Με φάρο παιδείας τον πολιτισμό, με φάρο παιδείας τα μάτια των ανθρώπων που είδαν και αγάπησαν σπλαχνικά – στο πέρασμά τους – αυτόν τον τόπο ελπίζοντας στο "Ευ" του Ευρίπου, στο "Ευ" του Ευβοϊκού στο "Ευ" αγωνίζεσθαι δημιούργησα τα ιστολόγια Ευβοείς Συγγραφείς και Ευβοέων Τέχνη.
Σωτήρης Λάμπρου

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Μνήμες

Μνήμες, Τάσος Σιαμανδούρας

Τη μορφή σου χαμένη την είχα, 
το πρόσωπο σου ξεθωριασμένη φωτογραφία,
μα στην ασθενική μου μνήμη
χαραγμένες βαθιά οι λέξεις σου
εκείνης της βραδιάς.

«Εγώ ταξίδια αναζητώ, δρόμους να περπατήσω, κι όχι λιμάνια απάνεμα και ήσυχες γωνιές».

Παλιά άρνηση

Παλιά άρνηση, Τάσος Σιαμανδούρας

Ξέχασα εσένα
με την καρδιά σου κρυμμένη καλά,
τα μάτια να φεγγίζουν σαν κάρβουνα
και τα δυο χέρια, που δεν ξέρεις πού να τα κρύψεις.

Τα κρατάς αμήχανα, τα περιφέρεις άσκοπα
και δε σκέφτεσαι σε κάποιον να τα δώσεις·
μα τι επιτέλους φοβάσαι;

Ίσως μύχιες ενοχές και τύψεις
για μια παλιά σου άρνηση.
Έλα λοιπόν, 
δώσε τα χέρια σου και την καρδιά σου,
αυτά φτάνουν.

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Δρόμος

Δρόμος, Τάσος Σιαμανδούρας

Έμενε ο δρόμος
Όνειρο - πραγματικότητα.
Βαδίζαμε κουρασμένοι,
απελπισμένοι.
Δεμένοι σαν τα μερμύγκια
μ' ένα μέτρο χώμα
και δυο σπυριά σιτάρι.

Αρνούμαστε.
Αρνούμαστε το ποδοπάτημα του ονείρου,
του ονείρου που δεν αρνηθήκαμε,
που δεν τ' αφήσαμε στη μέση του δρόμου.

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Ατοπία

Ατοπία, Ροζάνης Στέφανος

Με κύκλωνες με τα σημάδια σου

Τώρα ψάχνω να βρω σε ποιον ορίζοντα
πλανιέται η φωνή σου
Ποιες λέξεις άρχισαν τον κόσμο
κι έμειναν αφανέρωτες.

Ώρες

Ώρες, Ροζάνης Στέφανος
Ώρες που περίμενα ν’ αδειάσει το σπίτι
Μ’ ένα ραβδί παραπλανημένου μάγου
Να γίνει ενδιαίτημα ονείρων
Και χώρος ακατοίκητος
Απ’ τις σκιές που ρίχνουν τα πράγματα στους τοίχους
Απ’ τις φωνές πού ανασύρουν τα πεπραγμένα της ημέρας
Από τις προσδοκίες εγκλεισμού όσων έδιάβηκαν το κατώφλι
Ώρες πού διέσυραν τη μνήμη
Που απειλητικά την έσυραν εκεί πού εξαντλείται όπως κάτι
χιλιοειπωμένο
Όπως η οικειότητα ανάμεσα σε παλιούς εραστές
Ώρες που έβλεπα το πρόσωπο σου σ’ έναν καθρέφτη
*Από τη συλλογή “Ανεπίδοτο”, Εκδόσεις “Έρασμος”, 2004.

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

Επίλογος

Επίλογος, Ροζάνης Στέφανος

Αν ήταν να πάρεις την ψυχή μου θα ήσουν άγγελος
Μα ξέχασες πως των αγγέλων οι δρόμοι διασχίζουν
τη νύχτα σαν αστραπή
Βγαίνουν στο φως
Γίνονται ένα με της αυγής τα μονοπάτια
Κι υστέρα μας απειλούν όχι με το σκοτάδι
Αλλά με την αιθρία ενός θανάτου που μας χαρίζεται

Όλη η Ελλάδα στο φωτογραφείο

Όλη η Ελλάδα στο φωτογραφείο,
Κώστας Κοβάνης


Σε μια στροφή της σκάλας η επιγραφή
τους οδηγεί σωστά.
«Το φωτογραφείον επάνω»
γραμμένο με διάφορα χρώματα ζωηρά.
Ουράνιο τόξο στη φτώχεια τους,
η μπόρα περνάει…
Κάτω απ’ την επιγραφή ένα τόξο,
που την χωριάτικη καρδιά τρυπάει.

Χιλιάδες ανεβαίνουν μέρα τη μέρα.
Όλ’ η Ελλάδα στο φωτογραφείο επάνω
Διαβατήριο και μετανάστες όπου νάναι
- Οι ξένοι, οι ξένοι κατέλαβαν τη γη-
Για να πουλήσουν την πείνα τους
όσο όσο στις ξένες φάμπρικες.
Αχ μην τους φωνάζετε πίσω.
Δεν βλέπουν παρά καράβια μπρος τους.
Δεν ακούνε παρά σφυρίγματα βαποριών
ν’ αρμενίζουν σ’ ωκεανούς.
Δεν βουρκώνουν όσα μαντήλια
κι αν ανεμίσουν από το πάτριον έδαφος.
Όσο μένουν οι ξένοι…


(Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 142, Οκτώβρης 1966, σελ. 279)

Μας ήρθε μια καινούργια εργάτρια

Μας ήρθε μια καινούργια εργάτρια,
Κοβάνης Κώστας

Μας ήρθε μια καινούργια εργάτρια.
Είναι 16 χρονών κι οι ώρες της ζωής της
θα γίνουν σκληρά μεροκάματα.
Την έφερε ο πατέρας της ωραία και ντροπαλή,
σαν να την πήγαινε περίπατο στη θάλασσα.
Κορδέλες στα μαλλιά και πηδήματα…
Θα φτιάχνει 40.000 κουτιά τη βδομάδα,
για να μπορεί ν’ αγοράσει ένα φουστάνι
με τριαντάφυλλα κι ανεμώνες.
Τώρα μπορούν να τη φωνάζουν οι φίλες τις Κυριακές.
Μας ήρθε μια καινούργια εργάτρια,
είναι 16 χρονών κι άφησε τη γειτονιά της,
τ’ ανυπόμονα διαλείμματα του σχολείου της,
για να σηκώνεται χαράματα νυσταγμένη
πεζοπορώντας να φυτοζωήσει.
Σήμερα φέρτε μια χειραψία απ’ τον κόσμο της,
μην ταραχτεί και μας πεθάνει
κάτω από τ’ άψυχα βογκητά των μηχανών
μια μικρή εργάτρια 16 χρονών.

Λυρικός Λογιστής


Λυρικός Λογιστής, Κώστας Κοβάνης

Με την ψυχή στο στόμα
και να πέσω στο χώμα
θα τραγουδάω πάλι
τα παλιά μου θούρια
που με μεθάνε ακόμα.

Παρακαλώ! Αφήστε με λίγο
να κάνω και γω ένα όνειρο.
Μη μου θαμπώνετε τα μάτια
με κύματα μελάνης!
Βγάλτε από τα πρόσωπα
τα καρμπόν, τα τιμολόγια.
Μη βάζετε μπροστά μου
εμπόδια με ισοζύγια
και καρτέλες νέων πελατών.
Αφήστε με λίγο στη γαλήνη,
στον καθαρόν ορίζοντα,
στα δάση, στα χόρτα, στις αμμουδιές,
να χαθούν τα μάτια μου στο φως.

Αν λίγο στέκομαι
στις σελίδες εισπράξεων και πληρωμών
είναι γιατί πάντα στοχάζομαι
πόσο ακριβά επλήρωσα
μηδαμινές εισπράξεις...

Από τη συλλογή ποιημάτων του Κώστα Κοβάνη με τίτλο "Λυρικός Λογιστής" του 1984

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Του φεγγαριού οι δρόμοι

Του φεγγαριού οι δρόμοι, Βασίλης Πεππές

Πλανεύτρα η Θύμηση απόψε αρμενίζει πέρα μακριά, στα βαθυγάλανα νερά του Λιβυκού Πελάγους παρέα με την Όστρια και το λάγνο λίκνισμα των κυμάτων απάνω στο ασημένιο μονοπάτι, το χαραγμένο από την ανατολή μιας χλωμής πανσελήνου.

Εκεί όπου η αλαργινή γραμμή του ορίζοντα σχηματίζει μια ανεπαίσθητη καμπύλη, ντυμένη με σκουρόχρωμες μπλε αποχρώσεις που διακόπτουν μονάχα τα ξέθαμπα φώτα κάποιου ταξιδιάρικου βαποριού με κατεύθυνση άλλα μέρη.

Ανάμεσα σε αέρινα περάσματα που και φέτος διέσχισαν τα γοργοφτέρουγα χελιδόνια για να φέρουν μαζί τους το καλοκαίρι.

Μπεϊρούτ, Τελ-Αβίβ, Αλεξάνδρεια, Τρίπολη, Βεγγάζη, Τύνιδα…

Οι αγκαλιές των νότιων λιμανιών της Μεσογείου πλημμυρισμένες από μυρουδιές μπαχαρικών και καφέ γιομάτες πολύχρωμες περπατησιές, γλώσσες και ηχοχρώματα.

Σιμά στην εσχατιά του δικού μας Νότου.

Τόσο κοντά…τόσο μακριά.

                                                …

Ξανακοιτώ τη μορφή σου, αχνή οπτασία στον αφρό τυλιγμένη.

Ώρα πολλή σε γύρεψα ανάμεσα σε παφλασμούς κυμάτων για πάντα φυλακισμένους σ’ ετούτο το πορφυρό κοχύλι που κρατώ σφιχτά στη φούχτα μου.

Αγγίζω τη ματιά σου στα σκοτάδια. Μα εσύ ξεγλιστράς σαν την άμμο στις άκρες των δαχτύλων, σαν νότα από μαντινάδα πριν σκορπίσει για να χαθεί στον αέρα.

Σαν μια ανάσα ακόμα βαθιά με οσμή από γέλια, τραγούδια κι άφθονη ρακή στιγμές πριν χωθείς για πάντα στης Λήθης το ερμάρι.

Κρυμμένη και πάλι πίσω από ατέλειωτα μεθύσια, στους μυστικούς διαδρόμους του δικού μου Λαβυρίνθου.

                                             …

Κοντοστέκομαι σε ένα μπαλκόνι με θέα την ανοιχτή θάλασσα γοητευμένος από το χαμόγελο, την υπέροχη κουζουλάδα και τη ζεστή φιλοξενία των ανθρώπων αυτού του τόπου.

Για ένα λεπτό μονάχα, προτού η σκέψη πεταρίσει βορειότερα για να ανακαλύψω ξανά το χαμένο μίτο της Αριάδνης πλάι στ’ άψυχο κουφάρι του σκοτωμένου Μινώταυρου.

Βλέπω τον Πρίγκηπα με τα Κρίνα να χαμογελά συνωμοτικά παρέα με τη Νεφέλη.

Σωπαίνω για να γευτώ άχρονες στιγμές λουσμένες στο φως του Ήλιου σαν χύνεται στις πέτρες και τα μάρμαρα. Αγγίζοντας φευγαλέα κομμάτια της ιστορίας ενός πολιτισμού που ταξιδεύει το μυαλό αιώνες πίσω.

Πόσο μικρός στ’ αλήθεια είμαι.

                                                 …

Το φως του αποσπερίτη λάμπει στο παράθυρο.

Κλείνω τα μάτια σφιχτά δεμένος με τη ζώνη στο κάθισμα.

Θέση 11D, βραδινή πτήση Ηράκλειο - Αθήνα.

Λίγο προτού προσγειωθώ στα γνώριμα στενά του Νεγκρεπόντε και τα τρελόνερα της δικιάς μου ρουτίνας.

Επαέ, στην άκρη του φεγγαρένιου δρόμου… 

Β.Π. Ιούνιος 2018

(Απόσπασμα από το ημερολόγιο ενός Late Bloomer)

Πάλι


Πάλι

της Μαλβίνας Κάραλη


Χάραμα στο κρεβάτι – πρώτο τσιγάρο της μέρας. Δολιχοκέφαλος αρκούδος στα παπλώματα. Τυπικός καλοπροαίρετος, τις νύχτες γίνεται βιολί. Αφού το κεφάλι του ανάμεσα στον ώμο μου και το μάγουλο, άρα βιολί. Παίζω πάλι. (Για πόσο.) Πρωινό του Σαββάτου με τους Αιγύπτιους και τους Πακιστανούς της Σοφοκλέους. Περπατάω στην κάτω πόλη με τον Σ., τον Α., την Α. Ιρακινοί φίλοι υποδέχονται τους νεοφερμένους με χαμόγελα. Κερνάνε νεράκι εμφιαλωμένο. Καφέ με κάρδαμο. Η Γάντα, η νεαρή Αιγύπτια φίλη μου, με βάζει για δέκατη φορά να της ξαναγράψω το τηλέφωνό μου. Αγοράζω κασέτες και αιγυπτιακή λεμονίτα. «Αγκάπη μου, λατρεύεις Αίγκυπτο, έτσι δεν είναι;» Ανατολή. Μέση οδός δεν υπάρχει. Ή λατρεύεις ή απεχθάνεσαι. Η Α. χώνεται στους Κινέζους και αγοράζει φόρεμα με το μοναδικό της χαρτονόμισμα. «Λεφτά για μεσημεριανό φαγητό ή φουστάνι;» ρωτάει. Φουστάνι, φυσικά. Έκπαγλο λουσάτο κουρέλι. «Σίγουρα Σότρις, αγάπη μου», θα της λένε τα βράδια στο Ζάζα’ς, τα ψώνια με τα κραυγαλέα, τα υπερτιμημένα κουρέλια τους.

Επιστρέφω απόγευμα στο κρεβάτι, ανοίγω το τελευταίο βιβλίο του Χανίφ Κιουρέισι. Μεσάνυχτα όλη μέρα. Εξ αφορμής μιας πρότασης στο οπισθόφυλλο το πήρα. «Είμαστε αλάθητοι», λέει, «στην επιλογή του εραστή μας, ιδιαίτερα όταν αξιώνουμε το λάθος πρόσωπο. Υπάρχει ένα ένστικτο, μαγνήτης ή αερικό, που γυρεύει το αταίριαστο». Εσύ, πάλι, λες πως με κάτι τέτοιο εκνευρίζεσαι. Πως οι άνθρωποι με αντίστοιχες απόψεις είναι για σφαλιάρες. Θυμώνω. Καλά κάνω και θυμώνω. Δίκιο έχεις. Εδώ και χρόνια πια το ξέρω. Με την άρρωστη κεκτημένη του Μπατάιγ πόσο θα πας; Μια δυο φορές στη ζωή σου. Εγώ τις πήγα, τέλειωσα. Όξω απ΄ την παράγκα οι αταίριαστοι. να τους αγαπάμε. Να τους θυμόμαστε με τρυφερότητα. Τους χρησιμοποιήσαμε. Το πληρώσαμε, πρώτοι εμείς. Γιατί ο λάθος άλλος στην ουσία δεν φταίει. Δεν σου κρύφτηκε. Εκεί που εσύ αναγνώρισες το αταίριαστο, αυτός κατά πάσα πιθανότητα είδε το ταιριαστό. Και δεν φταίει αυτός. Του το έπαιξες καλά. Όποιος αναγνωρίζει εξαρχής το λάθος πρόσωπο και όμως τσαλαβουτάει – αυτός φταίει. Το βλέπεις, βλάκα μου, το λάθος. Και το αποσιωπάς. Γιατί το έχεις ανάγκη. Και το αξιώνεις μόνο σε μια περίπτωση το λάθος πρόσωπο: για να το απαξιώσεις σύντομα. Για να μη δεσμευτείς. Για να μείνεις μόνος. Για να νιώσεις ανώτερος από τον εσφαλμένο. Γιατί από το λάθος πρόσωπο έχεις πάντα τη δυνατότητα να το σκάσεις με όσο το δυνατόν λιγότερη οδύνη. Με απώλειες μηδαμινές. Επιλέγω «ανάξιο εραστή» σημαίνει επίσης: αναβάλλω τον έρωτα, αλλά συγχρόνως δεν κλείνω την πόρτα στην ελπίδα θα φύγει ο πρόσκαιρος και λίγος, και κάποια μέρα θα έρθει ο ανάξιος. Αλλά όχι ακόμα. Δεν είναι η ώρα μου. Τώρα φοβάμαι οτιδήποτε μπορεί να πάρει μορφή αμετάκλητου. Την ισόβια συνύπαρξη, ιδίως.

«Επιλέγεις λάθος άνθρωπο, δηλαδή, για να το σκάσεις πιο εύκολα; Και τότε πώς εξηγείται το γεγονός πως καμιά φορά κολλάς στο λάθος πρόσωπο εκατό χρόνια;», ρωτάει η μεταμεσονύκτια φίλη. «Κατά τη γνώμη μου, μείνεις, φύγεις, το ίδιο κάνει», λέω. «Πάλι κολλάς, για να γλιτώσεις από μια ουσιαστική δέσμευση. Η λάθος επιλογή σού διασφαλίζει κατά κανόνα ανεξαρτησία. Σε ασφαλίζει από τον πόνο τού να βρεθείς ακάλυπτος, εκτεθειμένος μπροστά στον όμοιό σου. Γιατί, αν με τον όμοιό σου τύχει στραβή, τότε δεν γιατρεύεσαι. Πένθος αμετάκλητο μετά». Νύχτα, δυόμισι χρόνια πριν. Τρέχαμε με ένα φίλο στο Μούλτι Κούλτι  – στο δρόμο απορούσε: «Μα πώς έγινε και πήγα και ερωτεύτηκα αυτό το πράγμα; Η προηγούμενη αγάπη μου διάβαζε στίχους της Σύλβια Πλαθ. Ίδια τραγούδια, ίδια κουλτούρα. Ήθελα να θέλω. Και όμως, δεν με μάγευε παρά μόνο το ασπόνδυλο. Το ριζικά ακαλλιέργητο πλάσμα. Λες πως θα μου περάσει; Αηδιάζω με τον εαυτό μου έτσι που έμπλεξα. Άλλωστε, ξέρεις πως αυτά τα παθιασμένα τα κοροϊδεύω».

Όχι, χαρά μου, δεν θα σου περάσει, σκεφτόμουν. Απλώς εκεί που κόβεσαι πως δεν θα μπορείς χωρίς την άξεστη αγάπη σου, πολύ σύντομα θα βρεις αφορμή και θα φύγεις. Και θα πεις πως δεν πήγαινε άλλο. Που πάντα πάει, άμα θες. Μετά, τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει το πάθος της συντήρησης, θα μοιάσεις τότε ακόμα περισσότερο στους ήρωες που σιχαίνεσαι. Σε κάθε συνάντησή σου με ίσο σου άνθρωπο θα βάζεις μπροστά σαν πανοπλία το άξεστο πλάσμα. Ο λίγος ίσκιος σου θα σε θωρακίζει από την οδυνηρή συνάφεια με τον παρεμφερή σου. Κανονικά πρέπει να χρωστάς ευγνωμοσύνη γι΄ αυτό στην άξεστη αγάπη σου. «Σε ευχαριστώ, ακαλλιέργητο πλάσμα, που η επινοημένη μου εμμονή για σένα με προστάτεψε. Δεν πήγα να καώ με την καλή περίπτωση. Να χάσω την ανεξαρτησία μου. Τη μαγκιά μου. Να γίνω κουρέλι». Αν δεν υπήρχε το φάντασμα του άξεστου ανθρώπου, θα αναγκαζόσουν κάποια στιγμή να ζήσεις κι εσύ με έναν όμοιό σου το οδυνηρό πράγμα που λέγεται ζευγάρι, θα αναγκαζόσουν να είσαι τρυφερός, να αγαπήσεις στ΄ αλήθεια.

Έκλεισα το βιβλίο του Κιουρέισι – δεν είχα και πολύ κέφι για διάβασμα. Την ώρα που ντυνόμουν για να βγω, θυμήθηκα τον Κ. Άνθρωπος της νύχτας. Παρουσιαστικό τρομαχτικό. Ένας Βίκινγκ με μυαλό πεντάχρονου. Με συμπαθούσε. «Όταν ήμουν νέος», μου εξομολογήθηκε μια νύχτα, «σαν να με μούντζωσε ο Θεός και πήγα κι ερωτεύτηκα. ‘Ηταν μια καριόλα, δεν βάζει με το νου σου. Παίρνω το αεροπλάνο και ανεβαίνω Θεσσαλονίκη να τη δω. Τρελαμένος, θέλω να της πω πόσο ερωτευμένος είμαι, θέλω να πεθάνω μαζί της. Κατεβαίνω παράλυτος. Χέρια, πόδια, δεν μπορώ να τα μανουβράρω. Τη βλέπω να με περιμένει στο αεροδρόμιο. Την κοιτάζω. Και ύστερα την πλακώνω στο ξύλο. Ξύλο πολύ, δεν βάζεις με το νου σου. Την τσάκισα. Πήρα το επόμενο αεροπλάνο και γύρισα. Αυτή ποτέ δεν κατάλαβε γιατί. Ακόμα την αγαπάω την πουτάνα. Ξύλο πολύ, δεν βάζεις με το νου σου…»

Μεθεόρτια γενεθλίων στο γαλλικό. Αγάπη πολλή, δεν βάζεις με το νου σου. Σε τσάκισα.
                       

Μαλβίνα Κάραλη : Σαββατογεννημένη, εκδόσεις 01Κείμενα, 2005, σελίδες 153-157
(πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Symbol της εφημερίδας Επενδυτής, 2001)

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Μεγάλη Παρασκευή

Σ. Λάμπρου 

Μεγάλη Παρασκευή

«Ω γλυκύ μου έαρ» το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής με τα κεριά και τις λαμπάδες οι χριστιανοί πενθούν τα χρόνια που έφυγαν.
Τα ανέμελα χρόνια - γεμάτα μέρες ηλιόλουστες, φιλιά και όμορφα χαμόγελα που μοσχοβολούν τον αγέρα σαν μυστήριο, ως φως που επιστρέφει την αυγή και αρωματίζει το σκοτάδι. 
Κοινωνούν οι άνθρωποι για τα λουλούδια και τ' άστρα που κράτησαν στα χέρια και ο δρόμος προς την αγάπη είναι του καραβιού η θάλασσα - τ' άσπρα πανιά π' αγκάλιασαν τον Ορίζοντα και ολόσωμα τον άνεμο έκλεισαν μέσα τους με μια βαθιά επιθυμία : " Μη και μείνουμε μόνοι".
Τη θύμηση ήπιαμε και με τα διψασμένα μας χείλη διψάσαμε για φωνή και με το πρόσωπο αγγέλου προχωρήσαμε στο μεγαλείο αυτής της μέρας που τόσο τη χάραξε ο θάνατος και άστρα δεν ανθίζει και δε βλασταίνει όνειρα - μονάχα απ' το τέλος κοιτά τον δρόμο της αγάπης.  



Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Περίληψη ημερών

Σπύρος Κοκκίνης – Περίληψη ημερών

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΗΜΕΡΩΝ
Τα μάτια της Νικολέτας ήτανε τόσο τρυφερά όσο μια λίμνη στις έξι και τριάντα το πρωί. Ο Λυκαβητός τυλιγμένος στη σιωπή του μοιάζει περισσότερο με κόκκινη παλίρροια από παπα­ρούνες στα μαλλιά της. Η Νικολέτα μύριζε γλυ­κάνισο. Κι η νύχτα άπλωνε την ψευδαίσθηση στο σκηνικό των πόθων και στις γέφυρες των φιλιών της. Ο εναέριος σιδηρόδρομος περνάει και φεύγει αφήνοντας πίσω του έναν ουράνιο θόλο ή τις λεηλατημένες φωνές των επιβατών της αποβάθρας που δεν πρόλαβαν να ενώσουν τα χέρια.
Και τ' άδεια σπίτια ωσάν μια σειρά σβηστά φα­νάρια.

Ο ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΛΩΡΑΣ
Κρεμασμένος από τα ξεφτισμένα λουριά του τρόλεϊ χαζεύω τη θάλασσα. Όχι πως υπάρχει θάλασσα. Μόνο κάτι φωτισμένα τετράγωνα: «Ανθούσα». «Ανθούπολις». «Πωλούνται άνθη». Ρεμβάζω στους καημούς της γλυκοφρύδας κόρης. Κάθεται απέναντι μου. Το δέρμα της μπαίνει μέσα στο δέρμα μου. Αναστενάζει. Τα μαλλιά της - τα χέρια της - τα χείλη της - τα μάτια της είχανε κυλήσει στις χούφτες μου. Ευώδιαζε κανέλα. Της ψιθύρισα «Φλώρα, μωρό μου!». Γέλασε.
Πολύχρωμα πειρατικά ιστιοφόρα πάνε κι έρχον­ται στις σκουριασμένες σιδεροτροχιές. Καμιόνια με ρόδες από κουβαρίστρες τρέχουνε να προλά-βουνε. Τι; Αναψε το κόκκινο φως στην οροφή. Μοιάζει με της Φλώρας στο ημιυπόγειο. Φιλο­σοφώ το πρόβλημα. Ανοίγω το λεύκωμά μου: «Τι εστί φιλία;». «Τι εστί αγάπη;». «Τι εστί έρως;». Κοιτάζω με μάτια γαλήνια πέρα από αυτά που βλέπω. Οι φλέβες μου φουσκωμένα ποτάμια.
Κατέβηκα από το τρόλεϊ αγκαλιά με την κουτσή Φλώρα. Έξω η νύχτα, πιο μαύρη κι από το στόμα του λύκου, μας κατάπιε...

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
Ο ουρανός, πέρα στη δύση, έλιωνε στις κορφές των κυπαρισσιών σκούρα χρώματα και σκοτεινές αποχρώσεις. Η γη έμοιαζε ωσάν ψη­μένο κάστανο. Και η λεηλατημένη ομορφιά ενός παράλογου απογεύματος είχε μιαν ατμό­σφαιρα ανασφάλειας. Δεν έμεναν παρά τα χρυ­σά μαλλιά της Αιμιλίας που καθρεφτίζονταν στο βάθος του πηγαδιού: η νοσταλγία και το αίνι­γμα.
Η Αιμιλία είχε συναρμολογήσει μιαν ιστορία ανέφικτου έρωτα με τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου φαγωμένου από τύψεις. Το παιχνίδι εξακολουθούσε με τα ψάθινα καπέλα που στρι­φογύριζαν στον άνεμο της νύχτας ωσάν πετα­λούδες ή νυχτερίδες. Κι οι δρόμοι διασταυρώ­νονταν χωρίς φανερή αιτία, άλλοτε με τα όνειρα κι άλλοτε με το χρόνο.
Εξόν από δυο φιλήδονα — σχεδόν κτηνώδη — χείλη η Αιμιλία δεν έδειχνε παρά ένα πρόσωπο βαμμένο στη φωτιά και τη στάχτη. Οι πόθοι είχαν σβήσει στα μάτια της και δεν έμενε πάρεξ μια αναλαμπή που σπάθιζε το σκοτάδι. Είχε σχεδόν βυθιστεί στο πηγάδι φέρνοντας στην επι­φάνεια μικρές φυσαλίδες που σκάζανε ωσάν άστρα.
Στην αρχή η νύχτα έμοιαζε με τα όνειρα μιας ανυπόμονης γυναίκας. Και η Αιμιλία δεν ήτανε παρά το μαύρο φως, ένα γρήγορο γυμνό που ζητούσε την αμοιβή του πάθους της. Ύστερα το αινιγματικό προοίμιο, όταν δεν ξέρουμε ως πού φτάνει το βάθος του πηγαδιού. Ολα μετά γίνανε μοναξιά και χωρισμός.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πολιτιστική, τ. 32, σελ. 26).


Λαϊκή πολυκατοικία

Σπύρος Κοκκίνης, Λαϊκή πολυκατοικία

Ανεβάζαμε τις πίκρες μας.
Κατεβάζαμε τα όνειρά μας.
Το ισόγειο απαράλλαχτο.
Στο τρίτο αδειάζαμε το Νώντα.
Έλεγα: πότε θα ψηλώσω σαν τον κύριο του πέμπτου,
σαν τις ακακίες που παίζουν τα καλόπαιδα.

Πάνω απ’ τη νύχτα τρέχανε δυο άλογα.
Πάνω απ’ το κεφάλι μου δυο σύρματα.
Δίπλα μου ούρλιαζε ο αγέρας, μπαινόβγαινε από τις τσέπες μου,
αρωματισμένος απ’ την κυρία του ρετιρέ.
Ανεβάζαμε τις πίκρες μας.
Κατεβάζαμε τα όνειρά μας.
Κι ο δρόμος γέμιζε φαρμάκια.

Σε μιαν άνοιξη

Σε μιαν άνοιξη, Στέλλα Βρακά

Με συλλαβές ανοίγω
τα μάτια μου
σε μιαν άνοιξη
που δεν ανυπομονεί.

Σε μιαν άλλη άνοιξη
με χρώματα
γαλάζια και πράσινα
τοποθετημένα επακριβώς
στο ποθητό χρειαζούμενο.

Στο υπαίθριο δάσος
ο άρτος
στην ουράνια θάλασσα
ο οίνος
των αχράντων μυστηρίων.

Το ανάποδο φως
του καλοκαιριού
του φθινοπώρου
απόκαμε σ' αυτή
την θέση.

Με γράμματα ανοίγω
τα μάτια μου
στην άνοιξη
που μέσα στα χέρια της
θ' ανατείλει
το ανέσπερο φως.

Κάτω χαμηλά θορυβούν
τα πράγματα της θλίψης.

Πάνω και ψηλά
απ' τα πρόσωπά μας
τα πράγματα της Χαράς
περιμένουν
να τ' ανακαλύψουμε.

29-10-2013

Φωτογραφία : Τάσος Μπαλτάς
Χτυπάς - Χαλκίδα




Αν είσαι απόδημο πουλί

Αν είσαι απόδημο πουλί, Γιάννης Κανδύλης

Κάτω απ’ του στεναγμού μου τα γιοφύρια, έκρυψα,
τις λίγες ελπίδες που μου έχουν απομείνει.
Εκεί να ξαποστάσουν και ν’ αποκοιμηθούν…
Μην τύχει, και περάσει κάποια νεράιδα, να τις αφυπνίσει.
Κι αν είσαι απόδημο πουλί —πρόσεξε!—
το στανικό φτερούγισμα σου, μη μου τις εξυπνήσει.
Για θα ’ναι κρίμα —για ακόμα μια φορά— να προδοθώ!

ποιητική συλλογή: "Σαν το λουλούδι που κόβεται"

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

Έτη Κρίσης

Έτη Κρίσης , Σταμάτης Γκαβέτας

Σκιές ανθρώπων σε κάθε στενό, σε όλη την επικράτεια κατάθλιψη. Εμπορικοί δρόμοι που κάποτε έσφυζαν από ζωή, τώρα τα μαγαζιά τους στη σειρά είναι κλειστά.
Τότε, εκείνο το απόγευμα του Οκτώβρη, ήταν που είδα ένα κεφάλι σε ένα τρέιλερ, αλλού χέρια αλλού πόδια – μαλλιοβράς. Ανήσυχος μπροστά σε αυτό το αποτρόπαιο θέαμα πλησίασα να δω καλύτερα γιατί δε μπορεί να βλέπω καθαρά – σκέφτηκα. Ένας έμπορος είχε φορτώσει την πραμάτεια του από το μαγαζί που έκλεινε. Εκεί, μέσα στα αποκαΐδια της προηγούμενης εμπορικής του δραστηριότητας υπήρχε και ένα πρόσωπο που ξεπετιόταν μέσα από τη σποδιά.
Την γνώρισα, ναι είμαι σίγουρος ότι ήταν αυτή, ένας συμφυρμός με έπιασε, αδύνατον – είπα, και έμεινα να κοιτώ σα χαύνος. Η Τζέσικα από τη βιτρίνα με τα ρούχα. Πόσοι και πόσοι περαστικοί δε θαύμασαν επάνω της την τελευταία λέξη της μόδας; Πόσα ζευγάρια δε φιλήθηκαν μπροστά της; Πόσοι δε φαντάστηκαν τα ρούχα της στο σώμα τους; Ίσως κάποιοι να την ερωτεύθηκαν κιόλας. Τώρα μετά από αυτή την ένδοξη ζωή αυτό είναι που της επιφυλάσσει το μέλλον, σπαρμένα κομμάτια σε μια χωματερή.

Δεν με ελκύει η ξεδιαντροπιά της εξίσωσης

Δεν με ελκύει η ξεδιαντροπιά της εξίσωσης, Μαλβίνα Κάραλη

Δεν με ελκύει η ξεδιαντροπιά της εξίσωσης:
Στον έρωτα η καλύτερη του ενός είναι η χειρότερη του άλλου.
Εγώ αυτήν την τάξη δεν πρόκειται ποτέ να την περάσω.
Γι’ αυτό, σκασιαρχείο καλύτερα.
Εμένα κάνε με κύκλο ομόκεντρο, να νιώθω τη συγγένεια.
Και τότε η καλύτερή σου είναι η καλύτερή μου.
Αλλά ομόκεντρο.
Αλλιώς ζηλεύω.
Κι όταν ζηλεύω γίνομαι έξυπνη.
Και όταν γίνομαι έξυπνη, τα καταστρέφω όλα.
Χάριν του κίβδηλου ενστίκτου που αφορά τους χαμηλούς.
Και που το λένε αυτοσυντήρηση.
Και που δεν με αφορά.

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Ο δήμαρχος και το σακάκι

Ο δήμαρχος και το σακάκι

(Τα πρόσωπα στο παρακάτω κείμενο είναι φανταστικά.)


Σ.Π.Παπασηφάκη


Στα πιο παλιά τα χρόνια σε μια όμορφη πολιτεία εγίνονταν εκλογές για την ανάδειξη νέου δημάρχου. Υποψήφιοι ήταν δύο. Ο ένας ήταν δήμαρχος και την προηγούμενη τετραετία ενώ ο άλλος κατέβαινε για πρώτη φορά στην πολιτική κονίστρα κι εδοκίμαζε τις δυνάμεις του.

Η προεκλογική εκστρατεία κρατούσε καιρό και στα μαγαζιά οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κερνούσανε τον κόσμο και υπόσχονταν τα πάντα στους ψηφοφόρους τους, χτυπώντας τους φιλικά στην πλάτη πριν εξαφανιστούν την επομένη των εκλογών μαζί με τις υποσχέσεις τους.

Οι δήμαρχοι είχαν ράψει καινούρια ρούχα κι επερνοδιάβαιναν σπίτια και μαγαζιά, υποσχόμενοι κι αυτοί με τη σειρά τους όλα εκείνα που ο αφελής ψηφοφόρος πάντα τα πιστεύει και πάντα διαψεύδεται.



Ο παλαιός δήμαρχος είχε ήδη δημιουργήσει «στρατό». Κατά την τετραετή θητεία του είχε βολέψει, είχε βαφτίσει, είχε διορίσει, είχε εξυπηρετήσει, ενώ ο νέος ήλπιζε να βολέψει, να βαφτίσει, να διορίσει, να εξυπηρετήσει…


Έφτασαν στην τελευταία πια βδομάδα και η φούρια ήταν μεγάλη. Την Πέμπτη θα μιλούσε στην πλατεία ο νέος υποψήφιος και την Παρασκευή ο παλαιός μια και ο νόμος του δίνει το δικαίωμα να πει αυτός την τελευταία λέξη. Να κατακεραυνώσει τον αντίπαλο, δίχως να έχει δημόσιο αντίλογο.

Την Παρασκευή λοιπόν ο παλαιός δήμαρχος, ανέβηκε πάνω στο βήμα, στην κεντρική πλατεία της πόλης, κι αφού είπε ότι είχε να πει, με δάκρυα στα μάτια λέει στους συμπολίτες του: «Αγαπητοί μου συμπολίτες, δεν έχω κανένα παράπονο από σας. Με τιμήσατε και με τοποθετήσατε στο ύψιστο αξίωμα της πόλης. Τα τέσσερα χρόνια που ήμουν δήμαρχος κατάφερα κι έραψα ένα ολόχρυσο σακάκι. Μου λείπει μόνο το αριστερό μανίκι. Ψηφίστε με σας παρακαλώ ξανά να ράψω και το μανίκι, γιατί αν ψηφίσετε τον άλλο, θα το αρχίσει από την αρχή το σακάκι.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Το ποδήλατο

Το ποδήλατο, Βασίλης Μπαρούτης

Ξύπνησα με το πρώτο φως της αυγής αλλά και πάλι είχα αργήσει. Ντύθηκα όπως όπως και έριξα μια ασπιρίνη σε ένα φλιτζάνι με νερό κουνώντας το κυκλικά. Πραγματικά όμως είχα αργήσει. Το ποδήλατο μου που είχα αφήσει χθες βράδυ στην αλάνα, χθες βράδυ και πέρασαν μετά τριάντα χρόνια, έπρεπε να προλάβω να το μαζέψω πριν το πάρουν. Σήμερα η τελευταία ημέρα.

Μετά θα είναι σαν να μην το είχα ποτέ. Η σκέψη αυτή αντηχούσε στους άδειους τοίχους του δωματίου που έκλεινε μέσα την αναστολή μου. Μα γιατί αργώ; Η αλάνα έγινε μπλοκ από πολυκατοικίες με πυλωτές για εύκολο παρκινγκ και καφετέριες μόστρα στην παραλία. Η παραλία με τη θάλασσα μίκρυνε και μοιάζει με σταφίδα εκεί πίσω από τα μπετά και ο ήλιος να κρύβεται ζαρωμένος ζητιάνος βλεμμάτων παιδικών. Θάμπωσε και η θέα στην πλατεία του Αγίου Νικολάου όπως η ασπιρίνη θόλωσε πριν λίγο το νερό στο φλιτζάνι μου. Μέχρι και το προαύλιο του δημοτικού που βούιζε όλη η γειτονιά στα διαλείμματα, το κουτσούρεψαν για χωροταξικέ ανάγκες.

Το ποδήλατο όμως ήταν εκεί. Κι ας μην το έβλεπε κανείς. Θα ανασήκωνα λίγο το κρύο σκυρόδεμα και θα το έβρισκα. Αρκούσε να βιαστώ γιατί ήδη είχαν αρχίσει να κρέμονται ακριβές κουρτίνες στα τζάμια και οι τοίχοι να ντύνονται με κορνίζες και πορτρέτα. Τελικά μήπως ήταν ήδη αργά. Ανοίγω την πόρτα βιαστικά μα στο πρώτο βήμα σκοντάφτω σε κάτι μεταλλικό. Κοιτάω το αντικείμενο της οριστικής μου αποτυχίας και αρχίζω πάλι να πιστεύω στα όνειρα. Κάτω στα πόδια μου τό αγαπημένο μου δίκυκλο, το αμάλγαμα της παιδικής μου ηλικίας που νιώθω να τρίβεται στα παπούτσια μου σαν την γάτα της αυλής. Ένα αεράκι φύσηξε και ανασήκωσε ένα χάρτινο μήνυμα κολλημένο στο τιμόνι με λίγο σελοτέιπ.

Έσκυψα και το διάβασα, «μπαμπά σου έφερα το ποδήλατο σου να μην ψάχνεις», με τον γραφικό χαρακτήρα του γιου μου, γραμμένο επάνω.

Στιγμιότυπο από την ταινία
Κλέφτης Ποδηλάτων
Του Vittorio De Sica



CHALKIS 1903, Fred Boissonnas


Ο μύθος του δέντρου

Ο μύθος του δέντρου, Ελένη Βαρθάλη

Το δέντρο του διπλανού χειμώνα
ήταν ένα παράξενο δέντρο
ήταν το δέντρο
που κάποτε μέσα του χιόνισε.
Οι ξυλοκόποι λένε
πως συχνά το άκουγαν να τραγουδά
στις σκαλωσιές τ' ανέμου,
να συνορεύει με τις κορυφές.
Λένε μάλιστα
πως όταν λευκές βάφονταν οι νύχτες
το είδαν και να πετά.
Από τότε ίσως
γεννήθηκε ο μύθος
πως τέτοια παράξενα δέντρα
κατέχουν το πνεύμα των πουλιών
την κατακρήμνιση του πάγου.

13-10-2018

Βάλια Κάλντα
Φωτογραφία : Τάσος Μπαλτάς










Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

"Το υστερόγραφο που δε σου έστειλα"

"Το υστερόγραφο που δε σου έστειλα" ,
Μαργαρίτα Παπαγεωργίου

Τα εγκεφαλικά κύματα
Τρέχουν πιο γρήγορα κι απ’ το φως
Κι αν είναι έτσι
Είναι το σώμα που το κάνει
Σε μια δίνη στο χρόνο
Στο αυλάκι μέσα στη κοσμική θάλασσα
Για το απώτερο νησί
Α λυπάμαι, δεν ξέρεις  πόσο λυπάμαι,
Αλλά βλέπεις,
Κυμαίνουν τα νεύρα μας άνευ σκέψης
Παφλάζει το σύμπαν εντός μας
Ότι η αγωνία της χίμαιρας
Ότι το άφρισμα του καιρού
Κύματα μας άγουν και μας φέρουν
Σε αλίπλαγκτες όχθες όπως έρως
Με τη ναυτία του χρόνου που έχει πρόσωπο
Με την αλήθεια του χρόνου που δε γνώρισα
Με τον πόνο αυτού που έστριψε στη γωνία
Εγκλωβισμένοι στο χωρόχρονο
Τίποτα απ’ όσα σου είπα δεν ήταν ψέμα
Συγχώρεσέ με Μας συγχωρώ,
Εμείς τα παιδιά της παλίρροιας
Δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς,
Επιστρέφουμε για να φύγουμε
Ξανά και ξανά

από την ποιητική συλλογή
"Μεταπλάσματα", Σαιξπηρικόν 2017

Λιανή Άμμος, Χαλκίδα
Φωτογραφίες : Δημήτρης Καρβέλης






ΝΤΑΧΑΟΥ

ΝΤΑΧΑΟΥ, Βασίλης Κούλης

Το Νταχάου, λέει, θα το κάνουν κήπο:
Ζίνιες, τριανταφυλλιές, μιμόζες.
Έτσι, το επόμενο Νταχάου θα βρει τον κόσμο 
ζαβλακωμένο απ' ομορφιές κι αρώματα.

Η Ποίηση

Η Ποίηση, Βασίλης Κούλης

Η ποίηση είναι μια αστραπή
κρυμμένη στο πληγωμένο τους αίμα.
Η ποίηση είναι
αυτό που είδαν τα παιδικά τους μάτια.
Η ποίηση είναι
τα ίδια τους τα μάτια,
αν τους αφαιρέσουμε τη σκόνη,
αν τους αφαιρέσουμε την οδύνη,
και την άβουλη γυαλάδα της μηχανής
Τα μάτια τους
πλυμένα από ανοιξιάτικη βροχή
ανοιγμένα σε όνειρα λουλουδιών..


ΑΙΑΣ

ΑΙΑΣ , Γιάννης Καραμπίνης

Κατοίκησα μια θάλασσα σιωπής
μες στα αχανή τσιμέντα,
κείνη τη νύχτα του Οκτώβρη.
Παράξενο, σα να απώλεσα με μιας την κάθε μνήμη.

Περπάτησα γυμνός, σαν από αιώνες ξένος.
Εγώ, που καμάτευσα της θάλασσας τα έργα,
αέναα ονειροπόλος, αειναύτης του ανέφικτου και της ουτοπίας.
Μια ζωή - μετωπικά - απ’ αντίκρυ παρόν στο περιρρέον της γης δέος.

Ακολούθησα το σκοτεινό το ίχνος ενός άλλου,
ναυμάχος μα και ναυαγός, περιούσια σιωπηρός και απών.
Περιπαθής ενός σώματος, σχοινοβάτης του ολέθρου.
Πυρρίχιος, ηδονικός μα νάρκισσος.

Πέφτω. Νερό παντού.

Τώρα νυχτώνει και πάλι εκ του σύνεγγυς.
Σε ένα ορίζοντα ηδύφωτο, συνάρχω εκ του μακρόθεν,
τυχοδιώκτης, διηνεκής, μα γόρδιος.
Προσμένοντας το μπλε, στου ξημερώματος την απαρχή.

8/12/2012

photography by Giannis Karambinis Λιμάνι Σουλινά  στο Δέλτα του Δούναβη - Ρουμανία


Espresso lungo

Espresso lungo, Βασίλειος Ι. Πεππές

Είδα ένα όνειρο πάλι ψες…

Από ‘κείνα τα κατά περιόδους επαναλαμβανόμενα στις λούπες του μυαλού, όποτε διαισθάνομαι ανθρώπους χαμένους στη λήθη που επιθυμούν να με επισκεφτούν ξανά χτυπώντας επίμονα την πόρτα του ονειρόκοσμου.

Φιλίες κι αγάπες παλιές που παρασύρθηκαν από το ρέμα του καιρού μας αλλά πρόκαμαν ν’ αφήκουν ένα αχνό αποτύπωμα, ένα απολειφάδι στη μνήμη ικανό να παραπέμψει στην ξεθωριασμένη πλέον ύπαρξη τους.

Ενίοτε οι νεκρές θύμησες από το παρελθόν ζωντανεύουν πάλι στο ασυνείδητο για να εισπράξουν αναδρομικά συναισθήματα και καρδιοχτύπια στο παρόν.

Κάτι σαν τοκογλύφοι της ψυχής οι ρημάδες…

Κι όμως ετούτος ο μαγικός ονειρικός κόσμος είναι που επιτρέπει σε καθένα να εκτονώσει αλυσοδεμένες επιθυμίες, σκέψεις και ορμές τις υγρές φθινοπωρινές νύχτες. Να συμφιλιωθεί με τους προσωπικούς του δαίμονες προκειμένου να επανέλθει στο μικρό σύμπαν της καθημερινότητας γαλήνιος και καθαρός.

                                                …

Με τούτα και μ’ εκείνα αναλογίζομαι πως πάει αρκετός καιρός που δε γράφω, τουλάχιστον όχι όπως παλιότερα.

Ίσως γιατί η πεζή πραγματικότητα με έχει καταπιεί ξανά.

Πιο πιθανό όμως μου φαίνεται πως η σιωπή αυτή αντανακλά την ηρεμία που προηγείται ή ακολουθεί μια καταιγίδα. Το δεύτερο μου ακούγεται περισσότερο ταιριαστό.

Δεν είμαι πια θυμωμένος.
Ούτε με την πάρτη μου αλλά ούτε και με κανέναν άλλο.
Δίνω και παίρνω αγάπη κι αυτό είναι αρκετό για την ώρα.

                                                 …

Η μυρωδιά του espresso και μια βιαστική ρουφηξιά καπνού αποδείχτηκαν ικανές να διακόψουν το πρωινό μου ονειροπόλημα.

Είναι ώρα για δουλειά.

Μάζεψα βιαστικά τ’ απομεινάρια των συνειρμών μου από τη μπάρα του μικρού κόζικου καφέ κι έφυγα τυλιγμένος στην αχνή γκρίζα μουντάδα.

Οκτώβριος 2018

(Απόσπασμα από το ημερολόγιο ενός late bloomer)

Φωτογραφία : Γιάννης Μαλαντάρας




Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

Για το θαλασσινό αηδόνι

Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος

Για το θαλασσινό αηδόνι (haiku)

α'

Σκοινί σου ρίχνω
να με δέσεις στην πρύμη
Παπαδιαμάντη

β'

Δόλιο τρυγόνι
κλωνάρι να πλαγιάσω
δε βρίσκω μάνα.

γ'

Θάλασσαν άμμο
φύκια - μαζί κι εμένα
σφαλνά το δίχτυ.

δ'

Λάκκο το λάκκο: 
Chè la diritta via 
era smarrita.

ε'

Δίχως κιθάρα·
σωπαίνοντας κωμάζει
πικρό τ' αγόρι.

στ'

Η σάρκα κρίνο
σε θάλασσα φεγγάρι
- άσωστος πόνος.

ζ'

Όνειρο στο κύμα

Συ τον γκρεμό σου
κι αυτή το μονοπάτι
- σωστά τραβάτε.

η'

«Μαθιέ μου π'λάκι μ' 
θα σ' έπαιρνα ...» - λεπίδι
σε σφάζει ο λόγος.

θ'

Καιρούς εκεί στην 
αιώρα της αβύσσου: 
Να το προικιό σου!

ι'

Μισός στην άμμο
για τη σκληρήν αγάπη
μισός στο κύμα.

ια'

Σβήνει και πάει
η κόρη στο σκοτάδι
ατμίδα δρόσου.

ιβ'

Νοσταλγός

Στην αμφιλύκη 
ρέμβη τα παλαμάρια
λύνει του ονείρου

ιγ'

Γλυκασμού δρόσο
τ' αργυρόηχο γέλιο
βουβός ρουφάει.

ιδ'

Άνθος του γιαλού

Η κόρη φλόγα
και χορεύει στο κύμα
η προσευχή της.

ιδ'

Το καμίνι

Την κόρη φέρνει
στην αγκαλιά του ναύτη
σκάλα μετάξι

ιστ'

Το αστεράκι

Βλαστός μυρσίνης 
τ' ανάστημα της Πούλιας
γλυκά μαρμαίρει.

ιζ'

Ενιαύσιον θύμα

«Δίπλα φεγγάρι»·
η θάλασσα και φέτος
τροχίζει δόντια.

ιη'

Αχ Ακριβούλα 
στου φεγγαριού τη χάση
που ταξιδεύεις;

ιθ'

Αχειροποίητο
της Λούκαινας η εγγόνα 
στοιχειώνει ποίημα.

κστ'

Τραχύν αιπόλον 
στα φτερά της σηκώνει
αύρα πραεία.

κζ'

Αχ η Ακριβούλα
του φληβά συντυχαίνει
Ζήσιμε φίλε.

κη'

Λόγια του Ανέμου
λορνιόν και πριγκιπέσσες - 
«Δωσ' μου ένα σπίρτο».

κθ'

Νεκρός ταξιδιώτης

Ν' αράξω Θέ μου
το κουφάρι μου δώσε
στη μάνα Σκιάθο.

λ'

(Κι η Σκιάθο; Fuit...
Αστοί κι επαναστάτες
τη διαγουμίσαν.)

λα'

«Την αψαμένην...»
Μοσχοβολάς γαλήνη, 
καλά θα πλέψεις.

λβ'

Λαμπριάτικος
μινυρίζει τ' αηδόνι
και πρώτος ψάλτης.



Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Ένα τραγούδι εκεί...

Ένα τραγούδι εκεί... Στέλλα Βρακά

Δεν σε μαθαίνουν τα μικράτα σου
για τις αυταπάτες
τις αστραπές
τις ευλογίες
για τα δώρα πού σου δίνονται
και χρειάζεται να κρύψεις
μην τα κουράσουν
τα μάτια των πολλών
που κοιτάζουν χωρίς να βλέπουν.

Έρχεται στο σύντομα το σχολείο
και σου μιλάει διπλωμένα πολλά
θέλεις να τα πετάξεις
μα δεν βρίσκεις τόπο και χώρο.

Μα είναι ένα τραγούδι εκεί.
Σ' ένα βιβλίο και το βρίσκεις
σ' έναν άνθρωπο που σου το ψιθύρισε
ή στο φώναξε δυνατά.
Είναι το ουράνιο τόξο
πού δεν χορταίνεις να βλέπεις.
Είναι ο κεραυνός που δεν φοβάσαι.
Είναι η φωτιά που δεν καίει
γιατί είναι ζωογόνο Πυρ.

Είναι το τραγούδι που σε γητεύει
και σε αλλάζει.


Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Θαλασσοπλαγιά


"Θαλασσοπλαγιά" , Βασίλης Μπαρούτης

Στο Τουρκολίμανο, οι βάρκες στέκονταν πάνω στο νερό ασάλευτες, όμοιες κυράδες ενδεδυμένες τα νυχτικά τους φορέματα με ακάλυπτα τα ξάρτια τους ορθά σε στάση προσευχής.
Κάπου προς το δείλι την ώρα που αμβλύνουν οι αισθήσεις, φούντωσε λες η γης από τα καμώματα των εραστών κι έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό.
Χάραξε στο κύμα την ανάσα του ο άνεμος κι έγινε Λεβάντες. Και μπήκε στο λιμάνι να ξανασάνει.

Άρχισαν οι βάρκες, στριμωγμένες καθώς ήταν η μία πλάι στην άλλη, να επιδίδονται ταυτόχρονα σε μία ανεπαίσθητη σχεδόν αιώρηση που τους επέβαλε το ανάλαφρο κυματάκι κάτω από τις σκούνες τους. Αιωρούμενες συντονισμένα σε ένα κατανυκτικό τρεμούλιασμα των άκρων τους, έμοιαζαν πράγματι να εκτελούν όχι μόνο προσευχή αλλά λειτουργία ολόκληρη.  Μια ψαλμωδία τρεμόπαιζε σαν μουρμούρισμα ρυθμικό και ατελές και καλούσε τους μύστες να συμμετέχουν σε αυτήν νοητά στρέφοντας απλά το βλέμμα προς τα εκεί.

Το νερό που ήταν στρωμένο από κάτω κι αντανακλούσε τα πλαϊνά τους έμοιαζε με ένα πανί βουτηγμένο στη λαδομπογιά με ανάκατα πάνω του γυναικεία ονόματα λευκό-γραμμένα ανάστροφα. "αιραΜ" όπως Μαρία, "ανιρεταΚ" όπως Κατερίνα και πάει λέγοντας. Όλες τους λειψές στο μάτι που βλέπει μόνο το πάνω μέρος, ιδανικές αγκαλιές για αραλίκι, πιστές ερωμένες. Στον καιρό δοσμένες μονάχα. Ούτε στον καπετάνιο, ούτε στον ψαρά. Στον καιρό. Μπουνάτσα; καλμαριστές. Κύμα; φουριόζες. Όλα τα ζόρια τα περνούσαν γλιστρώντας απαλά πάνω στην υδάτινη αντανάκλαση τους και ζητούσαν λίγα. Όταν τις έτρωγε το αλάτι θελαν φροντίδα, φτιασίδωμα, να ναι μετά έτοιμες να ξανοιχτούν πάλε. Φωνές δεν είχαν δικές τους. Δανικές μόνο έπαιρναν των γλάρων και των ψαράδων. Τις άκουγες να σκούζουν μεσοπέλαγα ή να μουρμουρίζουν ανάκατα λόγια  σαν να σου σιγοτραγουδάει τον καημό του ο ναύτης ή το κλάμα του ο νοικοκύρης που το παιδί του δεν στέριωσε στο ίσκιο του σπιτιού κι έκανε ρεσάλτο στα κύματα.

Κάπου εκεί γεννήθηκες σε μια γειτονιά μέσα στην Καστέλλα.
Τα πρωινά κατηφόριζες το δρόμο προς την ακρογιαλιά κι έριχνες νόθες ματιές στο υδάτινο πάπλωμα. Ξάνοιγες το βλέμμα εκεί που ο βόμβος από τα ψαροπούλια μπέρδευε στο άκουσμα τη λαλιά τους με το άφρισμα του νερού που πλατάγιζε στα βράχια σαν τη γλώσσα στα δόντια μετά από μία γενναία δαπάνη σε φαΐ και ποτό.
Τα μεσημέρια στο μεγαλείο της άνοιξης, ύφαινες με το μυαλό σου στην προκυμαία τα δίχτυα και αρμάτωνες τα παραγάδια με δολώματα.




Οι κόρες των ματιών σου δύο πέτρες πυρωμένες από το λιοπύρι και τα άκρα σου όλα, σχοινιά που τραβούσαν το κορμί στη θάλασσα. Να γίνει ξάρτι με πανί τα μακριά μαλλιά σου να ταξιδέψει.

Και να σκεφτεί κανείς πως όταν βγήκες από την κοιλιά της μάνας σου ήταν τόσο καχεκτικό το σουλούπι σου που για μέρες έσκουζε ανυπόμονο κάποιο όρνιο πάνω από το σπίτι σας. Μόνο όταν σε έβαλαν στο νερό σηκώθηκες στα πόδια σου και πείστηκαν οι γείτονες ότι ήσουν πλάσμα ζωντανό και μάλιστα ανθρώπινο.

Στα πρώτα σκιρτήματα πάλευες να βουτήξεις στα απύθμενα βάθη βγάζοντας σφουγγάρια για τα δάκρυα κάποιου άδολου έρωτα που σε βασάνιζε γλυκά.
Στον ίσκιο της σκέψης σου ίχνη από κοχύλια πάνω στην άμμο και χορωδίες άλμπατρος ζωντάνευαν τα λόγια του παππού σου για ταξίδια του στους ωκεανούς. Είκοσι τρεις φορές είχε γυρίσει τον κόσμο και άλλες τόσες θα τον ξανάφερνε βόλτα αν δεν πάθαινε εκείνο το ατύχημα στο μηχανοστάσιο. Σε ξόρκιζε να μείνεις μακριά από τα πλοία μα η καρδιά σου δεν βολευόταν στη στεριά. Μόνο μέσα στο νερό την άκουγες να πάλλεται ρυθμικά σαν ένα κύτος που βουτάει στην άβυσσο να κρυφτεί από τους θηρευτές του και αναρριγεί τρεμάμενο βουνό στη σεισμική δόνηση που προκαλεί ο φόβος στον κυνηγημένο.

Κι εσύ κυνηγημένος από τις ιστορίες του παππού και τις επικλήσεις του λιμανιού, έτρεχες στους ψαράδες και τους ρωτούσες ποιος να σε έπαιρνε στο καΐκι του. Ένας από την Ύδρα τελικά σε δέχτηκε σε κάποιο πόστο κι εσύ βιάστηκες να φυγαδέψεις τον κρυφό σου πόθο στην αλμύρα και την γλίτσα πάνω στην κουπαστή. Ήταν ένα στενόμακρο σκαρί με τη μηχανή μέσα στην κοιλιά του να γουργουρίζει και με την καμπίνα στην μέση. «Πρωτέα» το είχε ονομάσει ο κύρης του και το είχε ξανοίξει σε όλα τα μήκη και πλάτη του Αιγαίου και παραπέρα. Ο καπετάνιος όμως ήταν άνθρωπος με δύσκολα χούγια και ήθελε ναύτες μόνο από το λιμάνι. Τους έλιωνε στη δουλειά γιατί έλεγε άντεχαν. Αν είχαν ζήσει κάπου πιο μέσα στην πόλη βούταγαν μεσοπέλαγα να γυρίσουν πίσω κολυμπώντας. Μα εσύ δεν λογίστηκες δουλειά, μόνη σου μέριμνα η φυγή στα γκρίζα νερά. Εκεί μονάχα που ένιωθες ελευθερία και γαλήνη. Ίδια μυσταγωγία που τρέφει μια ανώτερη δύναμη μέσα σου, τράβαγες και ξέπλεκες τα δίχτυα με την αγριάδα μερμηγκιού που τραβάει στη φωλιά του πληγωμένο το σκαθάρι να το αποτελειώσει.
Η ψαρόβαρκα του «Πρωτέα» που σε τράβηξε πρώτη στ’ ανοιχτά να τιθασέψεις την ορμή σου και να γίνεις ναύτης. Αυτή ήταν η πρώτη σου αγάπη που σε βάφτισε στα ταραγμένα νερά στο σκαμπανέβασμα της βάρκας κάθε φορά που άνοιγε τον ασκό του ο Αίολος.

Είχες μετά τον τρόπο να μπεις και σε καράβι. Πατρίδα και σπίτι δεν σε είδε ξανά, αραιά και που μόνο όταν έμενες ξέμπαρκος για λίγο στο λιμάνι.

Και να λένε μετά οι παλιοί σου φίλοι στον καφενέ, «ο Άγγελος ρε σεις έχει να πατήσει χρόνια. Μπάρκαρε λέει σε γκαζάδικο με ξένη σημαία κι έχει οργώσει τις θάλασσες σε αμερικές και βραζιλίες».
«Μπα», λέει άλλος, «τον είδα πριν κάτι μήνες που γύρισε σακάτης από τις μηχανές και ζει με τη μάνα του».

Πίνακας : Carl Rottmann, Chalkis



Κυάνωσις

Κυάνωσις, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου

Ανάγκη είναι, λέει
Να πλάσω νέες λέξεις
Να εφεύρω τη νέα γραμματική
Το συντακτικό των ονείρων
Να διδάξω στο σχολείο σήμερα
Για να ανακαλύψω την τάξη του αύριο.

Ξέρεις, αν δεν αφήσουμε στα φράγματα
Τις πύλες ανοιχτές
Να πλεύσουμε ξυπόλητοι
Στις αστραπές απ' τον ουρανό
Τα νερά θα έχουν το χρώμα της τέφρας
Οι αφροί την οσμή της ματαίωσης
Όσο τα χείλη σκάβει το αλάτι
Όσο το στομάχι διαψεύδει το φαρμάκι
Όσο τη γλώσσα φιμώνει το βαμβάκι.

Βλέπεις, το αλλάττω δεν απέχει πολύ από το αρμόττω
Όταν και των δυο η τετραγωνική ρίζα
Είναι το ερωτικό τους άρθρο
Όπως πάντα όμως
Η επιθυμία σκοτίζει το βλέμμα της αγάπης.

Ζωγραφική : Κωνσταντίνος Μίχαλος







Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

Μεγάλο Φινάλε II

Μεγάλο Φινάλε ΙΙ, Σταμάτης Γκαβέτας

Τα κεφάλια τον ανθρώπων είναι αυγά που τα κλωσσά η μέρα και τη νύχτα στον ύπνο σκάνε νεοσσοί. Ξύπνησα το πρωί βρίσκοντας γύρω από το κρεβάτι φλούδες ονείρου, μοιάζουν με ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Από τη δόλια την κεφάλα μου σκάνε μπουλούκια οι ηθοποιοί και μου ζητούν τον πρώτο ρόλο και είναι φορές που είναι πιο δυνατοί από εμένα και τον παίρνουν. Τάχα ποιον να υπηρετώ, να είμαι εγώ ο ιππότης ή ο ιπποκόμος μου. Μπερδεύτηκαν πάλι οι ρόλοι στο φτωχό μου κεφάλι.

Βγαίνω έξω, συναντώ και πάλι για πολλοστή φορά τον Εραστή του Ευρίπου, μου δείχνει το σώμα μου. Τότε είδα πως μου είχαν κοπεί οι σπάγκοι, γρήγορα μη με δουν οι από πάνω τους χώνω στις κάλτσες και στα μανίκια σφυρίζοντας αδιάφορα. Τάχα να είχα γλυτώσει και να ήμουν λεύτερος; Οινόφλυγες σκιές παραπατούν στο διάβα μου. Όρθιο λελέκι περπατώ στην παραλία διακρίνοντας στους άλλους – ανθρώπους; - τους σπάγκους που τους τυλίγουν. Δε με κοιτούν, σάμπως να μη με βλέπουν; Ποίος κάνει μάνα και σκορπά σα τραπουλόχαρτα τα εκμαγεία των προσώπων;

Και να που- όντως – ήμουν λεύτερος λες και ήμουν κλειστός στην μάνας μου την κοιλιά, αντισκαστός που λένε.  Κίνησα κατά το Νεγροπόντε και άλλοι σαν και μένα με κομμένους τους σπάγκους από τα μέλη τους μπαίνουν σε γόνδολες. Με φεγγαρένια κέρματα της νύχτας πληρώνω το αντίτιμο για να μπω και εγώ μέσα. Μασκαρεμένες κομφετί οι αναμνήσεις μου, με το ένα μάτι ανοικτό τραβώ έξω από τα όρια τούτου του κόσμου – στα χάη.

Φωτογραφία : Χαλκίδα






Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

Τα χρώματα

Τα χρώματα, Χρήστος Αμανατίδης

Σκυμμένοι στην ακροθαλασσιά
Μαζεύουμε βότσαλα
Πολύχρωμα. 
Και γκρίζα και λευκά.

Αρέσει το λευκό, των νέων. 
Η πρόκληση να το κρατήσουνε 
Για πάντα καθαρό.

Μα έτσι είναι οι νέοι,
Ματαιόδοξοι.
Της νιότης τα ιδανικά τα καταστρέφουνε
Με πράξεις ευτελείς
Και με συμβιβασμούς.

Κι' αδυνατούν
Εκείνο το λευκό,
Να το κρατήσουν ισοβίως.

Γι' αυτό κι εγώ το γκρίζο προτιμώ,
Που είναι λευκό φθαρμένο. 
Το γκρίζο μου αρέσει, 
Δεν με φοβίζει όπως το λευκό.

Όσο για τα πολύχρωμα
Όσο μπορώ τα αποφεύγω.
Καλά είναι δε λέω. 
Μα όταν ξεθωριάζουνε μου προκαλούνε θλίψη. 
Και δεν μπορώ να ζω με την ανάμνηση 
Τόσων πολλών χρωμάτων. 

ΣΠΟΥΡΓΙΤΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΑΛΩΔΙΟ

ΣΠΟΥΡΓΙΤΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΑΛΩΔΙΟ,
Θωμάς Μυλωνάς

Έρχονται, λοιπόν, στο σχολείο οι γονείς να ρωτήσουν για τα παιδιά τους. Ξεπροβάλλουν δειλά δειλά το κεφάλι στο γραφείο των καθηγητών.
Τους βάζεις να κάτσουν. Τους φιλεύεις γλυκό του κουταλιού νεραντζάκι.
Τους κάνεις λίγο μασάζ στην πλάτη.
Καλού κακού, τους μετράς και την πίεση.

Οι γονείς των παιδιών -τους βλέπεις- είναι μπαρουτοκαπνισμένοι. Δέχονται συνεχείς λεηλασίες από βαρβαρικές ορδές, από λογαριασμούς της ΔΕΗ και το πετρέλαιο θέρμανσης, από την ανεργία και τις ειδήσεις της τηλεόρασης, από ενοχές και αμφιβολίες.

Σαν βεδουίνοι σε αμμοθύελλα ή σαν ινδοί σε ξηρασία, σαν σπουργίτια πάνω στο καλώδιο, οι γονείς των παιδιών.

Δεν έχουν την πολυτέλεια να σηκώσουν λευκή σημαία και να φωνάξουν «παραδίνομαι!», οι γονείς των παιδιών.

Πρέπει, πάση θυσία, να συνεχίσουν.

Οι γονείς των παιδιών.

Το δάσος της υπομονής

Το δάσος της υπομονής,
Στέλλα Βρακά

Στο δάσος της υπομονής
φύτεψα όλα τα κόκκινα.
Στις μεγαλοσύνες, στις ομορφιές,
στα κελαηδίσματα των συνεχών
ανοίξεων.

Μοσχοβολούν περηφάνεια κι εγκαρτέρηση
όλα τα κόκκινά μου...
της πεθυμιάς
του πόθου
της ανάγκης
της ηδονής της αντοχής,
της αυθαίρετης πίστης.

Στο ουσιαστικό δάσος, της υπομονής
καλοδιατηρούνται τα κόκκινά μου,
όλα.
Μακριά από πρόσωπα, πράγματα,
πάγκους γεμάτους εμπορεύματα,
αγορές φωνών και νομισμάτων .
Προσδιορισμένα όλα, στο γλαυκό σου.

Κι όλες αυτές
τις καλοστεκούμενες αμφιβολίες,
τις έριξα στο απύθμενο πηγάδι
των χαμένων προσχημάτων.

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

ΕΓΩ ΚΙ Η ΣΙΩΠΗ

ΕΓΩ ΚΙ Η ΣΙΩΠΗ, Ελένη Βαρθάλη

Έχουμε πολύ μιλήσει εγώ κι η σιωπή.
Σ' αυτό το βαθύ πηγάδι
που νυχτώνουν λευκά πουλιά
ραμφίζοντας την ερήμωση
την ακούω κι ακούγομαι καλύτερα
ίσως γιατί
γειτνιάζει με το περίβλημα ενός κόσμου
πέρα απ' το ορατό
εκεί όπου επικονιάζονται οι λέξεις και τα πράγματα
συνθέτοντας το μέσα φέγγος
όταν η ζωή
μας λησμονεί και μας στερεύει
χωρίς να μας στεγνώνει.

Μια μέρα θα μεγαλώσουμε σε έναν κόσμο
στεφανωμένο με ηλιοτρόπια
που μπορεί ν' αγγίζεται
και να μιλιέται.
Μισό δευτερόλεπτο μετά...
ένα σύμπαν παραπέρα...

Όταν... θα 'χουμε με μια κραυγή τελειώσει
κι εγώ και η σιωπή.
                                                                       
24-06-2018

Ποιήματα και στίχοι απ' το διήγημα Βαρδιάνος στα δεμένα

Βαρδιάνος στα δεμένα, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος

'Αι! το καραβάκι! με την πλώρη
να δρομεί ζαρκάδι στον αφρό
πάει και πάει - ως πάει κι η κόρη 
μέσα στ' όνειρο της αλαφρό.

Πάει - με το κατάρτι - κι η σελήνη
φέγγος καρφωμένο στον ιστό - 
νέφος του μαΐστρου εκείνη! εκείνη
πάει με χορό κυματιστό.

Άι! κορμί! (για κύμα;) - κι η καρδιά μου
με την ολο-σέληνη κυρά
πάει στου νυχτέρινού της γάμου
τα φεγγαροφώτιστα νερά.

Πάει το καραβάκι! όλο πάει
κι ο αγέρας· χρόνια του στυφός 
γλύκανε και πάει - ως περπατάει 
το κορίτσι - γάρμπος! - μες στο φως.

Συλλογή Διηγημάτων : Λιμενάρχης Ευρίπου,

Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 1993