Η κότα και τ’ αυγό [i], Σ. Π. Παπασηφάκη
Το κεφάλι του λαϊκού
ανθρώπου,
καλλιεργείστε το,
οργώστε το, ποτίστε το,
φωτίστε το,
ηθικοποιείστε το.
Αν τα κάνετε όλα αυτά,
δεν θα παραστεί ανάγκη
να το κόψετε!
Βίκτωρ Ουγκώ. Μπροστά
στη λαιμητόμο.
Στην πλατεία ήταν συγκεντρωμένος πολύ κόσμος. Μαζεύτηκαν από
νωρίς για να πιάσουν καλό πόστο και να παρακολουθήσουν το θέαμα. Από το πρωί οι
εργάτες έφτιαξαν την εξέδρα και έστησαν
την κρεμάλα. Είχαν αφήσει ένα μεγάλο διάδρομο, από τον οποίο
θα περνούσε πάνω στο κάρο ο μελλοθάνατος, έκθετος, σε κοινή θέα και θα μπορούσε
άνετα ο κόσμος να τον χλευάζει, να τον φτύνει και να γελά με την κατάντια του.
Τα κρίματά του ήταν πολλά, η καταδίκη του εξασφαλισμένη, η κρεμάλα σίγουρη.
Είχε κλέψει, είχε χτυπήσει, είχε βιάσει, είχε σκοτώσει. Το δικαστήριο αποφάσισε
το θάνατό του δια απαγχονισμού με συνοπτικές διαδικασίες.
Την ώρα της εκτέλεσης, ο δήμαρχος, ο ιερέας, ο τελετάρχης
και ο δήμιος περίμεναν πάνω στην εξέδρα. Ο μελλοθάνατος έφτασε λερωμένος, φτυσμένος και με τα ρούχα
σκισμένα, γιατί το αλαλάζων πλήθος δεν περιορίστηκε μόνο στα λόγια. Όταν οι
φύλακες τον ανέβασαν επάνω, ο ιερέας του διάβασε κάποιες ευχές και του είπε
μερικά λόγια παρηγοριάς για τον κόσμο στον οποίο
επρόκειτο να μετοικήσει, μα αυτός δε φάνηκε να δίνει καμία
σημασία. Ύστερα ο τελετάρχης με στεντόρεια φωνή ανακοίνωσε τα εγκλήματα που
βάραιναν τον κατηγορούμενο και την ποινή που του επιβλήθηκε. Κατόπιν τον
ρώτησε:
Ποια είναι η τελευταία σου επιθυμία;
-Θέλω να πω ένα μυστικό στη μάνα μου, είπε εκείνος.
Κάλεσαν λοιπόν τη μητέρα του που ήταν ανάμεσα στο πλήθος και
ανέβηκε πάνω.
Σκύψε να σου πω κάτι στ’ αυτί, της είπε. Όταν η μάνα του
ζύγωσε για τα καλά, της έδωσε μια γερή δαγκωνιά και της έκοψε ένα κομμάτι από
το αυτί από ένα σημείο από το οποίο οι πληγές δύσκολα κλείνουν. Όσοι ήταν κοντά
έμειναν άφωνοι. Ο δήμιος του έδωσε μερικές γερές ματσουκιές στη ράχη και η μάνα
του σηκώθηκε αιμόφυρτη κι έντρομη πάνω.
Ούτε αυτή τη στιγμή, ούτε τώρα που βρίσκεται μια ανάσα από
το δημιουργό του δε μετανοεί και φέρεται μ’ αυτό τον τρόπο σ’ εκείνη που τον έφερε στον κόσμο και τον ανάθρεψε,
είπε ο τελετάρχης.
Τότε σηκώθηκε με πολύ κόπο ο μελλοθάνατος και είπε: Όταν,
παιδάκι, της έφερα στο σπίτι την πρώτη κότα που έκλεψα μου είπε: Μπράβο παιδί
μου, θα κάνει υπέροχη σούπα. Αν με ρωτούσε πού τη βρήκα και αν με τιμωρούσε
εκείνη, δεν θα χρειαζόταν να με τιμωρήσετε σήμερα εσείς.
Σε λίγο η πλατεία άδειασε. Έμεινε μόνο το σώμα του κατάδικου
να αιωρείται «ανάμεσα στη θεία και στην ανθρώπινη δικαιοσύνη».
[i] Οι συνειρμοί σε γεγονότα της επικαιρότητας είναι
επιτρεπτοί και αναγκαίοι.
Ο θάνατος του Πάολο Ερίτσο (Paolo Erizzo) (NEGROPONTE)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου