Ανηφορίζοντας…
Η ανηφόρα απότομη καθώς είναι με βάζει σε δοκιμασία,
ανεβαίνω μισή ώρα και δεν έχω φτάσει ούτε στη μέση, τ’απόκρημνα βράχια της
κορφής με κοιτούν και σιγογελάνε, όσο τα χρόνια περνούν τα βουνά ψηλώνουν. Όταν
ήμουν παιδί ανέβαινα σχεδόν τρέχοντας, τώρα κάθε τόσο κάνω στάσεις, δεν αρκεί
μόνο η θέληση.
Το τοπίο δεν έχει αλλάξει μόνο το δάσος με τα ίλκια στην
απέναντη πλαγιά ψήλωσε, έγινε αδιαπέραστο,τα δέντρα μεγάλωσαν, μόνο η ανάσα μου
μίκρυνε.
Τα χρόνια εκείνα τον Αύγουστο της Παναγιάς ο πατέρας μου
μ’έπερνε απο το χέρι κι’ανηφορίζαμε το μονοπάτι που οδηγεί στην κορφή του Αι
Νικόλα. Δεν κοιμόμουν όλη τη νύχτα, το χάραμα της Παναγιάς το περίμενα με
ανυπομονησία, θέλεις η γιορτή θέλεις η βόλτα, οι διηγήσεις του πατέρα μου, όλα
ήταν μαγικά.
Ο συχωρεμένος ο γέρος μου τα θυμόταν απο τον πατέρα του
που τον τριγύριζε στα μονοπάτια του βουνού και του διηγόταν
ιστορίες για τα πουλιά τα δέντρα και τα ξωτικά. Το είχε ιερό σκοπό
να τα μεταφέρει σε μένα να μου διηγηθεί όλα όσα έμαθε απ’τον πατέρα του να μη
σβήσουν, να μη χαθούν, να συνεχίσουν να υπάρχουν.
Όσο ανεβαίναμε τόσο διηγόταν κι όταν φθάναμε στην κορφή
θυμάμαι το βλέμμα του γινόταν καθάριο, αγκαλιά μεγάλη, θαρρείς πως εκείνη τη
στιγμή η καρδιά του μπορούσε να συγχωρήσει τις κακίες του κόσμου όλου γιατί απο
ψηλά φάνταζαν ασήμαντες.
Ασφάκα, θυμάρι, φασκόμηλο, πλημμύριζε ο αέρας μυρωδιές
που έτσι να έκανες τις έπιανες. Θυμάμαι κάτω απ’τα βράχια της κορφής ένα μώβ
λουλουδάκι, πολλές φορές προσπάθησα να το κόψω να το περιεργαστώ, μα μέχρι
σήμερα δεν τα κατάφερα. Στον πατέρα μου άρεσε πολύ και πάντα μούλεγε
πως δεν μπορεί να το κόψει, πως δεν έχει το δικαίωμα να στερήσει απο τη φύση
αυτή τη λιλιπούτεια ομορφιά. Ρομαντισμός, αυτό τον χαρακτήριζε.
Η πόρτα της εκκλησιάς έτριξε, απέναντι σε απόσταση
αναπνοής η ωραία πύλη και στο πλάι η εικόνα της Παναγιάς. Ανάβαμε τα καντήλια
και προσκυνούσαμε , σαράντα χρόνια μετά η εικόνα ακόμα μοσχοβολάει όπως ο αέρας
που έρχεται απο τον Ευβοϊκό και πάει για το Αιγαίο, περνά πάνω απ’ την κορφή
παίρνει τα δώρα του βουνού, μηνύματα της φύσης να ταξιδέψει . Περνά πάνω απ’ την
εκκλησιά που αιμοραγεί απ’το χρόνο, πάνω απ’ το κάστρο παίρνει μακρυά τις φωνές
των πολιορκημένων κι όταν θυμώσει για τα καλά γυρίζει τις πέτρες ανάποδα να τις
κάνει να πάψουν να θυμούνται να πάψουν να μιλούν για το παρελθόν ο
χρόνος τις τρυγά, ραγίζουν δεν αντέχουν.
Το εκκλησάκι του Αϊ Νικόλα είναι γατζωμένο στην άκρη του
βράχου, μοναδική θέα ο κάμπος και ο Ευβοϊκός, αλλάζουν χρώματα με τις εποχές..
Συνήθως στις κορφές τα εκκλησάκια είναι αφιερωμένα στον προφήτη Ηλία, εδώ είναι
ο Αϊ Νικόλας όπως και νάχει το τοπίο με γεμίζει δέος, είναι ιερό λιμέρι. Κι εδώ
οι διαδικασίες ήταν ίδιες, άναμα στα καντήλια προσκύνημα στην εικόνα του Αγίου
και μετά ιστορίες και αγνάντεμα. Κάποτε μια καλοκαιρινή
καταιγίδα μας καθήλωσε αρκετή ώρα στη σπηλιά, το θυμάμε σαν όνειρο
,τ΄αστροπελέκια χαράκωναν τον ορίζοντα με θυμό πρωτόγνωρο τον γέμιζαν φωτιά και
βουητό. Άνοιξαν οι κρουνοί τ΄ουρανού και το νερό έτρεχε ποτάμι.
Στριμωγμένος στην αγκαλιά του πατέρα μου σκέπαζα τον φόβο
μου, κοιτούσα το καντήλι που τρεμόπαιζε, σπινθύριζε, μου μιλούσε κι έπερνα
κουράγιο. Παιδικές αναμνήσεις, όνειρα με νεράιδες , εικόνες της φύσης αφημένες
απο το πατρικό χέρι.
Λίγο ακόμα και φθάνω στην κορφή, φούσκωσα για τα καλά μα
επιμένω. Θ΄ανάψω το καντήλι της Παναγιάς του Αϊ Νικόλα, θα κάνω έτσι
δά να πιάσω τις μυρωδιές, ν΄ακούσω την πέρδικα να λαλεί. Θα περιμένω. Όπου
ν΄άναι θα φανεί κι ο γέρος μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου