Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

«Έπαθλα και χάριτες» , Θανάσης Αβέλλιος


ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΒΕΛΛΙΟΣ


ΚΩΜΟΣ

Σαν αργυραμοιβός προβαίνει το φεγγάρι
και πράος και γελαστός και δολοπλόκος·
γύρω του οι πόκοι από ποίμνιο που εκάρη
θαρρείς το και που φύλαγε ο Πιτσικώκος.

Τίμια κρόνια κέρματα και αποζητούνε
μαύρα χάη να εξοφλήσουν, φίλια τ’ άστρα·
επαμειβόμενο το λαβείν και το δούναι
μιάς αιθέριας βαρβίτου στη ραβανάστρα.

Στην ψυχή μου πρωτόγνωρη δύναμι ας έμβη·
κι’ εύχου το κάλλος της, αρχαίο, να μοιάζη
με των χρυσών ονείρων μου τη θεία ρέμβη.

Σιμώνει, ακούω τη φωνή, συναρπάζε:
Μυθώδης έως τις κορφές δέντρων κι’ ορέων
Και μέθυσος και νυκτιπάτης ο Ανακρέων.



ΣΠΟΝΔΗ

Τα δρύινα βαρέλια να χτυπώ στο πόρτιασμα
κι’ εκείνων ν’ αντηχούν οι ως έμβιοι βόμβοι·
που σα δεχτούν το αίμα σου χοχλό, Διόνυσε,
τον πείρο ακούω, να μουγκανίζη, ως εκατόμβη.



Ο ΓΕΡΩΣ ΤΟΥ ΛΙΒΑΡΙΟΥ

Στην καλαμένια του ετοιμόρροπη καλύβα,
σκυφτός ο Ζάφνος που για πάπιες ενεδρεύει·
κι’ αργοσαλεύουν μέσα του στριφνά τα ερέβη·
Μνήμη της φυλακής του ανήμπορη ο Σίβα.

Ένα τσιμπούκι αναμμένο πάντα σε θέση
που δάκνει κι’ είναι από ατόφυον αιματίτη·
σαράντα χρόνια η τιμωρία κι’ η Νεφερτίτη
του απαιτεί γονατιστός να της προσπέσει.

Μες στου καπνού την αποπνιχτική βραχνάδα,
περνάει ωχρό το θύμα του και σύζυγός της
που αδιάφορος φάνη γι’ αυτόν κι’ ο Άγιος Σώστης.

Φτερώνουν τα υδρόβια και η εννεάδα
των δεκαετιών του προκαλεί, κομπάζει
στην παγωνιά που φύεται σαν το ραγάζι.



ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

Μες στη γαλήνη ωριοκεντάει το αηδονολάλημα
με φορτισμένους ακκισμούς την μυθική αμφιλύκη·
της νύχτας το αργοΰφαντο, πεποικιλμένο ένδυμα
μόλις που πάει για να φανή σα σκέπασμα ενός λίκνου
που χέρια κατεκόσμησαν με της στοργής τα μάθη·
[Ρεμβώδης πλούτος, άμωμος, πολύχρωμος που απλώνει
Έναν καινούργιον ουρανό, του πρώτου αντίπραξι,
Τριγύρω μας κι’ αστροφορεί τα μικρολούλουδά του·].
Πώς φτερουγούν ορίζοντες, δέντρων κορφές κι’ αισθήσεις
στη μυστική που εστρώσαμεν απόψε πανδαισία,
επά στον χλοοτάπητα που αβρός δωράει την δρόσο
για να χαρή την όλβητα ο εφήμερος εαυτός μας.


Από τη συλλογή «Έπαθλα και Χάριτες», 1985.
ΚΛΑΙΡΗ

Εφαίνοντο οι μαστοί σα βρύσες της ζωής,
όπου ροούσαν σιγηλά τον ευτύχιο πόθο·
[Στην προβολή του λυκαυγούς καθώς χρυσέλαμπε
το δωρητήριο πέπλο προς τη μέρα.].
Μιά έξαρσι από λύρα έπαλε μέσα μου·
τα δέντρα στοίχιζαν τη δροσινή πνοή τους
με μιά καρδιά που αρίστευε στης έλπισης
το φτέρωμα και στον ρυθμό του ερώτου.
Τώρα βυθάω προς το λυκόφως της απόγνωσης
κι’ η έλπιση έχει όνειρο απομείνει που σβήνει
για εκείνο το έαρ των τόσων υποσχέσεων.



Από την ποιητική συλλογή «Έπαθλα και Χάριτες», 1985, σελ. 38.

ΟΡΙΣΜΟΣ

Είναι ποίημα:
το ένθεο πουλί
του πνεύματος
που μέσα
στον απόλυτον
ουρανό πέτεται
της φαντασίας,
όλβιες φορές·
λαλώντας
τον αιθέριον,
εναρμόνιο Λόγο.

Από το βιβλίο: Αθανάσιος Αβέλλιος, «Έπαθλα και χάριτες», 1985, σελ. 37.

Πηγή : http://alonakitispoiisis.blogspot.com/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου