Μυρωμένη ολόφωτη νύχτα, όμορφη σαν αρχαία μητέρα,
φως
ακάνθινο μες στο λιβάνι.
Χθες ακόμη νέος, αιώνιος τον κόσμο θαύμαζα αγέννητος.
Πριν
από χρόνια η περιφορά του επιταφίου,
η
συνάθροιση των πιστών στην παραλία
τα
παιδιά που κατηφόρισαν με τις λαμπάδες στο χέρι παιχνιδίζοντας
μέσα
στο θάμβος των κεριών
η
φωνή της γερόντισσας με το λευκό το πανωφόρι
ο
ψαλμός από τα χείλη της, από τα έγκατα της ψυχής
με
τόση άνοιξη, με τόση ουρανοσύνη,
με
χιλιάδες χελιδόνια στα μαλλιά.
Ω
γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον ...
Από
το πρωί η μεγάλη νηστεία, τ' άνθη στο κοιμητήριο
νεκροί
και ζωντανοί συνοδοιπόροι
και
ο δρόμος προς την αγάπη είναι του καραβιού η θάλασσα
και
τούτη τη θάλασσα, τον Εύριπο με τα γλαροπούλια,
με
τα πλοία, με τα ιστιοφόρα,
με
τ' άσπρα πανιά και τα ψηλά κατάρτια
νέος,
αιώνιος, τούτη τη θάλασσα τη λάτρεψα.
Μυρωμένη
νύχτα μέσα στην άχνα των κεριών και το λιβάνι,
ολημερίς
ο πένθιμος κτύπος της καμπάνας
και
αργά στα ουζερί ο τελευταίος ασπασμός.
Με
το τραπέζι στρωμένο σαν ευαγγέλιο
με
λίγες ελιές, με το ψωμί και το χταπόδι
τον Νεκρό ξαγρυπνούσαμε ο ένας πλάι στα μάτια του άλλου,
περιμέναμε ως το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου
ο παππάς το κρασί ευλογώντας να ψάλλει:
ἀνάστα, ὁ Θεός, κρίνων τὴν γῆν ...
και με την ευωδία του εκκλησιάσματος επιστρέφαμε σπίτι.
Μεγάλη Παρασκευή σήμερον, το έαρ εγγίζει,
το φεγγάρι ασημώνει τον ουρανό,
αύριο o θάνατος συντρίβεται
από το τσούγκρισμα των κόκκινων αυγών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου