"Θαλασσοπλαγιά" , Βασίλης Μπαρούτης
Στο Τουρκολίμανο, οι βάρκες στέκονταν πάνω στο νερό
ασάλευτες, όμοιες κυράδες ενδεδυμένες τα νυχτικά τους φορέματα με ακάλυπτα τα
ξάρτια τους ορθά σε στάση προσευχής.
Κάπου προς το δείλι την ώρα που αμβλύνουν οι αισθήσεις,
φούντωσε λες η γης από τα καμώματα των εραστών κι έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό.
Χάραξε στο κύμα την ανάσα του ο άνεμος κι έγινε Λεβάντες.
Και μπήκε στο λιμάνι να ξανασάνει.
Άρχισαν οι βάρκες, στριμωγμένες καθώς ήταν η μία πλάι στην
άλλη, να επιδίδονται ταυτόχρονα σε μία ανεπαίσθητη σχεδόν αιώρηση που τους
επέβαλε το ανάλαφρο κυματάκι κάτω από τις σκούνες τους. Αιωρούμενες
συντονισμένα σε ένα κατανυκτικό τρεμούλιασμα των άκρων τους, έμοιαζαν πράγματι
να εκτελούν όχι μόνο προσευχή αλλά λειτουργία ολόκληρη. Μια ψαλμωδία τρεμόπαιζε σαν μουρμούρισμα
ρυθμικό και ατελές και καλούσε τους μύστες να συμμετέχουν σε αυτήν νοητά
στρέφοντας απλά το βλέμμα προς τα εκεί.
Το νερό που ήταν στρωμένο από κάτω κι αντανακλούσε τα πλαϊνά
τους έμοιαζε με ένα πανί βουτηγμένο στη λαδομπογιά με ανάκατα πάνω του
γυναικεία ονόματα λευκό-γραμμένα ανάστροφα. "αιραΜ" όπως Μαρία,
"ανιρεταΚ" όπως Κατερίνα και πάει λέγοντας. Όλες τους λειψές στο μάτι
που βλέπει μόνο το πάνω μέρος, ιδανικές αγκαλιές για αραλίκι, πιστές ερωμένες.
Στον καιρό δοσμένες μονάχα. Ούτε στον καπετάνιο, ούτε στον ψαρά. Στον καιρό.
Μπουνάτσα; καλμαριστές. Κύμα; φουριόζες. Όλα τα ζόρια τα περνούσαν γλιστρώντας
απαλά πάνω στην υδάτινη αντανάκλαση τους και ζητούσαν λίγα. Όταν τις έτρωγε το
αλάτι θελαν φροντίδα, φτιασίδωμα, να ναι μετά έτοιμες να ξανοιχτούν πάλε. Φωνές
δεν είχαν δικές τους. Δανικές μόνο έπαιρναν των γλάρων και των ψαράδων. Τις
άκουγες να σκούζουν μεσοπέλαγα ή να μουρμουρίζουν ανάκατα λόγια σαν να σου σιγοτραγουδάει τον καημό του ο
ναύτης ή το κλάμα του ο νοικοκύρης που το παιδί του δεν στέριωσε στο ίσκιο του
σπιτιού κι έκανε ρεσάλτο στα κύματα.
Κάπου εκεί γεννήθηκες σε μια γειτονιά μέσα στην Καστέλλα.
Τα πρωινά κατηφόριζες το δρόμο προς την ακρογιαλιά κι
έριχνες νόθες ματιές στο υδάτινο πάπλωμα. Ξάνοιγες το βλέμμα εκεί που ο βόμβος
από τα ψαροπούλια μπέρδευε στο άκουσμα τη λαλιά τους με το άφρισμα του νερού
που πλατάγιζε στα βράχια σαν τη γλώσσα στα δόντια μετά από μία γενναία δαπάνη
σε φαΐ και ποτό.
Τα μεσημέρια στο μεγαλείο της άνοιξης, ύφαινες με το μυαλό
σου στην προκυμαία τα δίχτυα και αρμάτωνες τα παραγάδια με δολώματα.
Οι κόρες των ματιών σου δύο πέτρες πυρωμένες από το λιοπύρι
και τα άκρα σου όλα, σχοινιά που τραβούσαν το κορμί στη θάλασσα. Να γίνει ξάρτι
με πανί τα μακριά μαλλιά σου να ταξιδέψει.
Και να σκεφτεί κανείς πως όταν βγήκες από την κοιλιά της
μάνας σου ήταν τόσο καχεκτικό το σουλούπι σου που για μέρες έσκουζε ανυπόμονο
κάποιο όρνιο πάνω από το σπίτι σας. Μόνο όταν σε έβαλαν στο νερό σηκώθηκες στα
πόδια σου και πείστηκαν οι γείτονες ότι ήσουν πλάσμα ζωντανό και μάλιστα
ανθρώπινο.
Στα πρώτα σκιρτήματα πάλευες να βουτήξεις στα απύθμενα βάθη
βγάζοντας σφουγγάρια για τα δάκρυα κάποιου άδολου έρωτα που σε βασάνιζε γλυκά.
Στον ίσκιο της σκέψης σου ίχνη από κοχύλια πάνω στην άμμο
και χορωδίες άλμπατρος ζωντάνευαν τα λόγια του παππού σου για ταξίδια του στους
ωκεανούς. Είκοσι τρεις φορές είχε γυρίσει τον κόσμο και άλλες τόσες θα τον
ξανάφερνε βόλτα αν δεν πάθαινε εκείνο το ατύχημα στο μηχανοστάσιο. Σε ξόρκιζε
να μείνεις μακριά από τα πλοία μα η καρδιά σου δεν βολευόταν στη στεριά. Μόνο
μέσα στο νερό την άκουγες να πάλλεται ρυθμικά σαν ένα κύτος που βουτάει στην
άβυσσο να κρυφτεί από τους θηρευτές του και αναρριγεί τρεμάμενο βουνό στη
σεισμική δόνηση που προκαλεί ο φόβος στον κυνηγημένο.
Κι εσύ κυνηγημένος από τις ιστορίες του παππού και τις
επικλήσεις του λιμανιού, έτρεχες στους ψαράδες και τους ρωτούσες ποιος να σε
έπαιρνε στο καΐκι του. Ένας από την Ύδρα τελικά σε δέχτηκε σε κάποιο πόστο κι
εσύ βιάστηκες να φυγαδέψεις τον κρυφό σου πόθο στην αλμύρα και την γλίτσα πάνω
στην κουπαστή. Ήταν ένα στενόμακρο σκαρί με τη μηχανή μέσα στην κοιλιά του να
γουργουρίζει και με την καμπίνα στην μέση. «Πρωτέα» το είχε ονομάσει ο κύρης
του και το είχε ξανοίξει σε όλα τα μήκη και πλάτη του Αιγαίου και παραπέρα. Ο
καπετάνιος όμως ήταν άνθρωπος με δύσκολα χούγια και ήθελε ναύτες μόνο από το
λιμάνι. Τους έλιωνε στη δουλειά γιατί έλεγε άντεχαν. Αν είχαν ζήσει κάπου πιο
μέσα στην πόλη βούταγαν μεσοπέλαγα να γυρίσουν πίσω κολυμπώντας. Μα εσύ δεν
λογίστηκες δουλειά, μόνη σου μέριμνα η φυγή στα γκρίζα νερά. Εκεί μονάχα που
ένιωθες ελευθερία και γαλήνη. Ίδια μυσταγωγία που τρέφει μια ανώτερη δύναμη
μέσα σου, τράβαγες και ξέπλεκες τα δίχτυα με την αγριάδα μερμηγκιού που τραβάει
στη φωλιά του πληγωμένο το σκαθάρι να το αποτελειώσει.
Η ψαρόβαρκα του «Πρωτέα» που σε τράβηξε πρώτη στ’ ανοιχτά να
τιθασέψεις την ορμή σου και να γίνεις ναύτης. Αυτή ήταν η πρώτη σου αγάπη που
σε βάφτισε στα ταραγμένα νερά στο σκαμπανέβασμα της βάρκας κάθε φορά που άνοιγε
τον ασκό του ο Αίολος.
Είχες μετά τον τρόπο να μπεις και σε καράβι. Πατρίδα και
σπίτι δεν σε είδε ξανά, αραιά και που μόνο όταν έμενες ξέμπαρκος για λίγο στο
λιμάνι.
Και να λένε μετά οι παλιοί σου φίλοι στον καφενέ, «ο Άγγελος
ρε σεις έχει να πατήσει χρόνια. Μπάρκαρε λέει σε γκαζάδικο με ξένη σημαία κι
έχει οργώσει τις θάλασσες σε αμερικές και βραζιλίες».
«Μπα», λέει άλλος, «τον είδα πριν κάτι μήνες που γύρισε
σακάτης από τις μηχανές και ζει με τη μάνα του».
Πίνακας : Carl Rottmann, Chalkis
Πίνακας : Carl Rottmann, Chalkis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου