Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου

Βασίλης Μπαρούτης (Διηγήματα)


Βασίλης Μπαρούτης 


Α. Βιογραφικό 

Ο Βασίλης Μπαρούτης γεννήθηκε το 1980 και μεγάλωσε στη Χαλκίδα. Πέρασε κάμποσα καλοκαίρια στη Θάσο λόγω καταγωγής και φοίτησε στην Καβάλα, οικονομικά στα ΤΕΙ, όπου παραλίγο να μείνει εκεί μόνιμα. Η αγάπη του για τη ροκ μουσική τον σύστησε στην γραφή μέσα από στίχους τραγουδιών. Μετά το πέρας των σπουδών μεθοδευμένα οι συγκυρίες τον έφεραν στην Αθήνα όπου ζει πλέον μόνιμα. 


Β. Εργογραφία 

1.«Ηχολόγια»,  εκδόσεις Φίλντισι : 2016
2. «Πιάνο Φόρτε», εκδόσεις Φίλντισι : 2018 


Γ. Διηγήματα 

1. Η επιστροφή του Οδυσσέα (απόσπασμα)


Μια μέρα μετά από το φονικό των μνηστήρων, μέρα εαρινή, με τη φύση να ανασαίνει αλμύρα και γιασεμί, ανάταση των αισθήσεων, τίποτα δεν μαρτυρούσε το μακελειό που έλαβε χώρα στο παλάτι.
 Νωρίς το πρωί, σχεδόν αξημέρωτα, τα παράθυρα και οι πόρτες άνοιξαν στην αίθουσα του συμποσίου όπου κείτονταν τα κορμιά των επίδοξων εραστών του θρόνου και της βασίλισσας του νησιού.
Το θέαμα ήταν αποτρόπαιο. Ένα παχύ στρώμα από αίμα είχε γίνει ανάγλυφο στο πάτωμα και έτσι όπως ανακατευόταν με φαγιά και ανθρώπινα μέλη πεταμένα παντού γύρω νόμιζες ότι κάποιο καταπέλτης σημάδεψε με ακρίβεια και έριξε τη βολή του θανάτου συνθλίβοντας τα πάντα μέσα στην αίθουσα. Μετά αφού αφαιρέθηκε ο φονικός βράχος, ένας κολασμένος γλύπτης φιλοτέχνησε με κορμιά και έντερα το μέγεθος της άγριας εκδίκησης του βασιλιά της Ιθάκης.
Ο Οδυσσέας έδωσε διαταγή να μαζέψουν και να κάψουν τους νεκρούς με τιμές αρχόντων. Κανείς από το θάνατο του δεν έχει λόγο να βλάψει πιότερο από τις πράξεις του στη ζωή. Η δικαιοσύνη είχε αποδοθεί και οι άνθρωποι τους νεκρούς τους έπρεπε να θρηνήσουν.
Ανακοινώθηκε στην αυλή και στην πόλη ότι ο βασιλιάς επέστρεψε. Οι άντρες που είχαν κάνει κατάληψη στο σπίτι του και διεκδικούσαν όχι μόνο το θρόνο αλλά και το κρεβάτι του, τιμωρήθηκαν για προδοσία όπως τιμωρούνται οι προδότες. Το μήνυμα έφτασε στις οικογένειές των σκοτωμένων και τύλιξε με πένθος τους προύχοντες του νησιού. Όλοι έτρεφαν ανάμεικτα συναισθήματα για την επιστροφή του Οδυσσέα. Ελπίδα αλλά και τρόμο. Πίστη αλλά και φρίκη για τον ανήλεο βασιλιά.
 Στον οίκο του Αντίνοου του πιο επιφανή από τους μνηστήρες οι συγγενείς του είχαν αρχίσει να διαβάλουν στο λαό της Ιθάκης το βασιλιά της. Κακώς έπραξε ο Οδυσσέας και έριξε με δόλο την Τροία και γι’ αυτό οι θεοί είναι εναντίων του και τον καταράστηκαν να ναι μια ζωή κατατρεγμένος. Τώρα το μίσος τους για τον υπεύθυνο του χαμού της αγαπημένης τους πόλης θα έπεφτε πάνω στο δικό του βασίλειο.
Οι αδελφοί του Ευρίμαχου διαλαλούσαν ότι έπρεπε να ξεκινήσουν να μάχονται σε όλα τα μέτωπα ενάντια του βασιλιά γιατί πήρε το νόμο στα χέρια του. Πάλι με δόλιο τρόπο και βάφοντας τα με αίμα ευγενών την πρώτη μέρα της επιστροφής του. Αίμα αρχόντων που κυβερνούσαν τον τόπο με αυτοθυσία και γενναιότητα όλα αυτά τα χρόνια. Μέχρι και ο Τηλέμαχος είχε συνεργαστεί μαζί τους σε περιόδους κρίσης του βασιλείου και εκείνοι του είχαν σταθεί σαν να ταν ο γιος ή ο ανιψιός που δεν είχαν. Τώρα δεν θα αποκτούσαν ποτέ απογόνους εξαιτίας του μίσους που έσβησε με την εκδίκηση του βασιλιά. Εκείνος, ο πραγματικός πατέρας, γλεντούσε στο νησί της Καλυψώς όσο το δικό του νησί κινδύνευε ακέφαλο κυκλωμένο από πειρατές και εισβολείς. Δεν άργησαν οι αντιρρησίες να βρουν τους υποστηρικτές τους. Το άλλοτε εύπορο βασίλειο είχε τσακιστεί μαζί με τα πλοία του στο δεκαετή πόλεμο της Τροίας και μετά άλλα τόσα χρόνια στη σκοτεινιά της μαύρης θάλασσας. Τα παλικάρια του τόπου όλα πνιγμένα στα πέλαγα και σκοτωμένα σε μέρη ξένα. Κανείς δεν τους τίμησε, τα σώματά τους δεν έγιναν στάχτη για να ανέβουν στους ουράνιους θεούς. Μόνο βορά των όρνεων και των ψαριών. Εκεί που τα οδήγησε ο αρχηγός τους. Αυτός μόνο γύρισε ρακένδυτος και αποκτηνωμένος. Ούτε μισή μνα δεν έφερε πίσω από τα αμύθητα πλούτη της Τροίας. Ούτε ένα σπυρί στάρι. Για πολλούς ο Οδυσσέας δεν ήταν ήρωας αλλά το σύμβολο για όλα δεινά και τις συμφορές της δύσμοιρης Ιθάκης.

Το διήγημα «Μετά την επιστροφή του Οδυσσέα» έχει πάρει πρώτο βραβείο στον λογοτεχνικό διαγωνισμό της UNESCO Κεφαλληνίας-Ιθάκης και περιέχεται στο πρώτο βιβλίο του συγγραφέα.



2. Εξορία (απόσπασμα)

Ήταν από καιρό που είχε γυρίσει από τον πόλεμο στις κάτω αποικίες κι όμως μια πληγή βαθιά σαν χαντάκι, ένα μαρτύριο του νου και της ψυχής, τον έσκαβε και δεν τον άφηνε να πιάσει ύπνο, σαν αγρίμι που γυρίζει από κυνήγι στη φωλιά του το ξημέρωμα με τη μουσούσα μούσκεμα στο αίμα και βρίσκει τα μικρά του πνιγμένα, τρόπαια στο πισωγύρισμα της παράνοιας των σαρκοφάγων.
Έτσι κι εκείνος, κάθε που έκλεινε τα μάτια κι άρχιζε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια της λήθης κάτι μέσα του αντάριαζε και τον τραβούσε άξαφνα πίσω, σαν να έπεφτε κάτω απο μία θύελα να κοιμηθεί με σκεπάσματα από άσπρο μάρμαρο και ασβεστόλιθο. Μόλις ξυπνούσε και τίναζε από πάνω του το σκληρό φλοιό που σκέπαζε το κορμί του, ένας πετρογέρακας βουτούσε και τον γάτζωνε στα νύχια του για να τον σηκώσει ψηλά στον αέρα. Από εκεί πάνω έβλεπε ίσως για τελευταία φορά το σπίτι του στην 7η Λεωφόρο, τα δέντρα στην άκρη του δρόμου και τα φώτα της πόλης που έκρυβαν το σκοτάδι.
Αν τον άφηνε ο θηρευτής του, θα ήταν μία λυτρωτική για εκείνον πτώση. Τίποτα όμως δεν έκανε τον αέρα που λύσαγε μέσα στο κεφάλι του να κοπάσει. Μόλις έβαζε ο νοικοκύρης του μυαλού τα υπάρχοντα του σε μία τάξη, ερχόταν ο άνεμος αυτός και τα σκόρπιζε πάλι πετώντας τα με βία εδώ κι εκεί. 
Η γλυκιά απουσία της συνείδησης, η επιστροφή στους κόλπους της γαλήνης ήταν μακρυνές ξέρες στο αχανές πέλαγος της συμφοράς, πεταμένα αποκούμπια ανάπαυσης στο λόφο του Γολγοθά, πριν μία τελευταία μεγάλη ανηφόρα, μόνη ελπίδα η σκέψη του μεγάλου σταυρού καρφωμένο στην κορυφή.
Η μοίρα του σταυρωμένου να αγκαλιάζει νοητά όλο τον κόσμο από το ύψωμα του μαρτυρίου του.

Ερχόταν η νύχτα όλο χάδια και υποσχέσεις μα καθώς περνούσε δίπλα του τα χέρια της κόντευαν μα δεν τον έφταναν, μόνο το βλέμμα της του τρυπούσε το κεφάλι και όλο με περισσότερη ορμή έμπαινε μέσα εκείνος ο αέρας να μην αφήσει τόποτα στη θέση του. Κι όταν την άρπαζε με τα δόντια να γευτεί τη σάρκα της του άφηνε μια πίκρα σαν να έχει γεμίσει το στόμα του χώμα πηχτό και βρεμένο.
Εκείνη την ώρα μόλις άρχιζε να σαλεύει η απουσία της μέρας σαν μαύρο φόρεμα σε καμπαρέ, άρχισε να ξυπνάει ο δρόμος έξω με βουητά και σειρήνες και με χτυπήματα σε τζάμια και πόρτες. Βήματα εκκωφαντικά μάλλον από σκληρά πέλματα γιγάντων, πάνω στο κράσπεδο, χαρακιές όπως σε δίσκο βινυλίου από αστοχία της βελόνας. Μια έκρηξη ακριβώς κάτω από το σπίτι του επισφράγισε το χάος που γινόταν στον κόσμο. Του φάνηκε να αναποδογυρίζει η αντίληψή του καθώς ένιωσε πρώτα την παύση στην ακοή, το βόβμο από τη μετατόπιση του αέρα και μετά άκουσε το μπαμ.

Το στομάχι του συσπάστηκε βίαια και αμέσως έκανε εμετό. Πρόλαβε μόνο να τρέξει στην κουζίνα και να στηριχθεί ασθμαίνοντας πάνω στο ψυγείο. Άνοιξε την πόρτα και έβγαλε από μέσα την καρδιά του που ήταν σκληρή σαν παντζάρι όμως άλλαζε σχήμα πότε πότε και γινόταν σαν πατάτα αλλά πάλι σκληρή ήταν γιατί είχε πιάσει μία κρούστα μισολιωμένου πάγου να την διαττηρεί εκεί ζωντανή και ξεχασμένη. Την ακούμπησε στο στήθος του και αμέσως το αίμα άρχισε να κελαρίζει πάλι στις φλέβες χτυπώντας σε παλμούς μίας φιλόξενης αίθυσας χορού κάνοντας τα άκρα του να ξεμουδιάσουν ευχάριστα.

Έχει γραφτεί για το περιοδικό λόγου και τέχνης «Κύμα».


 Σκίτσο του μπαρμπα-Ανέστη από το διήγημα «Το ξαλάφρωμα»
Τα σχέδια που κοσμούν το βιβλίο «Ηχολόγια» είναι δια χειρός του Χαλκιδέου καλλιτέχνη Γιώργου Σουρμελή.


3. Piano forte

Καλλιδρομίου και Φανφάρας γωνία. Έστριβες βιαστικά για να μη σε δούνε από τα παράθυρα του λεωφορείου που περνούσε δίπλα σου. Κράταγες και μια τσάντα, παραλίας, για να είσαι ασορτί με την περιρρέουσα διάθεση. Διακοπές, μία αφηρημένη έννοια που έμοιαζε πλέον με κακόγουστο αστείο.  Περπάταγες στην άσφαλτο που έβραζε κι εσύ ένα κομμάτι κρέας στην αστική ψησταριά σιγοψηνόσουν στο αίμα σου. Μια προβοκατόρικη ύπαρξη πλασμένη άτσαλα από έναν μέθυσο θεό.
Κι όμως δεν ήσουν πάντα έτσι. Κάποτε κούρνιαζες στους ίσκιους της χαμέρπειας των αντιφάσεων. Ανέσεις και κακοτοπιές στη μαύρη άμμο. Βράδια μελανά από το ουίσκι και τους καπνούς και αγκαλιές στα σκόρπια κύματα. Τα χνώτα θερμόμετρα λαϊκού στοχασμού και η φυγή μετά πρόφαση για να κατέβεις κι άλλο σκαλοπάτι.

Έστριψες πάλι δίπλα στο τυροπιτάδικο. «Ενημερώνουμε τους αγαπητούς πελάτες ότι το κατάστημα θα παραμείνει κλειστό μέχρι δύο Σεπτέμβρη» στην πόρτα. Μαγγανείες και ξόρκια στα γύρω τσιπουράδικα που είχαν στραγγίξει από τραγούδια. Ο δρόμος με τις μουριές στα Εξάρχεια μία αειφόρος, …άει στα κομμάτια, όαση αναμνήσεων. Η ζέστη όμως να σου μαυλίζει τη φυσική σου χλομάδα, να σου χαλάει το χουζούρι σου κι ούτε ένα βροχερό πρωινό δεν πέρασε δίπλα να σε δροσίσει. Κι η θλίψη άγρυπνη σκιά στο παραπέτο της καρδιάς σου.
Ζύγωσες να μυρίσεις τα λουλούδια μα τα ’χε μαρκάρει ένας σκύλος και μετά κι άλλος που το ‘νιωθε κι αυτός ανάγκη να δηλώσει το πέρασμά του από τη γειτονιά. Στο τρέξιμο και στον καυγά όλα μαζί, μαίνονται κίτρινα δόντια, κυνόδοντες ατσάλι μέμφονται το δέρμα.
 Άδειασε η πόλη κι έμειναν πίσω οι σκύλοι κι οι επαίτες.

Τα ραδιόφωνα επαναλάμβαναν τα ίδια τραγούδια λες και κάνουν δέηση κάποιος να γυρίσει τη συχνότητα στα μεσαία.

Τα φώτα αργούν ν’ ανάψουν το βράδυ και η ασχήμια καιροφυλαχτεί να κρύψει τα χνάρια της στα μάτια σου.

Μα τα μάτια τα έχεις στο δρόμο για να περάσεις απέναντι. Αν φτάσεις και στην πόρτα, κάνεις το χέρι σαν να γυρνάς το κλειδί ή μήπως το κουμπί στο ραδιόφωνο;

Ακούγονται κάτι ηλεκτρονικά έντομα, μπήκε η συχνότητα στα μεσαία, μπήκες στο διαμέρισμα. 


Αποτέλεσμα εικόνας για Βασίλης μπαρούτης

4. Χρωστούμενα (περιέχεται στο Piano forte)

Ένας μεσόκοπος αραχνιασμένος άντρας καθόταν στο πλατύσκαλο του σπιτιού του και κάπνιζε. Ο καπνός αγκάλιαζε την μαυρισμένη του όψη και την έκαμε ακόμα πιο σκούρα. Κόντευε να γίνει ένα με την απόχρωση από τους τοίχους του χαμόσπιτου που έστεκε πίσω του. Σαν να τον κορόιδευε ήταν αυτό το σπίτι από τότε που τον πέταξαν εκεί και τον έστειλαν και σε δουλειά του δήμου. Να φτιάχνει σκαλωσιές και αναστυλώσεις κατοικιών, δήθεν προνομιούχο δημόσιο υπάλληλο για την υπηρεσία του στην πατρίδα εν καιρώ πολέμου. «Αυτά είναι» του είπαν, «τα παίρνεις ή πας φυλακή και σε ταΐζουμε τσάμπα».

Όταν είδε από μακριά να πλησιάζουν δύο άντρες τους αγνόησε. Είχε τα μάτια του στην πλατεία παρακάτω που έπαιζαν κάτι παιδιά ξυπόλυτα. Τα μέτραγε, ένα, δύο, τρία, τέσσερα, όλα ξυπόλυτα και χαρούμενα.

Μόλις ένιωσε να πλησιάζουν οι ξένοι σήκωσε το κεφάλι και τους κοίταξε φέρνοντας το ένα του χέρι στο μέτωπο για σκίαστρο. Ο ήλιος μεσουρανούσε και καθώς η υγρασία θρυμματιζόταν σε μοιριάδες απειροελάχιστα σταγονίδια, το κάθε ένα από αυτά διαθλούσε μία ακτίνα φωτός που άνοιγε σαν μια λαμπερή βεντάλια. Οι κλώνοι της περνούσαν ο καθένας με τη σειρά του μέσα από άλλο σταγονίδιο και απλωνόταν παλλόμενο αρμονικά το φως αφήνοντας στα κύματα του αέρα ιριδίζουσες αποχρώσεις.
Οι μορφές των δύο αντρών είχαν ξεχυλώσει στο υγρό κατάφωτο στρώμα της  ατμόσφαιρας που τους άπλωνε παντού λες και βάδιζαν μέσα σε κοίλο κάτοπτρο. Στο ζενίθ της αυτή η διάθλαση έφτασε όταν ολόκληρη η πλατεία, τα παιδιά που έτρεχαν ανέμελα κι η δημοσιά όλη κρύφτηκαν πίσω τους.












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου