Μεγάλο Φινάλε ΙΙ, Σταμάτης Γκαβέτας
Τα κεφάλια τον ανθρώπων είναι αυγά που τα κλωσσά η μέρα και τη νύχτα στον ύπνο σκάνε νεοσσοί. Ξύπνησα το πρωί βρίσκοντας γύρω από το κρεβάτι φλούδες ονείρου, μοιάζουν με ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Από τη δόλια την κεφάλα μου σκάνε μπουλούκια οι ηθοποιοί και μου ζητούν τον πρώτο ρόλο και είναι φορές που είναι πιο δυνατοί από εμένα και τον παίρνουν. Τάχα ποιον να υπηρετώ, να είμαι εγώ ο ιππότης ή ο ιπποκόμος μου. Μπερδεύτηκαν πάλι οι ρόλοι στο φτωχό μου κεφάλι.
Βγαίνω έξω, συναντώ και πάλι για πολλοστή φορά τον Εραστή του Ευρίπου, μου δείχνει το σώμα μου. Τότε είδα πως μου είχαν κοπεί οι σπάγκοι, γρήγορα μη με δουν οι από πάνω τους χώνω στις κάλτσες και στα μανίκια σφυρίζοντας αδιάφορα. Τάχα να είχα γλυτώσει και να ήμουν λεύτερος; Οινόφλυγες σκιές παραπατούν στο διάβα μου. Όρθιο λελέκι περπατώ στην παραλία διακρίνοντας στους άλλους – ανθρώπους; - τους σπάγκους που τους τυλίγουν. Δε με κοιτούν, σάμπως να μη με βλέπουν; Ποίος κάνει μάνα και σκορπά σα τραπουλόχαρτα τα εκμαγεία των προσώπων;
Και να που- όντως – ήμουν λεύτερος λες και ήμουν κλειστός στην μάνας μου την κοιλιά, αντισκαστός που λένε. Κίνησα κατά το Νεγροπόντε και άλλοι σαν και μένα με κομμένους τους σπάγκους από τα μέλη τους μπαίνουν σε γόνδολες. Με φεγγαρένια κέρματα της νύχτας πληρώνω το αντίτιμο για να μπω και εγώ μέσα. Μασκαρεμένες κομφετί οι αναμνήσεις μου, με το ένα μάτι ανοικτό τραβώ έξω από τα όρια τούτου του κόσμου – στα χάη.
Φωτογραφία : Χαλκίδα
Τα κεφάλια τον ανθρώπων είναι αυγά που τα κλωσσά η μέρα και τη νύχτα στον ύπνο σκάνε νεοσσοί. Ξύπνησα το πρωί βρίσκοντας γύρω από το κρεβάτι φλούδες ονείρου, μοιάζουν με ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Από τη δόλια την κεφάλα μου σκάνε μπουλούκια οι ηθοποιοί και μου ζητούν τον πρώτο ρόλο και είναι φορές που είναι πιο δυνατοί από εμένα και τον παίρνουν. Τάχα ποιον να υπηρετώ, να είμαι εγώ ο ιππότης ή ο ιπποκόμος μου. Μπερδεύτηκαν πάλι οι ρόλοι στο φτωχό μου κεφάλι.
Βγαίνω έξω, συναντώ και πάλι για πολλοστή φορά τον Εραστή του Ευρίπου, μου δείχνει το σώμα μου. Τότε είδα πως μου είχαν κοπεί οι σπάγκοι, γρήγορα μη με δουν οι από πάνω τους χώνω στις κάλτσες και στα μανίκια σφυρίζοντας αδιάφορα. Τάχα να είχα γλυτώσει και να ήμουν λεύτερος; Οινόφλυγες σκιές παραπατούν στο διάβα μου. Όρθιο λελέκι περπατώ στην παραλία διακρίνοντας στους άλλους – ανθρώπους; - τους σπάγκους που τους τυλίγουν. Δε με κοιτούν, σάμπως να μη με βλέπουν; Ποίος κάνει μάνα και σκορπά σα τραπουλόχαρτα τα εκμαγεία των προσώπων;
Και να που- όντως – ήμουν λεύτερος λες και ήμουν κλειστός στην μάνας μου την κοιλιά, αντισκαστός που λένε. Κίνησα κατά το Νεγροπόντε και άλλοι σαν και μένα με κομμένους τους σπάγκους από τα μέλη τους μπαίνουν σε γόνδολες. Με φεγγαρένια κέρματα της νύχτας πληρώνω το αντίτιμο για να μπω και εγώ μέσα. Μασκαρεμένες κομφετί οι αναμνήσεις μου, με το ένα μάτι ανοικτό τραβώ έξω από τα όρια τούτου του κόσμου – στα χάη.
Φωτογραφία : Χαλκίδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου