Η Άννα του Παλαιόπυργου
Μια παγωμένη αστροφεγγιά είχε πέσει κείνο το βράδυ πάνω απ’ τον Παλαιόπυργο. Η παγωνιά και συγχρόνως μια ακινησία κρύα και θλιβερή είχαν δαγκώσει ως το μεδούλι τα πάντα΄ τη νύχτα τη μεγάλη που έσφιγγε πιο δυνατά τη θηλιά της, στο φωτεινό ουράνιο θόλο τ’ αστέρια και το φεγγάρι με το ψυχρό κι αδύναμο φως τους, τη θάλασσα τη σιωπηλή κι ακύμαντη, τα δέντρα τα σταματημένα σε μια μαύρη αξόδευτη μοναξιά. Ακόμη και το χώμα γονάτισε απ’ το πολύ το κρύο. Κι οι ανθρώποι κλεισμένοι στα σπίτια τους, αμίλητοι κι ασάλευτοι λίγο πριν τον ύπνο, γύρω απ’ το τζάκι ή βαθιά κάτω απ’ τις χοντρές ζεστές κουβέρτες.
Όλα παγωμένα και ήσυχα σα να έμελλε ο Χάρος ο μονάχος και μαύρος να περάσει κι από δω. Η μνήμη όμως στον Παλαιόπυργο αντέχει πιο πολύ και το σκοτάδι ξέρει να το παλεύει και στ’ αλώνια και στου μυαλού τα μυστήρια.
Στο αρχοντικό του Παλαιόπυργου κείνο το βράδυ του Γενάρη πραγματώθηκε κάτι μοναδικό κι ανυπέρβλητο. Πέντε γυναίκες, η Άννα και τα τέσσερα παιδιά της, η Μαρία, η Άρτεμις, η Χρυσηίδα κι η Αντιγόνη μίλησαν με την ιστορία, έγραψαν στην πέτρα την πελασγική την Ιστορία. Κείνο το βράδυ στο αρχοντικό των Φαλταγηδών προετοιμάστηκε μία άλλη Έξοδος μέσα στην παράξενη ησυχία κι αναμονή που μας επιτρέπει η ζωή όταν αναμετριέται με το θάνατο.
Στην αίθουσα με τις κολώνες το τζάκι φώτιζε κάπως, ζέσταινε όμως επαρκώς την ατμόσφαιρα. Οι φλόγες τρεμόπαιζαν διαχέοντας τις φωτοσκιάσεις σ’ έναν χώρο μυστηριώδη, φορτωμένο με μνήμες κι αισθήματα. Η Αντιγόνη, η Άρτεμις κι η Χρυσηίδα εδώ και ώρα κάθονταν χωρίς να μιλούν. Ωστόσο κάπου κάπου τα βλέμματα λοξοδρομούσαν κι έψαχναν να βρουν μες στις σκιές που πλάκωναν το σπίτι ένα κάποιο άλλο σώμα, μες στη σιωπή μια λέξη ή μια κίνηση μήπως κι αναδεύσουν. Για μια στιγμή το τζάκι φώτισε λίγο πιο έντονα το πρόσωπο του Γεωργαντή σ’ ένα πορτραίτο που δέσποζε στον τοίχο.
Δίπλα στα όπλα της Επανάστασης, την Προκήρυξη της Φιλικής Εταιρίας, τα έγγραφα και τα κείμενα της προεπαναστατικής κι επαναστατικής εποχής ο Γεωργαντής έδειχνε στις εγγονές του το δρόμο του πεπρωμένου. Εκείνος στα δεκατέσσερα του πολέμησε μαζί με τον Καραισκάκη τους Τούρκους στο Φάληρο. Εκείνες τώρα έπρεπε να αποδείξουν ότι οι πόλεμοι δεν κερδίζονται μονάχα απ’ τους μεγάλους άντρες στα χαρακώματα αλλά κι απ’ τις μεγάλες γυναίκες που μεταποιούν το χρέος σε πράξη.
Η Αντιγόνη αναστέναξε βαριά και δυνατά. Τότε ήταν που η πόρτα του δωματίου της Άννας άνοιξε και βγήκε η Μαρία. Γαλήνια στο πρόσωπο με μια δύναμη όμως παράξενη και μια λάμψη στα μάτια. Κάθισε δίπλα στις αδελφές της. Ήταν σιωπηλή. Τις κοίταξε βαθιά στα μάτια τόσο που η ψυχή της σκίρτησε απ’ τη μετάληψη των μυστικών κείνης της ιερής στιγμής. Τόσο δυνατής που έκανε τις σκιές στην αίθουσα με τις κολώνες να γιγαντωθούν. Ακόμη και τα πρόσωπα των προγόνων στα πορτραίτα πήραν να ζωντανεύουν και να σιγοκουβεντάζουν μεταξύ τους σε μια άλλη γλώσσα άγνωστη, μάρτυρες ενός γεγονότος από κείνα που τα γεννάει η ίδια η αιωνιότητα.
Η Μαρία, αφού κοίταξε καλά τους προγόνους σα να `παιρνε απ’ αυτούς τη συγκατάθεση και την ευχή για ό,τι θα επακολουθούσε, είπε με αποφασιστικότητα στις αδελφές της:
« Αύριο μπορεί να `ναι πολύ αργά. Ό,τι είναι να γίνει πρέπει να γίνει σήμερα, τώρα.
Οι προσευχές μέσα από τη ζέστη και τη θαλπωρή του σπιτιού γίνονται ύβρις και σε τίποτε δεν ωφελούν. Μια προσευχή άλλη πιο δυνατή κι αληθινή χρειάζεται, κάτι πιο τολμηρό και γενναίο»!
Έσφιξε δυνατά τη γροθιά της τόσο που τα κόκαλα έτριξαν. Το στήθος χτυπούσε δυνατά. Και δεν ήταν η αγωνία μα ούτε κι η αναμονή. Ήταν η επίγνωση του χρέους. Αυτό έκανε να πάλλεται σύγκορμη και να καίγεται από τη συνείδηση του καθήκοντος. Ποτέ άλλοτε δεν ένιωσε να τη ζεσταίνει τέτοιος πυρετός, να πατάει τόσο γερά στα χώματα τα ιερά του Παλαιόπυργου.
Νομίζω ότι κείνη τη στιγμή ήταν πια έτοιμη. Σηκώθηκε κι όπως μια ιέρεια βαδίζει στα άγια των αγίων, έτσι κι εκείνη πήγε στη βιβλιοθήκη του πατέρα της Δημητρίου κι άνοιξε ένα βιβλίο. Κοίταξε τα κορίτσια μ’ όλη την περηφάνια της γενιάς της και διάβασε:
«Υμείς έστε το άλας της γης΄ εάν δε το άλας μαρανθή εν τίνι αλισθήσεται; Εις ουδέν ισχύει έτι ει μη βληθέν έξω καταπατείσθαι υπό των ανθρώπων.
Υμείς έστε το φως του κόσμου. Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη. Ουδέ καίουσιν λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό το μόδιον αλλ’ επί την λυχνίαν, και λάμπει πάσιν τοις εν τη οικία.
Ούτως λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων », επανέλαβε δύο φορές η Μαρία κι έκλεισε το βιβλίο.
Πήγε κοντά στις αδελφές της κι έψαξε να βρει έστω κι ένα σημάδι απελπισίας ή δειλίας. Μες στα πρόσωπα των κοριτσιών όμως η μεγαλοσύνη άστραφτε.
« Εμείς έχουμε πίσω μας τα βουνά τα ψηλά και τις απύθμενες θάλασσες, είπε η Αντιγόνη.
Κυπαρίσσια μες στα μαύρα τα σύννεφα και βελανιδιές απ’ της Δωδώνης τα μέρη, είπε η Άρτεμις.
Εμείς, συνέχισε η Χρυσηίδα, έχουμε μπροστά μας του Αχιλλέα την ασπίδα και το σπαθί του Γριμάλδι.
Πάντα πίσω μας και μπροστά μας των Φαλταγηδών το χέρι νικάει πότε με την αγιοσύνη και πότε με την αμάχη, ολοκλήρωσε η Μαρία».
Κι ήταν τότε κάτι σα βουή μες στο σπίτι που με μιας σ’ αρπάζει και σε τινάζει στα μέλλοντα ή σεισμό που ξεκαρφώνει μέχρι και τις στέγες.
Οι γυναίκες άντεξαν το θαύμα σιωπηλές κι ακίνητες. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και πριν προλάβει κάποια να μιλήσει άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε η Άννα.
Φορούσε το βελούδινο μαύρο της φόρεμα με τις λεπτές δαντέλες στις άκρες. Λίγο πιο κάτω απ’ το λαιμό στο στήθος ήταν κεντημένος με χρυσή κλωστή ο δικέφαλος αετός.
Η Άννα του Παλαιόπυργου, εκεί στην πόρτα μπροστά με τα μάτια των κοριτσιών καρφωμένα πάνω της, όλο δέος και περηφάνια, εκείνη λοιπόν την ώρα που όλα θαρρείς κι υπάρχουν για να συναντηθούν και να γίνουν ολόλαμπρα, εκείνη τη στιγμή που η κτίση αγάλλεται και μες στην έναστρη νύχτα της η ζωή γίνεται μυστήριο, η Άννα του Παλαιόπυργου σήκωσε αργά αργά το δεξί χέρι σα να ‘θελε να κάνει την προσευχή και να βλογήσει τα πεθαμένα της. Άγγιξε μ’ ευλάβεια τον δικέφαλο αετό στο στήθος και είπε με όλη την ορμή της γενιάς της « πάμε, ήρθε η ώρα ».
Η Άρτεμις, η Χρυσηίδα, η Αντιγόνη, η Μαρία κι η μητέρα τους Άννα στάθηκαν στον Παλαιόπυργο. Επί αιώνες ήταν κι αυτός φορτωμένος με μνήμες που τούτη την ώρα πήραν να δυναμώνουν. Η μία γυναίκα έπιασε τα χέρια της άλλης σχηματίζοντας έναν κύκλο, ενώ το κρύο περόνιαζε τα χέρια, πάγωνε τα πόδια και τα κορμιά τους.
Η Άννα με κείνο το έμψυχο βλέμμα, ακατανόητο στο βάθος κι άρρητο στο ύψος, κοίταξε τα κορίτσια βαθιά ως εκεί που φτάνει η άλλη μας όψη, η θεία κι άκτιστη, και είπε:
«Τούτη την ώρα, όχι πολύ μακριά, στο Μπιζάνι, οι Έλληνες δίνουν τον υπέρτατο αγώνα κάτω από αντίξοες συνθήκες. Το κρύο, το χιόνι κι η λάσπη δυσχεραίνουν κάθε πολεμική προσπάθεια. Δεκάδες χιλιάδες Έλληνες υποφέρουν και χάνονται στο πεδίο της μάχης.
Αυτή τη στιγμή, είπε η Άννα, ας γίνουμε και μεις ένα μαζί τους, ας γίνουμε με τη σκέψη και την αγάπη μας η ζεστή ανάσα και το ζεστό φιλί, το σίγουρο χέρι, η πιστή καρδιά, η απαντοχή κι η αντοχή στις κακουχίες, το ιερό χρέος στ’ άγια των αγίων.
Αυτή τη στιγμή ας γίνει η προσευχή μας η Παννυχίδα της Ανάστασης του Γένους μας.
Μαρία, Άρτεμις, Αντιγόνη, Χρυσηίδα,
« Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», είπε κι όλες μαζί νοερά βυθίστηκαν στις αιμάτινες λέξεις και τα γράμματα της Προκήρυξης της Ελληνικής Επανάστασης που χρόνια τώρα φυλάγεται ως ιερό κειμήλιο στον Οίκο των Φαλταγηδών δίπλα στα ιερά κονίσματα και τ’ άγια σπαθιά και όπλα.
Σώπασε η Άννα. Παγωμένη στήλη άλατος στην κορφή του Παλαιόπυργου. Το βλέμμα της με μια δύναμη απροσμέτρητης ακρίβειας, στυλωμένο θαρρείς πέρα κει στα χαρακώματα της Ηπείρου, αλύγιστο μες στην παγωνιά και την εξάντληση του πολέμου.
Η Μαρία ταξίδευε κι αυτή πέρα μακριά, στα νερά του Αιγαίου εκεί που δινόταν ένας άλλος επίσης κρίσιμος αγώνας για την υπεράσπιση των δικαίων.
Η σκέψη της πήγε στο θωρηκτό Αβέρωφ όπου υπηρετούσε ο αδελφός της Κωνσταντίνος. Είναι αλήθεια ότι η ανησυχία των τελευταίων ημερών που την κατέτρεχε εξαφανίστηκε σήμερα. Ήταν όχι απλώς σίγουρη ότι ο αδελφός της θα `κανε το καθήκον του αλλά κι ότι χάρη σ’ αυτόν οι ναυτικοί αγώνες του θωρηκτού Αβέρωφ θα γίνονταν θρυλικοί. Το `ξερε και το πίστευε τώρα πια η Μαρία. Ο αδελφός της Κωνσταντίνος Φαλτάιτς θα τράβαγε πολύ ψηλά τον πήχη του ανθρώπου, τόσο που φοβόταν μήπως φτάσει στο σημείο κείνο που καίγεσαι απ’ το υπέρλαμπρο φως της θεότητος όταν θεάσαι το άρρητο.
Ένα φωτεινό τότε σημάδι στο βάθος της θάλασσας, ανοιχτά της Σκύρου, την επανέφερε στην πραγματικότητα. Δε μίλησε. Ίσως να `ταν το θωρηκτό Αβέρωφ, σκέφτηκε. Κι αν πάλι δεν ήταν η προσευχή της έγινε «καλό ταξίδι και με τη νίκη».
Η Μαρία κοίταξε τη μητέρα της. Τα μάτια της ήταν κόκκινα απ’ την ένταση και τη δύναμη της ψυχής που ενεργοποιούνταν μέσα της για ν’ αποκτήσουν τιτάνιες συμπαντικές διαστάσεις.
« Τώρα δεν είναι πια μονάχα η δική μου μάνα, σκέφτηκε. Γινόταν η μάνα του στρατιώτη, του κάθε Έλληνα στρατιώτη που αγωνίζεται, που χάνει και χάνεται, που πεθαίνει μέσα σε μια λίμνη αίματος, μοναξιάς κι εγκατάλειψης.
Ήταν η μάνα όλου του έθνους που με το σώμα και τηΝ ψυχή της κατοικεί τα πεδία του πολέμου φωτίζοντας την ελπίδα, που έγινε τείχος κι οχύρωμα, δύναμις βαστάζουσα τον κόσμο όλον μα και πίστις καταυγάζουσα τις ψυχές ».
Κόντευε πια να ξημερώσει. Οι πέντε γυναίκες παγωμένες κι εξαντλημένες από την ολονύχτια προσευχή στον Παλαιόπυργο αποφάσισαν να επιστρέψουν στο σπίτι.
Η Άννα κοντοστάθηκε μια στιγμή. Είδε τον ήλιο δειλά δειλά να προβάλει στο βάθος του ορίζοντα, και τράβηξε την ψυχή της απ’ τα χαρακώματα του Μπιζανίου σίγουρη ότι η μέρα που ήρθε θα `ταν και νικηφόρα.
Απ’ τα σπλάχνα της Μαρίας όμως καθώς πλησίαζε στο σπίτι έβγαινε κάτι σαν ευωδία, μια μυστική θα `λεγες ευωχία. Ήθελε κάτι να κάνει, να σπάσει ίσως με μια κραυγή την παγερή σιωπή τούτου του πρωινού. Ένιωθε ένα αμέτρητο βάρος. Ένα φρικτό άκουσμα ήθελε να βγει από μέσα της. Το κράτησε όμως γερά και το `κανε, κείνη τη στιγμή της σοφίας της, θησαύρισμα πολύτιμο της μοίρας, φυλακτήριο δικαιοσύνης, γλυκασμό ολόφωτης χαρμονής, χρησμό ελπίδος.
« Από δω, είπε, θ’ αναστηθεί του καλοκαιριού το δίκαιο στάχυ»!
Σάββατο 1-1-05
Φωτογραφία : Σκύρος - Άγγελος Παπακωνσταντίνου |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου