναμε κουβέντα από που είμαστε, πως φθάσαμε
μέχρι εκεί. Πάνω στην ώρα ήλθε και το πατροπαράδοτο τσίπουρο, ζυμωτό
ψωμί, φρέσκο κεφαλοτύρι και ντομάτα απο το φανάρι. Φανάρι σε λειτουργία
είχα να συναντήσω απο παιδί. Οι γεύσεις ήταν μοναδικές κι όλα αυτά
κάτω απ` τα πλατάνια.
Η συζήτηση που ακολούθησε είχε ενδιαφέρον, μάθαμε απο πρώτο χέρι
για το καμίνι, τα κάρβουνα και τα μυστικά τους.
Ο μπάρμπα Θόδωρος είναι χείμαρρος στη διήγηση του, μιλάει δυνατά, μορφάζει,
κάνει χειρονομίες, πετάει αρβανίτικες λέξεις, είναι απόλαυση να
τον παρακολουθείς.
Την δουλειά την έμαθε απο τον πατέρα του.Ήταν παιδάκι ακόμη όταν
τον έπαιρνε κοντά του, ξημεροβραδιαζότανε στο καμίνι, βοηθούσε
και μάθαινε την τέχνη.
Η παραγωγή κάρβουνου είναι παραδοσιακή τέχνη της Αρμενίας, στη Βόρεια
Ελλάδα την ξεκίνησαν οι Σαμοθρακήτες και επεκτάθηκε και στη Νότια.
Ο μπάρμπα Θοδωρής αφηγείται, καταγράφω τα πάντα.
Τα παλιά χρόνια άδεια κοπής ξύλων έβγαζε μόνο ο έμπορος και έστηνε
καμίνια κατά παραγγελία, κατόπιν αγόραζε 1,5-2 δραχμές το κιλό απο
τον παραγωγό.
Σήμερα οι άδειες εκδίδονται απο το Δασαρχείο κατ` ευθείαν στον παραγωγό
και τα κάρβουνα τα εμπορεύεται μόνος του. Η ποιότητα εξαρτάται απο
τον μάστορα και την τέχνη του, το καλύτερο ξύλο είναι το πουρνάρι και
το ρύκι σπανίζουν όμως, μετά είναι η δρύς, η βαλανιδιά και η ελιά. Η
κατασκευή του είναι όλη η τέχνη, αποτελείται από ξύλα, άχυρο και
χώμα.
Η αρχή γίνεται με τη συλλογή ξύλου, κοπή κατά μέγεθος, ατέλειωτες
πορείες με τα μουλάρια και στοίβαγμα σε κύκλο είναι η δημιουργία του
καμινιού.
Αφού στοιβαχτούν τα ξύλα ντύνονται με άχυρο για να κρατά το χώμα με το
οποίο θα καλυφθεί ολόκληρο. Στην κορυφή αφήνουν μια τρύπα ανοιχτή,
απο εκεί θα βάλουν φωτιά, περιφερειακά πέντε – έξι τρύπες λειτουργούν
σαν αεραγωγοί.
Εικοσιπέντε τόνοι ξύλου αρκούν για να δώσουν 6 τόνους κάρβουνου.
Είναι σημαντικό το καμίνι να έχει καλή καύση, εάν πάρει πολύ αέρα,το
κάρβουνο γίνεται ελαφρύ, δεν κρατάει . Όταν ο αέρας περνάει
με μέτρια ροή γίνεται βαρύ,έτσι κερδίζει ο παραγωγός σε κιλά
αλλά και ο καταναλωτής γιατί κρατάει περισσότερη ώρα η καύση, αυτό
χαρακτηρίζει και την ποιότητα.
Το καμίνι θέλει το μάστορα στην κυριολεξία σε εγρήγορση, εάν υποχωρήσει
το χώμα και ανοίξει τρύπα σε κάποιο σημείο είναι χαμένος κόπος, ο
κίνδυνος να γίνει στάχτη είναι μεγάλος. Τα βράδια φυλάνε βάρδιες, το
φέρνουν βόλτα με το φανό όλη τη νύχτα. Όταν ο καπνός γίνει γαλάζιος
σημαίνει ότι η καύση είναι καλή, κατεβάζουν με προσοχή τις στίβες
των ξύλων που υποχωρούν κάθε τρείς ημέρες-δουλειά επικίνδυνη- μέχρι
να κάτσει τελείως.
Όταν ολοκληρωθούν οι εργασίες, καθαρίζουν το άχυρο και το κάρβουνο
είναι έτοιμο να γεμίσει τα τσουβάλια. Η καύση διαρκεί 15 ημέρες και
απαιτούνται άλλες 4 για να τοποθετηθεί στα σακκιά το βάρος των οποίων
κυμαίνεται απο 40 έως 45 κιλά.
Πωλείται με το κιλό αλλά και με το σακίί. Συνολικά απαιτείται ένας
μήνας για συλλογή ξύλου, στοίβαγμα, κάψιμο, τσουβάλιασμα. Ο κύκλος ζωής
του καμινιού είναι συνεχής αγώνας και φτιάχνουν 4-5 το χρόνο.
Η καλύτερη εποχή είναι η Άνοιξη και το Φθινόπωρο διότι ο καιρός είναι
δροσερός και το ξύλο γερό. Οι εποχές αυτές δίνουν τη δυνατότητα για
δουλειά όσο κρατάει το φώς της ημέρας. Το καλοκαίρι είναι επικίνδυνο
για φωτιά, τον χειμώνα απαγορευτικό λόγω βροχής. Την τέχνη του καμινιού
την μαθαίνουν συνέχεια, είναι δουλειά των μεγάλων ανθρώπων, ελάχιστοι
νέοι ασχολούνται με τα κάρβουνα.
Ο μπάρμπα Θόδωρος τέλειωσε το τσιγάρο του, σηκώθηκε και πήγε προς το
καμίνι,σαν αίλουρος ανέβηκε τη σκάλα και του`δωσε φωτιά, κατέβηκε
τό’φερε βόλτα παρατηρώντας το προσεκτικά, το σταύρωσε και γύρισε
προς το μέρος μας.
Στο βλέμμα του είχε σχηματισθεί η γαλήνια εικόνα της αναμονής.
Ανάλαφρη αύρα συνοδεύει τη διήγηση του μπάρμπα Θόδωρου, δίνει την εντύπωση
ότι όλα τα είχε κρυμμένα μέσα του σα να περίμενε τη στιγμή να τ`αφήσει
ελεύθερα ν` ανακατευθούν με την καρβουνόσκονη αναδρομή στα αόρατα
μονοπάτια του νού που περπάτησε απο τα παιδικά του χρόνια μέχρι σήμερα.
Σκληρή πορεία ζωής, επιβίωση κάτω απο αντίξοες συνθήκες, στο
πλευρό του άρρηκτος κρίκος η γυναίκα του, μητέρα, φίλος, σκληρός δουλευτής,
ο ιδανικός συνδυασμός.
Ο καπνός μυρίζει ακόμη όταν κοιτώ τις φωτογραφίες, τα ρυτιδιασμένα
πρόσωπα του μόχθου καλύπτει η μαύρη σκόνη, ροζιασμένα χέρια, άνθρωποι
της υπαίθρου, οι τελευταίοι καρβουνιάρηδες.
Πηγή : http://karystina-logia.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου