Τα τέκνα της γραφής
Πότε αλλάζει μία εποχή; Όταν η τέχνη ξεκολλήσει από το μουσαμά, που είναι πεταμένος χάμω, και γαντζωθεί στον καμβά με καλοφτιαγμένη κορνίζα, για να είναι προσιτή στα βλέμματα των περαστικών. Λένε κάποιοι.
Οι δημιουργίες, συνήθως, γίνονται στα κάτω στρώματα, σε χώμα άνυδρο και στείρο. Μετά, αν το επιτρέψουν οι συγκυρίες και το έδαφος υγρανθεί είτε από μια βροχή που θα πέσει από ψηλά είτε από νερά υπόγεια, τελικά, τότε εξυψώνονται. Υπάρχουν κατά εποχές διάφορες συγκυρίες που ανοίγουν τους ουρανούς ποτίζοντας τα καλλιτεχνικά ζιζάνια για να γίνουν άνθη ζηλευτά. Να κοπούν μετά για να στολίσουν τις Κυριακές μας ή να μείνουν βορά στις μέλισσες που απομυζούν τη γύρη τους και τη διανέμουν στη γύρω πλάση να βλαστήσει κι εκεί η σπορά της δημιουργίας.
Είναι βέβαια κι εποχές που οι θεσμοί της εξουσίας, όταν κλυδωνίζονται, βρίσκουν στην τέχνη έδαφος να πατήσουν να καλοκάτσουν πάνω στην καμπούρα του λαού, στο ρύγχος του θηρίου που λέγεται λαϊκή δύναμη, με σκοπό όχι να το αφυπνίσουν αλλά να το προσανατολίσουν προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Μια τέτοια συγκυρία προέκυψε στα ύστερα μεσαιωνικά χρόνια στην Ευρώπη, στην εξύψωση του μπαρόκ από την άρχουσα τάξη προκειμένου η καθολική εκκλησία να αντεπιτεθεί στον προτεσταντικό κόσμο και να ανακτήσει τα χαμένα της εδάφη, ή εδάφια. Και άλλα τα παραδείγματα, αναλόγως των επιταγών τής κάθε εποχής που αναζητάει διακαώς ένα αποτύπωμα πέρα από τον χρόνο για να μείνει η τέχνη ατελεύτητος αγωγός του τότε με το τώρα που είχε συμβεί κάποτε. Έπειτα, η κάθε ιστορικό-γραφόμενη πένα θα καταγράψει το αποτέλεσμα για να θυμούνται οι επόμενες γενιές, μεροληπτώντας πάντα προς ένα εσωτερικό ή εξωτερικό κάλεσμα του εκάστοτε μελετητή.
Εν συντομία, συνήθως, η τέχνη, ειδικά η τέχνη που απευθύνεται σε ευρύ κοινό, έχει ένα σκοπό ή υπόκειται σε μία κάποια μορφή μεταχείρισης προς ένα όφελος.
Ακόμα και στην επανάσταση των 60ς ήταν η μουσική που έδωσε πνοή στο ρεύμα της εποχής να αλλάξει το κατεστημένο. Όμως, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο D. Pichaske, συγγραφέας του βιβλίου «Mία γενιά σε κίνηση», η δυτική κοινωνία κατάφερε να χωνέψει αυτή την τεράστια ενέργεια ανατροπής που την κυνηγούσε ανηλεώς. Πώς έγινε αυτό; Με τον πιο έξυπνο τρόπο, την έκανε μόδα. Την έκανε μπλουζάκια και μιούζικαλ και την χρηματοδότησε να ανέβει και να σταθεί σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης. Την έκανε life style με λίγα λόγια και κάποιοι έβγαλαν από αυτό δις εκατομμύρια δολάρια.
Ενώ όμως η τέχνη έχει μεταχειριστεί υστερόβουλα τα προς το όφελος πολλών αντιπροσώπων της εκεί που έχουμε το πλεονέκτημα να πάρουμε εικόνες και να δημιουργήσουμε σχήματα αγνά από προθέσεις, τελικά είναι η φύση.
Η φύση από τη φύση της παραμένει ανεπιτήδευτη. Κι όταν η τέχνη αντλεί την ενέργεια της από τη φύση με όποιο τρόπο εκείνη γίνεται αντιληπτή από τις αισθήσεις μας και όπως συλλαμβάνει η φαντασία μας το κάθε ερέθισμα γύρω μας, τότε το έργο τέχνης είναι σχεδόν δανεικό. Κι έτσι πρέπει να είναι. Να ρίξουμε μέσα στη φαντασία ήχους και να πάρουμε αγάλματα. Να ρίξουμε εικόνες και να πάρουμε μουσική. Τίποτα δεν είναι ασύνδετο, ακόμα και το πιο φαντασιακό είναι άρρηκτα θεμελιωμένο μέσα στη γη, κάτω από τον έναστρο ουρανό και πλέει μέσα στους ωκεανούς, επηρεασμένο από υπόγεια ρεύματα, φωτεινές δέσμες και εκρήξεις ηφαιστείων.
Αυτά είναι τα δύο θεμελιώδη υλικά που δομούν κάποιο έργο τέχνης. Η φύση που προϋπάρχει και η φαντασία που γεννιέται μέσα μας. Μετά παλεύουν, δονούνται,
χορεύουν και αναμιγνύονται μέχρι να τραντάξουν την ψυχή του καλλιτέχνη κι αυτός να εκφραστεί. Ο τρόπος που αυτά τα υλικά τα αποτυπώνουμε σε μία εικόνα ή αναπαράγουμε τα περιγράμματά τους βάζοντας μέσα εκεί ανθρώπους, όντα, σπίτια, γεγονότα, λέξεις, φράσεις, περιπτύξεις, φως, σκοτάδι, καταδίωξη, θάνατο, όλα αυτά αποσκοπούν στη δημιουργία ενός έργου τέχνης.
Τα συναισθήματα που θα αποκαλυφθούν μέσα από αυτή τη θηριώδη μάχη και θα εξυψώσουν συθέμελα το αποτέλεσμα από τις πέτρες, τα εργαλεία, τις σελίδες και τα περιγράμματα που έχουν καταπλακώσει την έκφραση του βαρέως φέροντος αυτά σαν φορτίο δυσβάστακτο, η κοινή λογική και ο νους δεν μπορούν να τα συλλάβουν εξ αρχής. Κι αυτό γιατί, μέχρι να ολοκληρωθεί η δημιουργία, ο άνθρωπος και τα μέσα ανήκουν στο ίδιο το σώμα. Μετά όποιας τέχνης κι αν είναι αποτέλεσμα, για να γίνει αποδεκτό από το προϊδεασμένο κοινό το έργο τέχνης θα πρέπει να αυτονομηθεί. Να κόψει δεσμούς με τον δημιουργό του.
Δεν μπορώ να σταθώ στο πόσο σημαντικό ή όχι είναι κάποιο ρεύμα ή κάποιο έργο, φυσικά το κάθε ένα έχει τη δική του βαρύτητα στην εποχή που έγινε αντιληπτό. Εκεί τα κριτήρια είναι εντελώς υποκειμενικά ή διαφέρουν ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο γίνονται αυτά αντιληπτά. Αν για παράδειγμα ένας ζωγράφος του κινήματος του υπερρεαλισμού ζούσε στην αρχαία Αθήνα, πολύ πιθανό να τον εξόριζαν σαν αιρετικό, ενώ αν κάποιος καλλιτέχνης πρωτοπόρος του παρνασσισμού ζούσε στην εποχή του Περικλή, ίσως να μην προξενούσε ιδιαίτερη αίσθηση στο κοινό εκείνης της εποχής.
Ενώ λοιπόν η ομορφιά της φύσης παραμένει ανούσια για κάποιο σκοπό, η ομορφιά ενός έργου τέχνης έχει πολλές πινελιές σκοπιμότητας. Το έργο από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι τη στιγμή της δημιουργίας παραμένει κομμάτι, σάρκα από τη σάρκα του δημιουργού του. Μετά όμως αφήνεται. Δεν του ανήκει. Όσοι γονείς σκέφτονται ότι τα παιδιά τους πρέπει τυφλά να ακολουθήσουν τα χνάρια της οικογένειας ως κτήματα και ιδιοκτησία της τότε κάτι δεν έπραξαν σωστά εξ αρχής. Η ζωή θα τα φέρει έτσι που κάποια στιγμή κι εκείνοι θα αναθεωρήσουν ή θα φύγουν με την αβεβαιότητα και την αναζήτηση της δικιάς τους χαμένης ζωής. Θα μπορούσαν κάλλιστα να πάρουν απλά έναν καθρέφτη και κρατώντας τον πάντα μαζί τους να κοιτάνε εκεί και να βλέπουν το μέλλον των παιδιών τους.
Είναι λοιπόν ο άνθρωπος ο δημιουργός, ο πλάστης δηλαδή ενός τέκνου τέχνης; Η απάντηση, όσον αφορά το πρακτικό μέρος της δημιουργίας, είναι πως ναι. Δεν είναι όμως αυτό το έργο κτήμα του, εκτός κι αν έχει φτιαχτεί μόνο για τον ίδιο. Ο δημιουργός έχει την ευθύνη της ιδιοκτησίας μέχρι να εκθέσει το έργο, μετά εκείνο γίνεται αντιληπτό από τη συνείδηση τού κάθε παρατηρητή σαν μία μοναδική οντότητα που αλληλεπιδρά με τον παρατηρητή μόνη της. Κουβαλάει βέβαια τα στοιχεία του δημιουργού της αλλά αυτά πάλλονται ζωντανά μόνο υπό το βλέμμα του θεατή ή του αναγνώστη. Αλλιώς δεν ζει το έργο. Ο καλλιτέχνης όσο περισσότερο μπορεί να δώσει από τις αισθήσεις και να αποτυπώσει την ψυχή του κόσμου που τον περιβάλλει στη δημιουργία του, τόσο εκείνη δονείται, όταν σηκωθεί η αυλαία και ψηλαφιστεί από τους θεατές του ή τους αναγνώστες του.
Γιατί όμως να δεχτούμε την αυτονομία ενός έργου τέχνης και σε τι βαθμό είναι κάτι τέτοιο δυνατό; Σίγουρα, αυτός που παρεμβάλλεται μεταξύ φύσης, δηλαδή των συστατικών του έργου, και του αποτελέσματος είναι ο άνθρωπος. Όταν όμως μπει και η τελευταία πινελιά, δεν είναι λίγες οι φορές που το αποτέλεσμα ξεπερνάει τις
προσδοκίες του καλλιτέχνη. Ο λόγος που συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι γιατί όταν τελειώνει το έργο αυτονομείται, παύει να ανήκει σε εκείνον που το δημιούργησε. Κι όσο πιο γρήγορα γίνει αυτό τόσο πιο ιδιαίτερο και σημαντικό είναι το αποτέλεσμα.
Όπως η στιγμή της σύλληψης. Κανείς δεν μπορεί να την ερμηνεύσει και να μεθοδεύσει όπως επιθυμεί. Κάποιες νευρικές απολήξεις συναντάνε τυχαία ένα υποσυνείδητο ερέθισμα και αυτό επιστρέφει στον εγκέφαλο με μια στιγμιαία έμπνευση; Πώς όμως συμβαίνει αυτό και γιατί; Η φύση έχει επιλέξει ανθρώπους με κάποια πιο ευαίσθητα αισθητήρια ή το περιβάλλον και οι συνθήκες που διαμορφώνει η κοινωνία και η φύση, πυροδοτούν το βόλι του χαρισματικού ανθρώπου να κάνει αίσθηση;
Αν το έργο καταφέρει να διεγείρει κάποιες ευαίσθητες χορδές του κοινού που το αντιλαμβάνεται, τότε λέμε ότι βγάζει συναίσθημα. Αυτό είναι και το ζητούμενο στο έργο τέχνης. Το συναίσθημα ξεπερνάει τα φυσικά όρια και τη φθορά και αγγίζει την αθανασία. Ρέει κάτω από το έδαφος σαν υπόγειο ποτάμι κι όταν η αξίνα της δημιουργίας χτυπάει το χώμα -γιατί πολλές φορές γεννιέται βίαια- τότε η αλήθεια ρέει σαν πίδακας καθαρού νερού. Με τη δύναμη που αναβλύζει μας φέρνει στο νου τη χαμένη μας ταυτότητα και μας ξεπλένει την ψυχή. Για να γίνει όμως αυτό θέλει σκάψιμο. Επειδή ούτως ή άλλως είναι δύσκολο έργο να κοιτάς μέσα σου, γι’ αυτό τελικά το κάλεσμα της τέχνης έχει απήχηση σε εσωστρεφείς ανθρώπους που κρατούν κρυμμένα συναισθήματα. Εκεί έχουμε άλλη μία απόδειξη ότι ο δημιουργός του έργου δεν είναι καθόλου ο ιδιοκτήτης του. Δεν είναι παρά μόνο εκείνος που παρεμβάλλεται μεταξύ της αξίνας και του νερού. Όχι ότι ο ρόλος του καλλιτέχνη δεν είναι μοναδικός και εξέχων όμως επειδή κάποιος είναι καλός στο να παίζει ρόλους, να γράφει βιβλία, να λαξεύει πέτρες, δεν σημαίνει ότι είναι και κάποιος επιφανής και φωτισμένος άνθρωπος.
Αντιθέτως, έχει πάρει στη ζωή του μονοπάτια που ο ήλιος δεν καταδέχτηκε να φωτίσει ποτέ. Είναι από τα απαραίτητα για να μπορέσει να ερμηνεύσει την αλήθεια και την οδύνη που τον περιβάλει και να ανάγει σε τέχνη το φως και το σκοτάδι.
Επίσης, άλλη μία απόδειξη είναι ότι οι περισσότεροι καλλιτέχνες πεθαίνουν νηστικοί και κουρασμένοι. Σχεδόν ποτέ κανείς δεν τους υμνεί εν ζωή, ενώ το έργο τους μένει παρακαταθήκη στις επόμενες γενεές να το ανακαλύψουν και να αναδείξουν το μεγαλείο του. Το συναίσθημα, όταν αναδεικνύεται, είναι αντιληπτό για λίγο διάστημα από τις αισθήσεις μας. Μα πρέπει να ξανακατέβουμε στη γη και να ασχοληθούμε με πρακτικά θέματα. Αυτό κάνουν οι άνθρωποι, το έκαναν πάντα και γι’ αυτόν τον λόγο ζουν και πεθαίνουν. Είναι οι αισθήσεις μας που έχουν πειραχθεί και παράγουμε τέχνη. Μόνο αυτές κάνουν κουμάντο σε ένα πραγματικό άνθρωπο της τέχνης και όχι ο νους του, η διαύγεια του, ή ας μου επιτραπεί η λέξη, η μεγαλοφυΐα του. Αν ο νους, η διαύγεια, η τεχνική, συγκλίνουν επιστημονικά και καλλιτεχνικά κάτω από την ίδια στέγη, τότε ίσως να μιλάγαμε για μεγαλοφυΐα. Τα έργα του όμως έχουν τη δική τους υπόσταση και συνεπώς από τη στιγμή που κάποιος θα τα διαβάσει ή θα τα δει, θα συναναστραφεί μαζί τους, τότε, αυτά δεν μπορεί να είναι κτήμα του δημιουργού τους. Αυτοί που παράγουν τέχνη, απλά εξαργυρώνουν το χρέος που έχουν για τη συνάντηση του ιδεατού με τη φθορά, μέσα σε έναν φυσικό κόσμο.
Πράττουν αυτό που επιτακτικά ζητούν οι επόμενες γενιές για να έχουν ένα σημείο αναφοράς στην ιστορία. Εκεί, το έργο τους μένει αυτόνομο και αναλλοίωτο γιατί πλέον δεν τους ανήκει.
Πότε αλλάζει μία εποχή; Όταν η τέχνη ξεκολλήσει από το μουσαμά, που είναι πεταμένος χάμω, και γαντζωθεί στον καμβά με καλοφτιαγμένη κορνίζα, για να είναι προσιτή στα βλέμματα των περαστικών. Λένε κάποιοι.
Οι δημιουργίες, συνήθως, γίνονται στα κάτω στρώματα, σε χώμα άνυδρο και στείρο. Μετά, αν το επιτρέψουν οι συγκυρίες και το έδαφος υγρανθεί είτε από μια βροχή που θα πέσει από ψηλά είτε από νερά υπόγεια, τελικά, τότε εξυψώνονται. Υπάρχουν κατά εποχές διάφορες συγκυρίες που ανοίγουν τους ουρανούς ποτίζοντας τα καλλιτεχνικά ζιζάνια για να γίνουν άνθη ζηλευτά. Να κοπούν μετά για να στολίσουν τις Κυριακές μας ή να μείνουν βορά στις μέλισσες που απομυζούν τη γύρη τους και τη διανέμουν στη γύρω πλάση να βλαστήσει κι εκεί η σπορά της δημιουργίας.
Είναι βέβαια κι εποχές που οι θεσμοί της εξουσίας, όταν κλυδωνίζονται, βρίσκουν στην τέχνη έδαφος να πατήσουν να καλοκάτσουν πάνω στην καμπούρα του λαού, στο ρύγχος του θηρίου που λέγεται λαϊκή δύναμη, με σκοπό όχι να το αφυπνίσουν αλλά να το προσανατολίσουν προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Μια τέτοια συγκυρία προέκυψε στα ύστερα μεσαιωνικά χρόνια στην Ευρώπη, στην εξύψωση του μπαρόκ από την άρχουσα τάξη προκειμένου η καθολική εκκλησία να αντεπιτεθεί στον προτεσταντικό κόσμο και να ανακτήσει τα χαμένα της εδάφη, ή εδάφια. Και άλλα τα παραδείγματα, αναλόγως των επιταγών τής κάθε εποχής που αναζητάει διακαώς ένα αποτύπωμα πέρα από τον χρόνο για να μείνει η τέχνη ατελεύτητος αγωγός του τότε με το τώρα που είχε συμβεί κάποτε. Έπειτα, η κάθε ιστορικό-γραφόμενη πένα θα καταγράψει το αποτέλεσμα για να θυμούνται οι επόμενες γενιές, μεροληπτώντας πάντα προς ένα εσωτερικό ή εξωτερικό κάλεσμα του εκάστοτε μελετητή.
Εν συντομία, συνήθως, η τέχνη, ειδικά η τέχνη που απευθύνεται σε ευρύ κοινό, έχει ένα σκοπό ή υπόκειται σε μία κάποια μορφή μεταχείρισης προς ένα όφελος.
Ακόμα και στην επανάσταση των 60ς ήταν η μουσική που έδωσε πνοή στο ρεύμα της εποχής να αλλάξει το κατεστημένο. Όμως, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο D. Pichaske, συγγραφέας του βιβλίου «Mία γενιά σε κίνηση», η δυτική κοινωνία κατάφερε να χωνέψει αυτή την τεράστια ενέργεια ανατροπής που την κυνηγούσε ανηλεώς. Πώς έγινε αυτό; Με τον πιο έξυπνο τρόπο, την έκανε μόδα. Την έκανε μπλουζάκια και μιούζικαλ και την χρηματοδότησε να ανέβει και να σταθεί σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης. Την έκανε life style με λίγα λόγια και κάποιοι έβγαλαν από αυτό δις εκατομμύρια δολάρια.
Ενώ όμως η τέχνη έχει μεταχειριστεί υστερόβουλα τα προς το όφελος πολλών αντιπροσώπων της εκεί που έχουμε το πλεονέκτημα να πάρουμε εικόνες και να δημιουργήσουμε σχήματα αγνά από προθέσεις, τελικά είναι η φύση.
Η φύση από τη φύση της παραμένει ανεπιτήδευτη. Κι όταν η τέχνη αντλεί την ενέργεια της από τη φύση με όποιο τρόπο εκείνη γίνεται αντιληπτή από τις αισθήσεις μας και όπως συλλαμβάνει η φαντασία μας το κάθε ερέθισμα γύρω μας, τότε το έργο τέχνης είναι σχεδόν δανεικό. Κι έτσι πρέπει να είναι. Να ρίξουμε μέσα στη φαντασία ήχους και να πάρουμε αγάλματα. Να ρίξουμε εικόνες και να πάρουμε μουσική. Τίποτα δεν είναι ασύνδετο, ακόμα και το πιο φαντασιακό είναι άρρηκτα θεμελιωμένο μέσα στη γη, κάτω από τον έναστρο ουρανό και πλέει μέσα στους ωκεανούς, επηρεασμένο από υπόγεια ρεύματα, φωτεινές δέσμες και εκρήξεις ηφαιστείων.
Αυτά είναι τα δύο θεμελιώδη υλικά που δομούν κάποιο έργο τέχνης. Η φύση που προϋπάρχει και η φαντασία που γεννιέται μέσα μας. Μετά παλεύουν, δονούνται,
χορεύουν και αναμιγνύονται μέχρι να τραντάξουν την ψυχή του καλλιτέχνη κι αυτός να εκφραστεί. Ο τρόπος που αυτά τα υλικά τα αποτυπώνουμε σε μία εικόνα ή αναπαράγουμε τα περιγράμματά τους βάζοντας μέσα εκεί ανθρώπους, όντα, σπίτια, γεγονότα, λέξεις, φράσεις, περιπτύξεις, φως, σκοτάδι, καταδίωξη, θάνατο, όλα αυτά αποσκοπούν στη δημιουργία ενός έργου τέχνης.
Τα συναισθήματα που θα αποκαλυφθούν μέσα από αυτή τη θηριώδη μάχη και θα εξυψώσουν συθέμελα το αποτέλεσμα από τις πέτρες, τα εργαλεία, τις σελίδες και τα περιγράμματα που έχουν καταπλακώσει την έκφραση του βαρέως φέροντος αυτά σαν φορτίο δυσβάστακτο, η κοινή λογική και ο νους δεν μπορούν να τα συλλάβουν εξ αρχής. Κι αυτό γιατί, μέχρι να ολοκληρωθεί η δημιουργία, ο άνθρωπος και τα μέσα ανήκουν στο ίδιο το σώμα. Μετά όποιας τέχνης κι αν είναι αποτέλεσμα, για να γίνει αποδεκτό από το προϊδεασμένο κοινό το έργο τέχνης θα πρέπει να αυτονομηθεί. Να κόψει δεσμούς με τον δημιουργό του.
Δεν μπορώ να σταθώ στο πόσο σημαντικό ή όχι είναι κάποιο ρεύμα ή κάποιο έργο, φυσικά το κάθε ένα έχει τη δική του βαρύτητα στην εποχή που έγινε αντιληπτό. Εκεί τα κριτήρια είναι εντελώς υποκειμενικά ή διαφέρουν ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο γίνονται αυτά αντιληπτά. Αν για παράδειγμα ένας ζωγράφος του κινήματος του υπερρεαλισμού ζούσε στην αρχαία Αθήνα, πολύ πιθανό να τον εξόριζαν σαν αιρετικό, ενώ αν κάποιος καλλιτέχνης πρωτοπόρος του παρνασσισμού ζούσε στην εποχή του Περικλή, ίσως να μην προξενούσε ιδιαίτερη αίσθηση στο κοινό εκείνης της εποχής.
Ενώ λοιπόν η ομορφιά της φύσης παραμένει ανούσια για κάποιο σκοπό, η ομορφιά ενός έργου τέχνης έχει πολλές πινελιές σκοπιμότητας. Το έργο από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι τη στιγμή της δημιουργίας παραμένει κομμάτι, σάρκα από τη σάρκα του δημιουργού του. Μετά όμως αφήνεται. Δεν του ανήκει. Όσοι γονείς σκέφτονται ότι τα παιδιά τους πρέπει τυφλά να ακολουθήσουν τα χνάρια της οικογένειας ως κτήματα και ιδιοκτησία της τότε κάτι δεν έπραξαν σωστά εξ αρχής. Η ζωή θα τα φέρει έτσι που κάποια στιγμή κι εκείνοι θα αναθεωρήσουν ή θα φύγουν με την αβεβαιότητα και την αναζήτηση της δικιάς τους χαμένης ζωής. Θα μπορούσαν κάλλιστα να πάρουν απλά έναν καθρέφτη και κρατώντας τον πάντα μαζί τους να κοιτάνε εκεί και να βλέπουν το μέλλον των παιδιών τους.
Είναι λοιπόν ο άνθρωπος ο δημιουργός, ο πλάστης δηλαδή ενός τέκνου τέχνης; Η απάντηση, όσον αφορά το πρακτικό μέρος της δημιουργίας, είναι πως ναι. Δεν είναι όμως αυτό το έργο κτήμα του, εκτός κι αν έχει φτιαχτεί μόνο για τον ίδιο. Ο δημιουργός έχει την ευθύνη της ιδιοκτησίας μέχρι να εκθέσει το έργο, μετά εκείνο γίνεται αντιληπτό από τη συνείδηση τού κάθε παρατηρητή σαν μία μοναδική οντότητα που αλληλεπιδρά με τον παρατηρητή μόνη της. Κουβαλάει βέβαια τα στοιχεία του δημιουργού της αλλά αυτά πάλλονται ζωντανά μόνο υπό το βλέμμα του θεατή ή του αναγνώστη. Αλλιώς δεν ζει το έργο. Ο καλλιτέχνης όσο περισσότερο μπορεί να δώσει από τις αισθήσεις και να αποτυπώσει την ψυχή του κόσμου που τον περιβάλλει στη δημιουργία του, τόσο εκείνη δονείται, όταν σηκωθεί η αυλαία και ψηλαφιστεί από τους θεατές του ή τους αναγνώστες του.
Γιατί όμως να δεχτούμε την αυτονομία ενός έργου τέχνης και σε τι βαθμό είναι κάτι τέτοιο δυνατό; Σίγουρα, αυτός που παρεμβάλλεται μεταξύ φύσης, δηλαδή των συστατικών του έργου, και του αποτελέσματος είναι ο άνθρωπος. Όταν όμως μπει και η τελευταία πινελιά, δεν είναι λίγες οι φορές που το αποτέλεσμα ξεπερνάει τις
προσδοκίες του καλλιτέχνη. Ο λόγος που συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι γιατί όταν τελειώνει το έργο αυτονομείται, παύει να ανήκει σε εκείνον που το δημιούργησε. Κι όσο πιο γρήγορα γίνει αυτό τόσο πιο ιδιαίτερο και σημαντικό είναι το αποτέλεσμα.
Όπως η στιγμή της σύλληψης. Κανείς δεν μπορεί να την ερμηνεύσει και να μεθοδεύσει όπως επιθυμεί. Κάποιες νευρικές απολήξεις συναντάνε τυχαία ένα υποσυνείδητο ερέθισμα και αυτό επιστρέφει στον εγκέφαλο με μια στιγμιαία έμπνευση; Πώς όμως συμβαίνει αυτό και γιατί; Η φύση έχει επιλέξει ανθρώπους με κάποια πιο ευαίσθητα αισθητήρια ή το περιβάλλον και οι συνθήκες που διαμορφώνει η κοινωνία και η φύση, πυροδοτούν το βόλι του χαρισματικού ανθρώπου να κάνει αίσθηση;
Αν το έργο καταφέρει να διεγείρει κάποιες ευαίσθητες χορδές του κοινού που το αντιλαμβάνεται, τότε λέμε ότι βγάζει συναίσθημα. Αυτό είναι και το ζητούμενο στο έργο τέχνης. Το συναίσθημα ξεπερνάει τα φυσικά όρια και τη φθορά και αγγίζει την αθανασία. Ρέει κάτω από το έδαφος σαν υπόγειο ποτάμι κι όταν η αξίνα της δημιουργίας χτυπάει το χώμα -γιατί πολλές φορές γεννιέται βίαια- τότε η αλήθεια ρέει σαν πίδακας καθαρού νερού. Με τη δύναμη που αναβλύζει μας φέρνει στο νου τη χαμένη μας ταυτότητα και μας ξεπλένει την ψυχή. Για να γίνει όμως αυτό θέλει σκάψιμο. Επειδή ούτως ή άλλως είναι δύσκολο έργο να κοιτάς μέσα σου, γι’ αυτό τελικά το κάλεσμα της τέχνης έχει απήχηση σε εσωστρεφείς ανθρώπους που κρατούν κρυμμένα συναισθήματα. Εκεί έχουμε άλλη μία απόδειξη ότι ο δημιουργός του έργου δεν είναι καθόλου ο ιδιοκτήτης του. Δεν είναι παρά μόνο εκείνος που παρεμβάλλεται μεταξύ της αξίνας και του νερού. Όχι ότι ο ρόλος του καλλιτέχνη δεν είναι μοναδικός και εξέχων όμως επειδή κάποιος είναι καλός στο να παίζει ρόλους, να γράφει βιβλία, να λαξεύει πέτρες, δεν σημαίνει ότι είναι και κάποιος επιφανής και φωτισμένος άνθρωπος.
Αντιθέτως, έχει πάρει στη ζωή του μονοπάτια που ο ήλιος δεν καταδέχτηκε να φωτίσει ποτέ. Είναι από τα απαραίτητα για να μπορέσει να ερμηνεύσει την αλήθεια και την οδύνη που τον περιβάλει και να ανάγει σε τέχνη το φως και το σκοτάδι.
Επίσης, άλλη μία απόδειξη είναι ότι οι περισσότεροι καλλιτέχνες πεθαίνουν νηστικοί και κουρασμένοι. Σχεδόν ποτέ κανείς δεν τους υμνεί εν ζωή, ενώ το έργο τους μένει παρακαταθήκη στις επόμενες γενεές να το ανακαλύψουν και να αναδείξουν το μεγαλείο του. Το συναίσθημα, όταν αναδεικνύεται, είναι αντιληπτό για λίγο διάστημα από τις αισθήσεις μας. Μα πρέπει να ξανακατέβουμε στη γη και να ασχοληθούμε με πρακτικά θέματα. Αυτό κάνουν οι άνθρωποι, το έκαναν πάντα και γι’ αυτόν τον λόγο ζουν και πεθαίνουν. Είναι οι αισθήσεις μας που έχουν πειραχθεί και παράγουμε τέχνη. Μόνο αυτές κάνουν κουμάντο σε ένα πραγματικό άνθρωπο της τέχνης και όχι ο νους του, η διαύγεια του, ή ας μου επιτραπεί η λέξη, η μεγαλοφυΐα του. Αν ο νους, η διαύγεια, η τεχνική, συγκλίνουν επιστημονικά και καλλιτεχνικά κάτω από την ίδια στέγη, τότε ίσως να μιλάγαμε για μεγαλοφυΐα. Τα έργα του όμως έχουν τη δική τους υπόσταση και συνεπώς από τη στιγμή που κάποιος θα τα διαβάσει ή θα τα δει, θα συναναστραφεί μαζί τους, τότε, αυτά δεν μπορεί να είναι κτήμα του δημιουργού τους. Αυτοί που παράγουν τέχνη, απλά εξαργυρώνουν το χρέος που έχουν για τη συνάντηση του ιδεατού με τη φθορά, μέσα σε έναν φυσικό κόσμο.
Πράττουν αυτό που επιτακτικά ζητούν οι επόμενες γενιές για να έχουν ένα σημείο αναφοράς στην ιστορία. Εκεί, το έργο τους μένει αυτόνομο και αναλλοίωτο γιατί πλέον δεν τους ανήκει.
Στενή - Εύβοια |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου