ΑΜΥΓΔΑΛΙΕΣ - Βιργίλιος Βεργής
Στη μνήμη του πατέρα μου
Θυμάμαι.
Η άνοιξη είχε σιμώσει.
Κι όμως, εσύ ξεθώριαζες.
Μέρα τη μέρα,
λεπτό το λεπτό
σ' έβλεπα που έχτιζες ένα μικρό λευκό παραθυράκι φυγής κι αντάμωνες σιγά σιγά τη λήθη του κόσμου.
Ο γκρίζος τείχος απέναντι.
Λευκό το βλέμμα σου σαν το αγριοπερίστερο που κάποτε ελευθέρωσες μαζί μου από ένα φριχτό συρματόπλεγμα.
Λευκό σαν την μπογιά του ονείρου που έντυσες τη βάρκα σου πριν σαλπάρει.
Λευκό κι ανήμπορο σαν το δικό μου βλέμμα στο προσκεφάλι σου.
Να κεντάω υπομονετικά τις στιγμές και να σιγοψιθυρίζω προσευχές σε αγίους και σε ένα Θεό που δεν πιστεύω.
Να 'ναι ακόμα μέρες;
Να 'ναι ακόμα νύχτες;
Να 'ναι ακόμα ώρες;
Αρέσκεται η ζωή να τα εμπαίζει με χρονικά αινίγματα.
Θυμάμαι.
Εσύ αδύναμος πλέον να κουνηθείς· συννεφιασμένος ουρανός για τα δικά μου δάκρυα.
Μονάχα για τη δική μου θλίψη της επικείμενης απουσίας.
Ίσως και για όσα δεν πρόλαβες.
Είπαμε,
Η ζωή αρέσκεται να πυρπολεί το χρόνο.
Ένα σχεδόν σε όλα.
Πάντοτε σιωπηλός, δίχως ανάγκη για τον οίκτο κανενός.
Με πλήρη επίγνωση του τέλους που δεν το υπολόγιζες ως φρίκη.
Εσύ ήσουν πάντα γενναίος.
Όχι εγώ.
Αγνάντευες αραιές στιγμές έξω από το παράθυρο, από τον πανύψηλο όροφο νοσοκομείου κι όταν σε έλουζε ο ήλιος φαινόταν όλο και πιο ψεύτικο το γραμμένο.
Πλαστική αλήθεια, σκεφτόμουν.
Και πεθαίνει πάντοτε μαζί μας.
Ριχτήκαμε εμείς στο έρεβος;
Εκείνη τότε μονομιάς σβήνει σαν κεράκι μοναχό και ξεχασμένο σε ανεμοδαρμένη νυχτερινή θάλασσα.
Αμετάκλητα όλα σκοτάδι...
Θυμάμαι...
Αποχαιρετισμοί συνεχώς ύστατοι και επαναλαμβανόμενοι.
Ήχοι σε ένα σπιτικό βουβό, υγρό, φαγωμένο σκιάχτρο.
Σαν τάφος που μας καταπίνει σε απόπειρα λύτρωσης.
Οι τοίχοι σαν από μεταφυσική διαίσθηση βαφτίστηκαν μαύροι.
Ποτίστηκαν φαρμάκι.
Και η ατμόσφαιρα σκληρή, παγωμένη, ατσάλινη.
Ασάλευτο περίσσευμα δίπλα στην παρουσία του χάους και του λίγου που αγρικάει στη γωνία.
Τα τσιγάρα σου,
τα «Καρέλιά» σου δεν μπορούσα πια να σ’ τα προσφέρω.
Σε ρώτησαν: «Τι ζητάς;
Τι εύχεσαι;».
Είπες πως θέλεις να σταθείς δίπλα στο γιο σου μα όταν καταχωρήθηκε κι αυτός ο σπαραγμός στα πρακτικά του κοσμοκράτορα, ψέλλισες πια με μία αμυδρά υποψία μελαγχολίας:
«Να δω τις αμυγδαλιές να ανθίζουν».
Και ήταν υπέροχο αυτό το ροζ που διψάσες να κρυφοκοιτάξεις.
Μα οι αμυγδαλιές δεν άνθιζανε ακόμα κι εσύ γρήγορα και συνοπτικά μαράθηκες.
Έσβησες αθόρυβα,
με τόσα μαράζια ανομολόγητα μα η φωνή σου ακόμα αντηχεί κυνηγώντας να φροντίσει η σκιά μου.
Και έτσι με ακολουθεί...
Οι αμυγδαλιές να ανθίζουν.
Θυμάμαι...
Όλη η ζωή ένα μακρύ ταξίδι σε ξένους τόπους.
Επιστροφές με την ψυχή στο στόμα.
Δύστοκες μονιμότητες και σπαράγματα υποδόριων δακρύων.
Και μία προσμονή να καίει ασίγαστη ακόμα και τώρα που έλειψες.
Πίστη σε ένα, απέραντο κόκκινο και σε ένα πέλαγος όμορφες, ολάνθιστες αμυγδαλιές.
Και σε έδιωξε ο λίγος κόσμος νωρίς,
προτού προλάβεις να δεις τη δική σου αμυγδαλιά ν' ανθίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου