Τὸ πλοῖο (Ὁ Τιτανικός), Γιάννης Σκαρίμπας
Ἐκεῖ, πρὸς τὶς γραμμὲς τοῦ Νότιου ἀπείρου
περήφανο ὡς λικνίζονταν τὸ πλοῖο
μὲ δυὸ γλαρὰ φουγάρα καὶ ὀνείρου
φῶτα χρυσὰ – ἡ Κυρία μ’ ἕνα βιβλίο,
στὸ χέρι ἐμελαγχόλει… Τί θεία ὥρα
στὰ βὰλς ποὺ ἡ σάλα ἀντήχει κι εἶχεν ἔβγει
μισή φωτιά, ἡ σελήνη!… Καὶ τί φιόρα
οἱ ἔξωμες μηλαῖδες καὶ τὰ ζεύγη,
ποὺ ὡραία στροβιλίζονταν. Ἡ μπάντα
ποὺ ἀνύποπτους σὲ μέθη αἰθέρια ἐώρει!
Καὶ ἡ Κυρία –ὤωω!…- ποὺ ἐκράτει πάντα
ἐκεῖνο τὸ βιβλίο… Τὸ βαπόρι
στὸ πέλαο ποὺ ἀγάλι ἔκανε κράτει…
Ὢ ἡ Κυρία, ἡ Κυρία αὐτὴ ἡ μοιραία
μὲ πάντα τὸ βιβλίο – τώρα – ὢ νάτη –
κρυφὰ τὸ σκᾶ ἀπ’ τὴν πόρτα κι εἶν’ ὡραία,
μὰ ὠχρή… Ἐνῶ τὸ πλοῖο πλέει (ἢ δὲν πλέει;)
τὸν πλοίαρχο κρατεῖ κι ἀχνὴ καὶ κρύα:
«Γροίκισα σὰν κάποιο τίναγμα…», τοῦ λέει.
– Μὰ βέβαια, βυθιζόμεθα Κυρία!…
«Ἑαυτούληδες», 1950
Ἐκεῖ, πρὸς τὶς γραμμὲς τοῦ Νότιου ἀπείρου
περήφανο ὡς λικνίζονταν τὸ πλοῖο
μὲ δυὸ γλαρὰ φουγάρα καὶ ὀνείρου
φῶτα χρυσὰ – ἡ Κυρία μ’ ἕνα βιβλίο,
στὸ χέρι ἐμελαγχόλει… Τί θεία ὥρα
στὰ βὰλς ποὺ ἡ σάλα ἀντήχει κι εἶχεν ἔβγει
μισή φωτιά, ἡ σελήνη!… Καὶ τί φιόρα
οἱ ἔξωμες μηλαῖδες καὶ τὰ ζεύγη,
ποὺ ὡραία στροβιλίζονταν. Ἡ μπάντα
ποὺ ἀνύποπτους σὲ μέθη αἰθέρια ἐώρει!
Καὶ ἡ Κυρία –ὤωω!…- ποὺ ἐκράτει πάντα
ἐκεῖνο τὸ βιβλίο… Τὸ βαπόρι
στὸ πέλαο ποὺ ἀγάλι ἔκανε κράτει…
Ὢ ἡ Κυρία, ἡ Κυρία αὐτὴ ἡ μοιραία
μὲ πάντα τὸ βιβλίο – τώρα – ὢ νάτη –
κρυφὰ τὸ σκᾶ ἀπ’ τὴν πόρτα κι εἶν’ ὡραία,
μὰ ὠχρή… Ἐνῶ τὸ πλοῖο πλέει (ἢ δὲν πλέει;)
τὸν πλοίαρχο κρατεῖ κι ἀχνὴ καὶ κρύα:
«Γροίκισα σὰν κάποιο τίναγμα…», τοῦ λέει.
– Μὰ βέβαια, βυθιζόμεθα Κυρία!…
«Ἑαυτούληδες», 1950
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου